ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(Υπόθεση Αρ. 346/2011)
4 Οκτωβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ,
3. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
4. ΝΙΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,
5. ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΥΦΛΩΝ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Ουστά, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι τυφλοί και διαμένουν στους ξενώνες του Παγκύπριου Συνδέσμου Ευημερίας Τυφλών. Δυνάμει νόμου (ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Ν. 8/91 (όπως τροποποιήθηκε)) καταβαλλόταν στους αιτητές αναπηρικό επίδομα ως δημόσιο βοήθημα από 1.10.89. Η καταβολή του επιδόματος είχε τερματισθεί δύο φορές στο παρελθόν και οι αιτητές άσκησαν προσφυγές κατά των αποφάσεων τερματισμού της καταβολής επιδόματος. Στα πλαίσια και των δύο προσφυγών, εκδόθηκαν ακυρωτικές αποφάσεις.
Στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, Α. Χρίστου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 339/07, ημερ. 24.7.09 κρίθηκε ότι η απόφαση για τερματισμό παροχής ειδικού επιδόματος από 1.11.06, λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο.
Οι καθ' ων η αίτηση σε συμμόρφωση με τις ακυρωτικές αποφάσεις παραχώρησαν αναδρομικά δικαιώματα €6.457,40 στον κάθε αιτητή για την περίοδο από 1.11.06 μέχρι 24.7.09 και επιπρόσθετα επίδομα €3.215,03 που κάλυπτε την περίοδο από 25.7.09 μέχρι 30.9.10. Λόγω προβλημάτων στο μηχανογραφικό σύστημα, παραχωρήθηκε στους αιτητές με έκτακτες χορηγίες €4.016,96 για την περίοδο από 25.7.09 μέχρι 17.1.11. Η Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας με επιστολή της ημερ. 17.1.2011 πληροφόρησε τους αιτητές ότι,
«Καταβολή ειδικού επιδόματος για προσωπικές ανάγκες σε τυφλούς που διαμένουν σε εγκεκριμένες Στέγες Ηλικιωμένων και Αναπήρων
Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
Με βάση το άρθρο 14 του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(1)/2006, σε όσους διαμένουν σε Στέγες Ηλικιωμένων και Αναπήρων που λειτουργούν σύμφωνα με τον περί Στεγών Ηλικιωμένων και Αναπήρων Νόμο 222/91, όπως είναι ο Οίκος Τυφλών Ηλικιωμένων Νέων και Νεανίδων, «ο Διευθυντής δύναται να παρέχει διαμονή, περίθαλψη και μέριμνα».
Για την παρεχόμενη διαμονή, περίθαλψη και μέριμνα προσώπου σε μια Στέγη, ο Διευθυντής καταβάλλει τροφεία με βάση τα άρθρα 15(1) και (2) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(1)/2006.
Με βάση τα πιο πάνω άρθρα του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(1)/2006, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας δεν μπορούν να σας παρέχουν ειδικό επίδομα αναπήρου όπως προνοείται στο άρθρο 8(ζ) του Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(1)/2006, δηλαδή ειδικό επίδομα ίσο με το μισό του επιδόματος για βασικές ανάγκες γιατί διαμένετε σε εγκεκριμένη Στέγη στην οποία καταβάλλονται τροφεία για κάλυψη των αναγκών φροντίδας σας, πρόνοια που εφαρμόζεται και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ατόμων με αναπηρία που διαμένουν σε Στέγες Ηλικιωμένων και Αναπήρων.
Στους Κανονισμούς Περί Στεγών και Ηλικιωμένους και Αναπήρους 213/2000, «ένοικος σημαίνει πρόσωπο προς το οποίο παρέχεται διαμονή και περίθαλψη στη Στέγη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών».
Παραμένουμε στη διάθεσή σας για οτιδήποτε χρειαστείτε.»
Οι αιτητές προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση ως αναιτιολόγητη, παράνομη και αντιβαίνουσα στην αρχή της καλής πίστης. Το κύριο επιχείρημα που προβλήθηκε και αφορά στην παραβίαση του δεδικασμένου που προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 339/07, το οποίο μάλιστα ενσωματώνεται στο αιτητικό της προσφυγής, δεν ευσταθεί.
Οι μέχρι τώρα εκδοθείσες δυο αποφάσεις ακύρωναν τον τερματισμό καταβολής του επίδικου επιδόματος για τυπικούς λόγους. Κανένα από τα ευρήματα (operative findings) των δυο αυτών δικαστικών αποφάσεων δεν παρήγαγε δεδικασμένο που να εμποδίζει τους καθ' ων η αίτηση να επιμείνουν στον τερματισμό του επιδόματος και να επαναλάβουν την απόφαση. Ούτε συμμερίζομαι την άποψη ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί επανεξέταση των αποφάσεων που έχουν ακυρωθεί με τις προαναφερόμενες αποφάσεις. Η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά νέα απόφαση της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για τερματισμό του επιδόματος από 17.1.11 και όχι αναδρομικά.
Εξάλλου οι καθ' ων η αίτηση συμμορφώθηκαν με το δεδικασμένο των πιο πάνω διαδοχικών ακυρωτικών αποφάσεων, καταβάλλοντας αναδρομικά για τις περιόδους στις οποίες αφορούσαν οι αντίστοιχες προσφυγές, διάφορα ποσά έναντι του επιδόματος. Μάλιστα, το ύψος των ποσών αυτών αμφισβητήθηκε από τους αιτητές και πάλι στη βάση της ελλιπούς συμμόρφωσης προς το δεδικασμένο με την προσφυγή 1175/10, η οποία αποσύρθηκε στις 11.5.12.
Oι αιτητές θεωρούν ότι το άρθρο 8(ζ) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου Ν.95(Ι)/06 (στο εξής «ο Νόμος»), καθιερώνει σε συνδυασμό με την ερμηνεία των όρων «βασικών αναγκών» και «ειδικών αναγκών» στο άρθρο 2 του Νόμου, επίδομα αναπηρίας ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του νόμου. Είναι ο ισχυρισμός τους ότι τα «τροφεία» που καταβάλλονται δυνάμει των πιο πάνω άρθρων για την διαμονή τους στη Στέγη δεν καλύπτουν όλες τις ανθρώπινες ανάγκες τους και ότι τα καταβαλλόμενα σε αυτούς επί 22 χρόνια αποτελούν ειδικό επίδομα το οποίο κατέστη κεκτημένο δικαίωμα τους. Η διακοπή του εν λόγω επιδόματος χωρίς να τους δοθεί το δικαίωμα ακρόασης, ισοδυναμεί, καθώς υποστηρίζουν με κατάφορη παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Από την άλλη, οι καθ' ων η αίτηση θεωρούν ότι οι αιτητές ως ένοικοι του Ξενώνα του Παγκύπριου Συνδέσμου Ευημερίας Τυφλών δικαιούνται οικονομικής βοήθειας μόνο στην βάση του άρθρου 15(2) το οποίο προνοεί τα εξής:
«(2) Όταν η διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα προσώπου, παρέχεται από νομικό πρόσωπο ή από φυσικό πρόσωπο, ο Διευθυντής θα πληρώνει στο εν λόγω πρόσωπο τη διαφορά μεταξύ του ποσού που συμφωνήθηκε με το πρόσωπο αυτό για την εν λόγω διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα και του ποσού το οποίο το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται ή πρόκειται να παρασχεθεί η διαμονή, περίθαλψη ή μέριμνα, θα ήταν δυνατό να πληρώσει γι΄ αυτή, σύμφωνα με την εκτίμηση του Διευθυντή.»
Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι σε ενοίκους στεγών δεν καταβάλλεται δημόσιο βοήθημα για κάλυψη των βασικών τους αναγκών όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 του Νόμου, κατά συνέπεια δεν τους καταβάλλεται ούτε το επίδομα αναπήρου όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 8(ζ) του Νόμου, το οποίο έχει ως εξής:
«(ζ) επιπρόσθετα από οποιοδήποτε ποσό που χορηγείται για ειδικές ανάγκες, σε περίπτωση ανάπηρου προσώπου, θα παρέχεται και ειδικό επίδομα για προσωπικές ανάγκες, ίσο με το μισό του επιδόματος που χορηγείται στο εν λόγω ανάπηρο πρόσωπο για βασικές ανάγκες.»
Τέλος, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι «ο Οίκος Τυφλών Νέων», ενεγράφη ως ίδρυμα υπερηλίκων και στα ιδρύματα δίδονται τροφεία για κάλυψη των αναγκών φροντίδας. Η παροχή δημόσιου βοηθήματος και επιδόματος σε κάθε ένοικο θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση των ενοίκων άλλων ιδρυμάτων που είναι ανάπηροι και δεν παίρνουν τέτοια επιδόματα.
Διεξήλθα τους διοικητικούς φακέλους από το περιεχόμενο των οποίων διαπιστώνει κανείς ότι το δημόσιο βοήθημα που ελάμβαναν οι αιτητές αναθεωρείτο ανάλογα με τις ανάγκες τους. Αυτό επί σειρά ετών εκτός της κάλυψης όλων των τροφείων δηλαδή των βασικών αναγκών (διαμονή, διατροφή, περίθαλψη ή μέριμνα, απαραίτητη ένδυση και υπόδηση) αφορούσε και ειδικές μηνιαίες ανάγκες ως αναπηρικό επίδομα (50% των βασικών) που περιελάμβανε επίδομα προσωπικής άνεσης (pocket money), τυχόν μεταφορικά κ.α.. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι γίνονταν τακτικά επιτόπιοι έλεγχοι του ιδρύματος καθώς και διερεύνηση των περιουσιακών στοιχείων και της δυνατότητας του κάθε αιτητή να έχει εισοδήματα από εργασία ή άλλες πηγές.
Τέθηκε για πρώτη φορά θέμα κατάργησης του επιδόματος με την επιστολή ημερ. 11.6.02 των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, το σκεπτικό της οποίας επαναλαμβάνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Η ερμηνεία που επιχειρούν οι καθ' ων η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Καταρχάς ο Νόμος παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Διευθυντή να εγκρίνει δημόσιο βοήθημα το ύψος του οποίου αποτιμάται με αιτιολογημένη απόφαση. Σε κάθε περίπτωση αναπήρου σύμφωνα με το άρθρο 6 και την ερμηνεία των όρων βασικές και ειδικές ανάγκες στο άρθρο 2 του Νόμου, το ποσό του βοηθήματος ενσωματώνει τις «ειδικές ανάγκες»*.
Στην περίπτωση των αιτητών που είναι τρόφιμοι σε ίδρυμα, ο Διευθυντής καλύπτει πλήρως τα έξοδα για τη διαμονή, περίθαλψη και μέριμνα των τροφίμων στη βάση των προνοιών του άρθρου 15(2). Με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου ο Διευθυντής δύναται να εγκρίνει οποιαδήποτε άλλη οικονομική βοήθεια προς κάλυψη βασικών και προσωπικών αναγκών, που δεν καλύπτονται από το νοσοκομείο ή το ίδρυμα στο οποίο διαμένει ο τρόφιμος ή από άλλους κρατικούς πόρους (άρθρο 3(10)(δ), επιφύλαξη υπό (i)) ή στην βάση του άρθρου 8(ζ). Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η εφαρμογή του άρθρου 15(2) σε κάθε εξατομικευμένη περίπτωση καλύπτει πλήρως τις προσωπικές ειδικές ανάγκες του συγκεκριμένου προσώπου. Σε περίπτωση που τέτοιες ανάγκες εξακολουθούν να υπάρχουν, παρά τη διαμονή τους σε ίδρυμα, δικαιολογείται στη βάση των πιο πάνω άρθρων, η χορήγηση ανάλογου ειδικού αναπηρικού επιδόματος.
Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λήφθηκε πάνω σε αυτή τη βάση ούτε προηγήθηκε ανάλογη έρευνα. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με την πεπλανημένη αντίληψη ότι οι αιτητές, ως ανάπηροι που διαμένουν σε ίδρυμα, δεν είναι δικαιούχοι εκ του Νόμου οποιουδήποτε άλλου δημόσιου βοηθήματος.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση ανακλήθηκε ευμενής νόμιμη πράξη η οποία εφαρμόστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τρόπο ώστε οι αιτητές να θεωρείται ότι απέκτησαν δικαίωμα στην καταβολή των επίδικων επιδομάτων.
Στην Κυνηγού ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 472 λέχθηκαν τα εξής:
«Κατά κανόνα η ανάκληση νόμιμης ατομικής διοικητικής πράξης η οποία είναι ευνοϊκή για το διοικούμενο δεν επιτρέπεται αν η ανάκληση στηρίζεται σε μεταγενέστερη διαφορετική εκτίμηση των δεδομένων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της και επί των οποίων η πράξη στηρίζεται ή για λόγους σκοπιμότητας.
Κατ΄ εξαίρεση του κανόνα επιτρέπεται η ανάκληση νόμιμης ατομικής διοικητικής πράξης ευνοϊκής για τον διοικούμενο για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ανεξάρτητα αν έχει παρέλθει μακρύ χρονικό διάστημα από την έκδοσή της. Κατά τον Ε. Σπηλιωτόπουλο (βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Εκδ. 1993, σελ. 178):
«Η αντίθεση προς το δημόσιο συμφέρον μπορεί να στηρίζεται σε στοιχεία μεταγενέστερα από εκείνα που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης ή και στην ουσιαστική επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των συνθηκών που υπήρχαν ή συνέτρεχαν κατά την έκδοση της πράξης. (Σ.Ε. 441/1984, 3818/1987, 4084/1988).»»
Τα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης δεν στοιχειοθετούν οποιοδήποτε λόγο που θα νομιμοποιούσε την ανάκληση του αναπηρικού επιδόματος που παρέχονταν στους αιτητές για είκοσι και πλέον χρόνια κατ΄ άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Ιδιαίτερα χωρίς να έχει μεσολαβήσει οποιαδήποτε σχετική νομοθετική τροποποίηση ή οποιαδήποτε ουσιαστική επανεκτίμηση των πραγματικών περιστάσεων που υπήρχαν κατά την έκδοση της πράξης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
*««ειδικές ανάγκες» περιλαμβάνουν στέγαση, φροντίδα, καθώς και άλλες ανάγκες οι οποίες προκύπτουν από την ψυχική ή σωματική υγεία ή οποιαδήποτε ανικανότητα του αιτητή ή του λήπτη ή των εξαρτωμένων του και των οποίων η ικανοποίηση θα μειώσει το βαθμό εξάρτησής τους από το δημόσιο βοήθημα ή θα συμβάλει ουσιαστικά στην περιφρούρηση της αξιοπρέπειάς τους.»