ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1203/2011)
4 Δεκεμβρίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NGUYEN HONG THUY,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Κωνσταντίνος Πόλεος, για Δημήτριο Α. Παυλίδη, για την Αιτήτρια.
Βούλλα Κουρουζίδου Καρλεττίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια κατάγεται από το Βιετνάμ και ήλθε στην Κύπρο νόμιμα, στις 29/10/2007, για να εργαστεί. Στις 15/11/2010, υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση σ' αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, με τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, λόγω έλλειψης εργασίας. Σε συνέντευξη που είχε με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 3/2/2011, ισχυρίστηκε ότι ο μοναδικός λόγος που έφυγε από τη χώρα της ήταν η ανάγκη εξεύρεσης εργασίας. Δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε δίωξη είτε προβλήματα με τις αστυνομικές αρχές. Επίσης, ανέφερε ότι ούτε η ίδια ούτε η οικογένειά της ανήκουν σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική ή κοινωνική οργάνωση ή κόμμα.
Το αίτημά της εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και απορρίφθηκε, για το λόγο ότι τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε δεν ενέπιπταν στο ΄Αρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), σύμφωνα με το οποίο πρόσφυγας αναγνωρίζεται πρόσωπο, που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η αιτήτρια καταχώρισε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), επαναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, όσα πρόβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής ερεύνησε όλα όσα τέθηκαν από την αιτήτρια ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και με τη διοικητική προσφυγή. Στη συνέχεια, ετοίμασε ΄Εκθεση προς την Αναθεωρητική Αρχή, η οποία, με τη σειρά της, αφού εξέτασε την υπόθεση, έκρινε δικαιολογημένη την κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε τη διοικητική προσφυγή.
Η αιτήτρια, με την προσφυγή της, επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, ισχυριζόμενη ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, κατόπιν ανεπαρκούς έρευνας και χωρίς η ίδια να κληθεί σε συνέντευξη. Με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, υποστηρίζεται ότι η Αναθεωρητική Αρχή της στέρησε το δικαίωμα να ακουστεί, με αποτέλεσμα να μην έχει δίκαιη και αμερόληπτη ευκαιρία να στηρίξει το αίτημά της. Ενώ η ίδια δε γνωρίζει Αγγλικά ή Ελληνικά, η απορριπτική απόφαση της απεστάλη στην αγγλική γλώσσα και η αιτιολογία της στα Ελληνικά, γεγονός που παραβιάζει τις εγγυήσεις, όπως αυτές προνοούνται από την Οδηγία 2005/85/ΕΚ της 1ης Δεκεμβρίου, 2005, (η «Οδηγία»).
΄Εχω εξετάσει με προσοχή όλα όσα επικαλείται η αιτήτρια. Η προσφυγή στερείται ερείσματος. Ορθά εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Νόμου. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, ήταν απόλυτα ορθή. Στην αιτήτρια δόθηκε η ευκαιρία, κατά τη συνέντευξή της με τη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, να προβάλει, με τη βοήθεια διερμηνέα, όλα όσα αυτή πίστευε ότι στήριζαν το αίτημά της, τα οποία και εξετάστηκαν. Το γεγονός ότι η ίδια δεν κλήθηκε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής δεν επιδρά, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στη νομιμότητα της απόφασης. Το ζήτημα της κλήσης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής εξετάστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στη Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, όπου αποφασίστηκε ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να καλεί τους αιτητές σε συνέντευξη. Η εξουσία της είναι δυνητική.
Στην παρούσα περίπτωση, η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε όλα όσα είχε ενώπιόν της, προτού καταλήξει ότι η αιτήτρια είναι καθαρά οικονομική μετανάστρια και, συνεπώς, δεν μπορεί να της αναγνωριστεί η ιδιότητα του πρόσφυγα. Θεωρώ εντελώς αδικαιολόγητο το παράπονό της ότι τα γεγονότα που αυτή έθεσε δεν αξιολογήθηκαν ορθά, ή ότι, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εμφιλοχώρησε πλάνη. Προκύπτει ότι το αίτημά της εξετάστηκε με κάθε λεπτομέρεια, νόμιμα και με καλή πίστη, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.
Ουσιαστικά, η αιτήτρια, με τα όσα αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, ζητά επανεκτίμηση των γεγονότων, με σκοπό το Δικαστήριο να υποκαταστήσει την απόφαση της αρμόδιας αρχής με δική του, πράγμα ανεπίτρεπτο. ΄Οπως λέχθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533, το δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με δική του. Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο και μόνο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα.
Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένες η προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτιολογία της, που κοινοποιήθηκαν στην αιτήτρια, στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Singh ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 400)
«Υποστηρίχτηκε ακόμα ότι έχει παραβιαστεί το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος επειδή οι αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αρχής έχουν συνταχθεί στην ελληνική. Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος, ακόμα και αν η παρούσα διαδικασία ήθελε θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα πλαίσια που καθορίζονται σ' αυτό, δηλαδή τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28 Θ (2), κατά τη διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον της Αρχής, παρέχονται στους αιτητές δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Υπό τις περιστάσεις, δεν φαίνεται ότι τέτοιες υπηρεσίες ήταν αναγκαίες σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Η απόφαση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές ήταν στα αγγλικά και η αιτιολογία στα ελληνικά. Δεν νομίζουμε όμως ότι αυτό εμπόδιζε οποιονδήποτε αιτητή να πληροφορηθεί, τόσο το περιεχόμενο της απόφασης, όσο και την αιτιολογία της, ούτε ότι παραβιάστηκαν με τον τρόπο αυτό οποιαδήποτε δικαιώματά τους.»
Ούτε οι ισχυρισμοί σε σχέση με την παραβίαση της Οδηγίας ευσταθούν. ΄Ο,τι επιδιώκεται με το ΄Αρθρο 10(e) αυτής είναι να πληροφορούνται οι αιτητές ασύλου τους λόγους απόρριψης του αιτήματός τους και το δικαίωμα που αυτοί έχουν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της απόρριψής του. Από τη στιγμή, εδώ, που η αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, είναι ξεκάθαρο ότι αντιλήφθηκε πλήρως το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και την αμφισβήτησε εμπρόθεσμα.
Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε και το κατά πόσο η αιτήτρια μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και είναι εύλογη η κατάληξή της σε αρνητικό αποτέλεσμα, στη βάση ότι αυτή δεν κατάφερε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19(1) του Νόμου, να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου. Εύλογη είναι, επίσης, και η διαπίστωσή της ότι η αιτήτρια δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου για παραχώρηση σ' αυτήν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ