ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 638/2010)
12 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ανδρεασ κυριακου,
Αιτητής,
ν.
κυπριακησ δημοκρατιασ, μεσω
1. υπουργου δικαιοσυνησ και δημοσιασ ταξεωσ
2. αρχηγου αστυνομιασ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Γ. Α. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού - Λοττίδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, που εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας της 29.4.2010, οι Σοφοκλής Ιωνά (ενδιαφερόμενο μέρος 1) και Νικόλας Τσαππής (ενδιαφερόμενο μέρος 2) προάχθηκαν στο βαθμό του Υπαστυνόμου, αναδρομικά από την 1.8.2002 και ο Ιωάννης Γιαννόπουλος (ενδιαφερόμενο μέρος 3), αναδρομικά από τις 2.10.2003.
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται το κύρος της απόφασης αυτής. Η δεύτερη θεραπεία με την οποία προσβαλλόταν η κατ' ισχυρισμόν παράλειψη αναδρομικής πλήρωσης άλλης μίας θέσης Υπαστυνόμου, αποσύρθηκε.
Η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί την τέταρτη επανεξέταση κατόπιν σειράς ακυρωτικών αποφάσεων. Αρχή στο ιστορικό των ακυρωτικών αποφάσεων έγινε με τη Χατζηϊωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 763/02, ημερ. 1.7.2003. Οι ισχυρισμοί ήταν παρόμοιοι και στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 898/02, ημερ. 1.7.2003, οπότε υιοθετήθηκε το σκεπτικό της πρώτης. Ακολούθησε η Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 403/04, ημερ. 13.2.2006 στην οποία περιγράφονται οι λόγοι ακύρωσης στις δύο πιο πάνω αποφάσεις:
«Κρίθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο Κρίσεως αξιολόγησε τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων, στη βάση του εντύπου που καθόρισε ο Αρχηγός και ενέκρινε ο αρμόδιος Υπουργός σύμφωνα με τον Καν. 8(4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89), ήταν πλημμελής διότι:
(1) Σε σχέση με τα προσόντα λήφθηκαν υπόψη και βαθμολογήθηκαν ως επί μέρους στοιχεία (α) η ευδόκιμη υπηρεσία «σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων», σε καθορισμένους τομείς, (β) η εκπαίδευση σε εξειδικευμένες σειρές μαθημάτων και (γ) οι εκπαιδεύσεις εξωτερικού σε εξειδικευμένα θέματα συναφή με τα καθήκοντα. Αυτά, καθώς υπέδειξε ο Καλλής, Δ., . δεν αποτελούσαν νόμιμα στοιχεία κρίσης. .
(2) Δεν δόθηκε αρκετή σημασία στην αρχαιότητα η οποία στο εν χρήσει έντυπο αξιολόγησης βαθμολογείτο με μόνο, κατ΄ ανώτατο όριο, 2 μονάδες από τις 100. .
(3) Δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στα προσόντα των υποψηφίων, για τα οποία το έντυπο προέβλεπε ανώτατη βαθμολογία και πάλι μόνο 2 μονάδων. ...».
Ως προς την υπόθεση υπ΄ αρ. 403/04, το Δικαστήριο έκρινε:
«Η επανεξέταση διεξήχθη στη βάση αναθεωρημένου εντύπου το οποίο, καθώς δηλώθηκε, προοριζόταν να συνάδει με ό,τι είχε αποφασίσει το Δικαστήριο. Ωστόσο, στο νέο έντυπο συμπεριλήφθηκε και πάλι ως στοιχείο κρίσης η ευδόκιμη υπηρεσία «σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων» παρόλον που αφαιρέθηκε η αναφορά σε τομείς. Μεταβλήθηκε, εξάλλου, με αύξηση μονάδων, η βαθμολογία άλλων επιμέρους στοιχείων που παρέμειναν τα ίδια. Σε σχέση με την αρχαιότητα, η βαθμολογία αφαιρέθηκε από το έντυπο εντελώς, οι δύο μονάδες που της αναλογούσαν δόθηκαν σε μερικά άλλα στοιχεία.
Μου φαίνεται, ως προς αυτό το ζήτημα της αύξησης μονάδων σε μερικά από τα στοιχεία, πως υπήρξε πλημμέλεια. Ακόμα και αν μπορούσε να δικαιολογηθεί η κατάργηση των μονάδων για αρχαιότητα και η μεταφορά τους αλλού, δεν εξηγείται η επιλεκτική κατανομή τους σε μερικά μόνο από τα στοιχεία αντί της κατ΄ αναλογίαν κατανομής σε όλα.
Όμως η κατάργηση των μονάδων για αρχαιότητα δεν εδικαιολογείτο. .
Τέλος, ο αιτητής υποδεικνύει ότι το Συμβούλιο Κρίσεως, του οποίου η σύνθεση είχε στο μεταξύ αλλάξει, έλαβε υπόψη κατά την επανεξέταση τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων που είχαν γίνει κατά την πρώτη εξέταση. Αυτό δεν ήταν επιτρεπτό».
Ακολούθησε η Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 1578/2006, ημερ. 19.6.2009. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώθηκε εφόσον το Δικαστήριο έκρινε πως «η ενέργεια του Συμβουλίου Κρίσεως να λάβει υπόψη στην αξιολόγηση των υποψηφίων τα αποτελέσματα συνεντεύξεων με διαφορετικά μέλη, παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου».
Κατά την επανεξέταση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, το Συμβούλιο Κρίσεως, στην έκθεση η οποία υποβλήθηκε στον Αρχηγό Αστυνομίας στις 19.3.2010, σημειώνει ότι το Ειδικό Έντυπο το οποίο καταρτίστηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας σύμφωνα με τον Κανονισμό 8(4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (ΚΔΠ 52/1989) και εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, εγκρίθηκε για να χρησιμοποιηθεί μόνο για σκοπούς επαναξιολόγησης των προαγωγών που ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο. Καταγράφηκε, μεταξύ άλλων, πως:
«Το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σοφοκλής Ιωνά, Λοχίας 1254, παρακολούθησε εξειδικευμένη εκπαίδευση Πυροτεχνουργών στις Η.Π.Α. διάρκειας 2 μηνών περίπου. Το εν λόγω προσόν δεν λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο Κρίσεως του 2002, καθότι τα σχετικά πιστοποιητικά, εκ παραδρομής, δεν ήταν αρχειοθετημένα στον Προσωπικό Φάκελο του κ. Ιωνά. Το Συμβούλιο εντόπισε τη συγκεκριμένη παράλειψη μετά από ενδελεχή μελέτη του Ατομικού Δελτίου του κ. Ιωνά και κρίθηκε σκόπιμη η περαιτέρω διερεύνηση. Ως εκ τούτου ζήτησε από τον κ. Ιωνά να προσκομίσει ενώπιον του τα σχετικά πιστοποιητικά παρακολούθησης της εκπαίδευσης. Ο κ. Ιωνά παρουσίασε τα πιστοποιητικά στο Συμβούλιο Κρίσεως, αναφέροντας ότι τα είχε υποβάλει αμέσως μετά την απόκτησή τους. Στη συνέχεια απέστειλε επιστολή στον Αρχηγό Αστυνομίας για τοποθέτησή τους στον Προσωπικό του Φάκελο.
Το Συμβούλιο Κρίσεως, κρίνοντας ότι η Εκπαίδευση αυτή εντάσσεται στον τομέα αστυνομικών δραστηριοτήτων σε υψηλότερο επίπεδο από το μέσο Αστυνομικό, θεωρεί ότι ο κ. Ιωνά έχει αποκτήσει ειδικές γνώσεις και δεξιότητες στο αντικείμενο που εκπαιδεύτηκε και μάλιστα του είχε απονεμηθεί διάκριση. Επισημαίνει επίσης το γεγονός ότι το προσόν αυτό αποκτήθηκε πριν από τον ουσιώδη χρόνο ακύρωσης της επίδικης απόφασης. .
Το Συμβούλιο Κρίσεως, υπό τα νέα δεδομένα έκρινε ότι ο υποψήφιος έπρεπε να πιστωθεί με τις ανάλογες μονάδες (0.50) που προβλέπονται στο κριτήριο 6 του Ειδικού Εντύπου. Σ' ότι αφορά τα υπόλοιπα κριτήρια που προβλέπονται στο Ειδικό Έντυπο Αξιολόγησης, η βαθμολογία του πιο πάνω Ενδιαφερόμενου Μέρους δεν διαφοροποιείται.»
Σύμφωνα με τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης του 2002 και τη βαθμολογία που προέκυψε από την αξιολόγηση των προσόντων με βάση τον προσωπικό φάκελο και το ατομικό δελτίο, η σειρά κατάταξης των υποψηφίων είναι η ακόλουθη:
Ονοματεπώνυμο |
Βαθμολογία Επιτροπής Αξιολόγησης 2002 |
Βαθμολογία Πρ. Φακέλου/Ατομικού Δελτίου |
Σύνολο Βαθμολογίας |
Γιαννόπουλος Ιωάννης |
43 |
5,00 |
48,00
|
Ιωνά Σοφοκλής |
43 |
4,75 |
47,75
|
Τσαπής Νικόλαος |
43 |
4,75 |
47,75
|
Κυριάκου Ανδρέας |
43 |
4,50 |
47,50
|
Ο αιτητής παραπονείται ότι η εκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους Ιωνά σε θέματα εκρηκτικών υλών στις ΗΠΑ και η εκπαίδευση του στη διερεύνηση σκηνών εκρήξεων στις ΗΠΑ, αντιθέτως με ό,τι καταγράφεται στην απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως της 19.3.2010, είχε ήδη ληφθεί υπ΄ όψιν από το Συμβούλιο Κρίσεως το 2002, αλλά και το 2003 στα πλαίσια επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση υπ΄ αρ. 898/2002, αφού το εν λόγω επεξηγηματικό έντυπο τροποποιήθηκε μετά από σχετική απόφαση του Αρχηγού και αντίστοιχη έγκριση του αρμόδιου υπουργού.
Στο στοιχείο «εκπαίδευση στον τομέα αστυνομικών δραστηριοτήτων σε υψηλότερο επίπεδο από το μέσο αστυνομικό, διακρίσεις, ειδικές γνώσεις και δεξιότητες», στο επεξηγηματικό έντυπο για την αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους Ιωνά από το Συμβούλιο Κρίσεως, σημειώθηκε πως το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος έτυχε εκπαίδευσης πυροτεχνουργού στις ΗΠΑ, με τη διευκρίνιση «απονεμήθηκε διάκριση». Του αποδόθηκε η ανώτατη βαθμολογία της 0,5 μονάδας. Η απόδοση αυτής της μονάδας καθόρισε το αποτέλεσμα. Το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωνά υπερείχε του αιτητή στο σύνολο της βαθμολογίας κατά 0,25 της μονάδας, γι' αυτό και προήχθη.
Τροποποίηση του εντύπου έγινε και για το έτος 2006, μετά την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση υπ΄ αρ. 403/2004, στα πλαίσια επανεξέτασης. Είχαν αφαιρεθεί τα κριτήρια που κρίθηκαν ως παράνομα από το Ανώτατο Δικαστήριο και οι 3,75 βαθμοί που αντιστοιχούσαν στα κριτήρια αυτά, προστέθηκαν στις 2 μονάδες που προβλέπονταν στο αρχικό έντυπο για το στοιχείο της αρχαιότητας. Ο αιτητής συνεχίζει λέγοντας πως ορθά δεν παραχωρήθηκε τότε στο ενδιαφερόμενο μέρος Ιωνά μονάδα για την «εκπαίδευση στον τομέα αστυνομικών δραστηριοτήτων σε επίπεδο υψηλότερο του αναμενόμενου από το μέσο αστυνομικό. Διάκριση, ειδικές γνώσεις και δεξιότητες», αφού σύμφωνα με το επεξηγηματικό σημείωμα το κριτήριο αρ. 6 περιλαμβάνει πιστοποιητικό εκπαίδευσης αυτοάμυνας, Α΄ Βοηθειών και Ναυαγοσωστικής, το οποίο το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το έτος 2002.
Ο αιτητής σημειώνει πως μετά την έκδοση της τρίτης ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση υπ΄ αρ. 1578/2006, το εν λόγω επεξηγηματικό έντυπο που χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια της επίδικης επανεξέτασης ήταν ακριβώς το ίδιο με αυτό που καθορίστηκε το έτος 2006.
Είναι η θέση του ενδιαφερόμενου μέρους Ιωνά ότι το προσόν της συγκεκριμένης εκπαίδευσης δεν του είχε πιστωθεί σε καμιά από τις διαδοχικές διαδικασίες υπό το κριτήριο «εκπαίδευση στον τομέα αστυνομικών δραστηριοτήτων .». Τα προσόντα αυτά ουδέποτε κρίθηκαν ότι δεν ήταν νόμιμα στοιχεία κρίσης. Ως άμεσα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, οι καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να τα λάβουν υπόψη και ορθά έπραξαν κατά την παρούσα διαδικασία. Το δε διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση είναι δεσμευμένο από τα νομικά και πραγματικά δεδομένα, αλλά δεν κωλύεται από το να διερευνήσει την κατοχή προσόντος, αν δεν υπήρξε επ' αυτού συγκεκριμένη απόφαση από το Δικαστήριο ή δεν είχε εγερθεί τέτοιο ζήτημα προηγουμένως (βλέπε K. Kallis Estates Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 179/08, ημερ. 11.11.2011).
Δεν επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος (Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3ΑΑΔ 38). Η αξιολόγηση του συγκεκριμένου προσόντος δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση υπ΄ αρ. 1578/06, αφού το δεδικασμένο έχει περιοριστεί στο συμπέρασμα ότι εσφαλμένα οι καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπ΄ όψιν τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων που είχε διεξάγει το Συμβούλιο Κρίσεως το 2002. Δεν έχει σημασία αν ελήφθη υπ΄ όψιν τότε, σημασία έχει αν αυτό το στοιχείο εκπαίδευσης μπορούσε να ληφθεί υπ΄ όψιν στο στάδιο της επανεξέτασης.
Είναι ο δεύτερος ισχυρισμός του αιτητή πως υπό πλάνη ο Αρχηγός Αστυνομίας κάλεσε το Συμβούλιο Κρίσεως κατά την επανεξέταση, μετά την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση υπ΄ αρ. 1578/06 να μη λάβει υπ΄ όψιν τις βαθμολογίες του 2002, αντί μόνο τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων που είχε διενεργήσει υπό άλλη σύνθεση το Συμβούλιο Κρίσεως το έτος 2002. Αυτό, εφ΄ όσον από την ακυρωτική απόφαση δεν επηρεάστηκαν ούτε η βαθμολογία των 45 μονάδων της Επιτροπής Αξιολόγησης που δόθηκαν στους υποψηφίους το έτος 2002, ούτε και οι 10 μονάδες του Συμβουλίου Κρίσεως που δόθηκαν στους υποψηφίους το 2006 στα πλαίσια επανεξέτασης. Αν αυτά διατηρούνταν ως είχαν, κατά συμμόρφωση με το δεδικασμένο, σύμφωνα με τον αιτητή, τότε το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωνά θα είχε στο σύνολο βαθμολογίας 47,25 αντί 47,75 με αποτέλεσμα να υστερούσε έναντι του αιτητή κατά 0,25 της μονάδας.
Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση πως οι βαθμολογίες της Επιτροπής Αξιολόγησης διατηρήθηκαν. Η επανεξέταση, όπως προκύπτει από την έκθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, περιορίστηκε στην αξιολόγηση των υπολοίπων προσόντων των υποψηφίων από τους προσωπικούς φακέλους και τα ατομικά τους δελτία κατά τον ουσιώδη χρόνο η οποία, μαζί με τις «ανεπηρέαστες» από την ακυρωτική απόφαση βαθμολογίες της Επιτροπής Αξιολόγησης αποτέλεσαν το κριτήριο για την κατάταξη των υποψηφίων. Θεωρούν πως ο ισχυρισμός του αιτητή, συνεπώς, καταρρίπτεται.
Ούτε οι καθ' ων η αίτηση, αλλά ούτε και το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωνά προβάλλουν τη θέση ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο (2002) δεν ελήφθη υπ΄ όψιν η εκπαίδευση πυροτεχνουργού στις ΗΠΑ για την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε διάκριση το 1997. Υπερασπίζονται του δικαιώματος της διοίκησης, στα πλαίσια του νέου εντύπου, να εντάξουν πλέον την εν λόγω εκπαίδευση σε άλλο κριτήριο, το οποίο δικαστικά δεν κρίθηκε παράνομο.
Φαίνεται όμως, πως προκύπτει κώλυμα από αυτή την προσέγγιση. Είναι δυνατόν η εν λόγω εκπαίδευση, ως μέρος ακυρωθέντος από το δικαστήριο κριτηρίου, να ενταχθεί σε προϋφιστάμενο κριτήριο, εν όψει μάλιστα της απουσίας πλέον επεξηγηματικού σημειώματος το οποίο συνόδευε το επεξηγηματικό έντυπο για την αξιολόγηση του υποψηφίου από το Συμβούλιο Κρίσεως κατά το 2002 και περιόριζε το προϋφιστάμενο αυτό κριτήριο σε πιστοποιητικό εκπαιδευτή αυτοάμυνας, Α΄ Βοηθειών και Ναυαγοσωστικής; Όταν μάλιστα ως αιτιολογία, οι καθ' ων η αίτηση πρόταξαν την εκ παραδρομής παραγνώριση του εν λόγω προσόντος από τις προηγούμενες διαδικασίες;
Δεν μπορώ να αποδεκτώ την πιο πάνω θέση. Δεν έχουμε συναφώς «επανεκτίμηση» των προσόντων των υποψηφίων τα οποία «ανάγονται σε αντικειμενικά κριτήρια με βάση το νέο έντυπο αξιολόγησης που διαμορφώθηκε ειδικά για σκοπούς επανεξέτασης» ως είναι ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση. Ποιων προσόντων; Προσόντων τα οποία εξ αρχής κρίθηκαν ως παράνομα στοιχεία; Ούτε και θα μπορούσε να έχει σημασία η πίστωση της εν λόγω εκπαίδευσης για πρώτη φορά στο πιο πάνω κριτήριο. Θα αποτελούσε εξαιρετικά στενή αντίκριση του θέματος αν γινόταν δεκτό πως υπάρχει συμμόρφωση με το δεδικασμένο με την εκ νέου λήψη υπ΄ όψιν ήδη ακυρωθείσας εκπαίδευσης, όταν οι εκπαιδεύσεις γενικώς κρίθηκαν ως παράνομο στοιχείο κρίσης από το Συμβούλιο Κρίσεως, εννοείται κάτω από οποιοδήποτε κριτήριο.
Εν προκειμένω, δεν είναι το κριτήριο από μόνο του που καθορίζει τη νομιμότητα, αλλά τα στοιχεία τα οποία αυτό καλύπτει. Διαφορετικά θα οδηγούμασταν στο παράδοξο να είναι δυνατόν ακυρωθέντα από το δικαστήριο στοιχεία να εντάσσονται σε άλλα κριτήρια, εν όψει «επανεκτίμησης». Και βεβαίως διερωτάται κανείς ποια είναι η εισήγηση του ενδιαφερόμενου μέρους Ιωνά; Το Συμβούλιο Κρίσεως να πάρει μία μία τις ακυρωθείσες εκπαιδεύσεις και να τις εντάξει σε άλλα στοιχεία υπό το πρόσχημα ότι πρώτη φορά εμφανίζονται σε έντυπο, κάτω από αυτά τα στοιχεία;
Ως προς το δεύτερο ισχυρισμό του αιτητή, παρατηρείται εδώ πως το ενδιαφερόμενο μέρος λανθασμένα εκλαμβάνει ότι ο αιτητής παραπονείται για τη λήψη υπ΄ όψιν κατά την επανεξέταση των αποτελεσμάτων των προσωπικών συνεντεύξεων που έγιναν από το Συμβούλιο Κρίσεως κατά το 2002, παραπέμποντας στα όσα λήφθηκαν υπ΄ όψιν κατά την επανεξέταση.
Εν όψει της αποδοχής του πρώτου ισχυρισμού του αιτητή, προκύπτει πως ο αιτητής εν τέλει δεν επηρεάζεται από τα όσα αφορούν το δεύτερο ισχυρισμό. Για σκοπούς όμως, πληρότητας, αναφέρω πως, αυτός δεν ευσταθεί. Στις διαπιστώσεις του δικαστηρίου οι οποίες αποτέλεσαν το ακυρωτικό δεδικασμένο δεν περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα στοιχεία των προσωπικών φακέλων και των ατομικών δελτίων από το Συμβούλιο Κρίσεως εν γένει. Το δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομιμότητα του εντύπου, κρίνοντας παράνομα τμήματά του, δηλαδή συγκεκριμένων κριτηρίων, σε παλαιότερη της ακυρωτικής απόφασης η οποία οδήγησε στην παρούσα επανεξέταση. Η αξιολόγηση των εν λόγω στοιχείων από το Συμβούλιο Κρίσεως, ενώ παρέμεινε αμετάβλητη κατά την επανεξέταση του 2006, οπότε δεν υπήρχε και η βάση για ενδεχόμενη διαμαρτυρία από τον αιτητή τότε, μεταβλήθηκε στα πλαίσια της προσβαλλόμενης απόφασης.
Στην απόφαση Χ"Χάννας ν. Δημοκρατίας (2001) 3Α Α.Α.Δ 19 λέχθηκε πως ένα ζήτημα το οποίο δεν κρίθηκε από το δικαστήριο ως άκυρο δεν σημαίνει ότι κρίθηκε ως έγκυρο, αφήνοντας έτσι, ανοιχτή την οδό για μεταβολή στη διοικητική κρίση όσων δεν αποτέλεσαν δικαστικό συμπέρασμα. Στην εν λόγω απόφαση λέχθηκαν μεταξύ άλλων:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, οι ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το κριθέν, και μόνο, ζήτημα. Ως κριθέν δε ζήτημα θεωρείται εκείνο το οποίο, αφού διαγνώστηκε και κρίθηκε, αποτέλεσε το αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού ως συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά ιστορικά απλώς αναφερόμενα και μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος όπως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης. (Βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286, Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 515/93, 19.1.1998, Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, και Παπαδάτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230). Στην προκείμενη περίπτωση, στην Παναγιώτου, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της εφεσίβλητης με το σκεπτικό, όπως αναφέραμε, ότι η ουσιώδης παράλειψη της καταγραφής στα πρακτικά της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις ενώπιον Τμηματικής Επιτροπής καθιστούσε τον δικαστικό έλεγχο αδύνατο και την αιτιολογία για την προσβαλλόμενη πράξη ανεπαρκή. Από το σκεπτικό αυτό δεν απορρέει κανένα δεσμευτικό δεδικασμένο αναφορικά με την κατοχή από τον εφεσείοντα του απαιτούμενου προσόντος βάσει του πανεπιστημιακού, και όχι βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος, όπως αποφάσισε η τότε Τμηματική Επιτροπή. Τέτοιο ζήτημα δεν διαγνώστηκε ούτε κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το γεγονός ότι η απόφαση της τότε Τμηματικής Επιτροπής ότι ο εφεσείων ήταν προσοντούχος βάσει του πανεπιστημιακού του διπλώματος δεν κρίθηκε από το Δικαστήριο ως άκυρη δεν σημαίνει, και αντίστροφα, ότι κρίθηκε ως έγκυρη.»
(Βλέπε επίσης Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β Α.Α.Δ 643, Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, K. Kallis Estates Ltd (ανωτέρω)).
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, καταλήγω πως οι οδηγίες του Αρχηγού Αστυνομίας με τις οποίες καλούσε το Συμβούλιο Κρίσεως κατά την επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση στην υπόθεση υπ΄ αρ. 1578/06 να μη λάβει υπ΄ όψιν τις βαθμολογίες του 2002 δεν ήταν αποτέλεσμα πλάνης. Εξάλλου, πέραν αυτού, έχοντας υπ΄ όψιν το λεκτικό της επιστολής του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 15.9.2009, φαίνεται πως οι οδηγίες του Αρχηγού Αστυνομίας δεν αναφέρονταν γενικώς στις όποιες βαθμολογίες του 2002, ως είναι η εισήγηση του αιτητή, αλλά ειδικώς στις αξιολογήσεις του Συμβουλίου Κρίσεως του 2002: «Ο λόγος ακύρωσης εστιάζεται στο γεγονός ότι είχαν ληφθεί ξανά υπόψη οι αξιολογήσεις του Συμβουλίου Κρίσης το 2002, η σύνθεση του οποίου είχε αλλάξει, παρότι αυτό δεν επιτρέπετο και από προηγούμενο δεδικασμένο. Επομένως θα πρέπει να γίνει επανεξέταση χωρίς να ληφθούν υπόψη οι βαθμολογίες του 2002».
Επαναλαμβάνω πως το Συμβούλιο Κρίσεως στην έκθεσή του σημειώνει πως «το Ειδικό Έντυπο εγκρίθηκε για να χρησιμοποιηθεί μόνο για σκοπούς επαναξιολόγησης των προαγωγών που ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο». Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, δεν εξυπηρετεί η ενασχόληση με νομολογία στην οποία οι καθ' ων η αίτηση παραπέμπουν προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού τους για αποδοχή από το δικαστήριο ως νόμιμου του εν λόγω εντύπου και η οποία δεν σχετίζεται με την παρούσα διαδικασία.
Έχοντας υπ΄ όψιν τα πιο πάνω προκύπτει ότι, όπως ορθά παραπονείται η δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους Τσαππή, ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να εγείρει τους πιο πάνω ισχυρισμούς σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος 2. Και οι δύο ισχυρισμοί στρέφονται εναντίον των όσων αφορούν το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωνά χωρίς να αγγίζουν τη διοικητική κρίση ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος 2. Παρατηρείται δε πως ο δεύτερος ισχυρισμός, ακόμα κι΄ αν γινόταν δεκτός, δεν θα επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο το ενδιαφερόμενο μέρος 2 ο οποίος, ούτως ή άλλως, υπερέχει έναντι του αιτητή στην αξιολόγηση του Συμβουλίου Κρίσεως, αξιολόγηση η οποία ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος 2, δεν μεταβλήθηκε κατά την υπό κρίση επανεξέταση. Σημειώνεται πως αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος 2 εξασφάλισαν 4,75 μονάδες έκαστος. Συνεπώς, η προσφυγή εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Τσαππή θα πρέπει να απορριφθεί.
Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για το ενδιαφερόμενο μέρος Γιαννόπουλο. Το ενδιαφερόμενο μέρος 3 δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, ούτε και ηγέρθηκαν από τους καθ' ων η αίτηση ισχυρισμοί παρόμοιοι με αυτούς που ηγέρθηκαν σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος 2. Το δικαστήριο, όμως δύναται αυτεπαγγέλτως να εξετάσει το έννομο συμφέρον του αιτητή να στραφεί εναντίον προαγωγής ενδιαφερόμενου μέρους, και έχω την εντύπωση πως όσα λέχθηκαν σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Τσαππή, εφαρμόζονται και στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Γιαννόπουλου ο οποίος εξασφάλισε 5 μονάδες από το Συμβούλιο Κρίσεως.
Η προσφυγή εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους 1 Σοφοκλή Ιωνά επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. Η προσφυγή εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 2 και 3 απορρίπτεται.
Τα έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, θα βαρύνουν τους καθ΄ ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.