ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1585/2010)
25 Οκτωβρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια ζητά ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, ημερ. 18.10.2010, με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης, επαναδιόρισαν το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ανδρέα Γρηγορίου (ΕΜ), στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, αναδρομικά από την 1.2.2008. Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του στην Υπόθ. Αρ. 522/08, ημερ. 4.10.2010, αποδέχθηκε την προσφυγή της Αιτήτριας κατά της απόφασης της ΕΔΥ ημερ. 20.12.2007 με την οποία διόρισε στην επίδικη θέση το ΕΜ. Ενόψει της ακυρωτικής απόφασης, η ΕΔΥ στις 13.10.2010 αποφάσισε να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση.
Προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης. Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ακυρωθείσα απόφαση, δεν τεκμηριωνόταν η κατοχή από μέρους του ΕΜ της πενταετούς τουλάχιστον πείρας σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών, όπως προνοούσε η παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Όπως αναφέρθηκε στην ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η πείρα σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που απέκτησε το ΕΜ στη θέση Λειτουργού Τηλεπικοινωνιών από 1.11.2002-7.5.2007 (ημερομηνία λήξης υποβολής των αιτήσεων), ήταν διάρκειας μόνο τεσσάρων χρόνων και έξι μηνών. Οπότε υπολείπονταν από το ΕΜ έξι μήνες, προκειμένου να συμπληρώσει την πενταετή πείρα που απαιτείται από την παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, η ΕΔΥ προχώρησε σε έρευνα κατά πόσο το ΕΜ κατείχε την επίδικη πείρα. Εξετάζοντας και πάλι το θέμα, διαπίστωσε ότι υπήρχαν επισυνημμένες στην Αίτηση του ΕΜ δύο Βεβαιώσεις για την πείρα του, οι οποίες εκ παραδρομής δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την αρχική εξέταση του θέματος. Η πρώτη Βεβαίωση προερχόταν από την εταιρεία Saudi Production Holding Co Ltd (Κατασκευάστρια αλουμινίου), σύμφωνα με την οποία το ΕΜ εργάστηκε στην εν λόγω εταιρεία στη θέση του Αρχιλογιστή (Chief Accountant), κατά την περίοδο από 29.12.1988-29.1.1990. Η δεύτερη Βεβαίωση προερχόταν από τον Ελεγκτικό Οίκο Chrysanthou και Christoforou, σύμφωνα με την οποία το ΕΜ εργάστηκε ως Senior Accountant κατά την περίοδο από 1.3.1990 έως 31.1.1992.
Ενώπιον της Επιτροπής τέθηκε επίσης και το περιεχόμενο επιστολής ημερ. 15.10.2010, της δικηγόρου του ΕΜ κας Αγνή Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, η οποία επισύναψε συμπληρωματικές αναλυτικές Βεβαιώσεις από την εταιρεία Saudi Production Holding Co Ltd και τον Ελεγκτικό Οίκο Chrysanthou και Christoforou, ο οποίος μετέπειτα ονομάστηκε σε Deloitte Ltd, για τα καθήκοντα που εκτελούσε το ΕΜ κατά τις πιο πάνω περιόδους που εργάστηκε με τους συγκεκριμένους οίκους.
Περαιτέρω, η Επιτροπή, στα πλαίσια της ίδιας έρευνας, έλαβε επίσης υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 23.9.2002, της Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων και Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, καθώς επίσης και τη Βεβαίωση του Υπουργείου Οικονομικών με ημερομηνία 30.9.2002, οι οποίες επίσης βρίσκονταν στην αίτηση του ΕΜ.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα πιο πάνω στοιχεία, έκρινε ότι το φάσμα των καθηκόντων του ΕΜ, καθώς και το συνολικό χρονικό διάστημα που υπηρετούσε στις πιο πάνω θέσεις μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, τεκμηριώνει το σκέλος της παρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, που απαιτεί πενταετή τουλάχιστον πείρα σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών. Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, έκρινε ότι το ΕΜ θα έπρεπε να θεωρηθεί ως προσοντούχος υποψήφιος στα πλαίσια της επανεξέτασης, μαζί με άλλους 12 υποψηφίους.
Ακολούθως η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, καθώς και την αρχαιότητά τους. Αφού έλαβε επίσης υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση στην αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης και την υπέρ της Αιτήτριας σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η νομιμότητα των οποίων δεν είχε επηρεαστεί από την ακυρωτική απόφαση, αποφάσισε ότι καταλληλότερος για διορισμό στην επίδικη θέση, ήταν το ΕΜ, το οποίο κατά την κρίση της, υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων.
Η Αιτήτρια προβάλλει πέντε λόγους για ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ, η οποία, όπως ισχυρίζεται:- (1) είναι αποτέλεσμα πλάνης, καθότι η Αιτήτρια υπερέχει του ΕΜ σε αρχαιότητα και πείρα, ενώ δεν υστερεί σε αξία, (2) είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος από το ΕΜ, (3) παραγνωρίζει την έγκυρη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της Αιτήτριας χωρίς ειδική αιτιολογία, (4) είναι πεπλανημένη ως προς την πείρα της Αιτήτριας, και (5) παραγνωρίζει την υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα.
Κατά την άποψή μου, η εξέταση των λόγων ακύρωσης θα πρέπει να αρχίσει από τον λόγο ακύρωσης 2, αφού το ζήτημα που θίγεται με αυτόν είναι ουσιώδες και για τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.
Κατά πόσον η απόφαση της ΕΔΥ, είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος από το ΕΜ -Λόγος ακύρωσης 2
Σε σχέση με την πείρα, η παρ. 3(2) και (5) του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει ότι:-
«3. Απαιτούμενα προσόντα:
(1) ...........................
(2) Δεκαετής τουλάχιστο πείρα σε υπεύθυνη θέση, από την οποία πενταετής τουλάχιστο πείρα σε διευθυντικά/εποπτικά καθήκοντα που να περιλαμβάνουν προγραμματισμό, οργάνωση, καθοδήγηση, συντονισμό και έλεγχο εργασιών.
(3) .............................
(4) .............................
(5) Μακρά πείρα ή/και προσόντα σε ταχυδρομικά θέματα θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΔΥ όρισε εκ των προτέρων ότι τριετής πείρα σε ταχυδρομικά θέματα θα ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την απαίτηση του «μακράς πείρας» που απαιτείτο, δυνάμει της παρ. 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Ο συνήγορος της Αιτήτριας, πρόβαλε διάφορα επιχειρήματα για να δείξει ότι λανθασμένα πιστώθηκε το ΕΜ με την κατοχή πλεονεκτήματος. Όπως εξήγησε, οι Καθ' ων η αίτηση «χρησιμοποίησαν την ίδια πείρα του ΕΜ δύο φορές: Μία για να καλύψουν την απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας πείρα και μία φορά, επιπρόσθετα, για να τον πιστώσουν με το πλεονέκτημα ..», κάτι που δεν επιτρεπόταν από τη νομολογία. Προς υποστήριξη τη θέσης του, ο κ. Κωνσταντίνου αναφέρθηκε στις υποθέσεις Παντής ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3(Β) ΑΑΔ 1089, Παρέλλης ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Β) ΑΑΔ 1432, καθώς και στις πρωτόδικες αποφάσεις Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) ΑΑΔ 2489, ημερ. 18.9.1996, Σαμουήλ ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 768/2005, ημερ. 14.9.2006, Σταύρου-Χατζηγιάννη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1025/97, ημερ. 8.2.2000, Φινοπούλου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 756/05, ημερ. 21.9.2006 και Παναγιώτου κ. α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 920/07, ημερ. 5.11.2010. Όπως εξήγησε περαιτέρω ο κ. Κωνσταντίνου, στην αρχική διαδικασία η Αιτήτρια δεν αμφισβήτησε ότι το ΕΜ κατείχε τη δεκαετή πείρα σε υπεύθυνη θέση. Εκείνο που αμφισβήτησε τότε και συνεχίζει αν αμφισβητεί και σήμερα, είναι ότι το ΕΜ δεν κατείχε το πλεονέκτημα επειδή είχε λιγότερα από τρία χρόνια σε ταχυδρομικά θέματα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, το σύνολο της πείρας του ΕΜ ήταν 12 έτη και 2 μήνες. Για την πιο πάνω κατάληξή του, θεώρησε ότι η θέση του ΕΜ ως Λογιστής-Ελεγκτής στον Ελεγκτικό Οίκο Χρυσάνθου και Χριστοφόρου, μεταξύ 1.3.90-31.1.92, δεν ήταν υπεύθυνη. Περαιτέρω, ο δικηγόρος της Αιτήτριας ανέφερε ότι αρχικά το ΕΜ δήλωσε ότι η θέση του στο συγκεκριμένο οίκο ήταν «Λογιστής-Ελεγκτής», ενώ σε μεταγενέστερη Βεβαίωση που παρουσίασε, αναφερόταν ότι η θέση του ήταν «Senior Accountant». Κατά τον κ. Κωνσταντίνου, η ΕΔΥ μπροστά στα αντιφατικά στοιχεία που είχε ενώπιον της, το ελάχιστο που έπρεπε να είχε κάμει, ήταν να προβεί σε περαιτέρω εμπεριστατωμένη έρευνα για να επιβεβαιώσει ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της από το ΕΜ ήταν αληθή.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Καθ' ων η αίτηση, δεν επιχειρηματολόγησε για να αντικρούσει τη νομολογία που παράθεσε ο κ. Κωνσταντίνου.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Είναι ορθή η θέση της νομολογίας, όπως την έχει παραθέσει ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, ότι το ίδιο προσόν ή πείρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί δύο φορές, δηλαδή ταυτόχρονα και ως απαραίτητο προσόν για διορισμό και ως πρόσθετο. Σχετικές είναι όλες οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε το Δικαστήριο ο κ. Κωνσταντίνου και τις οποίες παράθεσα πιο πάνω. Ειδικά σε ό,τι αφορά την πείρα, η πιο πάνω θέση της νομολογίας συνήθως δεν δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα, αφού στις πλείστες περιπτώσεις ο υποψήφιος έχει τέτοια μακρά πείρα, που υπερκαλύπτει την ελάχιστη απαιτούμενη για διορισμό, οπότε δεν τίθεται θέμα διπλομέτρησης.
Όμως στην παρούσα περίπτωση η Αιτήτρια αμφισβητεί ότι μετά τη συμπλήρωση της δεκαετούς απαιτούμενης πείρας, ότι παραμένει τριετής πείρα για να μπορεί να θεωρηθεί ως «μακρά πείρα» και να αποτελέσει πλεονέκτημα δυνάμει της παρ. 3(5) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Με κάθε σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τα επιχειρήματα του κ. Κωνσταντίνου. Η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση είχε ενώπιον της πρόσθετη Βεβαίωση από τον Ελεγκτικό Οίκο Deloitte Ltd, στην οποία επεξηγείτο περαιτέρω η θέση που κατείχε το ΕΜ, μεταξύ 1.3.90-31.1.92. Κατά την κρίση μου δεν χρειαζόταν να γίνει πρόσθετη έρευνα, εφόσον η Βεβαίωση ήταν σαφής. Το γεγονός ότι το ΕΜ σε αιτήσεις που έκαμε το 1991 για δύο άλλες θέσεις (Βοηθού Φοροθέτη, 2ης Τάξης και Τελωνειακού Λειτουργού, 3ης τάξης) ανέφερε ότι η θέση που κατείχε ήταν «Λογιστής-Ελεγκτής με μηνιαίο μισθό ΛΚ 300» δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Ενδεχομένως για τις συγκεκριμένες θέσεις να μην απαιτείται να δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες. Όμως στην παρούσα περίπτωση και αφού το πλεονέκτημα κατέστη επίδικο θέμα μετά την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ΕΜ έθεσε ενώπιον της ΕΔΥ πρόσθετη συμπληρωματική Βεβαίωση παρέχοντας περισσότερες λεπτομέρειες. Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της τη Βεβαίωση ενός μεγάλου λογιστικού Οίκου και δεν βλέπω πώς ξέφυγε των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας με το να δεχθεί το περιεχόμενο της Βεβαίωσης. Κατά την άποψή μου, δεν ήταν αναγκαίο να διεξαχθεί νέα έρευνα, η οποία στην ουσία θα αποσκοπούσε στο να αμφισβητήσει τη Βεβαίωση ενός λογιστικού οίκου. Σύμφωνα με το άρθρο 45(2) του Νόμου 158(Ι)/99, η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και εναπόκειται σε αρμόδιο διοικητικό όργανο να επιλέξει τον ενδεδειγμένο τρόπο διεξαγωγής της. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν εύλογη η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Από τη στιγμή που η διετής πείρα του ΕΜ με τον Ελεγκτικό Οίκο Χρυσάνθου και Χριστοφόρου θεωρηθεί ως πείρα σε υπεύθυνη θέση, η συνολική πείρα του ξεπερνά τα 13 έτη, οπότε δεν τίθεται θέμα διπλής προσμέτρησης της.
Κατά πόσον η απόφαση της ΕΔΥ, είναι αποτέλεσμα πλάνης ως προς την υπεροχή του ΕΜ και έλλειψης αιτιολογίας - Λόγοι ακύρωσης 1, 3, 4 και 5
Η ΕΔΥ αιτιολογώντας την απόφαση της κατά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, ανέφερε τα εξής:-
«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης.
Η Επιτροπή, σ' ό,τι αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους, έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, καθώς και την αρχαιότητά τους.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων, υπέρ της Κολοκασίδου Παναγιώτας και αντ' αυτής επέλεξε τον ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ανδρέα, ο οποίος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, και, αφού τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο, αποφάσισε να του προσφέρει διορισμό στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, από 1.2.08.
Επιλέγοντας τον Γρηγορίου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο από τους λοιπούς υποψηφίους επίπεδο, και διαθέτει το πλεονέκτημα που προνοεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Επίσης, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο επιλεγείς διαθέτει επιπρόσθετο προσόν, Master in Public Sector Management, C.I.I.M., το οποίο, παρόλο που δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα/πρόσθετο προσόν, είναι σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.
Επιλέγοντας τον Γρηγορίου, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι και η υποψήφια Κολοκασίδου Παναγιώτα διαθέτει το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης. Ωστόσο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε σε ελαφρά χαμηλότερο επίπεδο (Σχεδόν εξαίρετη) από τον επιλεγέντα στην ενώπιον της προφορική εξέταση.
.............................
Η Επιτροπή κατέληξε στην επιλογή του Γρηγορίου, έχοντας υπόψη σχετική επί του θέματος νομολογία, σύμφωνα με την οποία σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις αποκτά αυξημένη βαρύτητα, γιατί η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης προϋποθέτει υποψηφίους που διαθέτουν προσωπικότητα καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες. (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδης κ.ά. 3(Στ) Α.Α.Δ. 4316). (Συνεκδ. υποθέσεις 70/2005, 73/2005, 1385/2005, 71/2005, 72/2005 και 137/2005, ημερ. 21.11.07).»
Ο δικηγόρος της Αιτήτριας εισηγήθηκε ότι η απόφαση της ΕΔΥ περί υπεροχής του ΕΜ είναι πεπλανημένη, αφού η Αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα και κατ' επέκταση και σε πείρα, καθώς και σε αξία λόγω της υπέρ της σύστασης του Προϊσταμένου. Στα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσοι ή με μικρή διαφορά.
Από την άλλη, οι δικηγόροι των Καθ' ων η αίτηση και του ΕΜ τόνισαν ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, αφού ισοβαθμεί με το ΕΜ σε αξία και στην κατοχή του πλεονεκτήματος, ενώ υπάρχει η οριακή διαφορά του ΕΜ στην προφορική εξέταση και στην κατοχή Master, τα οποία έχουν τη δική τους σημασία καθότι η θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία. Ως προς την υπέρ της Αιτήτριας σύσταση του Προϊσταμένου, αυτή, ανέφεραν οι δύο συνήγοροι, είναι περιορισμένης αξίας, εφόσον πρόκειται για αναιτιολόγητη σύσταση δυνάμει του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90.
Από την υπηρεσιακή εικόνα, προκύπτει ότι οι δύο υποψήφιοι δεν είχαν μεταξύ τους μεγάλες διαφορές, γι' αυτό και το έργο της ΕΔΥ δεν ήταν εύκολο. Σε δύο σημεία, βαθμολογημένη αξία και κατοχή του πλεονεκτήματος, η Αιτήτρια και το ΕΜ ήταν ίσοι. Σε δύο άλλα σημεία, ήταν σχεδόν ισοδύναμοι αφού στην προφορική εξέταση το ΕΜ βαθμολογήθηκε με «Εξαίρετος», ενώ η Αιτήτρια με «Σχεδόν Εξαίρετη», ενώ το ΕΜ υπερείχε οριακά και σε προσόντα, αφού κατείχε επιπλέον ένα Master το οποίο κρίθηκε συναφές με τη θέση. Όμως η Αιτήτρια είχε υπέρ της τη σύσταση του Προϊσταμένου και υπερείχε σε αρχαιότητα, τόσο σε χρονική διάρκεια, όσο και σε μισθολογική κλίμακα και μάλιστα στη θέση Πρώτου Λειτουργού, η οποία είναι η αμέσως προηγούμενη από την επίδικη.
Η ΕΔΥ σημειώνει τις πιο πάνω διαφορές μεταξύ των μερών, όμως υποβιβάζει χωρίς έρευνα και χωρίς σχεδόν καθόλου αιτιολογία, την υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα. Είναι γεγονός ότι η αρχαιότητα σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία δεν είναι ουσιώδους σημασίας. Όμως εδώ η Αιτήτρια είχε αρχαιότητα κατά 5 χρόνια και η ΕΔΥ δεν μπορούσε να την προσπεράσει με μια μονολεκτική αναφορά με την οποία δεν προσδιορίζεται τι τελικά λήφθηκε υπόψη. Χωρίς δέουσα αιτιολογία είναι και ο παραγκωνισμός της σύστασης του Προϊσταμένου από την ΕΔΥ. Η σύσταση δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη, επειδή η θέση ήταν θέση Προαγωγής και Πρώτου Διορισμού. Παρά ταύτα, η ΕΔΥ όφειλε όχι μόνο να συνυπολογίσει το στοιχείο αυτό, αλλά και να αιτιολογήσει δεόντως γιατί τελικά «δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή». Η ΕΔΥ φαίνεται λόγω έλλειψης έρευνας, να πλανήθηκε ως προς τα στοιχεία κρίσης, με αποτέλεσμα η αιτιολογία της να μην είναι η δέουσα. Η θέση ήταν όντως ψηλά στην ιεραρχία. Η Αιτήτρια και το ΕΜ ήταν σε ορισμένα σημεία ίσοι, σε άλλα υπήρχε ελαφρά υπεροχή του ΕΜ, ενώ σε δύο σημεία φαίνεται από τους φακέλους να υπήρχε υπεροχή της Αιτήτριας. Όμως η υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της υπόθεσης, χρειαζόταν όχι μόνο αξιολόγηση της σημασίας που θα έπρεπε να της δοθεί, αλλά και λεπτή στάθμιση και συνυπολογισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία στα οποία υπήρχαν διαφορές, είτε οριακές, είτε άλλως πως. Με τον ίδιο τρόπο έπρεπε να σταθμιστεί και η υπέρ της Αιτήτριας σύσταση του Προϊσταμένου.
Λόγω του ότι η θέση ήταν ψηλά στην ιεραρχία, η ΕΔΥ είχε όντως ευρεία διακριτική ευχέρεια για το πώς θα αξιολογούσε και πώς θα στάθμιζε τις οριακές και άλλες διαφορές. Δεν το έπραξε όμως, με αποτέλεσμα η αιτιολογία που έδωσε να είναι ελλιπής και να μη μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης. Από το περιεχόμενο της τελευταίας παραγράφου της απόφασης της, η ΕΔΥ φαίνεται να θεωρεί ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις αποκτά αυξημένη βαρύτητα. Η νομολογιακή αρχή είναι ορθή, αλλά η οριακή διαφορά στην προφορική εξέταση, θα έπρεπε να σταθμιστεί με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης για τα οποία η θέση της ΕΔΥ, όπως έχω εξηγήσει, δεν ήταν σαφής, με ορατό και πάλιν, τον κίνδυνο πλάνης. Γι' αυτό εξάλλου και η κάθε πλευρά στις αγορεύσεις των δικηγόρων της, είχε μεγάλο πεδίο να πιθανολογεί ως προς την ορθή προσέγγιση και την ορθή συνεκτίμηση των διαφόρων παραγόντων.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος, με €1.400 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της Αιτήτριας.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς