ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1097/2011)

 

21 Δεκεμβρίου 2012

 

 [ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΕΤΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΏΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------

Βρ. Χατζηχάννας, για τον Αιτητή.

Α. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Κατά το αιτητικό της προσφυγής, η Δημοκρατία διά του Τμήματος Οδικών Μεταφορών παρέλειψε να απαντήσει στον αιτητή και ή το δικηγόρο του στη διπλοσυστημένη επιστολή  ημερ. 3.5.2011, με αποτέλεσμα η παράλειψη αυτή να αποτελεί παρανομία και παραβίαση οφειλόμενης ενέργειας, στερώντας από τον αιτητή τα νόμιμα και συνταγματικά του δικαιώματα.  Ζητείται, επομένως, από το Δικαστήριο σχετική δήλωση ή διακήρυξη και διάταγμα όπως παν παραλειφθέν, εκτελεσθεί. 

 

         Στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, το Τμήμα Αγορών και Προμηθειών του Υπουργείου Οικονομικών προβαίνει κατά καιρούς με διαδικασία πλειστηριασμού σε πώληση μηχανοκινήτων οχημάτων της Δημοκρατίας.  Το εν λόγω Τμήμα ενημερώνει στη συνέχεια το Τμήμα Οδικών Μεταφορών σε σχέση με τα πωληθέντα στον πλειστηριασμό οχήματα, με αποτέλεσμα να καταχωρείται στο μηχανογραφικό σύστημα του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, ειδοποίηση μεταβίβασης και τερματισμός της ισχύος της δωρεάν άδειας κυκλοφορίας των οχημάτων.  Κατά συνέπεια, οι αγοραστές οφείλουν είτε να παρουσιάσουν τα αγορασθέντα οχήματα, δυνάμει πλειστηριασμού, προς εγγραφή και έκδοση άδειας κυκλοφορίας, είτε να τα ακινητοποιήσουν, δηλώνοντας και τη διεύθυνση όπου τα οχήματα θα είναι ακινητοποιημένα. 

         Ο αιτητής στη βάση των αναφερομένων από τον ίδιο γεγονότων, «... επανειλημμένα ζήτησε από τους καθ΄ ων, το ό,τι δικαιούται.».  Λόγω του ότι δεν είχε οποιαδήποτε ανταπόκριση, απεστάλη η επιστολή ημερ. 3.5.2011, για την οποία παραπονείται ότι δεν έλαβε απάντηση.  Γίνεται αντιληπτό ότι το Τμήμα Οδικών Μεταφορών ζήτησε από τον αιτητή να πληρώσει αναδρομικά τις άδειες κυκλοφορίας των οχημάτων που ζήτησε να επανεγγραφούν και τα οποία ήταν ακινητοποιημένα κατά παράβαση προηγούμενης τακτικής του Τμήματος από τον Νοέμβριο του 2006, μέχρι τον Νοέμβριο του 2010, περίοδο κατά την οποία το Τμήμα δεν ζητούσε τέλη για επανεγγραφή οχημάτων για το χρονικό διάστημα που αυτά ήταν ακινητοποιημένα.  Από τον Δεκέμβριο όμως του 2010, σύμφωνα με τον αιτητή, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών επιζητεί την πληρωμή άδειας κυκλοφορίας όταν αυτά θα επανεγγραφούν, αναδρομικά για τα έτη που τα οχήματα ήταν ακινητοποιημένα.  Όντας ο αιτητής έμπορος αυτοκινήτων και εξαρτημάτων, αγοράζοντας διά δημοσίου πλειστηριασμού οχήματα της Δημοκρατίας, θεωρεί ότι υφίσταται μεγάλη οικονομική επιβάρυνση και αδικία με την απαίτηση να πληρώνει άδειες κυκλοφορίας για οχήματα που ήταν διαγραμμένα και καθηλωμένα στην «μάντρα» του. 

 

         Η Δημοκρατία επικαλείται  το γεγονός ότι ο αιτητής είχε παραλείψει να ενημερώσει το Τμήμα Οδικών Μεταφορών για την εκάστοτε επιλογή του  και, επομένως, εκλαμβάνεται ότι κυκλοφορούσε τα οχήματα.  Συνεπώς, οφείλει να καταβάλει τα τέλη κυκλοφορίας από την περίοδο αγοράς του κάθε οχήματος μέχρι και την ημερομηνία που αποτάθηκε στο Τμήμα για την εγγραφή τους στο όνομα του.  Ως προς την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε να απαντηθεί η επιστολή από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, η Δημοκρατία λέγει ότι ο αιτητής είχε ενημερωθεί προφορικά από λειτουργούς του Τμήματος για τα οφειλόμενα και εφόσον ο αιτητής στο μεταξύ καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, κρίθηκε μη αναγκαίο να δοθεί και γραπτώς, απάντηση. 

 

         Η Δημοκρατία εγείρει επίσης προδικαστική ένσταση, λανθασμένα εισηγμένης μόνο στη γραπτή της αγόρευση και όχι στην ένσταση της, κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, (δέστε Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655), ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη διότι δεν υπήρχε στην περίπτωση οποιαδήποτε υποχρέωση οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει σαφούς νομοθετικής διάταξης να προβεί η διοίκηση σε συγκεκριμένη ενέργεια.  Επίσης, επί της ουσίας των θέσεων του αιτητή, η Δημοκρατία εισηγείται ότι το δικαίωμα αναφοράς δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος δεν καλύπτει αίτημα για την παροχή πληροφοριών, αλλά μόνο την υποβολή παραπόνων ή αιτημάτων με τα οποία η διοίκηση καλείται να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια. 

 

         Η Δημοκρατία έχει δίκαιο στις πιο πάνω θέσεις της.  Αυτό, παρά το γεγονός ότι όφειλε κατά ίσο μέτρο να θεμελιωνόταν η ένσταση περί μη υποχρέωσης οφειλόμενης ενέργειας και επί της ενστάσεως, (Λατομεία Μοσφιλωτή Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 476/2012, ημερ. 31.1.2012).  Αυτό είναι αναγκαίο ώστε να καθίσταται δυνατόν και για την αντίδικη πλευρά να απαντά εγκαίρως δίδοντας το υπόβαθρο για εξέταση και από το Δικαστήριο, (Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 92/11, ημερ. 30.3.2012).  Το ζήτημα εν πάση περιπτώσει είναι εξεταστέο στη βάση του ότι δεν νοείται η νομιμοποίηση προσφυγής χωρίς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ή εκτελεστής διοικητικής πράξης.

 

Προσεκτική λοιπόν εξέταση του περιεχομένου της δισέλιδης επιστολής του δικηγόρου του αιτητή, ημερ. 3.5.2011, αποκαλύπτει ότι ουδέν αίτημα στην ουσία έγινε προς το Τμήμα Οδικών Μεταφορών και ουδεμία συγκεκριμένη ενέργεια ζητείτο από τη διοίκηση.  Ο αιτητής διά του δικηγόρου του απλώς αναφέρει ότι είναι έμπορος αυτοκινήτων από το 1982, αγοράζοντας οχήματα της Δημοκρατίας από δημόσιο πλειστηριασμό, αλλά όταν «πρόσφατα», (πότε, δεν αναφέρεται), επισκέφθηκε το Τμήμα για επανεγγραφή κυβερνητικών οχημάτων του ζητήθηκε να πληρώσει αναδρομικά τις άδειες κυκλοφορίας.   Διαμαρτυρήθηκε για αυτή την αλλαγή στη θέση του Τμήματος ιδιαιτέρως εφόσον του ζητείται να καταβάλει τέλη για τα έτη που τα οχήματα του ήταν ακινητοποιημένα.  Η επιστολή μετά από διάφορες άλλες συναφείς αναφορές σε σχέση με την οικονομική επιβάρυνση του αιτητή, καταλήγει με τη διευκρίνιση ότι για τα ιδιωτικά οχήματα ο αιτητής πληρώνει κανονικά τις άδειες κυκλοφορίας, αλλά, «Το πρόβλημα που δημιουργείται, είναι με τα κυβερνητικά οχήματα, που αγοράζει από Δημόσιους Πλειστηριασμούς».

 

         Δεν ζητείται οτιδήποτε, δεν επιδιώκεται οποιαδήποτε απάντηση και κυρίως δεν γίνεται καν λόγος για συγκεκριμένη απαίτηση από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών για συγκεκριμένη επιβολή τελών αδείας κυκλοφορίας ώστε να υπάρχει νομιμοποιητικό έρεισμα προς καταχώρηση προσφυγής εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης.  Εξ ου και η προσφυγή δεν αναφέρεται σε τέτοια πράξη.  Απλώς ζητά δήλωση επειδή δεν απαντήθηκε, κατ΄ ισχυρισμόν, η επιστολή ημερ. 3.5.2011.

 

         Δεν οφειλόταν όμως οποιαδήποτε απάντηση.  Πέραν των ανωτέρω, ότι δηλαδή δεν ζητείτο οτιδήποτε το συγκεκριμένο από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, ώστε να αναμενόταν απάντηση, το δικαίωμα αναφοράς δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος αφορά, ως υπέδειξε η υπόθεση Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 Α.Α.Δ. 777, την άρνηση ή παράλειψη της διοίκησης να γνωστοποιήσει τη θέση της εντός 30 ημερών σε έγγραφες «αιτήσεις ή παράπονα» του πολίτη, υπό την έννοια του ουσιαστικού αιτήματος προς τη διοίκηση και δεν καλύπτει τις συνηθισμένες αιτήσεις που κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υποβάλει προς τις αρμόδιες αρχές για να τύχει κάποιας άδειας, όπως, π.χ., άδεια οικοδομής, ανόρυξης φρέατος, λατόμευσης κλπ., (δέστε Πρωτοπαπάς ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1167 και Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, όπου έγινε εκτεταμένη ανασκόπηση του Άρθρου 29 και του ιστορικού του).

 

         Αργότερα, στη Δήμος Λεμεσού ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (1999) 3 Α.Α.Δ. 610, η Ολομέλεια επιβεβαίωσε την προηγούμενη νομολογία με αναφορά και σε αριθμό πρωτοδίκων αποφάσεων.  Όπως εξηγήθηκε και στην Παναγιώτης Νέμιτσας κ.ά. ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα, υπόθ. αρ. 1797/07, ημερ. 28.11.2008, απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, αιτήσεις που απλώς επιδιώκουν από τη διοίκηση τη χορήγηση άδειας, η οποία μπορεί να δοθεί μόνο εφόσον ο αιτητής συμμορφωθεί με την κείμενη νομοθεσία, εκφεύγει της εμβέλειας του Άρθρου 29.

 

         Παράλειψη δε οφειλόμενης ενέργειας, συμφώνως της σχετικής νομολογίας, υπάρχει όταν όντως διαπιστώνεται «παράλειψη» εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, άλλως δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη, (Ζωή Αδαμίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1304/2009, ημερ. 31.5.2011).  Σύμφωνα με τη Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 165:

 

«Παραλείψεις της Διοίκησης είναι εκτελεστές και μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο αναθεώρησης μόνο εφόσον η λήψη θετικής ενέργειας επιβάλλεται από το νόμο.»

 

Σχετική είναι και η Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 219.  Εδώ δεν υπάρχει καν εκτελεστή διοικητική πράξη ως παράγωγη άμεσης νομικής ισχύος για τον αποδέκτη της, (Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο»,      5η έκδ., σελ. 289, παρ. 538).

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο