ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1148/2011)

 

21 Δεκεμβρίου 2012  

 

 [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΟΥ,

Αιτήτρια

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-------------------------------------------

 

Δ. Στεφανίδης, για την Αιτήτρια.

Ν. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

-------------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Μέρος VII του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), περιλαμβάνει τον Πειθαρχικό Κώδικα των Δημοσίων Υπαλλήλων και καλύπτει τα άρθρα 73-86.  Εξ αυτών, το άρθρο 82 προδιαγράφει ότι η αρμοδία αρχή, η οποία έχει την έννοια που της αποδίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου, έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα που αναφέρονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα και να επιβάλλει οποιεσδήποτε ποινές που αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ του ιδίου Πίνακα. 

 

         Το εδάφιο (2) του άρθρου 82, αναφέρει ότι εάν η αρμοδία αρχή κρίνει μετά από ενδοτμηματική έρευνα που διεξήχθη σύμφωνα με το προηγηθέν άρθρο 81, έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα δυνάμενο να εκδικαστεί συνοπτικά,

 

 «.. τότε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί.».  

 

         Το επόμενο εδάφιο (3) έχει ως εξής:

 

«(3) Αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές που αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Πίνακα, αφού προηγουμένως τον ακούσει για την επιμέτρηση της ποινής.»

Στην αιτήτρια επιβλήθη προφορικά επίπληξη από την Ανώτερη Φαρμακοποιό Αγάθη Καλλονά στις 18.7.2011, στη βάση του ότι η αιτήτρια υπέπεσε σε αριθμό πειθαρχικών παραπτωμάτων, δηλαδή, ότι απουσίαζε από το καθήκον της σε διάφορες ημερομηνίες χωρίς να τηρηθούν οι σχετικοί Κανονισμοί και ότι αρνήθηκε να παραλάβει και να υπογράψει την υπηρεσιακή της έκθεση του 2009, κατά παράβαση των σχετικών υποχρεώσεων της.  Η ποινή της προφορικής επίπληξης για τα παραπτώματα αυτά επιβεβαιώνεται ως επιβληθείσα στην αιτήτρια από την Αγάθη Καλλονά, Ανώτερη Φαρμακοποιό, Φαρμακευτικές Αποθήκες, στην επιστολή που η τελευταία απηύθυνε στις 18.7.2011, Παράρτημα 8 στην ένσταση, προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας. 

 

Δεν ενδιαφέρουν τόσο οι πολλές λεπτομέρειες που τροχιοδρόμησαν την έρευνα εναντίον της αιτήτριας, όσο η καθαυτή επιβολή της ποινής της επίπληξης, η οποία και προσβάλλεται ως άκυρη διότι επιβλήθη πριν τη διαπίστωση της ενοχής και πριν η αιτήτρια ακουστεί  επί της ενοχής της.  Όμως να λεχθεί ότι διεξήχθη, μετά από διάφορες καταγγελίες εναντίον της αιτήτριας, έρευνα από ερευνώντα λειτουργό, η έκθεση του οποίου οδήγησε την αρμόδια αρχή στο διορισμό της Αγάθης Καλλονά προς διεξαγωγή συνοπτικής πειθαρχικής δίκης εναντίον της αιτήτριας και η οποία απέληξε, ως ήδη αναφέρθηκε, στην επιβολή  της προφορικής επίπληξης.

 

Η εκ μέρους της Α. Καλλονά διεξαγωγή της συνοπτικής εκδίκασης, διεξήχθη στη βάση αριθμού καταθέσεων μαρτύρων, οι οποίες δόθηκαν στην αιτήτρια στις 14.7.2011 από την Α. Καλλονά, συμφώνως του άρθρου 82(2) του Νόμου.  Ακολούθως η αιτήτρια κλήθηκε στο γραφείο της Α. Καλλονά στις 18.7.2011 όπου της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί.  Στο σχετικό Παράρτημα 8 της ένστασης, που είναι ως ανεφέρθη, η εμπιστευτική επιστολή της Α. Καλλονά προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, καταγράφονται διεξοδικά οι θέσεις της αιτήτριας.  Προφανώς τα όσα αναφέρθηκαν από αυτήν δεν έγιναν δεκτά από την κα Καλλονά, εφόσον κατά τις προφορικές εξηγήσεις που έδωσε η αιτήτρια έγινε δεκτό από αυτή ότι πράγματι διόρθωνε ορισμένες φορές την ώρα προσέλευσης της στην εργασία της, ενώ το έντυπο αξιολόγησης δεν το υπέγραψε διότι έπρεπε να είχε ακουστεί πριν συνταχθεί δυσμενής γι΄ αυτήν υπηρεσιακή έκθεση.  Η κα Καλλονά κατέγραψε τα εξής καταληκτικά:

 

          «Αφού άκουσα προσεκτικά την ενδιαφερόμενη και μελέτησα την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού κ. Ανδρέα Μανώλη ..., τις μαρτυρικές καταθέσεις της κας .. και την εγκύκλιο του Προέδρου Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ... αποφάσισα όπως επιβάλω στην κα Ισαβέλλα Παπίρη Πιττοκοπίτου την ποινή της προφορικής επίπληξης για τα κάτωθι παραπτώματα ..»

 

          Στη συνέχεια η κα Καλλονά κατέγραψε και τα εξής:

 

         «Επιπρόσθετα επιθυμώ να σας ενημερώσω ότι μετά την απαγγελία της ποινής, έδωσα το δικαίωμα στην ενδιαφερόμενη να ξαναακουστεί. 

 

            Η ενδιαφερόμενη ανάφερε ότι συμφωνά με την ποινή που της απαγγέλθηκε, αλλά εύλογα της δημιουργούνται ορισμένες απορίες...»

 

Ο κ. Στεφανίδης εκ μέρους της αιτήτριας, αφού αμφισβήτησε ως αναληθές το αναφερόμενο στο πιο πάνω απόσπασμα περί της αποδοχής της αιτήτριας της ποινής που της απαγγέλθηκε, εφόσον ουδέποτε η αιτήτρια υπέγραψε το σχετικό πρακτικό, εισηγήθηκε ότι απουσιάζει από την προσβαλλόμενη πράξη αξιολόγηση και απόφαση πρωτίστως επί της ενοχής της αιτήτριας, εφόσον από την απόφαση φανερώνεται ότι επεβλήθη απευθείας πειθαρχική ποινή χωρίς προηγούμενη κρίση για την ενοχή, και ως εκ τούτου εκ του περισσού και ανωφέλως της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί εκ νέου.  Ο Νόμος, κατά την εισήγηση του συνηγόρου, προδιαγράφει ότι πρέπει πρώτα να υπάρξει απόφαση επί της ενοχής του καταγγελλόμενου, αφού βέβαια προηγηθεί δικαίωμα ακρόασης και εφόσον υπάρξει τέτοια κρίση, τότε δίδεται το δικαίωμα να ακουστεί ο παραπτωματίας πριν την επιβολή της ποινής.  Με παραπομπή  σε  αριθμό   αποφάσεων, η αιτήτρια σημειώνει ότι όχι μόνο κρίθηκε ένοχη  κατά  παράβαση  του  άρθρου  83(6)  του  Νόμου, αλλά και η απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας εφόσον δεν φαίνεται τι προσμέτρησε στην κρίση της κας Καλλονά, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί βάσιμα από το Δικαστήριο το αιτιολογικό της ενοχής. 

Η Δημοκρατία αφού τονίζει τη συνοπτικότητα στην εκδίκαση των συγκεκριμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων στην οποία δεν διεξάγεται ουσιαστική δίκη, αλλά πρόκειται περί απλουστευμένης διαδικασίας, εισηγείται ότι στην υπό κρίση περίπτωση τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα της διαδικασίας που οδήγησε στην επιβολή της ποινής. Στην αιτήτρια δόθηκε το δικαίωμα μετά την απαγγελία της απόφασης για ενοχή, «να ξανακουστεί», αλλά η αιτήτρια ανέφερε ότι συμφωνεί με την απόφαση και δεν είχε οτιδήποτε να προσθέσει.  Οι αιτιάσεις που έδωσε η αιτήτρια κατά την προφορική εξέταση της υπόθεσης από την κα Καλλονά φανέρωναν απλώς δικαιολογίες χωρίς η αιτήτρια να είχε αμφισβητήσει τα πραγματικά γεγονότα επί των οποίων είχαν στηριχθεί τα πειθαρχικά παραπτώματα.  Η απόφαση της κας Καλλονά δεν ήταν ανάγκη να έχει την εμπεριστατωμένη μορφή μιας δικαστικής απόφασης  και επομένως η αιτιολογία συνάγεται και από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε και από τους οποίους φακέλους μπορεί πράγματι να διαπιστωθεί από τα βιβλία παρουσιών ότι επανειλημμένα απουσίαζε από την εργασία της, χωρίς να αιτηθεί άδεια απουσίας.

 

Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην ουσία των ενεργειών και παραπτωμάτων της αιτήτριας.  Εκείνο που εδώ αναθεωρείται είναι το νομότυπο της όλης διαδικασίας, αν, δηλαδή, τηρήθηκαν τα εχέγγυα της πειθαρχικής δίκης.  Στη Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, αποφασίστηκε ότι όλες οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, αλλά και των δικαιωμάτων κατηγορουμένου σε ποινική δίκη, έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε πειθαρχική δίωξη, (δέστε και Βάσος Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 6/2007, ημερ. 26.3.2009).

 

Υπενθυμίζεται ότι η παρούσα πειθαρχική διαδικασία ήταν συνοπτικής φύσεως με βάση τις προδιαγραφές του άρθρου 82 και όχι διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ., δυνάμει του άρθρου 83, ώστε να ακολουθείται και η πρόνοια του εδαφίου (6) αυτού που ρητά προνοεί ότι στον υπάλληλο που διώκεται πειθαρχικά παρέχεται η ευκαιρία να ακουστεί τόσο πριν από τη διαπίστωση της ενοχής, όσο και πριν από την επιβολή της ποινής.  Συνεπώς το            άρθρο 83(6) που επικαλέστηκε ιδιαιτέρως ο κ. Στεφανίδης, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.  Σε αντίθεση με το  άρθρο 83(6), τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 82, αναφορικά με την εκδίκαση συνοπτικώς πειθαρχικού παραπτώματος, δεν προνοούν την χωριστή διαπίστωση ενοχής ως προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής.  Εκείνο όμως που εξάγεται από το εδάφιο (3), είναι ότι απαραιτήτως η αρμοδία αρχή επιβάλλει  την ποινή, αφού προηγουμένως ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο. 

 

Το κύριο επιχείρημα του κ. Στεφανίδη εξαντλείται στο ότι δεν υπήρξε και ή δεν φαίνεται από την προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 18.7.2011, αιτιολογία της αρμοδίας αρχής ως προς την ενοχή της αιτήτριας.  Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν αποτελεί πρόβλημα ενόψει, επαναλαμβάνεται, της διαφορετικής μεταχείρισης του διωκόμενου υπαλλήλου στην εκδίκαση συνοπτικώς της υπόθεσης. Η αιτιολογία της καταδίκης θα μπορούσε κάλλιστα να εξαχθεί από τα όσα η Αγάθη Καλλονά καταγράφει στην τρίτη παράγραφο της σελ. 3 της προσβαλλόμενης πράξης.  Εκεί αναφέρεται ότι πριν την επιβολή της ποινής άκουσε προσεκτικά την ενδιαφερόμενη, δηλαδή, την αιτήτρια και μελέτησε την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού, τις διάφορες μαρτυρικές καταθέσεις και την ίδια την κατάθεση της αιτήτριας, καθώς επίσης και τις σελίδες του βιβλίου παρουσιών, τα μηνιαία έντυπα αδειών και την εγκύκλιο του τότε προέδρου της Ε.Δ.Υ., Μάρκου Σπανού.  Παρόλο που αναμφιβόλως θα ήταν ορθότερο να διατυπωνόταν ευκρινώς η ενοχή της αιτήτριας ως στάδιο που προηγείται της επιβολής της ποινής, εν τούτοις με κάποια επιείκεια το δεδομένο της ενοχής και η αιτιολογία γι΄ αυτήν, είναι εύλογα συναγόμενα.

 

Εκείνο, όμως, που αποτελεί πρόβλημα και διαπιστώνεται ως εκ τούτου λόγος ακύρωσης, είναι ότι η κα Καλλονά προχώρησε στην επιβολή της ποινής της προφορικής επίπληξης χωρίς προηγουμένως να δώσει την ευκαιρία στην αιτήτρια να ακουστεί προς επιμέτρηση της ποινής, όπως είναι οι ρητές πρόνοιες του άρθρου 82(3).   Καθίσταται πρόδηλο από την τρίτη παράγραφο της τρίτης σελίδας της επίδικης πράξης ότι στην αιτήτρια επιβλήθηκε απευθείας η ποινή της προφορικής επίπληξης, χωρίς να καταγράφεται οτιδήποτε ως προς το ότι δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια προηγουμένως να ακουστεί επ΄ αυτής.  Συνάγεται ότι δεν τηρήθηκαν τα εχέγγυα της προβλεπόμενης από το Νόμο διαδικασίας και επομένως τα όσα αναφέρονται από την κα Καλλονά στην τέταρτη σελίδα της απόφασης της, ότι, δηλαδή, έδωσε το δικαίωμα στην αιτήτρια να ξανακουστεί μετά την απαγγελία της ποινής, δεν μπορούν να διορθώσουν τα μη τηρηθέντα κατά το Νόμο. Εκ του περισσού δόθηκε τέτοιο δικαίωμα, εφόσον ήδη είχε επιβληθεί η ποινή και εν πάση περιπτώσει δεν απαντάται τέτοιο στάδιο στην όλη νομοθετικά ρυθμιζόμενη διαδικασία.  Και δεν έχει βέβαια σημασία το γεγονός ότι η επιβληθείσα στην αιτήτρια ποινή ήταν η ελαφρότερη των προνοούμενων στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Πίνακα του Νόμου.  Η διαδικασία σε πειθαρχικές διώξεις πρέπει να ακολουθείται με αυστηρότητα.  Η υποχρέωση να ακουσθεί ο διωκόμενος πριν την επιβολή της ποινής είναι επιτακτική, (Παπαπέτρου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1030, όπου και εκεί η διαδικασία ήταν συνοπτικής φύσης).

 

Σημειώνεται ότι ο λόγος αυτός προς ακύρωση εμπεριέχεται στα νομικά σημεία με αναφορά όμως λανθασμένα στο άρθρο 83(6).  Δεν αποκλείει, όμως, το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική του διαδικασία από την εξέταση των όλων δεδομένων να εντοπίσει λόγο ακυρότητας που προβάλλει αυτόνομα από τα ίδια τα γεγονότα που είναι ενώπιον του. 

 

Πρέπει να σημειωθεί και το εξής:  Η Δημοκρατία στην αγόρευση της, ισχυριζόμενη ότι τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα του Νόμου, παραπέμπει εκτός από το Παράρτημα 8 στην ένσταση που είναι η προσβαλλόμενη πράξη και σε πρακτικά που περιέχονται στο κυανούν 24 του διοικητικού φακέλου τα οποία και επισυνάφθηκαν ως Τεκμ. 1 στην αγόρευση της.  Τα πρακτικά αυτά τα οποία όντως απαντώνται και στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο ως Τεκμ. Α1, αφενός δεν φέρουν ημερομηνία  και αφετέρου βρίσκονται σε διάσταση με τα όσα καταγράφηκαν στο Παράρτημα 8, δηλαδή, στην επιστολή της κας Καλλονά ημερ. 18.7.2011 προς τον Γενικό Διευθυντή.  Η διάσταση έγκειται ακριβώς στο ότι στην τέταρτη σελίδα, κυανούν 21, των τηρηθέντων πρακτικών αναφέρεται ότι η Α. Καλλονά ενημέρωσε την αιτήτρια ότι την έκρινε ένοχη για τα παραπτώματα που της είχαν απαγγελθεί τα οποία της επανέλαβε και τα οποία παρέθεσε στη συνέχεια.  Στην πέμπτη σελίδα του πρακτικού, κυανούν 20, διαχωρίζεται η διαδικασία της επιβολής της ποινής διότι εκεί φαίνεται ότι η Α. Καλλονά έδωσε στην αιτήτρια ως κατηγορούμενη  το δικαίωμα να «ξανακουστεί», η αιτήτρια συμφώνησε με την απόφαση, οπότε και η Α. Καλλονά την ενημέρωσε ότι της επιβάλλει την ποινή της προφορικής επίπληξης.  Ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ των δύο σταδίων δεν παρουσιάζεται όμως στην ίδια  τη διοικητική πράξη που προσβάλλεται, το δε εν λόγω πρακτικό, άνευ ημερομηνίας, αποτελεί βέβαια εσωτερικό κείμενο της διοίκησης που δεν εξωτερικεύθηκε προς την αιτήτρια.  Ακόμη και εκεί, όμως, δεν είναι σαφές ότι δόθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα να ακουστεί συγκεκριμένα για σκοπούς επιβολής ποινής, πριν αυτή της επιβληθεί. 

 

Η περίπτωση προσομοιάζει, αν και είναι χειρότερη εδώ, με τα διαπιστωθέντα στην Παπαπέτρου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -.  Εκεί ο Νικήτας, Δ., ορθά έκρινε ότι η ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε από τον διευθυντή, ως πειθαρχικό όργανο, και που ανέφερε ότι δόθηκε η ευκαιρία στην εκεί αιτήτρια «να πει ό,τι ήθελε σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής», δεν συμπλήρωσε κενό στο τηρηθέν πρακτικό, το οποίο δεν φανέρωνε ότι η αιτήτρια άσκησε το σχετικό δικαίωμα της, αλλά, αντίθετα, συγκρουόταν με αυτό.  Ακριβώς, όπως και εδώ.  Υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης και του πρακτικού που εν πάση περιπτώσει αποτελεί internum της διοίκησης. 

 

Ενόψει του ότι, όπως αναφέρθηκε και στην Παπαπέτρου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -, οι εγγυήσεις που παρέχονται από τη νομοθεσία είναι η φυσιολογική προέκταση «. της ευρύτερης δικαιοπρακτικής αρχής για διεξαγωγή δίκαιης δίκης ...», η πράξη πρέπει να ακυρωθεί.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του                Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                          Στ. Ναθαναήλ,

                                                      Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο