ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 650/2011)
8 Νοεμβρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΠΛΑΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Αποστολίδης για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, ημερ. 19.4.2011 με την οποία προήγαγαν το Στέλιο Π. Ηλία, Ενδιαφερόμενο Μέρος (EM), στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού - Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Άδειες Διάβασης), Κλίμακα Α9, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών-Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας, αντί του ιδίου. Επρόκειτο για θέση Προαγωγής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Ο Αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής την 1.4.1985, στη θέση Kαταγραφέα Mετρητών (Κλίμακα A1-A3-A4). Στη συνέχεια ο Αιτητής, μετά από αναβαθμίσεις και μετονομασίες της θέσης του, κατέληξε το 2007 να κατέχει τη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολόγου) Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών. Την 1.1.2009 προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Τεχνικού (Ηλεκτρολογία, Άδειες Διάβασης/Κλίμακα Α9 στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών).
Το ΕΜ προσλήφθηκε στην Αρχή την 1.2.1996, δηλαδή 11 χρόνια μετά τον Αιτητή, στη θέση Καταγραφέα Διαβιβάσεων, 1ης Τάξης, Κλίμακα Α2-Α5, στο Γραφείο της Αρχής στη Λάρνακα. Η θέση του την 1.3.1996 μετονομάστηκε σε θέση Καταγραφέα Διαβιβάσεων, Κλίμακα Α2-Α5-Α7, ενώ την 1.7.1997 αναβαθμίστηκε στην Κλίμακα Α2-Α5-Α7-Α8 και στη συνέχεια (30.3.2007) μετονομάστηκε σε θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία).
Μετά την κυκλοφορία της Γνωστοποίησης κενής θέσης στις 9.9.2010, αποτάθηκε τόσο ο Αιτητής, διεκδικώντας τη θέση με μετάθεση, όσο και το ΕΜ, διεκδικώντας την με προαγωγή.
Tων αιτήσεων επιλήφθηκε η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, στο εξής «η Επιτροπή Επιλογής», η οποία σε συνεδρίαση της στις 10.1.2011, επέλεξε τρεις υποψηφίους για την επίδικη θέση, μεταξύ των οποίων το ΕΜ και ετοίμασε σχετική έκθεση-εισήγηση ημερ. 11.1.2011.
Στη συνέχεια η Επιτροπή Επιλογής υπέβαλε την έκθεση της στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, στο εξής «η Υπεπιτροπή», η οποία επιλήφθηκε του ζητήματος σε συνεδρία της στις 22.2.2011. Παρόν ήταν και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, στο εξής «ο Διευθυντής», ο οποίος αφού σύστησε το ΕΜ απεχώρησε από την συνεδρία. Στη συνέχεια η Υπεπιτροπή, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε κατά πλειοψηφία, να εισηγηθεί στην Αρχή την προαγωγή του ΕΜ στην επίδικη θέση.
Στις 19.4.2011 συνεδρίασε η Αρχή, η οποία αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, τη σύσταση του Διευθυντή, καθώς και αυτήν της Υπεπιτροπής, αποφάσισε κατά πλειοψηφία, να προσφέρει στο ΕΜ προαγωγή στην επίδικη θέση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο Αιτητής προβάλλει 4 λόγους ακύρωσης:- (1) ότι υπερέχει στα κριτήρια επιλογής, (2) η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκαν υπόψη πρόσθετα προσόντα του ΕΜ, (3) έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα ως προς τα πρόσθετα προσόντα του Αιτητή και ΕΜ, καθώς και αν αυτά ήταν ή όχι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και (4) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Ως προς τα κριτήρια επιλογής (λόγος ακυρότητας 1), ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι ο Αιτητής, ο οποίος διεκδικούσε την επίδικη θέση με μετάθεση, αντί να κριθεί με τα κριτήρια που απαιτούνται για μετάθεση, κρίθηκε με αυτά που ισχύουν για προαγωγή. Εάν κρινόταν με τα ορθά κριτήρια, θα έπρεπε να μετατεθεί στην επίδικη θέση, αφού κατέχει ομοιόβαθμη θέση από το 2009 και άρα υπερείχε σε πείρα και είχε τα απαιτούμενα προσόντα. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή, εισηγήθηκε επίσης ότι στις περιπτώσεις που υπάρχουν αιτητές για μετάθεση και αιτητές για προαγωγή για την ίδια θέση, θα πρέπει να γίνεται διπλός και ξεχωριστός συλλογισμός, εφόσον τα κριτήρια προφανώς είναι διαφορετικά.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Ο Κανονισμός 11 της ΚΔΠ 291/86, ταξινομεί τις θέσεις στην υπηρεσία της ΑΗΚ σε τρεις κατηγορίες:- (α) θέσεις πρώτου διορισμού, (β) θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και (γ) θέσεις προαγωγής. Ο Κανονισμός 13(2) προβλέπει ότι τόσο θέσεις «προαγωγής», όσο και θέσεις «πρώτου διορισμού και προαγωγής», μπορούν να πληρούνται τόσο με την προαγωγή, όσο και με τη μετάθεση υπαλλήλου. Τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται για θέσεις «πρώτου διορισμού» (βλ. Γιάλλουρος ν. ΑΗΚ (1997) 3 ΑΑΔ 403, ο δικαστικός λόγος της οποίας υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια, στη Γιάλλουρος ν. ΑΗΚ (1999) 3 ΑΑΔ 878 και Γιάλλουρος κ.α. ν. ΑΗΚ (1999) 4(Ε) 3402). Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή, προσπάθησε να παραλληλίσει την πιο πάνω διαδικασία, που αφορά σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, με την παρούσα, η οποία αφορά σε θέση προαγωγής. Εισηγήθηκε ότι κατ' αναλογία η θέση προαγωγής θα πρέπει να πληρωθεί με υποψήφιο για μετάθεση όπου υπάρχει και μόνο αν δεν υπάρχει, να μπορεί να πληρωθεί με υποψήφιο για προαγωγή.
Έχω εξετάσει την εισήγηση, αλλά με κάθε σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω.
Στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα που καλείται το δικαστήριο να απαντήσει είναι κάπως διαφορετικό. Ο Καν. 13(2) προβλέπει ότι θέσεις προαγωγής, όπως είναι η παρούσα, θα πληρούνται, είτε δια της προαγωγής, είτε δια της μεταθέσεως υπαλλήλου. Δεν εξετάζεται η σοφία του Κανονισμού, αλλά κατά πόσον η Αρχή, δυνάμει του Κανονισμού, έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει κατά πόσο θα πληρώσει τη θέση, είτε με μετάθεση, είτε με προαγωγή ή κατά πόσον όταν υπάρχει υποψήφιος για μετάθεση, η Αρχή θα πρέπει να προσφέρει τη θέση στον υποψήφιο που ζητά να καταλάβει την κενωθείσα θέση με μετάθεση.
Είναι φανερό από το λεκτικό του ίδιου του Κανονισμού, ότι η Αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να πληρώσει τη θέση, είτε με προαγωγή, είτε με μετάθεση. Δεν είναι δυνατό ο Κανονισμός, όπως είναι διατυπωμένος, να ερμηνευθεί όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή. Αν υπήρχε τέτοια πρόθεση, θα αναφερόταν ρητά στον Κανονισμό. Κατά την άποψή μου, εναπόκειται στην Αρχή να αποφασίσει με κριτήρια πάντοτε τις ανάγκες της υπηρεσίας, το συμφέρον και την ομαλή λειτουργία της, τα οποία μόνο η ίδια η Αρχή μπορεί να εκτιμήσει, ανάλογα με την περίπτωση (βλ. Πετούση ν. ΑΗΚ (1992) 4(Δ) ΑΑΔ 2743, 2755-6 και Πετούση ν. ΑΗΚ (1992) 4(Ε) ΑΑΔ 3764, 3776). Βέβαια, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, η Αρχή συμμορφούμενη με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, οφείλει να προβεί σε δέουσα έρευνα και να αιτιολογήσει την απόφασή της να πληρώσει τη θέση, είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν ο αιτητής αποδείξει ότι η Αρχή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Όμως αυτό, δεν έχει να κάμει με το εσφαλμένο της διαδικασίας, αλλά με παραβίαση άλλων αρχών του διοικητικού δικαίου.
Αυτό με οδηγεί στους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας, οι οποίοι κατά την κρίση μου ευσταθούν, αφού τόσο η σύσταση, όσο και η απόφαση της Αρχής που την υιοθέτησε, πάσχουν. Συγκεκριμένα, ως προς τον λόγο ακυρότητας 2, η σύσταση πάσχει, αφού ο Διευθυντής δεν προέβη σε καμιά ουσιαστική αξιολόγηση του Αιτητή, αλλά περιορίστηκε στην καταγραφή των τυπικών στοιχείων που τον αφορούσαν, χωρίς καμιά σύγκριση με το ΕΜ και χωρίς καμιά αναφορά στα στοιχεία στα οποία ο Αιτητής υπερτερούσε, π.χ. σε αρχαιότητα και κατ' επέκταση σε πείρα (εφόσον κατείχε ομοιόβαθμη θέση από το 2009) και σε βαθμολογημένη αξία (υπερείχε κατά 2 Ε).
Σε προσόντα Αιτητής και ΕΜ πληρούν τα απαιτούμενα από το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, ενώ όσον αφορά τα πρόσθετα προσόντα, ο Διευθυντής αναφέρει γενικά και αόριστα ότι το ΕΜ κατέχει «πρόσθετα προσόντα», χωρίς να προσδιορίζει ποια είναι αυτά και πόσο σχετικά είναι με τα καθήκοντα της θέσης. Μελετώντας το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης δεν μπόρεσα να εντοπίσω την κατοχή τέτοιων πρόσθετων προσόντων. Αυτό σε αντίθεση με το πρόσθετο προσόν που κατέχει ο Αιτητής, το οποίο αν και υπαρκτό, ο Διευθυντής γενικά και αόριστα απλώς αναφέρει ότι το έλαβε υπόψη, χωρίς όμως να προσδιορίζει πώς το έλαβε υπόψη και χωρίς να το αξιολογεί και να το συσχετίζει με τα καθήκοντα και τις ανάγκες της θέσης. Ως εκ των πιο πάνω, απαντάται και ο τρίτος λόγος ακυρότητας.
Ενόψει του ότι ο Αιτητής φαίνεται να έχει αρχαιότητα, να υπερέχει σε αξία και άρα και σε πείρα, και να κατέχει πρόσθετο προσόν, ο Διευθυντής όφειλε να αιτιολογήσει γιατί ο Αιτητής δεν θεωρήθηκε καταλληλότερος για μετάθεση στην επίδικη θέση, καθώς επίσης και γιατί έκρινε ως καταλληλότερο το ΕΜ, το οποίο με βάση τα στοιχεία των φακέλων φαίνεται να υστερούσε έναντι του Αιτητή. Κατά την άποψή μου, η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, αφού παράνομα αλλοίωσε την πραγματική υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων κατά τρόπο που αναβαθμιζόταν το ΕΜ και υποβαθμιζόταν ο Αιτητής.
Ως προς τον τέταρτο λόγο ακυρότητας, η Αρχή όφειλε μέσα στα πλαίσια της δέουσας αιτιολογίας, να προσδιορίσει τις ανάγκες της υπηρεσίας που καθιστούσαν αναγκαία την πλήρωση της θέσης, με προαγωγή παρά με μετάθεση. Επίσης θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιήσει γιατί ο Αιτητής δεν κρίθηκε ότι ήταν καταλληλότερος από το ΕΜ για πλήρωση της θέσης με μετάθεση. Αντί αυτού, η Αρχή υιοθέτησε τυφλά την πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, ουσιαστικά αντιγράφοντας την, χωρίς η ίδια να προβεί σε οποιαδήποτε σύγκριση ή έρευνα των στοιχείων στα οποία υπερτερούσε ο Αιτητής και χωρίς να προβεί σε οποιοδήποτε προσδιορισμό των στοιχείων που υπερτερούσε το ΕΜ.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ