ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1156/11)

 

28 Δεκεμβρίου, 2012

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

LIDA  BAHMANZIARI,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΚΑΙ/Ή  ΜΕΣΩ  ΤΗΣ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ  ΑΡΧΗΣ  ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Γεώργιος Γεωργαλλής, για την Αιτήτρια.

Αλεξία Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η αιτήτρια κατάγεται από το Ιράν και ήλθε στην Κύπρο νόμιμα, στις 26/12/2001, ως επισκέπτρια.  Λίγες μέρες αργότερα, στις 7/1/2002, υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση σ' αυτήν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, με τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, λόγω της ενεργού συμμετοχής της σε διαδηλώσεις εναντίον του ιρανικού καθεστώτος.  Μετά από συνέντευξη που είχε με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, το αίτημά της απορρίφθηκε.  Η οργάνωση Future Worlds Center καταχώρισε, εκ μέρους της, ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), διοικητική προσφυγή.  Η αιτήτρια κλήθηκε σε συνέντευξη και παρουσίασε έγγραφα, τα οποία η ίδια θεωρούσε σχετικά με τη διοικητική προσφυγή της.  Πρόκειται για τα πιστοποιητικά βάφτισης της ιδίας και του γιου της ως χριστιανών ορθοδόξων.  Η συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής έγινε, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η αιτήτρια πληρούσε τις προϋποθέσεις να θεωρηθεί «επί τόπου πρόσφυγας», αφού αυτή, μουσουλμάνα το θρήσκευμα, στα πλαίσια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, είχε εκφράσει την πρόθεσή της να ενταχθεί στις τάξεις των μαρτύρων του Ιεχωβά, τελικά, όμως, βαφτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη.

 

Η Αναθεωρητική Αρχή, με απόφασή της ημερομηνίας 7/4/2009, απέρριψε τη διοικητική προσφυγή της αιτήτριας, η οποία καταχώρισε εναντίον της την Προσφυγή Αρ. 673/09, που είχε επιτυχή κατάληξη.  Το Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 11/2/11, έκρινε ότι η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής έπασχε, αφού λήφθηκε υπόψη εσφαλμένος παράγοντας.  Η απόρριψη της εκδοχής της αιτήτριας ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτή εγκατέλειψε τη χώρα της και ήλθε στην Κύπρο το 2001 έγινε στη βάση του περιεχομένου εγγράφου, το οποίο συντάχθηκε μεταγενέστερα της αναχώρησής της - πρόκειται για την ΄Εκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας για το Ιράν, η οποία συντάχθηκε τον Απρίλιο του 2004.  Σε ό,τι αφορά το φόβο επιστροφής της στη χώρα της λόγω αλλαγής της θρησκείας της, η οποία θεωρήθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή ότι δεν ήταν γνήσια, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα θέματα επί των οποίων της τέθηκαν οι σχετικές ερωτήσεις είτε απαιτούσαν εξειδικευμένες γνώσεις της ορθόδοξης πίστης, είτε στερούνταν ουσιώδους σημασίας.  Ουσιαστικά, κατέληξε, απουσίαζε το κριτήριο, στη βάση του οποίου οι απαντήσεις της κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές. 

 

Η Αναθεωρητική Αρχή, υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης, επανεξέτασε την υπόθεση.  Σε σχέση με το ζήτημα της εξόδου της αιτήτριας από το Ιράν, μετά από έρευνα, διαπίστωσε ότι το σύστημα στο οποίο αυτή στηρίχτηκε κατά την προηγούμενη εξέταση της υπόθεσης - ΄Εκθεση Υπουργείου Εσωτερικών Μεγάλης Βρετανίας για το Ιράν - βρισκόταν σε λειτουργία από το 1993 και, κατά συνέπεια, ίσχυε και το 2001 που η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα της.  Με την εν λόγω διαπίστωσή της, επανέλαβε όσα και προηγουμένως ανέφερε σε σχέση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας.  Συγκεκριμένα, κατέγραψε τα εξής:-

 

«Οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας για τον τρόπο με τον οποίο εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τους ισχυρισμούς της για δίωξη της από τις ιρανικές αρχές.  Αν και η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι διωκόταν από τις ιρανικές αρχές, εντούτοις κατάφερε να εγκαταλείψει νόμιμα τη χώρα καταγωγής της από το αεροδρόμιο της Τεχεράνης.  Μετά από έρευνα, διαπιστώθηκε ότι όλοι οι ιρανοί πρέπει να αποταθούν στο Υπουργείο Εσωτερικών για διαβατήριο και άδεια εξόδου, ενώ οποιαδήποτε υποχρέωση προς την Κυβέρνηση θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ώστε να εκδοθούν τα ταξιδιωτικά έγγραφα.  Επιπλέον, τα διαβατήρια ελέγχονται στο αεροδρόμιο για οποιαδήποτε παραπτώματα από ηλεκτρονικές λίστες.  Οι συγκεκριμένες λίστες διαφέρουν από αυτές που βρίσκονται στο τμήμα διαβατηρίων.  Συγκεκριμένα, η πηγή αναφέρει ότι μετά από τόσους ελέγχους, είναι δύσκολο για επιβάτες που αναζητούνται από τις ιρανικές αρχές να περάσουν τα συστήματα ελέγχου στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης μέσω δωροδοκίας ή ψεύτικων εγγράφων.»

 

 

 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της γνησιότητας της αλλαγής της θρησκείας της αιτήτριας, κατά τη συμπληρωματική συνέντευξή της, που έγινε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής στις 29/6/2011, της υποβλήθηκαν συγκεκριμένες ερωτήσεις από το βιβλίο «Κατήχηση και Βάπτιση των Ενηλίκων, Συμβολή στην Ποιμαντική Διακονία των Προσερχομένων στην Ορθόδοξη Εκκλησία».  Στην απόφαση της, η Αναθεωρητική Αρχή παραθέτει τα ερωτήματα που τέθηκαν στην αιτήτρια και δεν απαντήθηκαν ορθά.  Ουσιαστικά, διαπίστωσε ότι αυτή σε κάθε ερώτηση έδιδε την ίδια απάντηση, μη μπορώντας να εξηγήσει σε βάθος τα θέματα που αφορούσαν τα διάφορα ερωτήματα που της τέθηκαν και τα οποία, προτού βαφτιστεί, διδάχτηκε και, συνεπώς, όφειλε να γνωρίζει.

 

Η αιτήτρια, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, στερείται επαρκούς αιτιολογίας, παραβιάζει το δεδικασμένο και, τέλος, ότι η διακριτική εξουσία της Αναθεωρητικής Αρχής ασκήθηκε πλημμελώς.

 

Υποστηρίζει η αιτήτρια ότι αυτή κρίθηκε αναξιόπιστη σε επουσιώδη ζητήματα.  Καίτοι ανέφερε ότι έλαβε μέρος σε τέσσερις πολιτικές διαδηλώσεις εναντίον του ιρανικού καθεστώτος, κρίθηκε αναξιόπιστη επειδή δε θυμόταν τα αποτελέσματα ποδοσφαιρικών αγώνων, εξ αφορμής των οποίων αυτές έγιναν.  Η Αναθεωρητική Αρχή, χωρίς η ίδια να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα και στηριζόμενη, απλά, στην ΄Εκθεση της Λειτουργού της, την οποία υιοθέτησε, απέρριψε το αίτημά της.  Σε ό,τι αφορά τη γνησιότητα της αλλαγής της θρησκείας της, ισχυρίστηκε ότι, εφόσον οι σχετικές ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά την επανεξέταση, ουσιαστικά, ήταν πανομοιότυπες με τις ερωτήσεις που της τέθηκαν κατά τη διαδικασία που λήφθηκε η προηγούμενη απόφαση, η οποία ακυρώθηκε στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 673/09, παραβιάστηκε το δεδικασμένο.

 

΄Εχω εξετάσει με προσοχή όσα η αιτήτρια προβάλλει για ακύρωση της απόφασης.  Διαπιστώνω, όμως, ότι αυτά δεν ευσταθούν.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής κατά την επανεξέταση ήτα απόλυτα ορθή.  Ερευνήθηκε το ζήτημα της κατάστασης που επικρατούσε στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης το 2001, όταν αυτή εγκατέλειψε τη χώρα της και διαπιστώθηκε ότι το καθεστώς που ίσχυε ήταν το ίδιο με εκείνο  που αναφερόταν στην ΄Εκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας για το Ιράν του 2004.  Εφόσον, λοιπόν, δεν υπήρχε οποιαδήποτε διαφοροποίηση, η υιοθέτηση από την Αναθεωρητική Αρχή των αμφιβολιών που δημιουργούσαν οι ισχυρισμοί  της αιτήτριας για κίνδυνο δίωξή της από τις Ιρανικές Αρχές δε συνιστά παραβίαση του δεδικασμένου.  Η έρευνα που απαιτείτο να γίνει σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση έγινε. 

 

Σε ό,τι αφορά τη γνησιότητα της αλλαγής της πίστης της αιτήτριας, η Αναθεωρητική Αρχή, συμμορφούμενη και πάλι με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, την κάλεσε σε συνέντευξη ενώπιόν της.  Οι ερωτήσεις που της τέθηκαν αφορούσαν θέματα που περιέχονταν στο Βιβλίο που αυτή διδάχθηκε για να γίνει δεχτή και να βαπτιστεί χριστιανή ορθόδοξη.  Το εάν αυτές προσομοιάζουν με τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν κατά την προηγούμενη συνέντευξή της ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και οι οποίες κρίθηκε ότι, για να απαντηθούν, απαιτούσαν εξειδικευμένες γνώσεις της ορθόδοξης πίστης, δε συνιστά παραβίαση δεδικασμένου, αφού, κατά την ακυρωτική απόφαση, το σημαντικό ήταν η απουσία του κριτηρίου, με βάση το οποίο οι απαντήσεις της κρίθηκαν ως μη ικανοποιητικές.  Κατά την επανεξέταση, υπήρχε αυτό το κριτήριο, ήταν το περιεχόμενο του βιβλίου το οποίο αυτή διδάχτηκε για να βαφτιστεί.  Στις περιπτώσεις ενηλίκων, το ζήτημα της αλλαγής θρησκείας και του ασπασμού της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας δεν είναι τυπικό, γι' αυτό όσοι επιθυμούν να προσέλθουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, προτού γίνουν δεκτοί στους κόλπους της, διδάσκονται τα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.  Η αποδοχή τους, όμως, η οποία ολοκληρώνεται με τη βάφτιση, δεν αποτελεί απόδειξη για τη γνησιότητα της αλλαγής της πίστης τους.  Τέτοια απόδειξη αποτελεί η επαρκής γνώση της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, αφού, ταυτόχρονα, ο ενήλικας αποκηρύσσει τη θρησκεία που ακολουθούσε και ασπάζεται την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.  Η αιτήτρια εξυπακούεται ότι αποκήρυξε τη μουσουλμανική θρησκεία. Συνεπώς, εάν πράγματι άλλαξε θρησκεία, αναμενόταν, για να είναι γνήσια η αλλαγή αυτή, να γνώριζε τι ακριβώς η νέα θρησκεία διακηρύσσει, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο που η ίδια διδάχτηκε.  Δε διαπιστώνω ούτε σε αυτήν την πτυχή παραβίαση του δεδικασμένου.

 

Τέλος, η αιτήτρια, με όσα άλλα προβάλλει, ζητά επανεκτίμηση των γεγονότων, με σκοπό το Δικαστήριο να υποκαταστήσει την απόφαση της αρμόδιας αρχής με δική του, πράγμα ανεπίτρεπτο.  ΄Οπως λέχθηκε στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533, το δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με δική του.  Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο και μόνο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου που διέπουν το θέμα. 

 

Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε και το κατά πόσο η αιτήτρια μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και είναι εύλογη η κατάληξή της σε αρνητικό αποτέλεσμα, στη βάση ότι αυτή δεν κατάφερε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»),  να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου.  Εύλογη είναι, επίσης, και η διαπίστωσή της ότι η αιτήτρια δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου για παραχώρηση σ' αυτήν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                            Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                         Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο