ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                      (Υπόθεση Αρ. 237/2011)

 

2 Νοεμβρίου, 2012

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,

                              Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                              Καθ΄ ης η αίτηση.

- - - - - -

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

Στ. Σταυρινίδης για Π. Παπαγεωργίου, για το Ενδ. Μέρος Α. Γεωργίου.

- - - - - -

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής είναι Ιατρικός Λειτουργός 1ης τάξης και με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξης ΕΔΥ) ημερ. 23.3.2010 με την οποία προάχθηκε η Ανθούλα Κλ. Γεωργίου στη μόνιμη θέση Βοηθού Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην Ειδικότητα της Παθολογίας από 15.4.10.

 

Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Οι 11 αιτήσεις που υποβλήθηκαν τέθηκαν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία αποφάσισε όπως διεξάγει μόνο προφορική εξέταση. Η Συμβουλευτική  προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ως εξής:

 

v  «Στυλιανίδης Χριστόδουλος:Καλός (αιτητής)

Απέδωσε μέτρια κατά την προφορική εξέταση και παρουσίασε αδυναμίες στην πληρότητα των απαντήσεων που έδινε αποφεύγοντας να τοποθετηθεί. Παρόλο που διαπιστώθηκε ότι κατέχει σχετικές γνώσεις στο αντικείμενο μόνο μέρος από τις απαντήσεις του ήταν ορθές. Σε αμφιλεγόμενα θέματα επέδειξε αδυναμία να εκφράσει δικές του απόψεις και σκέψεις. Προσήνης προσωπικότητα.

 

v  Ανθούλα Γεωργίου: Σχεδόν Εξαίρετη (ενδ. μέρος)

Απάντησε ορθά και τεκμηριωμένα στις ερωτήσεις δίνοντας την εντύπωση υπεύθυνου και συγκροτημένου ατόμου. Επεισε για την ικανότητα της να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις και τα καθήκοντα της θέσης. Σε αμφιλεγόμενα θέματα μερικές φορές απόφευγε να τοποθετηθεί. Μέσα από τις απαντήσεις της φάνηκε το σχεδόν εξαίρετο επίπεδο γνώσεων της γύρω από το αντικείμενο της εξέτασης. Σεμνή και ώριμη προσωπικότητα.»

 

 

Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω αποτελέσματα, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως και τα λοιπά στοιχεία των αιτήσεων η Συμβουλευτική Επιτροπή διαμόρφωσε την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, η οποία τέθηκε με την έκθεση της ημερ. 10.2.10  ενώπιον της ΕΔΥ. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις τελικές αξιολογήσεις του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

v  Στυλιανίδης Χριστόδουλος: Καλός (αιτητής)

Αξιολογήθηκε ως Καλός κατά την προφορική εξέταση.

Στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων έχει βαθμολογηθεί με εξαίρετα.

Εργάστηκε ως:

Ιδιώτης Ιατρός, 09/1988-01/1989. Ως Ιατρικός Λειτουργός 2ης Τάξης στο Γ.Ν. Λάρνακας, από 17 - 31/10/1998 (επί 15θημέρου βάσεως).

Ως μόνιμος Ιατρικός Λειτουργός 2ης Τάξης την 01/02/1989 και υπηρέτησε στο Α.Υ. Κ. Κάτω Πύργου,. 01/02/1989 - 02/07/1989 στο Α.Υ.Κ. Πόλης Χρυσοχούς, 03/07/1989 - 02/10/1989, στο Τ.Α.Ε.Π. Γ.Ν.Λ/σίας, 03/10/1989 - 31/01/1991.

Ως μόνιμος Ιατρικός Λειρουργός 1ης Τάξης από την 01/12/1991 υπηρέτησε στο Τ.Α.Ε.Π. Γ.Ν. Λ/σίας, 01/02/1991 - 16/05/1993 στα Εξωτερικά Ιατρεία του Γ.Ν.Λ/σίας, από 17/05/1993 - 11/09/1993, στο Γ.Ν. Παραλιμνίου από 12/07/1993 - 31/08/1993, στα Εξ. Ιατρεία Γ.Ν. Λ/σίας από 01/09/1993 - 31/08/1997, στο Ιατρείο του «Καλού Σαμαρείτη», έπειτα Εξ. Ιατρεία Στροβόλου, 01/09/1997 - 13/06/2000 και στο Α.Υ.Κ. Αγίου Δομετίου, 14/06/2000 - Σήμερα

Πληροί τους όρους Β(1), Β(2)(α), Γ(1) και Σημείωση (1) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας. Λόγω του ότι ο υποψήφιος  έχει επιπρόσθετο προσόν (Διδακτορικό Τίτλο), η τελική του αξιολόγηση είναι ψηλότερη από την προφορική του.

 

v  Ανθούλα Γεωργίου: Σχεδόν Εξαίρετη (ενδ. μέρος)

Αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετη κατά την προφορική εξέταση.

Στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων έχει βαθμολογηθεί με εξαίρετα.

Εργάστηκε ως:

Εκτακτη Ιατρικός Λειτουργός (Γενικής Ιατρικής) Νοσοκομείο Πόλης από 09/03/93 μέχρι 31/12/96 ως Μόνιμη Ιατρικός Λειτουργός 2ης Τάξης Νοσοκ. Πόλης Χρυ/ους από 01/01/97 μέχρι 31/12/98 και ως Μόνιμη Ιατρικός Λειτουργός 1ης Τάξης στο Νοσοκ. Πόλης Χρυ/ους από 01/01/99 μέχρι 20/01/02 και στο Γ.Ν. Πάφου από 21/01/02 μέχρι σήμερα.

Πληροί τους όρους Β(1), Β(2)(α), Γ(1) και Σημείωση (1) του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας, Λόγω του ότι η υποψήφια δεν έχει επιπρόσθετα προσόντα, η τελική της αξιολόγηση παραμένει η ίδια με την προφορική της.»

 

            

Ο αιτητής δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των υποψηφίων που στάληκε προς την ΕΔΥ ενώ το ενδ. μέρος συστήθηκε ως σχεδόν εξαίρετη. Η ΕΔΥ στη συνεδρία της ημερ. 26.2.10 αποφάσισε να καλέσει σε συνέντευξη τους τέσσερις συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά και τον αιτητή με την αιτιολογία ότι αυτός είχε αξιολογηθεί από τη Συμβουλευτική σε ένα επίπεδο χαμηλότερο σε σύγκριση με ένα από τους συστηθέντες, κατέχει όμως επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν και είναι αρχαιότερος σε σύγκριση με όλους τους συστηθέντες που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Στην επόμενη συνεδρία ημερ. 18.3.10 παρευρίσκετο και η Διευθύντρια Ιατρικών Υπηρεσιών κα Αγρότου συνοδευομένη από το Διευθυντή Κλινικής /Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, ο οποίος προσήλθε για να βοηθήσει την Επιτροπή κατά την προφορική εξέταση. Η Διευθύντρια αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση σύστησε για προαγωγή το ενδ. μέρος. Στην τελική συνεδρία ημερ. 23.3.10 η ΕΔΥ έκρινε την απόδοση των υποψηφίων στην συνέντευξη ενώπιον της ως εξής:

 

«ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ Χριστόδουλος: Πλειοψηφία: (Πρόεδρος, κα Κ. Φλουρέντζου Μελισσηνού, κ. Σ. Χατζηγιάννης):

Καλός. Περιορισμένο επίπεδο γνώσεων σχεδόν σε όλα τα θέματα. Απάντησε σχετικά καλά μόνο σε κάποιες ερωτήσεις που είχαν σχέση με τις καθημερινές επαγγελματικές του εμπειρίες. Δυσκολευόταν να ολοκληρώσει και σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις χρειαζόταν διευκολυντικές ή και επικουρικές ερωτήσεις. Ωριμος, ευγενικός και συμπαθής.

 

Μειοψηφία: (κ.κ. Α. Παπαδόπουλος, Χρ. Χριστοφόρου):

Πολύ καλός. Εχει κάποιες γνώσεις  για τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που διεκδικεί. Εδωσε ορθές απαντήσεις σε μερικές από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Οι αδυναμίες του εστιάζονταν σε θέματα που άπτονται της θέσης Βοηθού Διευθυντή Παθολογίας. Στο πεδίο των θεμάτων που είχε γνώση, η τεκμηρίωσή του υπήρξε θετική και σαφής. Παρουσίασε ικανοποιητικού επιπέδου κρίση και αντίληψη. Ηρεμος και σοβαρός.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ανθούλλα: Εξαίρετη. Με αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία έδωσε ορθές και πλήρεις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, πείθοντας για το εξαίρετο επίπεδο των γνώσεων της στο αντικείμενο της προφορικής εξέτασης. Χειρίζεται το λόγο με απόλυτη ευχέρεια και οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από θετικότητα και σαφήνεια αλλά και την αναγκαία τεκμηρίωση. Παρουσίασε υψηλού επιπέδου κρίση. Ωριμη, ήρεμη και ισχυρή προσωπικότητα.

 

 



Η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη την Κουρουκλάρη Μαργαρίτα διότι είχε αποφασίσει να την επιλέξει σε άλλη ίδια θέση στη διαδικασία που προηγήθηκε. Συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον της στοιχεία επέλεξε το ενδ. μέρος για την επίδικη θέση με την ακόλουθη αιτιολογία:

 

Επιλέγοντας τη Γεωργίου Ανθούλα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Σχεδόν Εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως Εξαίρετη από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησής της, όπως και ο υποψήφιος Παπακυριακού Παναγιώτης, αυτή όμως υπερέχει ουσιαστικά των λοιπών υποψηφίων σε αρχαιότητα στην παρούσα τους θέση, με εξαίρεση έναντι του Στυλιανίδη Χριστόδουλου, ουδενός υστερεί ή/και υπερέχει σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρσιακές Εκθέσεις, και, επιπλέον, διαθέτει την υπέρ της σύσταση της Διευθύντριας.

 

Η Επιτροπή σημείωσε ότι η επιλεγείσα υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του Στυλιανίδη, ωστόσο αυτός αξιολογήθηκε σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, υστερεί έναντι της επιλεγείσας σε αξία και, επίσης, δεν διαθέτει τη σύσταση της Διευθύντριας.

 

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε, επίσης, να σημειώσει ότι δύο υποψήφιοι, οι Παπακυριακού και Στυλιανίδης, που δεν επιλέγηκαν, διαθέτουν επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν ή/και πιστοποιητικό ειδικότητας, τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνεκτίμησε τα εν λόγω προσόντα με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αποδίδοντάς τους την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε, όμως, ότι το προσόν αυτό δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω.»

 

 

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής βάλλει εναντίον της επιλογής της ΕΔΥ να καλέσει σε συνέντευξη ενώπιον της μόνο τον αιτητή και τον υποψήφιο Χρίστο Κουρίδη (συνεδρία ημερ. 18.3.10), διότι οι υπόλοιποι τρεις υποψήφιοι είχαν υποβληθεί σε προφορική εξέταση ήδη στα πλαίσια άλλης διαδικασίας που είχε προηγηθεί κατά την ίδια συνεδρία και η οποία αφορούσε την πλήρωση ίδιας θέσης. Σημειώνεται ότι οι κοινοί υποψήφιοι είχαν ενημερωθεί ότι θα υποβάλλονταν σε μια εξέταση και για τις δυο διαδικασίες.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή περί πάσχουσας διπλής διαδικασίας και μη διεξαγωγής ομαδικής ή κοινής προφορικής εξέτασης για όλους τους συστηθέντες από τη Συμβουλευτική, δεν στοιχειοθετούν λόγο ακυρότητας. Η Ολομέλεια έκρινε  στη Χατζηγιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317 ότι η προφορική εξέταση είναι ατομική και οι εντυπώσεις από αυτή και πάλι ατομικές, καθότι δεν διαμορφώνονται κατά σύγκριση προς άλλους. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Δε συμφωνούμε με τη θέση των αιτητών. Η Επιτροπή δεν προέβηκε σε συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ των υποψηφίων, αλλά αξιολόγησε ξεχωριστά τον κάθε υποψήφιο. Η θέση των αιτητών θα ήταν ορθή αν η αξιολόγηση από τις συνεντεύξεις ήταν συγκριτική μεταξύ των υποψηφίων. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να λεχθεί ότι έγινε οποιαδήποτε παρατυπία επειδή η Επιτροπή δεν προέβηκε σε δυο ξεχωριστές συνεντεύξεις για  εκείνους τους υποψηφίους που υπέβαλαν δυο ξεχωριστές αιτήσεις.»

 

 

 

 

 

Σχετική είναι και πρόσφατα η Γιώργος Κασουλίδης ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 604/2009, ημερ.19.01.12.

 

Ο αιτητής διατείνεται επίσης ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Οι δικηγόροι της καθ' ης η αίτηση και του ενδ. μέρους απαντούν ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν καλύπτεται δικογραφικά, αφού δεν εξειδικεύτηκε ούτε αιτιολογήθηκε με τα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως κατά παράβαση του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962.

 

 Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι κάθε διάδικος πρέπει με τις έγγραφες προτάσεις του να εκθέτει τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται αιτιολογώντας τα πλήρως. Η νομολογία η οποία έχει προκύψει από την ερμηνεία του πιο πάνω Κανονισμού κατέστησε σαφές ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία η οποία διατηρεί τη φύση της ως μέσου προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας (Β. Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1627, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κα (1993) 3 ΑΑΔ 598). Ο ρόλος των γραπτών αγορεύσεων μέσα σε αυτά τα πλαίσια εξαντλείται στην εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση των νομικών λόγων που προσδιορίζονται στην αίτηση και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατή η χρήση τους για προβολή νέων πρόσθετων.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος ακύρωσης δεν καλύπτεται  σε κανένα από τα 27 νομικά σημεία της προσφυγής. Η παραβίαση του Συντάγματος και του Ν.158(Ι)/99 είναι πολύ γενικά διατυπωμένο νομικό σημείο και χωρίς να εξειδικεύει τη νομοθετική πρόνοια που παραβιάζεται, δεν μπορεί να παρέχει δικονομικά υπόβαθρο προς έγερση λόγου ακύρωσης που αφορά σε παραβίαση των κανόνων για τήρηση άρτιων πρακτικών.

 

Ούτε στην ουσία του το επιχείρημα ευσταθεί. Στη Δρ. Χριστόδουλος Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1296/2007, ημερ. 4.3.2009 είχα κάνει δεκτό παρόμοιο λόγο ακύρωσης στη βάση άλλων γεγονότων. Εκεί, παρά το γεγονός ότι η τελική έκθεση της Επιτροπής ήταν υπογεγραμμένη από την πλήρη σύνθεση της Επιτροπής, εν τούτοις, δεν υπήρχαν καθόλου πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής στις εργασίες των οποίων γινόταν αναφορά στην Έκθεση. Υπό εκείνες τις συνθήκες, παρέμενε άγνωστο το ποια ήταν η σύνθεση της Επιτροπής σε κάθε μια συνεδρία, αν ήταν η ίδια σε όλες τις συνεδρίες ή μεταβλήθηκε κλπ.

 

Στις Στέλλα Πλέϊπελ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1185/2007 κ.ά., ημερ. 22.7.2010 είχε απορριφθεί λόγος ακύρωσης που αφορούσε μη τήρηση άρτιων πρακτικών υπό το δεδομένο ότι υπήρχαν ξεχωριστά πρακτικά για κάθε μια συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην οποία γινόταν αναφορά στην Έκθεση, παρόλο που τα πρακτικά δεν ήσαν υπογεγραμμένα από τους συμμετέχοντες σε κάθε συνεδρίαση οι οποίοι φαίνονταν ως παρόντες.

 

Εδώ τα περιστατικά διαφοροποιούνται και τα πρακτικά είναι πλήρη. Η έκθεση της Συμβουλευτικής η οποία είναι υπογραμμένη από τα τέσσερα μέλη της (πλην του κ. Διέτη, του οποίου η απουσία δικαιολογείται) κάνει αναφορά σε επιμέρους συνεδριάσεις ημερ. 12.10.09, 11.11.09, στα πρακτικά των οποίων (επισυνάπτονται ως παράρτημα 7 στην έκθεση ημερ. 8.12.09)  αναγράφεται η ίδια σύνθεση και υπογράφονται και από τα τέσσερα παρόντα μέλη.

 

Ο επόμενος ισχυρισμός που πρόβαλε ο αιτητής αφορά στο αναιτιολόγητο των συνεντεύξεων ενώπιον της Συμβουλευτικής. Ο αιτητής θεωρεί ότι τα μέλη της Συμβουλευτικής δεν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τις γνώσεις του κατά την ολιγόλεπτη συνέντευξη ενώ είχε κριθεί προσοντούχος και ήταν κάτοχος διδακτορικού τίτλου. Επίσης λέει ότι εφόσον όλοι οι υποψήφιοι ήταν δημόσιοι υπάλληλοι με την αξία τους να φαίνεται στους υπηρεσιακούς φακέλους, οι εντυπώσεις από τη συνέντευξη δεν μπορούσε να αναιρούν τη μακρά υπηρεσιακή προσφορά εκάστου.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή ερωτήσεων και απαντήσεων κατά την αιτιολόγηση της απόδοσης στις συνεντεύξεις ούτε επιτρέπει τον έλεγχο της νοητικής διεργασίας των μελών της Επιτροπής. (Βλέπε: Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) ΑΑΔ 374). Η αξιολόγηση που καταγράφηκε για τον κάθε υποψήφιο ξεχωριστά στο πρακτικό αποδίδει τη διαβάθμιση της απόδοσης των διαδίκων στις συνεντεύξεις και κάνει αναφορά στο πόσο ικανοποιητικά είχε απαντήσει στις ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί, στον τρόπο σκέψης και έκφρασης του, στις γνώσεις του στον τομέα αρμοδιοτήτων της επίδικης θέσης, σε πτυχές της προσωπικότητας κλπ. Όπως ορθά βέβαια εισηγείται και ο συνήγορος του αιτητή, είναι πράγματι δύσκολο έργο η αξιολόγηση και εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τα πιο πάνω στοιχεία ενός εκάστου υποψηφίου στο ολιγόλεπτο χρονικό διάστημα που διάρκεσε η προφορική εξέταση. Είναι όμως και για το λόγο αυτό που η νομολογία υποδεικνύει ότι, παρά τη χρησιμότητα ή και αναγκαιότητα διεξαγωγής προσωπικών συνεντεύξεων ή εξετάσεων, δεν πρέπει να αποδίδεται στο αποτέλεσμά τους υπέρμετρη βαρύτητα.

 

 Επίσης το ίδιο το άρθρο 34(9) του Ν.1/90 σαφώς διαχωρίζει ως στοιχεία κρίσης τους φακέλους από την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Σε καμία περίπτωση η αξιολόγηση των υποψηφίων δημοσίων υπαλλήλων σε διαδικασία προαγωγής, όταν υποβάλλονται σε συνέντευξη, δεν συνδέεται ούτε συγκρίνεται με την βαθμολογία τους στις αξιολογικές εκθέσεις. Το πρώτο είναι καθαρά υποκειμενικό στοιχείο αξιολόγησης ενώ το δεύτερο ανάγεται στην αντικειμενική τους αξία. Εξάλλου η απόδοση κατά τη συνέντευξη δεν εξαρτάται μόνο από το γνωσιολογικό υπόβαθρο ενός υποψηφίου αλλά και από διάφορους άλλους παράγοντες. Είναι συνεπώς δυνατό υποψήφιοι με κατά τεκμήριο ικανοποιητικές ή υπέρτερες γνώσεις (λόγω κατοχής πρόσθετων προσόντων) και άριστες αξιολογήσεις να μην αποδώσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους κατά την προφορική εξέταση, αρκεί τέτοια αρνητική εντύπωση να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Συμβουλευτική στελεχώθηκε από τρείς γιατρούς σε θέση Διευθυντική (εκ των οποίων ο ένας ήταν της επίδικης ειδικότητας της Παθολογίας) και την ίδια τη Διευθύντρια των Ιατρικών Υπηρεσιών. Λόγω της πείρας τους όχι μόνο στην Ιατρική αλλά και σε θέματα διοίκησης και προσωπικού, ήταν σε θέση να επιτελέσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο τους.

 

Ο αιτητής επίσης θεωρεί ότι η τελική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη εφόσον δεν καταγράφει ορθά την υπεροχή του σε αρχαιότητα και προσόντα. Η δεύτερη έκθεση της Επιτροπής (παράρτημα 7 στην ένσταση) στην οποία και πάλι δεν συστήνεται ο αιτητής, παρά το ότι λήφθηκε υπόψη το διδακτορικό του δίπλωμα, αναβαθμίζοντας τον τελικό χαρακτηρισμό του σε «σχεδόν πολύ καλό», πάσχει.

 

 Ο αιτητής ήταν ο αρχαιότερος από όλους τους συστηθέντες και είχε οκτώ χρόνια αρχαιότητα έναντι του ενδ. μέρους καθώς υπηρετούσε ως Ιατρικός Λειτουργός 1η τάξης από 1.2.91 (και όχι από 1.12.91 όπως εκ λάθους αναγράφεται στην έκθεση της Συμβουλευτικής) ενώ το ενδ. μέρος από 1.1.99. Υπενθυμίζω εδώ ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία εύλογα το κριτήριο της αρχαιότητας λαμβάνεται υπόψη όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία. (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 ΑΑΔ 71). Οι αξιολογήσεις των τελευταίων πέντε ετών ήταν εξαίρετες όπως και του ενδ. μέρους (ο αιτητής υστερεί σε επιμέρους στοιχεία σε απομακρυσμένα έτη αξιολόγησης). Ο αιτητής υπερείχε σε προσόντα εφόσον ήταν κάτοχος διδακτορικού τίτλου αλλά και δεύτερης ειδικότητας στην Γενική Ιατρική (που δεν αξιολογήθηκε καθόλου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή).

 

Σε συμφωνία με όσα ανέφερα στην απόφαση μου στην προσφυγή αρ. 786/2010, θεωρώ ότι η τελική έκθεση της Συμβουλευτικής· Επιτροπής δεν διαμορφώθηκε εντός των πλαισίων της εύλογης διακριτικής ευχέρειας της στη βάση του άρθρου 34(9) και της συνεκτίμησης όλων των στοιχείων κρίσης.

 

Η αρχαιότητα του αιτητή σε συνδυασμό με την υπέρτερη πείρα του αλλά και την υπεροχή του σε προσόντα δεν συσταθμίστηκαν με εύλογο τρόπο προς τη χαμηλότερη απόδοση του στις συνεντεύξεις. Το κριτήριο των συνεντεύξεων από υποκειμενικό και συμπληρωματικό μόνο κριτήριο της αξίας των υποψηφίων κατέστη υπερκριτήριο στην προκείμενη περίπτωση. Ο τελικός χαρακτηρισμός του αιτητή έναντι των συστηθέντων υποψηφίων στην έκθεση της Συμβουλευτικής κρίνεται αναιτιολόγητος. Επειδή η τελική αυτή έκθεση λήφθηκε υπόψη κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης από την ΕΔΥ, συμπαρασύρει την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του αιτητή.

 

 

                                                                  Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

ΣΦ.

                         

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο