ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 241/2011)

 

5 Οκτωβρίου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

ΧΑΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΠΑΝΤ ΓΚΟΥΤ, ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ, ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ,

 

Αιτητές,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Καθ΄ου η Aίτηση.

- - - - - -

Μ. Κυριακίδης, για τους Αιτητές.

 

Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος προώθησε την απαλλοτρίωση από τη Δημοκρατία μεταξύ άλλων και του τεμαχίου 97 Φ/Σχ. 40/16 και 41/3 στα Κελιά, ώστε να καταστεί δυνατή η υποβολή σχετικής αίτησης από την Πολεοδομική Αρχή για ανάπτυξη μεταλλείου εξόρυξης χρυσού από την εταιρεία A & Η Kimon Enterprises Ltd ("η εταιρεία") και σε περίπτωση έκδοσης της πολεοδομικής άδειας, η διενέργεια της ανάλογης μετάλλευσης υπό την προϋπόθεση της χορήγησης μεταλλευτικής μίσθωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η σχετική Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερομηνίας 9.1.2008 μαζί με δημοσίευση Διατάγματος Επίταξης της επηρεαζόμενης ακίνητης ιδιοκτησίας και στις 16.5.2008 δημοσιεύτηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσής της. Επειδή ιδιοκτήτης του τεμαχίου 97 φαινόταν να είναι ο Ισραηλινός Arpad Gut, έγινε από το Κτηματολόγιο δημοσίευση ημερομηνίας 28.3.2009, με την οποία προσφερόταν σ΄ αυτόν η σχετική αποζημίωση για το απαλλοτριωθέν τεμάχιό του, ύψους €1.400.000, η οποία θα κατετίθετο στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας. Παράλληλα, με επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ημερομηνίας 25.2.2009, ειδοποιήθηκε η Εταιρεία να καταβάλει η ίδια τη σχετική αποζημίωση, πλέον τόκους. Η Εταιρεία δεν κατέβαλε το ζητηθέν ποσό της εκτιμημένης αποζημίωσης ενώ, εν τω μεταξύ, οι αιτητές, οι οποίοι είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του ιδιοκτήτη του τεμαχίου 97 Arpad Gut, πληροφορηθέντες τα διενεργηθέντα, ζήτησαν από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας με επιστολή τους, ημερομηνίας 13.4.2010, όπως καταβάλει σε λογαριασμό τους το ποσό της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, πλέον τόκους. Οι ίδιοι οι διαχειριστές απέστειλαν και επιστολή με παρόμοιο περιεχόμενο προς το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ημερομηνίας 8.6.2010, σημειώνοντας ότι η πληρωμή της αποζημίωσης θα γινόταν δεκτή με επιφύλαξη καθορισμού της αποζημίωσης από το Δικαστήριο και ότι οι διαχειριστές συγκατατίθεντο στην εγγραφή του ακινήτου στο όνομα της απαλλοτριούσας αρχής ταυτόχρονα με την καταβολή της προσφερόμενης αποζημίωσης.

 

Λόγω εμφανισθεισών αδυναμιών από την πλευρά της Εταιρείας στη διαδικασία απόκτησης της απαραίτητης πολεοδομικής άδειας και μεταλλευτικής μίσθωσης για ανάπτυξη του μεταλλείου, οι καθ΄ων η αίτηση εξέτασαν το ενδεχόμενο ανάκλησης του διατάγματος απαλλοτρίωσης της επίδικης περιουσίας και έλαβαν προς τούτο θετική γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας. Τελικά, ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, προέβηκε στην ανάκληση του δημοσιευθέντος διατάγματος απαλλοτρίωσης με τη δημοσίευση Διατάγματος Ανακλήσεως κατά την 23.12.2010.

 

Οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος ιδιοκτήτη του επίδικου τεμαχίου, καταχώρησαν ακολούθως την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλουν τη νομιμότητα του ρηθέντος διατάγματος ανάκλησης και ζητούν την ακύρωσή του, προβάλλοντας προς τούτο διάφορους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια υπό τη μορφή Νομικών Σημείων τα οποία ήγειραν και προώθησαν οι αιτητές και με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αυτοί τα ανέπτυξαν στη γραπτή αγόρευσή τους.

 

Νομικά σημεία 1, 2, 3 και 4.

 

Προωθώντας μαζί τα τέσσερα αυτά νομικά σημεία, οι αιτητές πρόβαλαν τις ακόλουθες θέσεις:

 

"- Η Απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης αναφορικά με τη νομική ερμηνεία των διατάξεων του Περί  Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 και, ανάμεσα σε άλλες, των διατάξεων του Άρθρου 7 και/ή είναι αντίθετη με και/ή παραβιάζει και/ή καταστρατηγεί τις εν λόγω διατάξεις αφού, ανάμεσα σε άλλα, οικοδομεί επί παράνομης παράλειψης των Καθ΄ων η Αίτηση που οδήγησε στην πλασματική Απόφασή τους.

 

-      Οι Καθ΄ων η Αίτηση ανακάλεσαν προηγούμενες αποφάσεις ενώ είχν παραχθεί από αυτές δικαιώματα υπέρ των Αιτητών και ενέργησαν αντιφατικά σε σχέση με προγενέστερες αποφάσεις τους.

 

-      Οι Καθ΄ων η αίτηση αγνόησαν ότι οι ανακληθείσες αποφάσεις είχαν οδηγήσει τους δικαιούχους της αποζημίωσης σε σχέδια και προγραμματισμούς που ανατρέποντο με την ανάκληση.

 

-      Οι Καθ΄ων η αίτηση ανακάλεσαν τις απομακρυσμένες χρονικά αποφάσεις τους."

 

Για να υποστηρίξουν τις πιο πάνω θέσεις τους, οι αιτητές παραπέμπουν, ως προς τις αρχές που διέπουν τα θέματα δυνατότητας ανάκλησης διοικητικών πράξεων, σε αποσπάσματα από αυθεντίες και σε εξετασθείσες περιπτώσεις ανακλήσεων μέσα από την Κυπριακή νομολογία.

 

Στο σημείο τούτο θα παραθέσω το ακριβές κείμενο του αποσπάσματος του προσβαλλόμενου διατάγματος ανάκλησης, με το οποίο επεξηγείται ο λόγος της ανάκλησης ως ακολούθως:

 

"Και επειδή με το διάταγμα απαλλοτριώσεως με αρ. Δ.Π. 474 που δημοσιεύτηκε στο Τρίτιο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, με ημερομηνία 16 Μαΐου 2010 (που θα αναφέρεται στο εξής ως «το διάταγμα αρ. 474»), διατάχθηκε η απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας που περιγράφεται στη γνστοποίηση αρ. 37.

 

Και επειδή σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, δεν καταβλήθηκε ή κατατέθηκε αποζημίωση σε σχέση με την Απαλλοτρίωση που περιγράφεται πιο πάνω.

 

Και επειδή η Απαλλοτριούσα Αρχή θεωρεί την ακίνητη ιδιοκτησία πο περιγράφεται στον Πίνακα του διατάγματος αυτού, η οποία είναι μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που περιγράφεται στη γνωστοποίηση αρ. 37, ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονται στη γνωστοποίηση αρ. 37."

 

 

Οι αιτητές, αφού επισημαίνουν το γεγονός ότι η ανάκληση της απαλλοτρίωσης έγινε σχεδόν τρία χρόνια μετά τη Γνωστοποίηση, και το ότι πριν από την ανάκληση είχαν αποδεχθεί την προσφερθείσα αποζημίωση με επιφύλαξη, υποβάλλουν ότι δημιουργήθηκε υπό τις περιστάσεις συγκεκριμένο δικαίωμα και όφελος υπέρ τους που δεν μπορεί να αναιρεθεί με την επιφύλαξη. Έχει δε εν τω μεταξύ καταχωρηθεί από τους ίδιους η Παραπομπή αρ. 72/2010 στο Δικαστήριο Λάρνακας για τον καθορισμό δίκαιης αποζημίωσης.

 

 

Η θέση ότι η ιδιοκτησία δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας που αναφέρονταν στη Γνωστοποίηση, δε συνιστά, σύμφωνα με τους αιτητές ούτε ειδική, ούτε γενική αιτιολογία, παρά μόνο επανάληψη της νομοθετικής πρόνοιας. Ο πραγματικός δε λόγος της ανάκλησης δεν είναι άλλος, παρά η εμφάνιση διαφορών οικονομικής φύσεως μεταξύ της Εταιρείας και του καθ΄ου η αίτηση, και μετά την αδυναμία της πρώτης να καταβάλει την εκτιμηθείσα αποζημίωση του, το κράτος προέβηκε σε ανάκληση αποκλειστικά για τη διασφάλιση του κρατικού συμφέροντος, δηλαδή για να μην αποζημιωθούν οι αιτητές προτού τακτοποιήσει τα συμφέροντα των αιτητών.

 

Με τις πιο πάνω θέσεις των αιτητών, διαφωνεί η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, η οποία, αφού επίσης παραπέμπει στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, σε νομολογία και αυθεντίες, επισημαίνει ποιος ήταν ο επακριβής σκοπός της Γνωστοποίησης και της απαλλοτρίωσης και εισηγείται ότι, εφόσον ο σκοπός δεν μπορούσε να υλοποιηθεί αφού η Εταιρεία δεν εξασφάλισε πολεοδομική άδεια, ούτε υπέβαλε σχετική αίτηση, και δεδομένου ότι δεν καταβλήθηκε η εκτιμηθείσα αποζημίωση, ούτε καθορίστηκε το ποσό της από το αρμόδιο Δικαστήριο, τότε νόμιμα ήταν που ανακλήθηκε η απαλλοτρίωση.

 

 

 

Η σχετική προς το εξεταζόμενο εδώ θέμα νομοθετική πρόνοια εντοπίζεται στο άρθρο 7(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου αρ. 15/1962, όπως τροποποιήθηκε, το κείμενο του οποίου έχει ως ακολούθως:

 

"7.-(1) Καθ΄ οιονδήποτε χρόνον μετά την δημοσίευσιν γνωστοποιήσεως απαλλοτριώσεως και προ της πληρωμής ή καταθέσεως της αποζημιώσεως ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, η απαλλοτριούσα αρχή δύναται διά διατάγματος δημοσιευμένου εν τη επισήμω εφημερίδα της Δημοκρατίας, ν΄ ανακαλέση την τοιαύτην γνωστοποίησιν και παν δημοσιευθέν σχετικόν διάταγμα, είτε γενικώς, είτε ειδικώς αναφορικώς προς την εν τούτω αναφερομένην ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας επί τούτω η επομένη της τοιαύτης γνωσστοποιήσεως ή διατάγματος απαλλοτριώσεως διαδικασία ατονεί, και η απαλλοτρίωσις λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα είτε γενικώς, είτε αναλόγως της περιπτώσεως, αναφορικώς προς την τοιαύτην ειδικήν ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας."

 

Παρά το ότι η δυνατότητα ανάκλησης απαλλοτρίωσης η οποία δίδεται με την πιο πάνω νομοθετική πρόνοια παρουσιάζεται να μπορεί να ασκηθεί καθ΄ οιονδήποτε χρόνο πριν από την πληρωμή ή κατάθεση της αποζημίωσης, χωρίς κανένα άλλο χρονικό ή ουσιαστικό περιορισμό, εν τούτοις, έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία μας ότι, δεδομένου ότι πρόκειται περί άσκησης διακριτικής εξουσίας από πλευράς της διοίκησης, αυτή θα πρέπει να διέπεται από τους γενικότερους κανόνες και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου που ασχολούνται με το θέμα της ανάκλησης διοικητικών πράξεων και ειδικότερα της δυνατότητας για ανάκλησή τους.

 

 

 

Χρήσιμη προς τούτο αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Ηρακλείδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 518, με την οποία έγινε ενασχόληση από τους συνηγόρους και των δύο πλευρών. Το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελίδες 525-526 του Τόμου Αποφάσεων είναι χαρακτηριστικό:

 

"Η εξουσία ανάκλησης απαλλοτρίωσης από την Απαλλοτριούσα Αρχή με βάση το άρθρο 7(1) δεν είναι απόλυτη αλλά διακριτική. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται κατά τρόπο ορθό λαμβανομένων υπόψη του πνεύματος του νόμου και των προϋποθέσεων που θέτουν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία του άρθρου 7(1) του νόμου, ανατρέχει στις νομολογημένες αρχές του ελληνικού διοικητικού δικαίου.

 

Σύμφωνα με γενική αρχή του ελληνικού διοικητικού δικαίου, απαγορεύεται η ανάκληση της απαλλοτρίωσης μετά τη συμπλήρωση της σχετικής διαδικασίας με διευθέτηση, γιατί δημιουργείται νομική κατάσταση δκαιωμάτων του διοικουμένου η οποία ανατρέπεται και θίγονται τα δικαιώματα αυτά με τη μονομερή πράξη της ανάκλησης. (Βλέπε: Κυριακόπουλος, "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο", 4η Έκδοση, Τόμος 3, σελ. 388).

 

Περαιτέρω η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία αποσκοπεί στην καταστρατήγηση δικαστικής διαδικασίας για την επιδίκαση αποζημίωσης συνιστά κατάχρηση εξουσίας ως επίσης και ανάκληση η οποία γίνεται αποκλειστικά για το οικονομικό συμφέρον της Απαλλοτριούσας Αρχής. (Βλέπε: Κυριακόπουλος (πιο πάνω), σελ. 386).

 

Οι πιο πάνω νομολογημένες αρχές του Ελληνικού Δικαίου, έχουν υιοθετηθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Dr. Glafkos Michaelides v. The Attorney-General of the Republic (1984) 3 C.L.R. 1596 και Charalambos Varianos and Another v. The Municipality of Larnaca (1988) 3 C.L.R. 1386).

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο κατηύθηνε την προσοχή του μόνο στις γενικές αρχές που ισχύουν στην ανάκληση νόμιμης διοικητικής πράξης χωρίς να ενδιατρίψει στα ιδιαίτερα γεγονότα και τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Στην παρούσα υπόθεση μετά τη δημοσίευση του διατάγματος απαλλοτρίωσης επήλθε τελική διευθέτηση (settlement) με την γραπτή αποδοχή, ημερομηνίας 11.11.1993, από τους εφεσείοντες της προσφοράς αποζημίωσης της απαλλοτριούσας Αρχής. Η τελευταία αρνήθηκε να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αποζημίωση και οι εφεσείοντες ήγειραν στο Επαρχιακό Δικαστήριο πολιτική αγωγή, δικαίωμα το οποίο αναγνωρίσθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Συμβούλιο Βελτιώσεως Ορόκλινης (πιο πάνω).

 

Οι εφεσίβλητοι δημοσίευσαν την πρώτη ανάκληση της απαλλοτρίωσης, η οποία ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 610/94, στις 27.4.94, 20 μήνες μετά τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και 6 σχεδόν μήνες μετά την επελθούσα στις 11.11.93 διευθέτηση της αποζημίωσης. Μετά την ακυρωτική απόφαση επακολούθησε η νέα επίδικη ανάκληση 5 σχεδόν χρόνια μετά τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και 3½ χρόνια μετά τη διευθέτηση της αποζημίωσης.

 

Στην υπόθεση Varianos (πιο πάνω) της οποίας τόσο τα γεγονότα όσο και τα νομικά σημεία συμπίπτουν με την παρούσα υπόθεση έχουν λεχθεί από τον Σαββίδη, Δ. τα εξής τα οποία και επικροτούμε:-

 

"Bearing in mind the circumstances of the case I have not been persuaded that the reason stated in the order of revocation that there was a substantial change of circumstances which made the acquisition unattainable has been substantiated in the present cases. The whole conduct of the respondent clearly indicates than in all the circumstances of the present case though aware as alleged by it of the fact that the property in question became unsuitable as a parking place nevertheless it waited till the compensation was assessed by the Court which was higher than its offer and considerable time after the judgment of the Court it came forward with the contention that the objects of the acquisition could not be achieved.

 

In my view in the present case the respondent failed to exercise its discretion within the limits of good administration. It is clearly a case of wrong exercise of discretion which amounts in substance to a violation of the law."

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω καθώς και τη νομολογία επί του θέματος έχουμε καταλήξει ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν τη διακριτική τους εξουσία εκτός των ορίων της χρηστής διοίκησης και καταχρηστικά παραβιάζοντας ουσιαστικά τη σχετική διάταξη του νόμου."

 

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, επισημαίνω, υπό το φως και των ανωτέρω αρχών, το στοιχείο ότι στην υπό εξέταση περίπτωση το ποσό της αποζημίωσης το οποίο, κατόπιν εκτίμησης, υπολόγισε η διοίκηση και το οποίο αμφισβήτησαν οι αιτητές, ούτε καταβλήθηκε ούτε κατατέθηκε στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμπληρώθηκε η διαδικασία της αποζημίωσης,  ούτε ότι διευθετήθηκε ή ότι συμφωνήθηκε και, επομένως, θα μπορούσε νόμιμα να ανακληθεί η απαλλοτρίωση. Εξάλλου, οι αιτητές άσκησαν και το νόμιμο δικαίωμα που τους παρεχόταν από τα άρθρα 8 και 9 του Μέρους ΙΙΙ του Νόμου αρ. 15/1962, ως προς τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο, επειδή δε συμφωνούσαν με το ύψος της και δε δέχτηκαν ανεπιφύλακτα το προσφερθέν ποσό. Όπως εύστοχα παρατήρησε και ο αδελφός Δικαστής Ναθανήλ, στην απόφασή του στην Υπόθεση αρ. 76/2009, Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.5.2011, υπό παρόμοιες περιστάσεις, "παρόλον ότι οι αιτητές άσκησαν το δικαίωμά τους να καθοριστεί δια παραπομπής η αποζημίωση για το απαλλοτριωθέν μέρος της ιδιοκτησίας τους, το δικαίωμα αυτό δεν αποκρυσταλλώθηκε ώστε να είχε ήδη επιφέρει συγκεκριμένα δικαιώματα στους αιτητές.".

Επομένως, αυτή η σειρά νομικών σημείων που εγείρουν οι αιτητές, δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Ως προς το θέμα της αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης, δε θα ασχοληθώ με αυτό εδώ, αφού διαπιστώνω ότι τούτο είναι εξειδικευμένο αντικείμενο του νομικού σημείου που εγείρουν οι αιτητές με αρ. 6.

 

Νομικό σημείο αρ. 5.

 

Όπως ισχυρίζονται οι αιτητές κάτω από αυτό το νομικό σημείο, το καθ΄ου η αίτηση παρέλειψε να προβεί στην αναγκαία για την παραγωγή της απόφασης έρευνα. Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, η έρευνα αναφορικά με το εφικτό του σκοπού της απαλλοτρίωσης θα γινόταν μετά το τέλος Ιανουαρίου 2011, πλην όμως, η προσβαλλόμενη πράξη έγινε το Δεκέμβριο 2010 και, επομένως, σύμφωνα με τους αιτητές, η απόφαση λήφθηκε πριν από τη διεξαγωγή έρευνας και ενώ δεν εξετάστηκε θέμα λήψης μέτρων εναντίον της Εταιρείας.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει, εφόσον δε φαίνεται να στοιχειοθετείται από τα γεγονότα και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Όπως διαπιστώνεται, παρά τις εκκλήσεις της διοίκησης προς την εταιρεία όπως προχωρήσει στην καταβολή της αποζημίωσης, αυτή δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό και οι έρευνες κατέδειξαν ότι δε θα μπορούσε σύντομα να την καταβάλει. Η όλη συμπεριφορά της Εταιρείας κρίθηκε από τη διοίκηση ότι υποδηλούσε τεχνοοικονομική αδυναμία στην απόκτηση πολεοδομικής άδειας και μεταλλευτικής μίσθωσης. Διερεύνησε τότε το ενδεχόμενο ανάκλησης της απαλλοτρίωσης αλλά, προτού προβεί στη διενέργειά της, ζήτησε και έλαβε δύο γνωματεύσεις από τη Νομική Υπηρεσία. Ακολούθησε σύσκεψη στις 3.9.2010 υπό την Προεδρία της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου στην παρουσία εκπροσώπου της Νομικής Υπηρεσίας και με τη συμμετοχή εκπροσώπων του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και της Υπηρεσίας Μεταλλείων. Ήταν δε μετά τη διερεύνηση όλων των παραμέτρων που διατάχθηκε η ανάκληση και δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ότι δε διεξήχθη επαρκής έρευνα. Εκείνο δε που προείχε κάτω από τις συνθήκες εκείνες, ήταν η ασφαλής και πλέον ανώδυνη για το κράτος νόμιμη έξοδος από την όλη διαδικασία, παρά η λήψη μέτρων εξαναγκασμού της Εταιρείας να προχωρήσει με τις υποχρεώσεις της, καθ΄ην στιγμή κάτι τέτοιο κρινόταν απίθανο.

 

Νομικό σημείο αρ. 6.

 

Κάτω από αυτό το νομικό σημείο, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση, όσο και κάθε προπαρασκευαστική πράξη που προηγήθηκε, δεν έφεραν αιτιολογία και/ή ορθή ή πλήρη αιτιολογία.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει. Κατ΄ αρχάς, όπως έχει παρατηρήσει και ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ, στην προαναφερθείσα απόφασή του στην Υπόθεση αρ. 76/2009, στο εδάφιο (1) του άρθρου 7 του Νόμου αρ. 15/1962, με το οποίο θεσμοθετείται η δυνατότητα ανάκλησης διατάγματος απαλλοτρίωσης, δεν αναφέρει οτιδήποτε περί ιδιαίτερης αιτιολογίας και αυτό έχει αναγνωρισθεί και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 ΑΑΔ 91 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 589. Στην υπό εξέταση περίπτωση αναφέρθηκε στο επίδικο διάταγμα ως λόγος ανάκλησης ότι η απαλλοτριωθείσα περιουσία θεωρήθηκε από την απαλλοτριούσα αρχή ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφελείας που αναφέρονταν στη Γνωστοποίηση. Και κρίθηκε βέβαια ως μη αναγκαία, ενόψει της διαφαινόμενης αδυναμίας επίτευξης του σκοπού για τον οποίο είχε διαταχθεί η απαλλοτρίωση. Τα γεγονότα, στοιχεία και δικαιολογητικά για τη μεταβολή της στάσης της διοίκησης υπάρχουν μέσα στο διοικητικό φάκελο και έχουν παρατεθεί προηγουμένως στην παρούσα Απόφαση. Αυτά δε, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συμπληρώνουν και ισχυροποιούν την αιτιολογία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία υπό τις περιστάσεις κρίνεται ως επαρκής.

 

 

Νομικά σημεία αρ. 7 και 9.

 

Ισχυρίζονται περαιτέρω οι αιτητές ότι η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας, αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, οι αιτητές παραπέμπουν σε γνωστές αρχές που διέπουν τα νομικά τούτα σημεία που εγείρουν, χωρίς όμως να τα συγκεκριμενοποιούν και να εξηγούν πως είναι που παραβιάστηκαν αυτές οι αρχές στην περίπτωσή τους. Παραπέμπουν μόνο στα γεγονότα στα οποία είχαν βασισθεί, προωθώντας τα νομικά σημεία αρ. 1-4, η βασιμότητα των οποίων όμως έχει ήδη απορριφθεί. Επομένως, δεν χρήζουν περαιτέρω εξέτασης.

 

Νομικά σημεία αρ. 10, 11 και 12.

 

Με τα νομικά τούτα σημεία, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το καθ΄ου η αίτηση έλαβε υπόψη του κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης εξωγενή ζητήματα και άσχετα γεγονότα, ενώ δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη και σχετικά στοιχεία και γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, ότι δεν έλαβε υπόψη του το καθ΄ου η αίτηση το γεγονός ότι, κατά το χρόνο της ανάκλησης, οι σκοποί της απαλλοτρίωσης είχαν εκπληρωθεί μερικώς και δεν είχε εκτιμηθεί κατά πόσο η πλήρης εκπλήρωσή τους ήταν ή όχι εφικτή. Τα γεγονότα στα οποία εδράζονται τα νομικά αυτά σημεία που εγείρουν οι αιτητές είναι τα ίδια στα οποία εδράζονται άλλα νομικά σημεία τα οποία έχουν ήδη εξετασθεί και απορριφθεί.

 

Εκείνο το οποίο πρέπει εδώ να παρατηρηθεί είναι ότι η διοίκηση δεν είχε κανένα λόγο να αδικήσει τους αιτητές ή να τους αποστερήσει από οποιαδήποτε τυχόν κεκτημένα δικαιώματά τους. Είναι φανερό από τη μελέτη του όλου φακέλου της διοίκησης ότι η συμπεριφορά της Εταιρείας ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων όρων κατεδείκνυε την αδυναμία της να αντεπεξέλθει τόσο προς τις οικονομικές της υποχρεώσεις όσο και άλλες που αφορούσαν στην εξασφάλιση αδειών και μίσθωσης. Μπροστά στον ορατό κίνδυνο να εμπλακεί το κράτος σε περιπέτειες και να προχωρήσει σε στάδια χωρίς επιστροφή, όπως ήταν η καταβολή αποζημιώσεων, τόκων κλπ, χωρίς τη διαφαινόμενη εξασφάλισή του, έλαβε την απόφαση περί ανάκλησης, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, η οποία μπορεί εδώ να θεωρηθεί ότι ασκήθηκε κατά τρόπο εύλογα επιτρεπτό.

 

Οι αιτητές δε ζημιώθηκαν, παρά μόνο απώλεσαν την ευκαιρία να πάρουν αποζημίωση για το ακίνητό τους που είχε απαλλοτριωθεί χωρίς καν να το γνώριζαν και σε ποσό το οποίο οι ίδιοι θεωρούσαν ως σημαντικά χαμηλότερο της πραγματικής του αξίας, εξ΄ ου και κατέφυγαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο ζητώντας τον καθορισμό δικαιότερου ποσού. Ούτε κακή πίστη διαπιστώνεται να υπάρχει, ούτε κατάχρηση εξουσίας, ούτε οτιδήποτε άλλο μεμπτό στην όλη διαδικασία.

 

Νομικά σημεία αρ. 8, 13 και 14.

 

Αυτά τα νομικά σημεία αποσύρθηκαν από τους αιτητές.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                K. Κληρίδης,

                                                              Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο