ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση  Αρ.  1226/2010)

 

20 Δεκεμβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 20, 25, 26, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.     ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ FREDERICK,

2.    ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,

3.    ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

Αιτητές,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

Ρ. Πετρίδου (κα.), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 30.7.2010, όπως και η δήλωση τους της 30.7.2010, που διαβιβάστηκε στους αιτητές με κοινή επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, που καθόρισε «περιοριστικά και ισοπεδωτικά» ποσοστό αύξησης 0.45% των διδάκτρων, είναι άκυρη και χωρίς νομική ισχύ.

 

Κατά τους αιτητές η προσβαλλόμενη απόφαση και δήλωση λήφθηκαν αντισυνταγματικά και συνιστούν ισοπεδωτική επέμβαση στις οικονομικές σχέσεις των αιτητών, ενώ επίσης επηρεάζουν αυθαίρετα τα διαφορετικά δεδομένα και την  ποιότητα της προσφερόμενης εκπαίδευσης, τη στιγμή μάλιστα που το ίδιο το κράτος, δια του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, καλύπτει όλα τα έξοδα και δαπάνες των δημοσίων πανεπιστημίων. 

 

Είναι θέση των αιτητών ότι ο Ν 75(Ι)/2010 με τον οποίον τροποποιήθηκε ο βασικός Νόμος 169(Ι)/2005 και με τον οποίο παραχωρήθηκε εξουσία στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού να καθορίζει ανώτατο όριο αύξησης των διδάκτρων των αιτητών, είναι αντισυνταγματικός ως παραβιάζων τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας αλλά και την ελευθερία της εργασίας και των συμβάσεων.  Επιπρόσθετα οι καθ΄ ων η αίτηση, κατ΄ ισχυρισμό, ενήργησαν αυθαίρετα και κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης αλλά και της χρηστής διοίκησης, μη παρέχοντας δικαίωμα, στους αιτητές, να ακουστούν πριν ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία είναι δυσμενούς φύσης γι΄ αυτούς. 

 

Οι καθ΄  ων η αίτηση προβάλλουν τόσο προδικαστικές ενστάσεις όσο και ενστάσεις επί της ουσίας.  Σύμφωνα με την πρώτη προδικαστική ένσταση η προσβαλλόμενη απόφαση, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα την 30.7.2010, συνιστά Κανονιστική Διοικητική Πράξη γενικού περιεχομένου η οποία δεν  παρήγαγε  έννομα αποτελέσματα που επηρέασαν άμεσα τους αιτητές, κατά τον ουσιώδη χρόνο.   Η δεύτερη προδικαστική ένσταση αφορά τη δήλωση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 30.7.2010, η οποία σύμφωνα με τους αιτητές, είναι πληροφοριακού περιεχομένου και επομένως δεν εμπίπτει στη σφαίρα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Επί της ουσίας, οι καθ΄ ων η αίτηση λέγουν ότι ο περί Ιδιωτικών Πανεπιστημίων (Ίδρυση, Λειτουργία και Έλεγχος) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2010, Ν 75(Ι)/2010, συνάδει απόλυτα με το Σύνταγμα και δεν είναι ούτε αντισυνταγματικός, ούτε άκυρος.   Όσον αφορά τον καθορισμό ανώτατου ποσοστού αύξησης διδάκτρων που γίνεται από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και που, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, ανέρχεται σε 0.45%, ο τρόπος υπολογισμού καθορίζεται από το νόμο, στον οποίο αναγράφεται ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει, κατά 1.5 φορά, το ύψος του ετήσιου πληθωρισμού του προηγούμενου έτους, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο του 2009 ήταν 0.3%.    Άρα ο Υπουργός δεν είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το νόμο, να καθορίσει ποσοστό αύξησης που να υπερέβαινε το 0.45%.   Ακόμα, οι καθ΄  ων η αίτηση λέγουν, ότι οι αιτητές δεν υπέβαλαν οποιαδήποτε αίτηση αύξησης των διδάκτρων τους, ώστε ο Υπουργός να τους δώσει οποιαδήποτε απάντηση και τότε αυτοί να δικαιούνται να υποβάλουν ένσταση και ο Υπουργός να υποχρεούται να αποφασίσει επί της ενστάσεως.  Άρα δεν λήφθηκε οποιαδήποτε δυσμενής φύσεως απόφαση εις βάρος των αιτητών, από τους καθ΄ ων η αίτηση, και κατά συνέπεια δεν υπήρχε υποχρέωση παροχής δικαιώματος ακροάσεως σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ειδικά το άρθρο 43 του Ν 158(Ι)/1999.  Εν πάση όμως περιπτώσει, κατά το στάδιο προετοιμασίας του νομοσχεδίου που κατέληξε στον προαναφερόμενο τροποποιητικό νόμο, δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να προβάλουν τις θέσεις τους και μάλιστα, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας για τις ημερομηνίες 29.6.2010 και 1.7.2010, ο πρώτος αιτητής ανέφερε ότι συμφωνεί σε γενικές γραμμές με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις ενώ οι αιτητές 2 και 3 εξέφρασαν τις επιφυλάξεις και προβληματισμό σε σχέση με τρεις πρόνοιες του νομοσχεδίου. 

 

 

Αντίθετα με τους καθ΄  ων η αίτηση, οι αιτητές αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη  απόφαση ήταν δυσμενούς φύσεως γι΄ αυτούς και ότι το δικαίωμα ακρόασης που τους δόθηκε κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου δεν είναι αρκετό.  Θα έπρεπε να τους είχε δοθεί δικαίωμα ακροάσεως πριν ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού αποφάσισε να καθορίσει συγκεκριμένο ανώτατο ποσοστό επιτρεπόμενης αύξησης των διδάκτρων των αιτητών, στο ύψος του 0.45%. 

 

Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.   Τι συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος είναι θεμελιωμένο.  Θεωρώ σκόπιμο να αναφερθώ μόνον σε δύο σημαντικές αποφάσεις της Ολομέλειας, τη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26 και Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 85.   Στην πρώτη απόφαση τονίστηκε ότι το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η γένεση, από αυτή, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.  Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο οι οποίες δεν υφίσταντο πριν την έκδοση της.  Στη δεύτερη απόφαση τονίστηκε ότι νομοθετική είναι η πράξη η οποία θέτει κανόνες δικαίου.  Εκτελεστική είναι η πράξη η οποία επάγεται τον καθορισμό του πλαισίου διακυβέρνησης, την εκτέλεση των νόμων και την έκδοση πράξεων για την εφαρμογή τους.  Διοικητική είναι η πράξη η οποία ανάγεται στην  άσκηση της ρυθμιστικής εξουσίας του κράτους, μέσα στα πλαίσια που θέτει ο νόμος.  Στην περίπτωση εκείνη ο καθορισμός των όρων ανάπτυξης για την κάθε περιοχή της επικράτειας, μέσω Κ.Δ.Π., κρίθηκε ότι απέληγε στην έκδοση πολλαπλών ατομικών διοικητικών πράξεων, που υπόκειντο σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, θεωρώ πως με την απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 30.7.2010, η οποία στη συνέχεια κοινοποιήθηκε σε ένα έκαστο των αιτητών με επιστολή απευθυνόμενη και στους τρεις, ημερ. 30.7.2010, καθορίστηκε το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσοστό αύξησης των διδάκτρων, με αποτέλεσμα την έκδοση πολλαπλών ατομικών διοικητικών πράξεων δυνάμει των οποίων επιβάλλονται υποχρεώσεις στους διοικούμενους αιτητές, οι οποίες δεν υφίσταντο προηγουμένως και των οποίων η μη εκπλήρωση παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση τους.  Επομένως, πρόκειται για ατομικές εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες μπορούν να προσβληθούν με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος.  Για τους προαναφερόμενος λόγους δεν θεωρώ  επίσης ότι η κοινοποίηση της δήλωσης του Υπουργού στους αιτητές ήταν πληροφοριακού περιεχομένου αλλά εκτιμώ ότι ήταν η κοινοποίηση, στους άμεσα ενδιαφερόμενους, μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Επομένως και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται και θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας. 

 

Το πρώτο ζήτημα είναι η κατ΄ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα του προαναφερόμενου τροποποιητικού νόμου (Ν 75(Ι)/2010) με τον οποίον δόθηκε εξουσία στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού να καθορίζει ανώτατη, επί της εκατόν, αύξηση που μπορεί να εγκριθεί, στο ύψος των ήδη εγκεκριμένων διδάκτρων και άλλων οικονομικών επιβαρύνσεων των ιδιωτικών πανεπιστημίων της Κύπρου, όπως είναι οι αιτητές (Άρθρο 8).   

 

Είναι θεμελιωμένο ότι η αντισυνταγματικότητα πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από το διάδικο που την επικαλείται.  Δεν έχω πειστεί, με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, ότι ο προαναφερόμενος τροποποιητικός νόμος ή συγκεκριμένες πρόνοιες του καταστρατηγούν το Σύνταγμα και συγκεκριμένα το άρθρο 26 που προστατεύει το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, το άρθρο 28 που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας ή ακόμη και την αρχή της ελευθερίας της εργασίας.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα Ανδρέα Ν. Λοίζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 167-169 και 173-180.  

 

Ο προαναφερόμενος τροποποιητικός νόμος δίνει δικαίωμα καθορισμού της ανώτατης αύξησης των διδάκτρων των ιδιωτικών πανεπιστημίων που μπορεί να εγκριθεί, στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, του καθορίζει συγκεκριμένα πλαίσια που σχετίζονται άμεσα με τον  πληθωρισμό κατά τον ουσιώδη χρόνο, η απόφαση αφορά στο μέλλον, ώστε να μην επηρεάζει πρόσωπα που είναι ήδη εγγεγραμμένα σε συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών, και σε περίπτωση που ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο θεωρεί ότι θα πρέπει να έχει δικαίωμα σε αύξηση διδάκτρων, που υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό αύξησης που καθορίζεται με το διάταγμα, μπορεί να υποβάλει ένσταση οπότε ο Υπουργός, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, θα πρέπει να εκδώσει σχετική απόφαση.  Κατά την εκτίμηση μου, ο τροποποιητικός νόμος βρίσκεται μέσα σε λογικά και ισοζυγισμένα πλαίσια, παρέχει ευελιξία στον Υπουργό, αλλά ταυτόχρονα προστατεύει και τα θεμιτά συμφέροντα τόσο των ιδιωτικών πανεπιστημίων όσο και των φοιτητών σε αυτά.  Δεν θεωρώ ότι υπάρχει πρόνοια, στον τροποποιητικό νόμο, που καταστρατηγεί είτε την αρχή της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι, όπως επεξηγείται κατωτέρω, είτε την αρχή της ισότητας, σε σύγκριση με τα κρατικά πανεπιστήμια, είτε το δικαίωμα εργασίας. 

 

Η ελευθερία του συμβάλλεσθαι μπορεί να τεθεί υπό κάποιους περιορισμούς, στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων και, στην προκείμενη περίπτωση, οι περιορισμοί που τίθενται δεν είναι δυσανάλογοι και δικαιολογούνται, κατά την κρίση μου, για λόγους προστασίας του δικαιώματος στην εκπαίδευση.  Επίσης, οι  περιορισμοί δεν είναι απόλυτοι, εφόσον παρέχεται η δυνατότητα αύξησης των διδάκτρων και πέραν του καθορισμένου ανώτατου ποσοστού αύξησης.

 

Αναφορικά με το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 26 του Συντάγματος, παραθέτω, στη συνέχεια, σχετική νομολογία. 

 

Στην υπόθεση Constantinos Chimonides v. Evanthia K. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία, έκρινε ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 26.1 του Συντάγματος είναι το  δικαίωμα της σύναψης σύμβασης και επομένως δεν καλύπτει και τα δικαιώματα που δημιουργούνται, δυνάμει της Σύμβασης.  Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση εκείνη, το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι τίθεται υπό τον όρον των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων και μια τέτοια αρχή είναι ότι, συμβάσεις που καταστρατηγούν το νόμο, είναι άκυρες.  Η Πολιτεία έχει δικαίωμα να ρυθμίζει, μέσω νομοθεσίας, τον τρόπο με τον οποίον ασκείται το δικαίωμα σύναψης σύμβασης, νοουμένου ότι τέτοια νομοθεσία δεν είναι αντίθετη με το Σύνταγμα.  Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν πολύ αργότερα και στην υπόθεση Alpha & Omega Evang. Educ. Found. Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1990) 3 ΑΑΔ, 286.    

 

Το ζήτημα του δικαιώματος του συμβάλλεσθαι ελευθέρως, εξετάστηκε και στην υπόθεση Pandream Hotel Apts Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 706/2000, ημερ. 30.7.2002, στην οποίαν τονίστηκε ότι η ελευθερία της (σύναψης) σύμβασης υπόκειται σε όρους,  περιορισμούς ή δεσμεύσεις που τίθενται στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων. 

 

Το άρθρο 26 παρέχει τη δυνατότητα περιορισμού, και επιβολής δεσμεύσεων στην αρχή του ελευθέρως συμβάλλεσθαι και για το λόγο της πρόληψης εκμετάλλευσης από πρόσωπο που διαθέτει ιδιάζουσα οικονομική ισχύ.  Στην υπόθεση American Academy Alumni Foundation v. Υπουργού Παιδείας κ.α. (1989) 3Β ΑΑΔ, 69 εξετάστηκε ζήτημα αύξησης διδάκτρων ιδιωτικού σχολείου Μέσης Παιδείας.   Η αύξηση και εκείνων των διδάκτρων ετίθετο, δυνάμει του Ν 5/1971, όπως τροποποιήθηκε, υπό την έγκριση του Υπουργού Παιδείας.  Υποστηρίχθηκε ότι η εξουσία της έγκρισης αυξήσεως των διδάκτρων δικαιολογείτο από σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος και αποσκοπούσε στην προστασία των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων, από αυθαίρετες αυξήσεις διδάκτρων, που θα εξανάγκαζαν πολλούς να διακόψουν τις σπουδές τους.  Το δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε και στην υπόθεση Sussex Confirming Authority Exp. Tamplin & Sons Brewery (Brighton) Ltd (1937) 4 All E.R. 106 σε συνάρτηση με το άρθρο 25 του Συντάγματος, έκρινε ότι ήταν επιτρεπτή η νομοθετική παρέμβαση που απέβλεπε στην αντιμετώπιση της ανεξέλεγκτης αύξησης των διδάκτρων, στη βάση του δημοσίου συμφέροντος.                 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση τόνισε, περαιτέρω, ότι οι αιτητές δεν υπέβαλαν οποιαδήποτε αίτηση για αύξηση διδάκτρων, ή ένσταση στο προαναφερόμενο διάταγμα, που τους κοινοποιήθηκε, ώστε να υποχρεωθεί ο Υπουργός να τους δώσει δικαίωμα ακρόασης και να εκδώσει απόφαση επί του αιτήματος ή της ενστάσεως τους.  Επομένως δεν τίθεται ζήτημα δυσμενούς αποφάσεως γι΄ αυτούς.  Εν  πάση  περιπτώσει το διάταγμα αφορούσε σε μελλοντικό χρόνο και δεν επηρέαζε τις υφιστάμενες συμφωνίες, μεταξύ τους και των φοιτητών, που φοιτούσαν κατά το χρόνο έκδοσης και κοινοποίησης του προσβαλλόμενου διατάγματος.  Συμφωνώ με τις θέσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση, ότι δεν υπήρχε κάτι το συγκεκριμένο ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση επί του οποίου αυτοί θα έπρεπε να παράσχουν δικαίωμα ακρόασης στους αιτητές.   Απλά, δηλαδή, λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση από τον Υπουργό και κοινοποιήθηκε στους αιτητές και με αυτήν καθορίστηκε το προαναφερόμενο ανώτατο ποσοστό αύξησης των διδάκτρων των αιτητών κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του τροποποιητικού νόμου ο οποίος δεν κρίνεται αντισυνταγματικός για οποιοδήποτε από τους λόγους που προβλήθηκαν.  Σημειώνεται ακόμα ότι ο Υπουργός παρείχε στους αιτητές την ανώτατη, προβλεπόμενη από το νόμο, αύξηση εφόσον ενέκρινε το μάξιμουμ του 150% επί του ποσοστού του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους (του έτους 2009 για το οποίο ο πληθωρισμός, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, ήταν 0.3%) και επομένως δεν επρόκειτο για απόφαση δυσμενούς φύσεως, για αυτούς.

Ενόψει των προαναφερομένων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ούτε οι σχετικές πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου είναι αντισυνταγματικές αλλά ούτε και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομικά μεμπτή, για οποιοδήποτε από τους λόγους που επικαλούνται οι αιτητές.

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος των αιτητών, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.

 

 

 

 

                                                        Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                      Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο