ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 798/2010)
23 Νοεμβρίου, 2012
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΕΛΕΝΗ ΜΑΠΠΗ
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
3. ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
4. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΝΕΣΤΟΡΟΣ
5. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΙΛΗΣ
6. ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
7. ΑΒΡΑΑΜ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
8. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΖΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ
9. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
10. ΣΤΕΛΙΟΣ ΖΟΡΛΑΚΗΣ
11. ΣΟΦΙΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
12. ΕΛΕΝΑ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
13. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
14. ΡΕΒΕΚΚΑ ΦΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Ζ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Γ. Καραπατάκης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή τους η αιτήτρια (1), όπως και 13 άλλοι συνάδελφοι της (βλ. επισυνημμένο Πίνακα Α στην προσφυγή), αμφισβητούν την εγκυρότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), με την οποία ο Χρ. Χριστοφόρου (Ε.Μ.), προήχθη, αντί των ιδίων, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού, Νοσηλευτικός Κλάδος Ψυχικής Υγείας, από 1/6/2009.
Η συγκεκριμένη θέση εκκρεμούσε από τις 8/8/2008 λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της, επειδή δε πρόκειτο για θέση προαγωγής, η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της που έλαβε χώρα στις 16/12/2008 αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της θέσης σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρία να παραστεί και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας.
Όντως, η Ε.Δ.Υ. επελήφθη του συγκεκριμένου θέματος σε συνεδρίαση της που έλαβε χώρα στις 22/5/2009, στην οποία παρέστη και η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας. Η τελευταία, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ. Ενόψει των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης και της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα από τη σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας:
"Οι υποψήφιοι για τις θέσεις του Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού είναι οι Νοσηλευτικοί Λειτουργοί με αύξοντα αριθμό 3,4,6 μέχρι 25,29 μέχρι 31, 33 μέχρι 39 και 41 μέχρι 70 του καταλόγου αρχαιότητας.
Προκειμένου να προβώ στη σύστασή μου, μελέτησα το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και διαβουλεύθηκα και έλαβα υπόψη μου τις απόψεις των συνεργατών μου που προΐστανται των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω καθώς και τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα της υπό πλήρωση θέσης και αφού έλαβα επίσης υπόψη μου τα καθιερωμένα από το Νόμο κριτήρια στο σύνολό τους, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, κρίνω ως καταλληλότερο και συστήνω για προαγωγή τον υπ' αριθμό 14 υποψήφιο, Χριστοφόρου Χριστόφορο. Ο εν λόγω υποψήφιος δεν υστερεί ή και υπερέχει σε αξία όλων των υποψηφίων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων, λόγω της ισοπέδωσης που παρατηρείται τα πέντε τελευταία χρόνια, και υπερέχει σε αρχαιότητα, πλην των ανθυποψηφίων του με αύξοντα αριθμό 3,4 και 6 μέχρι 13 του καταλόγου αρχαιότητας, από τους οποίους όμως υπερέχει σε αξία και δεν υστερεί σε προσόντα, πλην του υπ' αρ. 6, για τον οποίο κάνω αναφορά πιο κάτω.
Σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου ότι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 6,11 και 56 του καταλόγου αρχαιότητας κατέχουν επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο, αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, εντούτοις δεν απαιτείται, ούτε προβλέπεται ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, εν πάση όμως περιπτώσει λήφθηκε υπόψη και του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, συνυπολογιζόμενο και με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής. Ειδικότερα ο συστηνόμενος υπερέχει των ανθυποψηφίων του με αύξοντα αριθμό 6,11 και 56 του καταλόγου αρχαιότητας σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων, καθώς και σε αρχαιότητα αναφορικά με τον ανθυποψήφιό του με αύξοντα αριθμό 56."
Ακολούθως, και αφού η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια αποχώρησε, η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης και διεξήλθε τους προσωπικούς φακέλους ενός εκάστου των υποψηφίων, όπως και τους φακέλους των υπηρεσιακών τους εκθέσεων και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας, έκρινε ότι το Ε.Μ. υπερείχε των άλλων υποψηφίων, με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων (αξία - προσόντα - αρχαιότητα). Ως αποτέλεσμα, επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για τη θέση το Ε.Μ., το οποίο και προήξε αναδρομικά από την 1/6/2009. Για τους ίδιους λόγους που έκρινα σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από τη σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο και το πιο κάτω απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας 22/5/2009, στο οποίο αιτιολογείται η απόφαση της Ε.Δ.Υ. σε ό,τι αφορά την επιλογή του Ε.Μ.:
".................................................................
Επιλέγοντας το Χριστοφόρου Χριστόφορο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός υπερέχει ή/και δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, λόγω της καθολικής ισοπέδωσης που παρατηρείται τα πέντε τελευταία χρόνια, και έχει υπέρ του τη σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας.
Όσον αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο επιλεγείς υπερέχει όλων των ανθυποψηφίων του, πλην των ανθυποψηφίων του με αύξοντα αριθμό 3, 4 και 6 μέχρι 13 του καταλόγου αρχαιότητας, από τους οποίους, όμως, υπερέχει σε αξία και δεν υστερεί σε προσόντα, πλην των υποψηφίων με α/α 6 και 11, για τους οποίους γίνεται ειδική αναφορά πιο κάτω.
Σ' ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 6, 11 και 56 του καταλόγου αρχαιότητας κατέχουν επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο, αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, εντούτοις δεν απαιτείται, ούτε προβλέπεται ως πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, λήφθηκε όμως υπόψη και του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, συνυπολογιζόμενο και με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής. Ειδικότερα, ο επιλεγείς υπερέχει των ανθυποψηφίων του με αύξοντα αριθμό 6, 11 και 56 του καταλόγου αρχαιότητας σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων δέκα χρόνων, καθώς και σε αρχαιότητα από τον ανθυποψήφιό του με αύξοντα αριθμό 56. Επιπλέον, ο επιλεγείς διαθέτει την υπέρ του σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας."
Ως αποτέλεσμα, καταχωρήθηκε η πιο πάνω προσφυγή. Αρχικά η προσφυγή είχε συνενωθεί με την προσφυγή 1126/2009. Στη συνέχεια όμως, επειδή ηγέρθη ζήτημα έλλειψης συνάφειας των δύο προσφυγών, εκδόθηκε διάταγμα διαχωρισμού τους.
Συνοψίζω τους λόγους ακύρωσης, όπως αυτοί προκύπτουν από το κύριο σώμα της προσφυγής και προωθούνται στα πλαίσια των γραπτών αγορεύσεων των αιτητών:
1) Η Ε.Δ.Υ. προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, με αποτέλεσμα την εμφιλοχώρηση πλάνης ως προς το κριτήριο της αρχαιότητας.
2) Η σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, βασίστηκε δε σε εξωγενή στοιχεία και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί.
3) Λόγω πλάνης παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα των αιτητών και
4) Η επίδικη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και είναι αναιτιολόγητη, αποτελεί δε δέσμια απόφαση της σύστασης της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας.
Ο υπό στοιχείο (1) πιο πάνω λόγος ακύρωσης έχει ως υπόβαθρο τα εξής γεγονότα.
Στο Νοσηλευτικό Κλάδο Ψυχικής Υγείας υπήρχαν αρχικά πέντε θέσεις στην ιεραρχία. Πρόκειται για τις θέσεις του Νοσοκόμου 2ης Τάξης, του Νοσοκόμου 1ης Τάξης, του Νοσηλευτικού Λειτουργού 2ης Τάξης, του Νοσηλευτικού Λειτουργού 1ης Τάξης και του Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού.
Η θέση του Νοσοκόμου 2ης Τάξης, κλίμακα Α2-4, ήταν θέση πρώτου διορισμού και γι' αυτήν απαιτείτο 18μηνη εκπαίδευση στη Νοσηλευτική Σχολή. Η θέση του Νοσοκόμου 1ης Τάξης ήταν κλίμακα Α7+2, ήταν θέση προαγωγής και γι' αυτήν απαιτείτο υπηρεσία 10 χρόνων. Η τρίτη θέση, αυτή του Νοσηλευτικού Λειτουργού 2ης Τάξης, η οποία ήταν κλίμακας Α4, ήταν θέση προαγωγής και γι' αυτήν απαιτείτο υπηρεσία 5 χρόνων στη θέση Νοσοκόμου 1ης Τάξης και κατοχή διπλώματος Νοσοκόμου τριετούς κύκλου σπουδών. Η θέση του Νοσηλευτικού Λειτουργού 1ης Τάξης ήταν κλίμακας Α7+2, ενώ γι' αυτή του Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού απαιτείτο υπηρεσία 5 χρόνων στην προηγούμενη θέση.
Με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1996 (Ν.8(ΙΙ)/1996) επήλθε συγχώνευση των πρώτων δύο συνδυασμένων θέσεων, ήτοι των θέσεων Νοσοκόμου 1ης Τάξης και 2ης Τάξης σε μια νέα θέση με συνδυασμένες κλίμακες, αυτή του Νοσοκόμου κλίμακα Α2, Α4 και Α7+2. Δυνάμει του ιδίου Νόμου συγχωνεύθηκαν οι θέσεις Νοσηλευτικού Λειτουργού 2ης Τάξης και Νοσηλευτικού Λειτουργού 1ης Τάξης σε μια νέα θέση με συνδυασμένες κλίμακες, αυτή του Νοσηλευτικού Λειτουργού κλίμακα Α4 και Α7+2.
Οι αιτητές κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο τη θέση Νοσοκόμου 2ης Τάξης, ενώ το Ε.Μ. τη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού 2ης Τάξης. Οι αιτητές είχαν διοριστεί στη συγκεκριμένη θέση στις 16/8/1988, ενώ το Ε.Μ. στη θέση που κατείχε, την 1/2/1996. Λόγω της συγχώνευσης που επήλθε με το Νόμο 8(ΙΙ)/96, αιτητές και Ε.Μ. κατέλαβαν στις 16/2/1996 τις νέες θέσεις Νοσοκόμου και Νοσηλευτικού Λειτουργού, αντίστοιχα.
Στη συνέχεια οι αιτητές προήχθησαν στη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού από 1/8/1998, θέση την οποία το Ε.Μ. κατείχε από τις 16/2/1996. Τις εν λόγω θέσεις τα μέρη κατείχαν μέχρι το 2009, που προκηρύχθηκε η επίδικη θέση στην οποία και προήχθη το Ε.Μ.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, επικαλούμενος τα πιο πάνω γεγονότα, υπέβαλε ότι με τη θέσπιση του Νόμου 8(ΙΙ)/96 η Βουλή παραβίασε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, θέτοντας έτσι θέμα συνταγματικότητας του Νόμου. Συγκεκριμένα, ήταν η θέση του κ. Αγγελίδη ότι με τη συγχώνευση και μετονομασία των θέσεων, ο νομοθέτης προχώρησε ουσιαστικά σε προαγωγές υπαλλήλων που μέχρι τότε κατείχαν τη θέση Νοσοκόμου 2ης Τάξης, όπως ήταν οι αιτητές. Με αυτό τον τρόπο, υπέβαλε ο κ. Αγγελίδης, η νομοθετική εξουσία επενέβη, αφενός στη διαμορφούμενη από την Ε.Δ.Υ. ιεραρχία, και αφετέρου στην αρμοδιότητα της Ε.Δ.Υ. η οποία είναι η μόνη που έχει την εξουσία να διενεργεί προαγωγές.
Στον αντίποδα, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τους καθ'ων η αίτηση, όπως και του Ε.Μ., θέτουν ζήτημα παραβίασης του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962[1]. Συγκεκριμένα, προβάλλουν τη θέση ότι οι αιτητές δεν μπορούν να εγείρουν ζητήματα αντισυνταγματικότητας του συγκεκριμένου Νόμου, καθότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται με επάρκεια στο δικόγραφο της προσφυγής.
Η θέση των κ.κ. Ζ. Κυριακίδου και Γ. Καραπατάκη με βρίσκει σύμφωνο. Έχω την άποψη ότι στην αίτηση δεν προσβάλλεται με επάρκεια η συνταγματικότητα του Νόμου. Η επί του προκειμένου αναφορά των αιτητών στην υπό στοιχείο (3) παράγραφο των νομικών σημείων της προσφυγής, εξαντλείται σε μια γενικής φύσεως αναφορά και συγκεκριμένα στην αναφορά «η απόφαση της καθ'ης η αίτηση είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα».
Η θέση της νομολογίας μας τέθηκε στην υπόθεση Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, στις σελ. 674 και 675, με αναφορά σε νομολογία (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196, Παφίτη ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 522, Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672 και Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 256), ως εξής:
"Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις και οι αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56."
Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι το θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου δεν εξειδικεύεται επαρκώς στην προσφυγή και συνεπώς δεν θα εξεταστεί.
Ζήτημα παραβίασης του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, η πλευρά του Ε.Μ., θέτει και σε σχέση με τους υπό στοιχεία (2) και (4) πιο πάνω, λόγους ακύρωσης. Ο κ. Καραπατάκης ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι οι συγκεκριμένοι δύο λόγοι ακύρωσης ούτε προβάλλονται, αλλά ούτε και στοιχειοθετούνται στα νομικά σημεία της προσφυγής, στοιχείο το οποίο παραβιάζει, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Ε.Μ., τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 και αποκλείει την εξέταση τους. Η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τα υπό στοιχεία (9), (14) και (16) της προσφυγής για να διαπιστώσει το αβάσιμο της συγκεκριμένης θέσης. Συνεπώς επιβάλλεται η εξέτασή τους.
Οι λόγοι ακύρωσης (2) και (4) συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με τον υπό στοιχείο (3) λόγο ακύρωσης. Γι' αυτό και οι εναπομείναντες τρεις λόγοι ακύρωσης θα εξεταστούν μαζί. Η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία των αιτητών περιστρέφεται γύρω από τους πιο κάτω άξονες.
Η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια δεν ενημερώθηκε εκ των προτέρων ως προς το ποιοί από τους υποψηφίους ήταν προσοντούχοι, ούτε και επί τούτου ζητήθηκε η άποψή της. Για πρώτη φορά ενημερώθηκε από την Ε.Δ.Υ. όταν εμφανίστηκε ενώπιον της και της ζητήθηκαν οι συστάσεις της. Της «επιβλήθηκε», σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, να θεωρήσει συγκεκριμένους υποψηφίους ως προσοντούχους, μεταξύ των οποίων και το Ε.Μ. Η σύσταση της ήταν αναιτιολόγητη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και βασισμένη σε εξωγενή στοιχεία.
Προβάλλεται επίσης η θέση ότι οι αιτητές ήταν στην υπηρεσία από το 1988, σε αντίθεση με το Ε.Μ. που ήταν από το 1996 και συνεπώς υπερείχαν του Ε.Μ. σε αρχαιότητα.
Τέλος, προβάλλεται η θέση ότι η Ε.Δ.Υ., ενεργώντας κάτω από πλάνη ως προς τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, παρανόησε τις απαιτήσεις του σχεδίου, όπως και την περίοδο προϋπηρεσίας που απαιτείτο για να κριθεί ένας υποψήφιος προσοντούχος για την προσβαλλόμενη θέση που ήταν, υπενθυμίζω, θέση Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού. Η Ε.Δ.Υ. στηριζόμενη, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών, στην πεπλανημένη και αναιτιολόγητη σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας ως προς την αρχαιότητα των υποψηφίων, προήξε το Ε.Μ., το οποίο πεπλανημένα θεώρησε προσοντούχο, ενώ δεν ήταν, αφού θα έπρεπε, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, να είχε 15 χρόνια υπηρεσία στη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού 2ης και 1ης Τάξης, ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε μόνο 13 χρόνια.
Για τους πιο κάτω λόγους, κανένας από τους τρεις πιο πάνω λόγους ακύρωσης ευσταθεί.
Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας εμπίπτει στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του διοικητικού οργάνου, στην παρούσα περίπτωση της Ε.Δ.Υ., και το Δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει. (Βλ. Δημοκρατία μέσω Ε.Δ.Υ. ν. Δώρας Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93). Διεξήλθα προσεκτικά το σχέδιο υπηρεσίας. Έχω την άποψη πως η ερμηνεία που υιοθετήθηκε εν προκειμένω από την Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογα επιτρεπτή στο διοικητικό όργανο, ιδιαίτερα ως προς την απαιτούμενη πείρα. Τόσο η σύσταση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας, όσο και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. η οποία υιοθέτησε τη σύσταση, αναφέρονται στα τρία αξιολογικά κριτήρια και ιδιαίτερα στο κριτήριο της αρχαιότητας και επομένως η θέση ότι η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια και η Ε.Δ.Υ. δεν έστρεψαν την προσοχή τους στα στοιχεία που ήταν ενώπιον τους, είναι αβάσιμη. Όπως από την ίδια την απόφαση προκύπτει, η κρίση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας ότι το Ε.Μ. υπερείχε των αιτητών σε αρχαιότητα, διαμορφώθηκε μετά από έρευνα της Διευθύντριας του συνόλου των σχετικών στοιχείων. Το εν λόγω συμπέρασμα της, το οποίο υιοθετήθηκε και από την Ε.Δ.Υ. κατόπιν έρευνας των στοιχείων του φακέλου, συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και καμιά πλάνη δεν διαπιστώνεται.
Αναφορικά με το θέμα της απαιτούμενης υπηρεσίας στο οποίο γίνεται ειδική αναφορά από το δικηγόρο των αιτητών, η Ε.Δ.Υ. στα αρχικά στάδια της απόφασης της καταγράφει τα απαιτούμενα προσόντα που οι υποψήφιοι θα έπρεπε να διαθέτουν για να θεωρηθούν προσοντούχοι, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας. Ειδικά σημειώνεται ότι απαιτείτο «πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Νοσοκόμου επί του προσωπικού, 1ης Τάξης .....», αναφορά που συνάδει απόλυτα με την παράγραφο (3) του σχεδίου υπηρεσίας.
Μετά την μετονομασία της θέσης και την απευθείας προαγωγή των αιτητών την 1/8/1998 με την απόκτηση του διπλώματος, Ε.Μ. και αιτητές, υπηρετούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο στη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού. Το Ε.Μ. όμως, το οποίο απέκτησε το αντίστοιχο δίπλωμα Νοσοκόμου πρώτου επιπέδου από το 1996, ήδη υπηρετούσε στην εν λόγω θέση από την 1/2/1996.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, δεν διαπιστώνω είτε έλλειψη έρευνας είτε πλάνη ως προς την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και την αρχαιότητα των αιτητών έναντι του Ε.Μ. Πέραν τούτου, η απόφαση της Ε.Δ.Υ. είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ως τέτοια επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο για διακρίβωση της νομιμότητας της πράξης.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση €1.300. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
[1] Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.