ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 267/2011)
4 Οκτωβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Μ. Κοτσώνη για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Μ. Θεοκλήτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα τα οποία εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής και ιδιαίτερα τη φύση προδικαστικής ένστασης την οποία το καθ΄ου η αίτηση ήγειρε στην Ένστασή του, μια κάπως λεπτομερής αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν της προσφυγής είναι απαραίτητη. Σύνοψη των γεγονότων εκείνων περιλαμβάνεται στην Ένσταση και μεταφέρω εδώ το σχετικό κείμενο αυτούσιο:
Ο κ. Λέανδρος Χριστοφίδης, 63 ετών, εκτοπισμένος από το Νέο Λειβάδι Μόρφου, κάτοχος του Δελτίου Ταυτότητας Αρ. 490485 και της Προσφυγικής Ταυτότητας Αρ. 095720, κάτοικος Λεμεσού, στις 23.8.2002 υπέβαλε αίτημα παραχώρησης στεγαστικής βοήθειας για αυτοστέγαση σε οικόπεδο στον Άγιο Αθανάσιο Λεμεσού, δικής του ιδιοκτησίας. Ως μέλη της οικογένειάς του, συμπεριέλαβε στην αίτησή του τη σύζυγό του (δεύτερος γάμος) και τα πέντε παιδιά του, τα δύο από τον πρώτου του γάμο.
Το αίτημά του διερευνήθηκε σύμφωνα με τις νενομισμένες διαδικασίες και στις 13.2.2003 εξετάστηκε από την αρμόδια Κεντρική Επιτροπή Επιλογής και Κριτηρίων (σήμερα Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας), η οποία και το ενέκρινε.
Η απόφαση της Επιτροπής καταχωρήθηκε στα Πρακτικά της αντίστοιχης συνεδρίας της. Ο αιτητής ενημερώθηκε γραπτώς για την απόφαση, με επιστολή της Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων ημερομηνίας 27.3.2003 και Αρ. Φακ. 11/76/Α.
Το αρμόδιο για την υλοποίηση της δοθείσας έγκρισης αυτοστέγασης, Γραφείο Επάρχου Λεμεσού, με επιστολή του προς το Διευθυντή της Υ.Μ.ΑΠ.Ε., ημερομηνίας 23.10.2008, Αρ. Φακ. 12/76Α/5359, ανέφερε ότι: «Ο κ. Χριστοφίδης απέσυρε την αίτησή του για αυτοστέγαση σε ιδιόκτητο οικόπεδο, για το λόγο ότι έκανε αλλαγή στα σχέδια της οικίας του και ο Μηχανικός των Δημοσίων Έργων σταμάτησε την πληρωμή μέχρι να εκδοθούν νέες Άδειες κ.τ.λ. Εν τω μεταξύ έχει υπερβεί το συντελεστή δόμησης. Μας επέστρεψε το ποσό της προκαταβολής (σχετική απόδειξη επισυνάπτεται) και αναμένει την απάντησή σας».
Υπό το φως του πιο πάνω δεδομένου, η υπόθεση τέθηκε ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας στις 20.11.2008, η οποία και αποφάσισε την ακύρωση της έγκρισης που είχε παραχωρήσει στον αιτητή στις 13.2.2003, «επειδή έπαυσε να ενδιαφέρεται». Η απόφαση της Επιτροπής καταχωρήθηκε στα Πρακτικά της αντίστοιχης συνεδρίας της και ο ίδιος ενημερώθηκε γραπτώς για την απόφαση, με την επιστολή ημερομηνίας 11.12.2008, Αρ. Φακ. 11/76/Ζ.
Με επιστολή του ημερομηνίας 9.11.2009, ο κ. Χριστοφίδης ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματός του για αυτοστέγαση σε ιδιόκτητο οικόπεδο στη Λεμεσό. Η επαναδιερεύνηση του αιτήματος τροχιοδρομήθηκε στις 16.12.2009 και στις 28.12.2009 συντάχθηκε σχετική έκθεση από τον αρμόδιο Ερευνητή.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας επανεξέτασε το αίτημα στις 22.6.2010 και αποφάσισε να εγκρίνει την παραχώρηση στον αιτητή, ποσού ύψους €38.450 το οποίο αντιστοιχεί με το 50% της οικονομικής βοήθειας που ίσχυε κατά την 5.8.2008, ημερομηνία αποπεράτωσης της κατοικίας του στη Λεμεσό και μόνιμης σύνδεσής της με το ηλεκτρικό ρεύμα. Η απόφαση της Επιτροπής καταχωρήθηκε στα Πρακτικά της αντίστοιχης συνεδρίας της και ο κ. Χριστοφίδης ενημερώθηκε γραπτώς για την απόφαση, με την επιστολή ημερομηνίας 21.10.2010, Αρ. Φακ. 11/76/Α.
Ο αιτητής μη αποδεχόμενος το ποσοστό του 50% της οικονομικής στεγαστικής βοήθειας, με επιστολή του ημερομηνίας 26.10.2010 προς το Διευθυντή της Υ.Μ.ΑΠ.Ε., υπέβαλε ένσταση προς την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής, εξηγώντας τους λόγους. Ο Επαρχιακός Συντονιστής Υ.Μ.ΑΠ.Ε. Λεμεσού, απάντησε αρμοδίως στον αιτητή, στις 5.11.2010.
Σε σχετική επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 12.11.2010 που ακολούθησε την πιο πάνω, ο Επαρχιακός Συντονιστής Υ.Μ.ΑΠ.Ε. Λεμεσού απάντησε εμπεριστατωμένα την 1.12.2010, εσωκλείοντας τα ζητηθέντα από τον κ. Χριστοφίδη στοιχεία.
Με την επιστολή με Αρ. Φακ. 12/76Ζ/1210, ημερομηνίας 8.12.2010, ο αιτητής κλήθηκε από το αρμόδιο για την υλοποίηση της απόφασης της Επιτροπής για παραχώρηση του 50% της οικονομικής βοήθειας έναντι αυτοστέγασης, Γραφείο Επάρχου Λεμεσού, για υπογραφή των σχετικών συμβολαίων. Στις 20.11.2010, ο αιτητής εις απάντηση απέστειλε επιστολή στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, με την οποία αναφέρθηκε στην ένστασή του προς την απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 22.6.2010 και εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους «δεν είχε άλλη επιλογή από του να διεκδικήσει με κάθε νόμιμο τρόπο το δίκαιο της υπόθεσής του και να μη αποδεχθεί το 50% του επιδόματος».
Υπό τις περιστάσεις, η υπόθεσή του κου Χριστοφίδη τέθηκε εκ νέου ενώπιον της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας στις 25.1.2011, η οποία, «αφού έλαβε υπόψη την πιο πάνω επιστολή του Αιτητή προς την Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού, επιβεβαίωσε την απόφασή της ημερομηνίας 22/6/2010, η οποία «εξακολουθεί να βρίσκεται εν ισχύ». Ο Επαρχιακός Συντονιστής Λεμεσού, με την επιστολή του ημερομηνίας 25.1.2011, Αρ. Φακ. Υ.Μ.ΑΠ.Ε./ΛΠ/23/3, ενημέρωσε σχετικά τον αιτητή. Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Όπως έχω προαναφέρει, το καθ΄ου η αίτηση ήγειρε στην Ένστασή του και προώθησε με τη γραπτή αγόρευσή του προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 25.1.2011 δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, παρά μόνο είναι βεβαιωτική της προηγηθείσας απόφασης ημερομηνίας 22.6.2010, την οποία δεν προσέβαλε ο αιτητής με προσφυγή και, επομένως, η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη.
Υπό άλλες συνθήκες, θα προχωρούσα να επιληφθώ και αποφανθώ επί της προδικαστικής ένστασης, κατά προτεραιότητα, έναντι παντός άλλου εγειρόμενου θέματος ουσίας. Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, κρίνω ότι θα ήταν λογικό και ορθότερο να επιληφθώ πρώτα ενός θέματος που ήγειρε η πλευρά του αιτητή. Το θέμα τούτο αφορά τη νομιμότητα της συγκρότησης της Επιτροπής η οποία έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι γεγονός ότι ούτε στην προσφυγή του, ούτε και στη γραπτή αγόρευσή του ο αιτητής ήγειρε ένα τέτοιο θέμα. Στην απαντητική του αγόρευση ήγειρε έμμεσα το θέμα το οποίο φαίνεται να ενέταξε κάτω από λόγο ακύρωσης που ασχολείτο με την κατ΄ ισχυρισμό μη τήρηση άρτιου πρακτικού συνεδρίασης κατά την ημερομηνία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, ο αιτητής αναφέρθηκε στις διατάξεις του άρθρου 4(2) του Νόμου αρ. 46(Ι)/2005, στις οποίες εκτίθεται η σύνθεση της Επιτροπής, η οποία για να είναι νόμιμα συγκροτημένη πρέπει να απαρτίζεται από:
α. Το Διευθυντή της Υπηρεσίας Μέριμνας και Αποκατάστασης,
β. Εκπρόσωπο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως,
γ. Εκπρόσωπο των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και,
δ. Εκπρόσωπο της Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων.
Όπως υποστηρίζει η πλευρά του αιτητή, στο πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 25.1.2011, οπότε και λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναφέρεται να συμμετείχε εκπρόσωπος της Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων, αλλά κάποιος "Κος Θ. Αλεξάνδρου" Εκπρ. Επαρχιακής Ένωσης Προσφύγων Λεμεσού".
Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο τούτο θέμα ηγέρθηκε μετά τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων των διαδίκων και το Δικαστήριο του επιλήφθηκε αφού, όπως συμφωνούν και οι συνήγοροι, θα μπορούσε να εγερθεί ακόμα και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση παρουσίασε στο Δικαστήριο υπογεγραμμένη και σφραγισμένη Βεβαίωση, ημερομηνίας 2.7.2012, του Προέδρου της Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων, με την οποία βεβαιούται ότι ένα άλλο πρόσωπο, καθώς επίσης και ο κ. Θ. Αλεξάνδρου, ο οποίος υπηρετεί στα Επαρχιακά Γραφεία Λεμεσού της Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων, έχει εξουσιοδοτηθεί από τις 1.2.2011 και 1.8.2005, αντίστοιχα, να εκπροσωπεί τον Πρόεδρο της Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων στις συνεδρίες της Επιτροπής Στεγαστικής Βοήθειας που πραγματοποιούνται στη Λεμεσό. Αυτό το έγγραφο δίδει και την απάντηση, κατά την άποψή μου, ότι υπήρχε εκπρόσωπος της Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων στην επίδικη συνεδρία, ανατρέποντας τον ισχυρισμό του αιτητή. Ήταν εκεί και συμμετείχε ως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος της Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων, ανεξάρτητα από το ότι περιγράφηκε από την ιδιότητά του ως εκπρόσωπος της Επαρχιακής Ένωσης Λεμεσού. Διαφωνώ δε με το επιχείρημα της συνηγόρου του αιτητή ότι το έγγραφο τούτο συνιστά μαρτυρία για την εκ των υστέρων διόρθωση του τηρηθέντος πρακτικού. Πρόκειται για ένα έγγραφο το οποίο κατατέθηκε χωρίς ένσταση εκ των υστέρων, διότι εκ των υστέρων και την υστάτη στιγμή ήγειρε το θέμα της συγκρότησης της Επιτροπής η πλευρά του αιτητή. Όμως, δεν πρόκειται για έγγραφο το οποίο διορθώνει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το τηρηθέν πρακτικό, παρά μόνο επεξηγεί την ιδιότητα υπό την οποία παρίστατο και συμμετείχε στην Επιτροπή ο εκπρόσωπος των προσφύγων.
Επομένως, οι ισχυρισμοί του αιτητή περί κακής συγκρότησης δεν ευσταθούν. Η Επιτροπή, νόμιμα συγκροτημένη, μπορούσε να λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 25.1.2011, την οποία θα εξετάσω στη συνέχεια κατά πόσο συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη ή είναι, αντίθετα, βεβαιωτική της προηγούμενης.
Η προδικαστική ένσταση ως προς την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
Είναι καλά καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η βεβαιωτική πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εκτός και αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία τα οποία, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα. [Βλ. Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394 και την εκεί νομολογία στην οποία η απόφαση παραπέμπει και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 241].
Σύμφωνα με τη νομολογία, απόφαση η οποία απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή δεν είναι εκτελεστή, εκτός εάν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία που, αν και προϋπήρχαν της εκτελεστής, ήταν, κατά το χρόνο που λήφθηκε η εκτελεστή, άγνωστα ή δεν λήφθηκαν υπόψη.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι βεβαιωτικές πράξεις στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακύρωσης. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης επισημάνθηκαν σε σειρά αποφάσεων - [βλ. μεταξύ άλλων, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 474· Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394 και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 507]. Πράξη θεωρείται βεβαιωτική προγενέστερης εκτελεστής όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα - [βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054 και Larkos v. Republic (1987) 3 CLR 2189].
Η πράξη συνιστά βεβαιωτική προγενέστερης, αν δεν έχει, στο μεταξύ, διενεργηθεί νέα έρευνα, ή αν δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της, ακόμα και αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, αποτελεί βεβαιωτική - (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελίδα 240).
Στη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364, επεξηγήθηκε το θέμα της «νέας έρευνας», ως εξής: - (σελίδες 367-368)
"Δε διαφωνούμε με τις θέσεις αυτές. Κατοπτρίζουν τη φύση της βεβαιωτικής πράξης στο διοικητικό δίκαιο. Για το ίδιο θέμα παραπέμπουμε και στις αποφάσεις: προσφ. αρ. 952/91, Κόμμα των Φιλελευθέρων κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 14/5/93 και Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπως Γρηγορίου, (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία διέπει το ζήτημα, που ενστερνίστηκε η νομολογία μας, εξηγεί ο Μ. Δ. Στασινόπουλος "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", 4η έκδοση (1964) στη σελ. 176, με τη συνηθισμένη καθαρότητα έκφρασης του συγγραφέα:
"Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων."
Τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929 έως 1959) στη σελ. 241 υποστηρίζουν την παραπάνω διατύπωση του κανόνα:
"Νέα έρευνα υπάρχει εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχείων κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν.""
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης, παρατηρώ τα ακόλουθα: Μετά την απόρριψη του αιτήματός του με την απόφαση του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 22.6.2010, ο αιτητής διαφώνησε και προέβαλε μη θεσμοθετημένη ένσταση κατά της απόφασης, με επιστολή του ημερομηνίας 26.10.2010. Του στάληκε απάντηση ημερομηνίας 5.11.2010, με την οποία απλά του επεξηγείτο σε ποιες περιπτώσεις μπορούσε να παραχωρηθεί ολόκληρο το ποσό της χορηγίας και γιατί όχι στη δική του περίπτωση.
Ούτε και αυτή την πράξη προσέβαλε ο αιτητής, παρά μόνο απέστειλε νέα επιστολή ημερομηνίας 22.12.2010 με την οποία, όπως ισχυρίζεται, υπέβαλε νέα στοιχεία που οδήγησαν σε νέα έρευνα και νέα απόφαση. Με την επιστολή του εκείνη (Παράρτημα 12 στην Ένσταση), ο αιτητής ανέφερε ότι θεωρούσε την απόφαση άδικη και πρόσθετε τα εξής:
"Η αλήθεια όμως είναι η πιο κάτω:
1) Το οικόπεδο αγοράστηκε το 2000.
2) Η άδεια οικοδομής εκδόθηκε το 2002.
3) Η έγκριση για Αυτοστέγαση μου δόθηκε με επιστολές ημερ 27/3 και 7/4/2003 και αφορούσε απόφαση της Επιτροπής ημερ. 13/2/2003. Σας επισυνάπτεται επιστολή έγκρισης.
4) Το 2004 άρχισε η ανέγερση και μου δόθηκε το ποσό των £400.
5) Μετά από επιθεώρηση του αρμόδιου υπαλλήλου των δημοσίων έργων, μετά την σκελέτωση, δεν ενέκρινε το υπόλοιπο ποσό γιατί έγιναν κάποιες αλλαγές στη βάση της κατασκευής.
6) Μετά την έκδοση της νέας άδειας ζήτησα την επανεξέταση της πιο πάνω αίτησης (δεν επεβλήθη νέα).
Όπως αντιλαμβάνεσθε δεν έχω άλλη επιλογή από του να διεκδικήσω με κάθε νόμιμο τρόπο το δίκαιο της πιο πάνω υπόθεσής μου και να μην αποδεχθώ την το 50% του επιδόματος."
Με γνώμονα τις πιο πάνω παρατεθείσες αρχές της νομολογίας και τις αυθεντίες, δεν μπορεί παρά να διακριβώσω ότι ο αιτητής κανένα νέο στοιχείο δεν προέβαλε, το οποίο να δικαιολογούσε οποιασδήποτε μορφής νέα έρευνα. Στην εν λόγω επιστολή του ο αιτητής παραθέτει απλά τη χρονολογική εξέλιξη των πραγμάτων και ενέργειες στις οποίες προέβηκε, από καιρού γνωστές στη διοίκηση, και τίποτε άλλο. Ούτε καν ζητούσε ο αιτητής νέα εξέταση της περίπτωσής του, παρά μόνο επληροφορούσε τη διοίκηση περί της πρόθεσής του όπως διεκδικήσει με κάθε νόμιμο τρόπο το δίκαιό του. Η δε απάντηση της διοίκησης, η οποία διαβιβάστηκε με την επιστολή στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, σε τίποτε άλλο δεν προέβηκε, παρά μόνο επανέλαβε την απλή εμμονή της στην ακόμα ισχύουσα προηγούμενη απόφασή της, καταγράφοντας απλά στο τηρηθέν πρακτικό ότι "επιβεβαίωσε την απόφαση της ημερ. 22.6.2010 η οποία εξακολουθεί να ισχύει".
Επρόκειτο, επομένως, για καθαρά βεβαιωτική πράξη.
Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και, ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ