ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 245/2010)
8 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΖΑΡΔΙΛΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), να προαγάγει τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, Ε.Μ.1 Μάριο Ευριπίδου και Ε.Μ.2 Κατερίνα Λάμπρου Χαραλάμπους, αναδρομικά από 1.1.2005, στη μόνιμη θέση Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αντί του αιτητή. Η απόφαση ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή Ευριπίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση υπ΄ αρ. 140/2007, ημερ. 13.8.2009. Της επανεξέτασης αυτής είχε προηγηθεί άλλη ακυρωτική απόφαση στις συνεκδικασθείσες προσφυγές Θεοδοσίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση υπ΄ αρ. 259/2005 κ.α., ημερ. 10.7.2006.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η Επιτροπή και ο Διευθυντής παραγνώρισαν στην παρούσα διαδικασία, την αρχική ακυρωτική απόφαση, την κατάληξη και το δεδικασμένο που προκύπτουν από αυτήν. Ειδικότερα, η νέα τους κρίση πως τα ενδιαφερόμενα μέρη «υπερέχουν και/ή δεν υστερούν σε αξία» παραβιάζει το δεδικασμένο. Το ίδιο ισχύει και για την εκ νέου διαπίστωση της υπεροχής τους σε αρχαιότητα, χωρίς να ληφθεί υπ΄ όψιν ότι μια τέτοια «υπεροχή» είναι αμελητέα. Δεν δόθηκε σημασία, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, στο γεγονός ότι το πανεπιστημιακό προσόν του θα έπρεπε να λογιστεί ότι επαυξάνει την αξία του, όπως προκύπτει από το πρακτικό της Επιτροπής για την αξιολόγηση των υποψηφίων και τη σύσταση του Διευθυντή, καθώς και από το γεγονός ότι η Επιτροπή, ρητά αναφέρει στο πρακτικό της ότι έλαβε υπ΄ όψιν, ανάμεσα σε άλλα «και τα ευρήματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 140/2007» και όχι της αρχικής ακυρωτικής απόφασης.
Αντίθετα οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη με βάση την υπέρ τους σύσταση υπερέχουν σε αξία, ως επίσης, έστω και οριακά, σε αρχαιότητα, ενώ ο αιτητής υπερέχει μόνο στα προσόντα αφού το δίπλωμά του δεν αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας.
Στα πλαίσια της αρχικής διαδικασίας η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής υπ΄ αρ. 314/2005, ο αιτητής είχε κριθεί ότι εν όψει της υπεροχής των επιλεγέντων σε αρχαιότητα έναντί του, δεν ήταν περίπου ισοδύναμος με τους επιλεγέντες και γι΄ αυτό δεν του δόθηκε το πλεονέκτημα του περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμου του 2004 (Ν. 87(Ι)/2004).
Το δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 314/2005 είχε ακυρώσει την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα υπόθεση, διότι δεν εντόπισε βάσιμο λόγο είτε στη σύσταση του Διευθυντή, είτε στην απόφαση της Επιτροπής για να δικαιολογήσει την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, αντί του αιτητή, ο οποίος ως περίπου ισοδύναμος με τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορούσε να τύχει της ιδιαίτερης μεταχείρισης του πιο πάνω νόμου. Το δικαστήριο είχε σημειώσει πως η υπεροχή σε αρχαιότητα των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή ήταν αμελητέα και ότι το προσόν του ως σχετικό, στη βάση της νομολογίας, δεν έπρεπε να είχε παραγνωριστεί. Περαιτέρω ότι τα στοιχεία των εμπιστευτικών εκθέσεων εμφανίζουν τον αιτητή ως περίπου ισοδύναμο των ενδιαφερομένων μερών.
Στην επανεξέταση που ακολούθησε, ο Διευθυντής στη σύστασή του, αλλά και η Επιτροπή συμμορφώθηκαν με το πιο πάνω δεδικασμένο. Θεώρησαν την υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα ως μη ουσιώδη, έλαβαν υπ΄ όψιν την ισοδυναμία του αιτητή με τα ενδιαφερόμενα μέρη σε αξία και έδωσαν τη δέουσα βαρύτητα στο πανεπιστημιακό δίπλωμα του αιτητή, κρίνοντάς τον ως περίπου ισοδύναμο με τους επιλεγέντες. Ως περίπου ισοδύναμος, αλλά και παθών, ο αιτητής προήχθη. Στη συνέχεια, όμως, η προαγωγή του ακυρώθηκε από το δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 140/2007, αφού εν τω μεταξύ ο Νόμος 87(Ι)/2004 είχε κηρυχθεί αντισυνταγματικός (Κιτής κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734).
Στην παρούσα διαδικασία η Επιτροπή διατήρησε την υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Ευριπίδου σύσταση του Διευθυντή κατά την προηγούμενη επανεξέταση, θεωρώντας πως η σύσταση δεν κρίθηκε ως πάσχουσα από το δικαστήριο. Το ενδιαφερόμενο μέρος συστηνόταν εν όψει της υπεροχής του σε αρχαιότητα έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων. Ο Διευθυντής κλήθηκε να δώσει τη νέα του σύσταση για τη δεύτερη θέση. ΄Ελαβε υπ΄όψιν το πρόσθετο προσόν, μεταξύ άλλων και του αιτητή, καθώς και το γεγονός ότι ο πιο πάνω Νόμος πλέον δεν παρέχει στους υποψήφιους που είναι παθόντες (μεταξύ αυτών και ο αιτητής) οποιοδήποτε πλεονέκτημα. Σύστησε ως καταλληλότερη για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος 2 σημειώνοντας ότι «είναι ίση ή και υπερέχει έναντι όλων των άλλων υποψηφίων, έχοντας αξιολογηθεί ως καθόλα Εξαίρετη» στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των πέντε τελευταίων ετών, αλλά και ότι υπερέχει έναντι όλων των άλλων υποψηφίων, με εξαίρεση ενός, στο κριτήριο της αρχαιότητας.
Η Επιτροπή στη συνέχεια λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τις διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ΄ αρ. 140/2007 και αφού έλαβε υπ΄ όψιν τις συστάσεις του Διευθυντή, προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Επιτροπή με πανομοιότυπη αιτιολογία, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη έχοντας λάβει υπ΄ όψιν ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ίσα ή και υπερέχουν σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών, στις οποίες είχαν αξιολογηθεί ως καθόλα εξαίρετοι.
Όσον αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή σημείωσε ότι οι επιλεγέντες υπερέχουν, ενώ ελήφθη υπ΄ όψιν η υπέρ τους σύσταση του Διευθυντή. Λήφθηκαν ακόμα υπ΄ όψιν τα πρόσθετα ακαδημαϊκά και άλλα προσόντα, τα οποία κατείχαν άλλοι υποψήφιοι, αλλά όχι οι επιλεγέντες. Στα προσόντα αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, εν τούτοις οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι υστερούσαν ή και δεν υπερείχαν έναντι των επιλεγέντων σε αξία, υστερούσαν σε αρχαιότητα και επιπλέον δεν διέθεταν τη σύσταση του Διευθυντή.
Συνοψίζοντας, καταλήγω ότι οι πιο κάτω διαπιστώσεις του δικαστηρίου στην πρώτη ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ΄ αρ. 314/2005 συνιστούν δεδικασμένο:
1. Αιτητής και ενδιαφερόμενα μέρη είναι ίσοι σε αξία όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις.
2. Η υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή είναι αμελητέα (ένας μήνας στην κατεχόμενη θέση).
3. Το πτυχίο των Οικονομικών Επιστημών του αιτητή, ως σχετικό, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, αλλά να του δίδεται η ανάλογη βαρύτητα.
Στην παρούσα διαδικασία ως προς την αξία από τις ετήσιες εκθέσεις διαπιστώθηκε η ισοδυναμία των μερών και συνεπώς, ως προς αυτό, υπάρχει συμμόρφωση με το δεδικασμένο. Εκείνο που βάρυνε στην κρίση τόσο του Διευθυντή, όσο και εν τέλει της Επιτροπής ήταν η, έστω οριακή, κατά το δικηγόρο των καθ΄ ων η αίτηση, υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών σε αρχαιότητα.
΄Εχω τη γνώμη ότι δικαίως ο αιτητής παραπονείται για παραβίαση του δεδικασμένου όταν αυτή η «αμελητέα» αρχαιότητα αποτέλεσε το μόνο λόγο προτίμησης των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή, ο οποίος υπερείχε σε σχετικά προσόντα. Υπό το δεδομένο ότι τότε απλώς δόθηκε η «ανάλογη βαρύτητα» στα προσόντα του αιτητή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας στην προσφυγή υπ΄ αρ. 314/2005, το δικαστήριο εκεί έκρινε πως το πτυχίο του αιτητή, ως σχετικό, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Δεν φαίνεται να αποδόθηκε διαφορετική από την «ανάλογη» βαρύτητα στην παρούσα διαδικασία ώστε, σε συμμόρφωση με το δεδικασμένο, το εν λόγω προσόν να μην παραγνωριστεί. Παρουσιάζεται, καθώς προκύπτει, παραβίαση του δεδικασμένου και κατά συνέπεια, τόσο η σύσταση του Διευθυντή, όσο και η απόφαση της Επιτροπής πάσχουν.
Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται σε ακύρωση. Η άποψη των καθ΄ ων η αίτηση πως είναι το τελικό συμπέρασμα της κρίσης του δικαστηρίου που έχει σημασία, δηλαδή η κρίση ως προς την περίπου ισοδυναμία του αιτητή με τα ενδιαφερόμενα μέρη για την οποία δεν υπήρξε παραβίαση δεδικασμένου, δεν μπορεί να υιοθετηθεί, καθότι αυτό θα σήμαινε να αγνοηθούν τα επιμέρους τα οποία συνέθεσαν τη δικαστική κρίση.
Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός του αιτητή ότι υπό ουσιώδη πλάνη κλήθηκε ο Διευθυντής από την Επιτροπή να δώσει συστάσεις για μία μόνο θέση αντί για δύο, θεωρώντας ότι διασώθηκε η σύστασή του υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους 1 που είχε γίνει στην προηγούμενη διαδικασία για επτά θέσεις, παραβιάζοντας έτσι το ενιαίο μέτρο κρίσης και την αρχή της ισότητας.
Ειδικότερα, ο αιτητής θεωρεί πως εφ΄ όσον το δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 140/2007, ανωτέρω, ακύρωσε τη σύσταση του Διευθυντή για τον αιτητή στην παρούσα υπόθεση, επειδή ελήφθη υπ΄ όψιν και ο αντισυνταγματικός Νόμος περί Παθόντων, ακύρωσε ουσιαστικά τις συστάσεις του Διευθυντή.
Οι συστάσεις τότε αφορούσαν επτά θέσεις και όχι δύο, ο δε αιτητής στην παρούσα υπόθεση, ήταν ο πρώτος που συστήθηκε και επομένως ο Διευθυντής συστήνοντας στη συνέχεια και το ενδιαφερόμενο μέρος 1, δεν τον συνέκρινε με τον αιτητή που μόλις τον είχε περιλάβει στους επτά συστηθέντες.
Στην παρούσα διαδικασία, αρκετοί από τους υποψήφιους που είχαν λάβει μέρος στην προηγούμενη διαδικασία, δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν, είτε επειδή η προαγωγή τους δεν προσβλήθηκε, είτε επειδή προάχθηκαν σε άλλες ίδιες θέσεις. Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 140/2007 ο αιτητής ήταν το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος 1 που είχε συστηθεί και πρόσβαλλε την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους 2 στην παρούσα υπόθεση, το οποίο δεν είχε συστηθεί. Παραπονείτο ότι η Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει ειδικά την παράκαμψη από τη σύσταση, οπότε διερωτάτο πώς «διεσώθη» η σύσταση, αφού κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι έπασχε. Η Επιτροπή έσφαλε εφ΄ όσον δεν κάλεσε το Διευθυντή να δώσει συστάσεις για δύο θέσεις, ενημερώνοντάς τον ποιους πλέον υποψήφιους έπρεπε να συγκρίνει μεταξύ τους για τη σύστασή του.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Ο αιτητής εδράζει τον ισχυρισμό του στο επιχείρημα ότι στην προηγούμενη διαδικασία ο Διευθυντής δεν τον συνέκρινε με το ενδιαφερόμενο μέρος 1, αφού τον είχε περιλάβει στους επτά συστηθέντες. Αυτό, όμως, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των πρακτικών της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, ημερ. 28.9.2006, δεν ευσταθεί. Ο αιτητής συγκρίθηκε με όλους τους ανθυποψήφιούς του ως προς την αξία και την αρχαιότητα, με ειδική μάλιστα αναφορά στους υποψήφιους οι οποίοι υπερέχουν αυτού κατά ένα μήνα, μεταξύ αυτών και τα ενδιαφερόμενα μέρη, κρίνοντάς τον εν τέλει ισοδύναμο με τους ανθυποψήφιούς του. Θεωρώ πως δεν παραβιάστηκε το ίσο μέτρο κρίσης, ως είναι ο ισχυρισμός του αιτητή. Δεν ήταν απαραίτητη νέα σύσταση για το ενδιαφερόμενο μέρος Ευριπίδου, εφ΄ όσον είχε γίνει σύγκρισή του με τον αιτητή στην ακυρωθείσα διαδικασία.
Ο τρίτος ισχυρισμός περιστρέφεται γύρω από την «πεπλανημένη, πάσχουσα και αναιτιολόγητη» σύσταση του Διευθυντή. Ο αιτητής θεωρεί πως η σύσταση λανθασμένα απλώς αναπαράγει τα στοιχεία των φακέλων χωρίς να εμπεριέχει τη γνώμη του Διευθυντή για τον καταλληλότερο υποψήφιο. Η σύσταση δεν περιέχει νόμιμη αιτιολογία που να υποδεικνύει γιατί ο Διευθυντής επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί του αιτητή, ο οποίος υπερέχει σε προσόντα. Περαιτέρω, ένας μήνας διαφορά στην αρχαιότητα υπέρ των ενδιαφερομένων μερών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «υπεροχή» όπως την αντιλήφθηκε ο Διευθυντής στη σύστασή του, αλλά και στην απόφασή της η Επιτροπή. Συνεπώς, υπήρξε και εδώ παραβίαση του δεδικασμένου της απόφασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 314/2005, σύμφωνα με το οποίο η υπεροχή αυτή είναι «αμελητέα». Η έλλειψη προβληματισμού και η απόδοση βαρύτητας σ΄ αυτήν, υπέρτερης από τον πανεπιστημιακό τίτλο, αποτελεί παραβίαση του δεδικασμένου και υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Ιδίως δε, ελλείπει η ειδική αιτιολογία για την αλλαγή στην προτίμηση του Διευθυντή, αφού κατά την προηγούμενη διαδικασία σύστησε τον αιτητή αντί του ενδιαφερόμενου μέρους 2, έχοντας κρίνει τη διαφορά του ενός μηνός σε αρχαιότητα ως «μη ουσιώδη».
Οι καθ΄ων η αίτηση θεωρούν την αλλαγή της στάσης του Διευθυντή αιτιολογημένη εν όψει της αντισυνταγματικότητας του Νόμου ένεκα της οποίας ο αιτητής έπαψε να αποκομίζει οποιοδήποτε πλεονέκτημα.
Ιδιαίτερη εξέταση του ισχυρισμού αυτού παρέλκει. Ο Διευθυντής επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη εν όψει της υπεροχής τους σε αρχαιότητα και τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω σε σχέση με τον πρώτο ισχυρισμό τυγχάνουν εφαρμογής και εδώ.
Το τέταρτο επιχείρημα του αιτητή συνοψίζεται στο ότι η σύσταση του Διευθυντή, όσο και η τελική απόφαση της Επιτροπής, είναι αυθαίρετες, εφ΄ όσον ενώ γίνεται αναφορά στην υπεροχή του αιτητή σε προσόντα τα οποία κρίθηκαν ως σχετικά με την επίδικη θέση, εν τούτοις οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να καθορίσουν με σαφήνεια ποια βαρύτητα έδωσαν στο πρόσθετο προσόν του αιτητή, ως όφειλαν, με αποτέλεσμα τόσο η σύσταση του Διευθυντή, όσο και η τελική απόφαση της Επιτροπής να τελούν υπό ουσιώδη πλάνη, δεδομένης από τη μια της οριακής διαφοράς μεταξύ των μερών σε αρχαιότητα και από την άλλη της μη ύπαρξης οποιασδήποτε άλλης υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή.
Σε σχέση με τον πιο πάνω ισχυρισμό ισχύουν όσα έχουν λεχθεί αναφορικά με το πρώτο επιχείρημα, γι΄ αυτό και δεν θα προχωρήσω σε οποιονδήποτε ειδικό σχολιασμό. Αρκεί να αναφερθεί πως το δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 314/2005, κατέληξε πως το σχετικό προσόν του αιτητή είχε παραγνωριστεί.
Τέλος, ο αιτητής προβάλλει τη θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα. Υποστηρίζει πως υπό πλάνη θεωρήθηκε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν σε αξία, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον ένα μήνα αρχαιότητας υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, παραγνωρίζοντας στοιχεία στα οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη υστερούν. Η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει κατά πόσο η σύσταση συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και αναλόγως να αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα κατά τη σύγκριση των υποψηφίων.
Η σύσταση του Διευθυντή, όπως έχει διαφανεί πιο πάνω, πάσχει λόγω σύγκρουσής της με το δεδικασμένο. Συνεπώς, πιστεύω ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ενασχόληση με την πιο πάνω θέση του αιτητή.
Η άποψη των καθ΄ ων η αίτηση πως οι θέσεις του αιτητή δεν ευσταθούν εφ΄ όσον απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Σε συμφωνία με τη δικηγόρο του αιτητή, έχω τη γνώμη πως όταν η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει για άλλους λόγους, όπως, στην περίπτωση λόγω παραβίασης δεδικασμένου, δεν εξετάζεται κατά πόσο ο αιτητής απέδειξε έκδηλη υπεροχή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ