ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 1654/2009)

 

 3 Οκτωβρίου, 2012

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΛΟΗ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ-ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για την Αιτήτρια.

Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Χρ. Χριστοφή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια ζητά ακύρωση της απόφασης ημερ. 19.10.2009 των Καθ' ων η αίτηση, με την οποία προήγαγαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, Ελένη Ηλιάδου-Χατζηλούκα (ΕΜ 1), Μερόπη Καψάλη-Ιακώβου (ΕΜ 2) και Ερνεστίνα Σισμάνη (ΕΜ 3), στη μόνιμη θέση Ανώτερου Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, αναδρομικά από 1.11.2009.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 17.9.2009 συνεδρίασε, κατόπιν πρότασης, της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για την πλήρωση τριών κενών θέσεων ως η επίδικη.  Επειδή επρόκειτο για θέσεις προαγωγής, αποφάσισαν να επιληφθούν της πρότασης σε επόμενη συνεδρία τους, ώστε στη συνεδρία να παραστεί και η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, στο εξής «η Διευθύντρια».  Στη συνεδρία της στις 19.10.2009 η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία και τη σύσταση της Διευθύντριας υπέρ των τριών ΕΜ, κατέληξε ότι οι καταλληλότεροι υποψήφιοι για προαγωγή στην επίδικη θέση είναι τα τρία ΕΜ, στα οποία πρόσφερε προαγωγή, από την 1.11.2009.

 

Η Αιτήτρια προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλει 6 λόγους ακυρότητας:- (1) Η αξιολόγηση της Αιτήτριας για το 2004 πάσχει λόγω μεροληψίας και έλλειψης αντικειμενικότητας, (2) η απάντηση στην ένσταση της Αιτήτριας για την αξιολόγηση της για το 2004 εκδόθηκε μόνο από ένα πρόσωπο, (3) οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμοί του 1990 (ΚΔΠ 386/90), όπως τροποποιήθηκαν, οι οποίοι προβλέπουν την εξέταση της ένστασης από την ίδια την ομάδα που αξιολογεί, είναι ultra virus του Άρθρου 30 του Συντάγματος, (4) παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, (5) πάσχει η σύσταση της Διευθύντριας και (6) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης.

 

Η αξιολόγηση της Αιτήτριας για το 2004 πάσχει λόγω μεροληψίας και έλλειψης αντικειμενικότητας - Λόγος ακύρωσης 1

Το παράπονο της Αιτήτριας είναι ότι η εμπιστευτική έκθεση του 2004 για την ίδια ήταν πεπλανημένη και μη αντικειμενική και γι' αυτό υπέβαλε ένσταση στην ομάδα αξιολόγησης.  Η απάντηση που έλαβε αποκάλυψε έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας.  Συγκεκριμένα, ο προϊστάμενος στηρίχθηκε σε δύο στοιχεία για να δικαιολογήσει την αξιολόγηση της ομάδας, ότι:- (α) η Αιτήτρια το 2004 εξυπηρέτησε μειωμένο αριθμό μαθητών σε σύγκριση με άλλους Λειτουργούς και (β) όταν της ζητήθηκε να μετατεθεί στο γραφείο της Υπηρεσίας στη Λάρνακα, αυτή κωλυσιεργούσε.  Αν και η θέση της Αιτήτριας ήταν ότι μόνο η εμπιστευτική έκθεση του 2004 δεν ήταν αντικειμενική, εντούτοις ζήτησε για λόγους που δεν εξηγεί, να μη ληφθούν υπόψη ούτε οι εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 2005 και 2006.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση αρχικά ήγειραν ένσταση ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.  Αυτό ανάγκασε τη δικηγόρο της Αιτήτριας να τροποποιήσει το δικόγραφο της προσφυγής για να συμπεριλάβει ως νομικό σημείο και αυτόν το λόγο.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Ως προς το πρώτο σκέλος που αφορά στο μειωμένο αριθμό των μαθητών, μετά τις διευκρινίσεις που ζήτησε το Δικαστήριο, η κα Καλλιγέρου δεν επέμεινε εξηγώντας ότι τα όσα αναφέρθηκαν αφορούσαν σε χρόνο άλλο από αυτόν που αρχικά εξέλαβε η Αιτήτρια.  Επέμεινε όμως ως προς το δεύτερο σκέλος του λόγου ακύρωσης που αφορά στη μεροληψία και έλλειψη αντικειμενικότητας από πλευράς προϊσταμένου.  Ο βασικός λόγος του παραπόνου είναι ότι στην απαντητική του επιστολή στην ένσταση της Αιτήτριας, επικαλέστηκε «εξηγήσεις» που δόθηκαν σε προηγούμενα χρόνια, ενώ κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν, αφού η  ετήσια αξιολόγηση αφορά στο χρόνο που γίνεται.  Η μεροληπτική του στάση, κατά την κα Καλλιγέρου, διαφαίνεται και από το σχόλιο στην ίδια επιστολή, ότι η κατάσταση «θα έχει και μελλοντικές αρνητικές επιπτώσεις στην αξιολόγησή της».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), κάθε διοικητικό όργανο πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.  Η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα των φακέλων, είτε με ασφαλή συμπεράσματα από τα γεγονότα (βλ. Νεοφύτου ν. ΕΔΥ (2007) 3 ΑΑΔ 8 και Medcon Construction Co Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 441).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συμφωνώ ότι έχει αποδειχθεί μεροληψία με τη βεβαιότητα που απαιτείται από τη νομολογία.  Ως προς το πρώτο σκέλος, δεν βλέπω γιατί η αναφορά σε εξηγήσεις προηγούμενων ετών να σημαίνει κατ' ανάγκη μεροληπτική στάση.  Το σημαντικό είναι ότι ο αξιολογών υιοθετεί για κάποια θέματα που θεωρεί ότι συνεχίζουν να παρουσιάζουν την ίδια εικόνα, τις εξηγήσεις που έδωσε ή τα σχόλια που διατύπωσε σε προηγούμενο χρόνο.  Δεν βλέπω οτιδήποτε το μεμπτό στο να υιοθετούνται θέσεις που έχουν ήδη διατυπωθεί.  Αυτό γίνεται συχνά για αποφυγή επανάληψης. 

 

Ως προς το δεύτερο σκέλος του παραπόνου, η αναφορά του προϊσταμένου φαίνεται να έχει παρερμηνευθεί.  Εκείνο που στην ουσία διατυπώνει στην επιστολή του, είναι ότι η Αιτήτρια, το 2005 που γραφόταν η επιστολή η οποία αφορούσε σε γεγονότα του 2004, συνέχιζε «να μην παρουσιάζει το αναμενόμενο για τη θέση της ενδιαφέρον και υπευθυνότητα για την τρέχουσα χρονιά, κατάσταση που θα έχει και μελλοντικές επιπτώσεις στην αξιολόγησή της».  Δεν βλέπω από πού μπορεί να στοιχειοθετηθεί μεροληψία.  Εκείνο που σαφώς εννοούσε ο Προϊστάμενος, δίδοντας καλόπιστα την πιο πάνω προειδοποίηση, είναι ότι αν το ενδιαφέρον της συνεχίσει να είναι μειωμένο, τότε θα συμβεί το προφανές, ότι δηλαδή θα έχει τα ίδια αποτελέσματα και επιπτώσεις.

 

Η απάντηση στην ένσταση της Αιτήτριας για την αξιολόγηση της για το 2004 εκδόθηκε μόνο από ένα πρόσωπο - Λόγος ακύρωσης 1

Η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι αφού η σχετική απάντηση στην ένσταση που είχε υποβάλει η Αιτήτρια, υπογράφεται μόνο από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας της, συμπεραίνεται ότι αυτή είχε εξεταστεί μόνο από αυτόν και όχι από τριμελή ομάδα, όπως προβλεπόταν.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Η θέση Αιτήτριας είναι αβάσιμη, αφού στην επίδικη επιστολή αναφέρεται ότι ήταν «Η Επιτροπή Αξιολόγησης της Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας ύστερα από προσεκτική μελέτη της επιστολής ....», που έκρινε την ένσταση.  Επομένως, δεν μπορεί να ευσταθήσει ο αντίθετος ισχυρισμός ότι εξετάστηκε μόνο από τον υπογράφοντα.  Πέραν του ότι ενώ υπογράφει μόνο ο πρόεδρος της επίδικης Επιτροπής, διευκρινίζεται ότι υπογράφει «για την Επιτροπή Αξιολόγησης», δηλαδή εκ μέρους της.

 

Ο τρίτος λόγος ακύρωσης, όπως τον καταγράφω πιο πάνω, αποσύρθηκε μέσω της Απαντητικής Αγόρευσης της Αιτήτριας.

 

Παραβίαση της αρχής της ισότητας κατά τη σύγκριση των υποψηφίων - Λόγος ακύρωσης 4

Η Αιτήτρια παραπονείται ότι σε σχέση με το ΕΜ 3, επιλεκτικά και πεπλανημένα δεν λήφθηκαν υπόψη οι αξιολογήσεις της για το έτος 2004, με τη δικαιολογία ότι «δεν υπήρχαν».

 

Η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση δεν ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας και ως εκ τούτου δεν έχω τις θέσεις της.  Γενικά θα έλεγα ότι η αγόρευση της δικηγόρου των Καθ' ων η αίτηση περιορίζεται σε γενικές δηλώσεις και αναφορές από τη νομολογία, χωρίς να απαντά ακριβώς επί των συγκεκριμένων σημείων που εγείρονται στην αγόρευση της αντιδίκου της.  Ασχολείται όμως με το θέμα ο δικηγόρος του ΕΜ 3, ο οποίος δέχεται ότι στην πραγματικότητα υπήρξε αξιολόγηση για το ΕΜ 3 για το 2004, όμως η αξιολόγηση του ήταν 8 Εξαίρετα.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακυρότητας ευσταθεί.  Μπορεί η Επιτροπή πεπλανημένα να μην έλαβε υπόψη της την Έκθεση Αξιολόγησης του ΕΜ 3 για το 2003, αλλά αυτό ουδόλως μπορούσε να επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου, αφού το ΕΜ 3 βαθμολογήθηκε με 8 Εξαίρετα.  Όπως προβλέπεται από το άρθρο 46(2) του Νόμου 158(Ι)/99, το οποίο κωδικοποιεί τη σχετική νομολογία, η πλάνη θα πρέπει να είναι ουσιώδης για να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης.  Εδώ κατά την κρίση μου, δεν είναι.

 

Κατά πόσον πάσχει η σύσταση της Διευθύντριας - Λόγος ακυρότητας 5

Η Γενική Διευθύντρια προβαίνοντας στη σύσταση της ενώπιον της ΕΔΥ, ανέφερε τα εξής:-

«Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, είχα προσωπικές επαφές με τους άμεσα Προϊσταμένους των τεσσάρων υποψηφίων και πήρα πληροφορίες σχετικά με την επίδοση, απόδοση και την εν γένει προσφορά τους στην υπηρεσία, καθώς και την καταλληλότητα της καθεμιάς να αναλάβει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

 

Οι τέσσερις υποψήφιες ικανοποιούν όλες τις απαιτούμενες από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόνοιες.

 

Προς την κατεύθυνση διατύπωσης συστάσεων, πραγματοποίησα επαφές με τους προϊσταμένους των υποψήφιων και συνεργάτες τους και πήρα πληροφορίες σχετικά με την επίδοση, την απόδοση, την αποτελεσματικότητα και την εν γένει προσφορά τους στην υπηρεσία, καθώς και την καταλληλότητα της κάθε μιας να αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης που θα πληρωθεί.  Επίσης, μελέτησα τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.

 

Από τις πιο πάνω επαφές και από τη μελέτη των Φακέλων, διαπίστωσα ότι οι τέσσερις υποψήφιες κατέχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα, δηλαδή έχουν τριετή υπηρεσία στη θέση Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου Α΄.

 

Αφού έλαβα υπόψη όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία, δηλαδή τα στοιχεία στους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και τις πληροφορίες που εξασφάλισα, καθώς και το σύνολο των θεσμοθετημένων κριτηρίων, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, σε σχέση με τα καθήκοντα, τις ευθύνες και τις απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσης, συστήνω για προαγωγή στις τρεις κενές θέσεις Ανώτερου Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου τις Καψάλη-Ιακώβου Μερόπη, Ηλιάδου-Χατζηλούκα Ελένη και Σισμάνη Ερνεστίνα.

 

Οι τρεις πιο πάνω υποψήφιες συστήνονται ως οι καταλληλότερες για προαγωγή για τους ακόλουθους λόγους:

 

Η Καψάλη-Ιακώβου Μερόπη υπερτερεί σε αξία της μη συστηθείσας Γιαννακού Χλόης, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων.  Κατέχει επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, και συγκεκριμένα μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών M.Sc. in Occupational Psychology, προσόν το οποίο, αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν και, ως εκ τούτου, του απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα.  Όσον αφορά την αρχαιότητα, η συστηνόμενη υστερεί έναντι της Γιαννακού μόνον ως προς την ημερομηνία γέννησης, που είναι στοιχείο χαμηλής σημασίας.

 

Η Σισμάνη Ερνεστίνα υπερτερεί σε αξία της μη συστηθείσας Γιαννακού Χλόης, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές εκθέσεις, με έμφαση στις αξιολογήσεις των τεσσάρων από τα πέντε τελευταία έτη, για τα οποία υπάρχουν κοινές αξιολογήσεις.  Κατέχει επιπρόσθετα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα, αφού διαθέτει Διδακτορικό τίτλο σπουδών (Ph.D. in Professional Studies). Σημείωσα δε ότι η διδακτορική διατριβή της με τίτλο "Female Delinquency in Secondary Schools, Trauma and Depression Precipitating Female Delinquency and the Role of Ethnic Identity in Cyprus", που αποτελεί έρευνα - δράση, έχει πλήρη συνάφεια με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης.  Τα πρόσθετα αυτά ακαδημαϊκά προσόντα, όμως, δεν απαιτούνται, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα.  Όσον αφορά την αρχαιότητα, η συστηνόμενη υστερεί έναντι της Γιαννακού κατά δύο χρόνια περίπου στην παρούσα θέση, στοιχείο που δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη σημαντική υπεροχή της επιλεγείσας σε αξία.

 

Σ' ό,τι αφορά τη Γιαννακού, σημειώνω ότι υστερεί σημαντικά σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, έναντι και των τριών ανθυποψηφίων της για τα χρόνια που υπάρχουν κοινές αξιολογήσεις.  Κατέχει επιπρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα και συγκεκριμένα διαθέτει, Maitrise Ψυχολογίας και D.E.S.S. με τίτλο Marketing Quantitatif, τα οποία είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτούνται, όμως, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα.  Η Γιαννακού υπερτερεί σε αρχαιότητα των ανθυποψηφίων της και συγκεκριμένα υπερέχει έναντι των Καψάλη-Ιακώβου και Ηλιάδου-Χατζηλούκα, μόνον όμως όσον αφορά στην ημερομηνία γέννησης, που είναι στοιχείο χαμηλής σημασίας, της Σισμάνη κατά δύο χρόνια περίπου στην παρούσα θέση.  Επιπλέον, έναντι της Ηλιάδου-Χατζηλούκα η Γιαννακού υπερτερεί και σε προσόντα, τα οποία, αν και σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, δεν απαιτούνται ούτε αποτελούν πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και στα οποία απέδωσα την ανάλογη βαρύτητα, δεν μπορούν, όμως, κατά τη γνώμη μου να υπερσκελίσουν την έκδηλη υπεροχή και των τριών ανθυποψηφίων της σε αξία.».

 

Κατά τη δικηγόρο της Αιτήτριας, η σύσταση πάσχει «πολυσχιδώς».  Συγκεκριμένα διατυπώνονται τα πιο κάτω παράπονα:-

(α) Λήφθηκαν υπόψη από τη Διευθύντρια όχι μόνο οι απόψεις των άμεσα προϊσταμένων, αλλά και «των συνεργατών τους», πράγμα εξωγενές και απαράδεχτο εφόσον αυτοί δεν κατονομάζονται και παραμένουν άγνωστοι.

Σύμφωνα με τη δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση, η σύσταση θα πρέπει να ειδωθεί ως ένα ενιαίο σύνολο και δεν είναι ορθό να απομονώνονται λέξεις ή φράσεις και να ερμηνεύονται κατά το δοκούν. 

Στην προκειμένη περίπτωση κατά την άποψή μου η σύσταση είναι σύμφωνη με τα νομολογηθέντα στη Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 695.  Όπως φαίνεται από το ίδιο το περιεχόμενο της, η σύσταση ούτε προσθέτει, ούτε αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων, αλλά περιέχει τη γνώμη του προϊσταμένου.  Η αναφορά της Διευθύντριας σε λήψη απόψεως από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και «των συνεργατών τους» ουδόλως αλλοιώνει τη συνολική εικόνα της σύστασης που δεν ξεφεύγει από τις καθιερωμένες αρχές της νομολογίας.  Όπως αναφέρθηκε στην Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 376:-

«..ο προϊστάμενος τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, πριν προβεί σε συστάσεις.  Ο προϊστάμενος ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνά του, μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις.»

 

(Βλ. επίσης Ναούμ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 314/06, ημερ. 7.10.2008)

 

(β) Κατά πλάνη η υπεροχή σε αξία του ΕΜ χαρακτηρίστηκε ως «σημαντική» και «έκδηλη», όταν η διαφορά με την Αιτήτρια τα τελευταία χρόνια ήταν 1-2 «Εξαίρετα» κατ' έτος.  Η πιο πάνω αναφορά της Διευθύντριας αποσκοπεί, κατά την κα Καλλιγέρου, σε προσπάθεια να αποδοθεί έκδηλη υπεροχή στο ΕΜ.

 

Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που προσεγγίζει το θέμα η συνήγορος της Αιτήτριας. Η νομολογία επιτάσσει να ειδωθεί η συνολική εικόνα κάθε υποψηφίου και όχι να απομονώνεται στη διαφορά που προκύπτει ετησίως.  Όμως ακόμα και αν ειδωθεί απομονωμένη και κατ' έτος, η διαφορά δεν είναι ασήμαντη, αφού στα 8 κριτήρια της Ετήσιας Έκθεσης, έστω και 1 και 2 Εξαίρετα διαφορά σ' ένα χρόνο, δεν είναι ευκαταφρόνητη.  Επίσης, έχει επανειλημμένως τονιστεί από τη νομολογία ότι μπροστά στον ισοπεδωτικό τρόπο που γίνονται οι αξιολογήσεις τα τελευταία χρόνια, ακόμα και οριακές διαφορές (που εδώ δεν είναι) αποκτούν τη δική τους σημασία (βλ. Κατσελλή ν. ΕΔΥ (2007) 3 ΑΑΔ 585, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 654/01, ημερ. 19.11.2002).

 

(γ) Πλάνη της Διευθύντριας ως προς τα «πρόσθετα» προσόντα του ΕΜ 3 και την «υπεροχή» της.  Η κα Καλλιγέρου διατυπώνει το παράπονο της Αιτήτριας ως εξής:-

«Η Διευθύντρια έδωσε σημασία στα «πρόσθετα» προσόντα αλλά όχι και πολύ μεγάλη όπως λέει.  Ναι μεν τα έλαβε υπόψη αλλά τους έδωσε την «ανάλογη βαρύτητα».  Τούτο βεβαίως διότι η μία εκ των συστηθέντων δεν είχε «πρόσθετα» προσόντα (Ε/Μ Ηλιάδου-Χατζηλούκα Ελένη) ενώ τέτοια βεβαίως είχε η αιτήτρια.

 

Ενώ για το Ε/Μ Καψάλη-Ιακώβου Μερόπη αναφέρεται στην κατοχή «επιπρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος» (στον ενικό) αναφερόμενη στο MSc in Occupational Psychology, ειδικά για το Ε/Μ Σισμάνη, αναφέρει πως κατέχει «"επιπρόσθετα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα" δηλαδή το εξής ένα: PhD in Professional Studies» το οποίο αναφέρει πως έχει πλήρη μάλιστα συνάφεια με τα καθήκοντα της θέσης.  Παρ' όλα αυτά αναφέρει ότι «τα πρόσθετα αυτά ακαδημαϊκά προσόντα» δεν απαιτούνται και ως εκ τούτου τους έδωσε την ανάλογη βαρύτητα.

 

Είναι φανερή η πλάνη της Διευθύντριας η οποία ανάλωσε μεγάλο μέρος στη σύστασή της να περιγράψει το PhD του Ε/Μ Σισμάνη και την «υπεροχή» του έναντι των υπολοίπων, χωρίς καμία έρευνα ή σύγκριση με τα ακαδημαϊκά προσόντα της αιτήτριας τα οποία και περισσότερα ήταν και σχετικότερα με τα καθήκοντα της θέσης, η οποία ήταν θέση περισσότερο διοικητική.»

 

Ούτε επί αυτού του σημείου ευσταθεί το παράπονο της Αιτήτριας.  Πρόκειται για μικροσκοπική εξέταση της κάθε λέξης που χρησιμοποιείται από τη Διευθύντρια κατ' απομόνωση της συνολικής εικόνας της σύστασης.  Έχω σκόπιμα παραθέσει πιο πάνω ολόκληρο το περιεχόμενο της σύστασης και από αυτό φαίνεται ότι η προσέγγιση της Διευθύντριας δεν ήταν καθόλου πεπλανημένη.  Φαίνεται να ερεύνησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της και η γενική αναφορά στα επί μέρους θέματα ήταν εύλογη.  Το ότι στη μια περίπτωση χρησιμοποίησε ενικό και στην άλλη πληθυντικό όταν αναφερόταν στην κατοχή των ακαδημαϊκών προσόντων, δεν αλλοιώνει την ολοκληρωμένη εικόνα των υποψηφίων και ούτε η χρήση του πληθυντικού στην περίπτωση του ΕΜ 3, είναι ικανή να αλλοιώσει τα στοιχεία του φακέλου προς όφελός της.  Εν πάση περιπτώσει, το συγκεκριμένο ΕΜ είχε πέραν του απαιτούμενου πτυχίου, ένα Master και ένα Ph.D. και ως εκ τούτου ορθά χρησιμοποιήθηκε ο πληθυντικός.  Ούτε στην αναφορά της Διευθύντριας στην περίπτωση του ΕΜ 3, σε «υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα» μπορεί να αποδοθεί σκοπιμότητα ή πλάνη, αφού είναι σαφής η σύγκριση που επιχειρείται μεταξύ του διδακτορικού του ΕΜ 3 και του Master της Αιτήτριας. 

 

Μικροπρεπές θα χαρακτήριζα το παράπονο της Αιτήτριας ότι η Διευθύντρια με το να καταγράψει τον τίτλο του διδακτορικού του ΕΜ «ανάλωσε μεγάλο μέρος στη σύστασή της» σε μια προσπάθεια να  αναβαθμίσει την υπεροχή του ΕΜ 3 έναντι της Αιτήτριας.  Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν εθεωρείτο ως πλανημένη η προσέγγιση της Διευθύντριας στα σημεία που έθιξε η δικηγόρος της Αιτήτριας, που κατά την άποψή μου δεν ήταν, αυτό με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιώδες για να έχει τις συνέπειες που εισηγείται η κα Καλλιγέρου.  Κατά την κρίση μου, ούτε αυτός ο λόγος ακυρότητας ευσταθεί.

 

Κατά πόσον υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ - Λόγος ακυρότητας 6

Το παράπονο της Αιτήτριας στην ουσία είναι ότι η ΕΔΥ στην αιτιολογία της επανέλαβε την πεπλανημένη σύσταση της Διευθύντριας.  Από τη στιγμή που στον προηγούμενο λόγο ακυρότητας έκρινα ότι η σύσταση της Διευθύντριας δεν ήταν πεπλανημένη, έπεται ότι ούτε αυτός ο λόγος ακυρότητας ευσταθεί.  Εν πάση περιπτώσει, έχω εξετάσει την αιτιολογία της ΕΔΥ για την επιλογή των τριών ΕΜ και δεν διαπιστώνω καμία υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, αλλά αντίθετα, εύλογη συνεκτίμηση όλων των κριτηρίων επιλογής.  Όπως έχει πάγια νομολογηθεί, το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο.  Η αξιολόγηση των υποψηφίων και η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, αποτελεί έργο του διοικητικού οργάνου.  Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του οργάνου που τυγχάνει να είναι διαφορετική από τη δίκη του, ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων (βλ. Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 755).  Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν πειστεί ότι ο Αιτητής υπερείχε έκδηλα του συνυποψηφίου του.  Το βάρος το έχει ο ίδιος (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 329 και Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 275).  Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι υπερέχει «έκδηλα» των συνυποψηφίων της, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης από το Δικαστήριο.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.400 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο