ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Bαρδιάνος Πάνος Π. ν. Edwin John Thomas Richards (1998) 1 ΑΑΔ 698
Ξενοφώντος Ξενοφών ν. Γεώργιου Xατζηαράπη (1999) 1 ΑΑΔ 221
NIKI CHR. GEORGHIOU ν. REPUBLIC (MINISTER OF THE INTERIOR AND ANOTHER) (1968) 3 CLR 563
TSINGI ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1262
ROUSOS AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 119
Παντελίδη Eλισάβετ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 414
Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 3020
Kαρακάννα Eυγενία Παπαγεωργίου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 627
Δημητρίου Ανδρέας ν. Υπουργείου Οικονομικών (2002) 4 ΑΑΔ 1131
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΗΣ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΑΦΟΥ, Υποθ. αρ.1280/2009, 30 Ιουλίου 2010
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 540/2012)
30 Νοεμβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NADER MT MATANES,
Αιτητή
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΚΑΙ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------------------------
Αίτηση ημερ. 10 Οκτωβρίου 2012 για επαναφορά προσφυγής
Μ. Παρασκευά, για τον Αιτητή.
Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η υπό κρίση αίτηση επαναφοράς της απορριφθείσας στις 9.10.2012 προσφυγής, φέρει μαζί της το ακόλουθο ιστορικό.
Προσβάλλοντας την πράξη της διοίκησης ημερ. 12.1.2012 για απόρριψη της αίτησης του για παραχώρηση ασύλου, καθώς και την απόφαση ημερ. 19.3.2012 για άμεση αναχώρηση από το έδαφος της Δημοκρατίας, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στις 27.3.2012, θεωρώντας τις πιο πάνω διοικητικές πράξεις άκυρες και παράνομες. Καταχωρήθηκε την επόμενη ημέρα 28.3.2012 και αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο θα αναστέλλετο η απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 19.3.2012, προς άμεση εγκατάλειψη του εδάφους της Δημοκρατίας. Η αίτηση αυτή για προσωρινό μέτρο, μετά και την καταχώρηση ένστασης από πλευράς της Δημοκρατίας, απεσύρθη εν τέλει στις 5.7.2012, μετά τη θέση του Δικαστηρίου ότι προς επίσπευση της όλης διαδικασίας θα μπορούσαν να δοθούν σύντομες ημερομηνίες ανταλλαγής των αγορεύσεων ώστε να εκδικαστεί σύντομα η ίδια η προσφυγή.
Αυτό, προς αποφυγή περαιτέρω καθυστέρησης εφόσον κατά την εμφάνιση στις 5.7.2012, ο δικηγόρος του αιτητή ανέφερε ότι υπήρχε ενώπιον άλλου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε παρόμοια υπόθεση, αίτηση για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, ζητείτο δε ουσιαστικά η αναβολή της εδώ ακρόασης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα. Όπως ανεφέρθη, η αίτηση για προσωρινό διάταγμα απεσύρθη εφόσον το Δικαστήριο υπέδειξε ότι τυχόν αναβολή ώστε να αναμένεται η απόφαση επί του ενδεχόμενου προδικαστικού ερωτήματος, θα καθυστερούσε πολύ περισσότερο την όλη διαδικασία.
Δόθηκαν επομένως οδηγίες για καταχώρηση της ενστάσεως της Δημοκρατίας επί της ουσίας της προσφυγής εντός δύο εβδομάδων από τις 5.7.2012, με τον κ. Παρασκευά να αναλαμβάνει να καταχωρήσει την αγόρευση του εντός τεσσάρων εβδομάδων μετέπειτα. Θα ακολουθούσε γραπτή αγόρευση από τη Δημοκρατία εντός τεσσάρων εβδομάδων και απαντητική αγόρευση από τον αιτητή εντός δύο εβδομάδων αργότερα. Με τα πιο πάνω, η προσφυγή ορίστηκε απευθείας για διευκρινίσεις στις 9.10.2012 και ώρα 8.30 π.μ.
Στις 9.10.2012, ώρα 9.30 π.μ., η δικηγόρος της Δημοκρατίας αφού ανέφερε ότι εκκρεμούσε ακόμη η γραπτή αγόρευση εκ μέρους του αιτητή, παρά το γεγονός ότι αποσύρθηκε το αίτημα για προσωρινό διάταγμα και δόθηκε σύντομη ημερομηνία για εκδίκαση της ουσίας, ζήτησε την απόρριψη της υπόθεσης ενόψει της απουσίας του αιτητή και του δικηγόρου του. Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε συνοπτικά στο ιστορικό, αποδέχθηκε το αίτημα της Δημοκρατίας και απέρριψε την προσφυγή λόγω μη προώθησης της, με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Την επομένη ημέρα 10.10.2012, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση για «αποκατάσταση και επαναφορά της αίτησης ακυρώσεως», υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση συνεργάτη δικηγόρου στο γραφείο του κ. Παρασκευά και βασιζόμενη στο άρθρο 11 του Νόμου αρ. 33/64, στους Κανονισμούς 17, 18 και 1
9 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, στη Δ.48 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, τη νομολογία και τις αρχές της επιείκειας. Η υποστηρικτική ένορκη δήλωση κατέγραψε ότι λόγω φόρτου εργασίας δεν έγινε κατορθωτό να τηρηθούν οι οδηγίες του Δικαστηρίου για καταχώρηση των δικογράφων και ως εκ τούτου θα ζητείτο εν πάση περιπτώσει μια μικρή παράταση. Ο δικηγόρος Αντώνης Νεοφύτου, που ώμνυσε την ένορκη δήλωση, κατέγραψε στη συνέχεια ότι μετέβη στην αίθουσα του Δικαστηρίου στις 9.30 π.μ., το Δικαστήριο δεν συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οπότε και ενημερώθηκε από συνάδελφο του ότι η προσφυγή απερρίφθη.
Στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης, διατυπώθηκε η θέση ότι σε πανομοιότυπες περιπτώσεις όπου εκ παραδρομής δεν έγινε εμφάνιση σε υπόθεση που ήταν ορισμένη για οδηγίες, το Πρωτοκολλητείο ενημέρωνε τον κ. Παρασκευά και το γραφείο του, με τηλεομοιότυπο και με ειδοποίηση στη δικαστική θυρίδα του δικηγόρου για την ημερομηνία αναβολής, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε στην υπό κρίση υπόθεση. Η προσφυγή, καταλήγει ο ωμνύων, είναι πολύ σημαντική για τον αιτητή. ο οποίος τη θεωρεί «κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας», εφόσον αφορά αίτηση ασύλου, με τη ζωή του να αντιμετωπίζει κίνδυνο. Ουδέποτε δε υπήρξε πρόθεση εκ μέρους του αιτητή να εγκαταλειφθεί ή να αποσυρθεί η προσφυγή.
Πρέπει να ολοκληρωθεί η αναφορά στο ιστορικό της διαδικασίας με την καταγραφή του γεγονότος ότι στις 23.10.2012, η κα Γαβριήλ, εμφανιζόμενη εκ μέρους της Δημοκρατίας, δεν ενέστη στην αίτηση επαναφοράς. Υπεδείχθη όμως από το Δικαστήριο (της αιτήσεως μη υπαρχούσης στο φάκελο), ότι πιθανόν να έπρεπε να εξεταστεί η αίτηση για επαναφορά της προσφυγής υπό το φως της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, συνετώς τοποθετηθείσα, ζήτησε χρόνος προς ανεύρεση σχετικής νομολογίας και την εκ νέου, ενδεχομένως, τοποθέτηση της. Στη συνέχεια κατεχωρήθη ένσταση και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση.
Αμφότερες οι πλευρές τοποθετήθηκαν κατά την ακρόαση επί του αιτήματος επαναφοράς, υποδεικνύοντας ανάλογη σχετική νομολογία. Βασική θέση του κ. Παρασκευά ήταν η μη απεμπόληση του δικαιώματος του αιτητή να ακουστεί επί της ουσίας της προσφυγής του, εφόσον ουδέποτε είχε ή επέδειξε πρόθεση εγκατάλειψης των θέσεων του. Με παραπομπή σε υποθέσεις όπως τις Κυριάκος Χατζηαντώνης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου, υπόθ. αρ. 1280/09, ημερ. 30.7.2010, Ευγενία Παπαγεωργίου Καρακάννα ν. Ε.Δ.Υ. (2000) 4 Α.Α.Δ. 627, Ελισάβετ Παντελίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 414, (που αφορούν στη δυνατότητα επαναφοράς απορριφθείσας προσφυγής), Δημοκρατία ν. Χ»Οδυσσέως (1997) 3 Α.Α.Δ. 111 και Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, (για την επαναφορά εφέσεων) και Φοινικαρίδου ν. Κύπρου, αίτηση αρ. 23890/02, ημερ. 20.12.2007 και Λούλη ν. Ελλάδος αίτηση αρ. 43374/06, ημερ. 31.7.2008, του ΕΔΑΔ (σε σχέση με το εν γένει δικαίωμα ακρόασης που δεν πρέπει να αποστερείται από αιτητή), εισηγήθηκε ότι η προσφυγή πρέπει να επαναφερθεί ώστε να διασφαλιστεί στον αιτητή πρόσβαση στο Δικαστήριο και να ακουστεί η ουσία των ζητημάτων που εγείρει.
Η κα Γαβριήλ, αντίθετα, τόνισε το ανεπίτρεπτο της αδιαφορίας που επέδειξε ο αιτητής, διά του δικηγόρου του, στην προώθηση της υπόθεσης του εφόσον παρά τις οδηγίες του Δικαστηρίου δεν είχε καταχωρήσει την αγόρευση του, ενώ δεν εμφανίστηκε ούτε κατά την ορισθείσα ημερομηνία και ώρα της ακρόασης. Με αναφορά στις υποθέσεις Κυβέλη Αναστασίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1208/06, ημερ. 12.3.2007, Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών (2002) 4 Α.Α.Δ. 1131 και Issam Lofty Mohamed El Aassy v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1252/10, ημερ. 17.5.2011, εισηγήθηκε, σε σύμπνοια με την καταχωρηθείσα ένσταση της επί της αιτήσεως επαναφοράς, ότι η αίτηση αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας, σκοπεί στην υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων και την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών, ιδιαιτέρως με την παράταση της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών, ενώ ουδεμία εξήγηση δόθηκε για τη μη εμφάνιση του δικηγόρου, η οποία εμφάνιση αποτελούσε υποχρέωση σχετιζόμενη με την απονομή της δικαιοσύνης.
Όπως έχει αναφερθεί στην El Aassy (ανωτέρω), απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με έρεισμα την υπόθεση Ανδρέα Μαύρου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3020, δεν υπάρχει πρόνοια στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που εφαρμόζονται με βάση τον Καν. 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, για επαναφορά αγωγής και κατ΄ επέκταση προσφυγής στην αναθεωρητική δικαιοδοσία όταν η αγωγή ή η προσφυγή αποσύρεται και απορρίπτεται. Στην υπό κρίση περίπτωση βεβαίως η προσφυγή δεν αποσύρθηκε, αλλά απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης της. Οπότε λειτουργούν οι αντίστοιχες διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για απορριφθείσα αγωγή λόγω μη εμφάνισης κατά την ακρόαση, κατά τη Δ.35 θ.4 και το ενδεχόμενο ακύρωσης της απόφασης που δόθηκε σε αίτηση που καταχωρείται εντός 15 ημερών, με βάση τη Δ.35 θ.5, στην οποία όμως δεν εδράζεται η επίδικη αίτηση.
Λειτουργεί βεβαίως υπέρ του αιτητή, η σπουδή με την οποία καταχώρησε την αίτηση επαναφοράς, μόλις την επόμενη μέρα, αλλά και εναντίον του η παντελής έλλειψη ουσιαστικής αιτιολογίας για την μη έγκαιρη εμφάνιση του συνηγόρου του. Όχι μόνο η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση δεν επεξηγεί το λόγο μη εμφάνισης (αναφέρει απλώς ότι λόγω φόρτου εργασίας δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρη ετοιμασία και κατάθεση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή, που αφορά βεβαίως άλλο γεγονός από το ζητούμενο), αλλά και εντελώς λανθασμένα παρουσιάζει την υπόθεση ως να ήταν για οδηγίες ορισμένη στις 9.10.2012 (που δεν ήταν), αναμένοντας μάλιστα να ειδοποιείτο για την επόμενη ορισθείσα ημερομηνία από το Πρωτοκολλητείο λόγω μη εμφάνισης. Αυτό αναγράφεται στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης, σε αντίθεση, πρέπει να παρατηρηθεί, με το γεγονός που καταγράφεται στην παρ. 2, ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις.
Εισηγείται ο ομνύων ότι δεν θα πρέπει ο αιτητής να στερηθεί του δικαιώματος ακρόασης για λόγους που δεν ευθύνεται ο ίδιος. Τονίστηκε, όμως, μεταξύ άλλων, στην Ανδρέας Δημητρίου ν. Υπουργείου Οικονομικών - ανωτέρω - ότι «. σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο διάδικος δεν μπορεί να προβάλει το λάθος, την αμέλεια ή την παράλειψη του δικηγόρου του για να επιτύχει την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών». Στην Κυβέλη Αναστασίου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -, λέχθηκε ότι «. οι παραλείψεις του δικηγόρου ή μελών τοη γραφείου του που έχουν ως αποτέλεσμα την απόρριψη μιας έφεσης, δεν συνιστούν λόγο που θα δικαιολογούσε επαναφορά της έφεσης».
Η υποχρέωση του δικηγόρου να εμφανισθεί κατά τη δικάσιμο συνιστά μια σοβαρή ευθύνη που σχετίζεται άμεσα με την ίδια την απονομή της δικαιοσύνης, εφόσον δεν αποτελεί ζήτημα απλής τυπικότητας, αλλά ζήτημα ουσίας. Αποφάσεις όπως η Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221 και Βαρδιάνος ν. Richards - πιο πάνω -, τονίζουν την επιτακτική ανάγκη συμμόρφωσης με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και τον κανόνα ότι λάθος ή παράλειψη του δικηγόρου δεν νοείται να προβάλλεται προς υπερφαλάγγιση των προθεσμιών ή την αναγέννηση των διαδικασιών.
Πέραν του γεγονός ότι δεν δίνεται καμιά απολύτως εξήγηση για τη μη έγκαιρη εμφάνιση στις 9.10.2012, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο είναι καν δυνατή η επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής. Όλες οι μνημονευθείσας ανωτέρω υποθέσεις συζητούν τα λαμβανόμενα από τις αστικές υποθέσεις θέματα, περί μη εγκατάλειψης της προσφυγής και της μη απεμπόλησης των δικαιωμάτων ενός αιτητή. Με την προϋπόθεση, όμως, ότι η αγωγή δεν έχει παραγραφεί, είναι δυνατή η επαναφορά της στις κατάλληλες περιπτώσεις. Δεν μπορεί όμως να αναβιώσει δικαστικό διάβημα που έχει απορριφθεί όταν υπάρχει η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών.
Στην Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262 και Rousos and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119, τονίσθηκε ότι αιτήσεις επαναφοράς πρέπει να εξετάζονται υπό το φως της αναθεωρητικής φύσης της όλης διαδικασίας, ώστε να μην θεωρείται ως εγκαταληφθείσα, αν πράγματι δεν υπήρξε πρόθεση εγκατάλειψης. Όμως, η αναθεωρητική δικαιοδοσία, παρά τον εξεταστικό της χαρακτήρα, θεωρείται από πλευράς διαδικασίας ως ιδιαίτερης φύσης, εφόσον η ίδια η προσφυγή πρέπει να καταχωρηθεί, χωρίς περιθώριο επέκτασης, εντός 75 ημερών. Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης. Ενδεικτική της αυστηρότητας με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες στην αναθεωρητική δικαιοδοσία είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την Georghiou v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 563, (υπόθεση που αφορούσε όπως και εδώ, απέλαση), και η οποία σχετιζόταν με αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης, που έγινε μόλις τρεις μέρες μετά την εκπνοή του χρόνου, η οποία και απερρίφθη:
«... Especially, as this is a revisional jurisdiction case and it is of the utmost importance in cases of such a nature that litigation should be instituted and pursued within the prescribed time limits, so that once they expire there should be finality in such matters, with consequent certainty in relation thereto, in the interests of proper and good public administration.»
(δέστε και τις συναφείς υποθέσεις Branco Salvage Ltd n. The Republic (1967) 3 C.L.R. 213 και Nicos Anastasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 588/09, ημερ. 27.12.2012).
Ορθά στις αποφάσεις γίνεται λόγος για την έκδοση απόφασης επί προσφυγής με βάση το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, επί της ουσίας της και ότι ο προσφεύγων δικαιούται κρίσης από το Δικαστήριο είτε με επικύρωση, εν όλω ή εν μέρει, της απόφασης ή με την ακύρωση αυτής, (δέστε και Α.Σ. Αγγελίδη & Σ.Α. Αγγελίδη: Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 90 και 97-98). Όμως το δικαίωμα αυτό έχει εφαρμογή εφόσον η προσφυγή νομοτύπως ακόμη προωθείται και υφίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν είναι δυνατόν να παρακάμπτονται, λόγω αδιαφορίας ή ακόμη και εσκεμμένα, οι οδηγίες του Δικαστηρίου για την προώθηση της. Άλλως, τα τιθέμενα χρονικά πλαίσια επίλυσης της προσφυγής, θα είναι εντελώς άνευ σημασίας, πράγμα που θα καταστρατηγούσε το ουσιώδες δικαίωμα για τη διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όχι μόνο του διοικούμενου, αλλά και της διοίκησης, εντός ευλόγου χρόνου κατά το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Αν μη τι άλλο, η ανατρεπτική προθεσμία είναι παράγων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε αιτήσεις επαναφοράς. Εδώ, ο αιτητής θεωρείται με τις πράξεις του ότι δεν ενδιαφερόταν να προωθήσει την προσφυγή του με την αναγκαία και αναμενόμενη σπουδή. Παρά τις δηλώσεις του ότι επειγόταν να λάβει και προσωρινό διάταγμα προς αποφυγή της πιθανότητας απέλασης του, όταν δόθηκαν οδηγίες για σύντομη ανταλλαγή των αναγκαίων εγγράφων, ώστε να εξεταστεί η ουσία της προσφυγής, γεγονός που θα βοηθούσε τον αιτητή να γνωρίζει το status του, εντούτοις αγνοήθηκαν, δεν καταχωρήθηκε η αγόρευση του αιτητή, παρά την καταχώρηση της ένστασης, ούτε και παρουσιάστηκε την ημέρα της ακρόασης. Και αυτό χωρίς καμιά απολύτως εξήγηση. Παρά το γεγονός ότι η αίτηση επαναφοράς έγινε την επόμενη μέρα της απόρριψης, όλα τα ανωτέρω στοιχεία δείχνουν αδιαφορία στη δικαστική διαδικασία και εγκατάλειψη της προσφυγής.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ