ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
G E KRITIOTIS CO LIMITED ν. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1499/2009, 14/11/2012
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1500/2009)
23 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΡΗΤΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Ρ. Μακρίδου (κα), για τον Αιτητή.
Αρ. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση με την οποία ζητούν την καταβολή από μέρους του του ποσού €2.530,63 πλέον χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκων, δηλαδή συνολικά ποσό €3.396,36, ως ποσού επιβεβαίωσης δυνάμει του άρθρου 43, παράγραφος 4 του Δέκατου Παραρτήματος των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 έως 2009.
Ο αιτητής ενεγράφη στο Μητρώο Φ.Π.Α. από την 1.7.2006, όταν ανέλαβε από εταιρεία ως δρώσα οικονομική μονάδα, καφέ - εστιατόριο. Λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Πάφου, ασκώντας τις εξουσίες τους με βάση το Νόμο, πραγματοποίησαν επίσκεψη ελέγχου στην επιχείρησή του ο οποίος και ολοκληρώθηκε στις 30.10.2007.
Ελέγχθηκαν οι φορολογικές περίοδοι από 1.7.2006 μέχρι 30.6.2007, με σκοπό να διαπιστωθεί η ορθότητα των φορολογικών δηλώσεων που είχε υποβάλει στην ΄Εφορο Φ.Π.Α. σε σχέση με τα βιβλία και αρχεία που τηρούσε για τις συγκεκριμένες φορολογικές περιόδους.
Ο έλεγχος διαπίστωσε ότι ο αιτητής δεν δημιούργησε και δεν ενημέρωνε λογιστικά και άλλα αρχεία για σκοπούς απόδοσης του Φ.Π.Α. και κατά συνέπεια δεν διαφύλαξε και δεν διατήρησε αρχεία ενημερωμένα, σε σχέση με τιμολόγια αγορών, τιμολόγια πωλήσεων, ετήσια απογραφή των περιουσιακών στοιχείων και αποθεμάτων της επιχείρησής του, καθώς και αρχείο για τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης που διατίθενται για ιδιωτική χρήση ή παρέχονται ως δώρα.
Λόγω της μη τήρησης των σχετικών αρχείων, δεν ήταν δυνατό να υπολογιστεί ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου και το ποσό του φόρου που δύναται να εκπέσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2(α) της Γνωστοποίησης, που εκδόθηκε βάσει του Κανονισμού 22(2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών του 2001 έως 2007.
Οι αρμόδιοι λειτουργοί του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Πάφου ως αποτέλεσμα αξιολόγησής τους με τη μέθοδο του περιθωρίου κέρδους με βάση την πώληση μπύρας και της σχέσης των πωλήσεων μπύρας προς τις συνολικές πωλήσεις της επιχείρησης, έκριναν ότι οι εκροές που δηλώθηκαν από τον αιτητή ήταν αναξιόπιστες, ενώ είχε διαπιστωθεί σημαντική απόκλιση μεταξύ των δηλωθέντων εκροών στις φορολογικές δηλώσεις με τις αναμενόμενες εκροές της επιχείρησης.
Σύμφωνα με το άρθρο 20(2) του Νόμου, κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο δικαιούται κατά το τέλος κάθε καθορισμένης φορολογικής περιόδου να εκπέσει τόσο ποσό του φόρου εισροών του, όσο είναι επιτρεπόμενο δυνάμει του άρθρου 21 και ύστερα να αφαιρέσει το ποσό αυτό από οποιοδήποτε φόρο εκροών που είναι οφειλόμενος από αυτό. Επομένως, σύμφωνα με τους καθ΄ ων η αίτηση, ο αιτητής είχε απωλέσει το δικαίωμά του να εκπέσει οποιοδήποτε ποσό φόρου εισροών, αφού δεν μπορούσε να αποδειχτεί και να προσδιοριστεί με νόμιμα έγγραφα ο φόρος εισροών που καταχώρησε στις υποβληθείσες φορολογικές δηλώσεις.
Οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. επέτρεψαν να λογιστεί ως φόρος εισροών αυτός που αναλογεί για τις αγορές μπύρας, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για να υπολογίσουν τις αναμενόμενες εκροές της επιχείρησης. Ο φόρος εισροών που υπολογίστηκε ότι δεν μπορεί να εκπέσει ανερχόταν σε €1.040,50.
Η ΄Εφορος Φ.Π.Α. έκρινε ότι οι δηλώσεις που είχε υποβάλει ο αιτητής σε σχέση με τις συγκεκριμένες περιόδους ανωτέρω ήταν ελλιπείς και ανακριβείς και ως εκ τούτου προχώρησε στη βεβαίωση φόρου εκροών κατά την καλύτερη κρίση της, σύμφωνα με το άρθρο 49(1) του Νόμου. Η ΄Εφορος βεβαίωσε ακόμα το φόρο εισροών που δεν έπρεπε να πιστωθεί ή να καταβληθεί και στη συνέχεια ειδοποίησε τον αιτητή ότι όφειλε να καταβάλει φόρο ύψους €3.366,95.
Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση η οποία θεωρήθηκε ως εκπρόθεσμη και όταν επανήλθε μέσω του δικηγόρου του με αίτημα την επανεξέταση της βεβαίωσης φόρου ημερ. 23.11.2007, η ΄Εφορος, άνκαι απέρριψε την ένσταση λόγω εκπροθέσμης υποβολής της, προχώρησε και αποφάσισε να εξετάσει το αίτημα που είχε υποβάλει ο αιτητής ως αμφισβήτηση και όχι ως ένσταση με βάση το άρθρο 51Α του Νόμου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής, προηγουμένως είχε αποταθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ζήτησε τη δική του παρέμβαση για να εξεταστεί η εκπρόθεσμη ένστασή του.
Το θέμα ανατέθηκε σε άλλο λειτουργό του Επαρχιακού Γραφείου Φ.Π.Α. Πάφου, ο οποίος σε συνεργασία με το λογιστή του αιτητή και αφού εξέτασε τους ισχυρισμούς του, κατέληξε ότι η σχέση πώλησης μπύρας προς τις συνολικές πωλήσεις της επιχείρησης ανερχόταν σε ποσοστό 16.74% αντί 13.60% που είχε υιοθετηθεί κατά την έκδοση της βεβαίωσης φόρου ημερομηνίας 23.11.2007. Ως εκ τούτου, η ΄Εφορος Φ.Π.Α. προέβη σε μείωση της βεβαίωσης φόρου εκροών και στη συνέχεια ειδοποίησε τον αιτητή ότι όφειλε να καταβάλει φόρο ύψους €2.530,63. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Εφόρου στρέφεται και η παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας. Υποστηρίζει ότι δεν δίδεται καμιά αιτιολογία, δεν εξηγείται γιατί τα στοιχεία του είχαν κριθεί αναξιόπιστα.
Αντίθετα, οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και ότι ελήφθη ύστερα από δέουσα έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση στοιχείων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ στην προσφυγή αναφέρονται και διάφοροι άλλοι λόγοι ακύρωσης, με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής προώθησε μόνο τους λόγους που αναφέραμε, κίνηση την οποία εκλαμβάνω ως εγκατάλειψη των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Όπως σημειώνει και η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, όταν ο αιτητής ειδοποιήθηκε σχετικά με τον έλεγχο των βιβλίων του, προσκόμισε μόνο ένα λογιστικό βιβλίο με τίτλο cash book, στο οποίο αναγράφονταν οι εισπράξεις μόνο που αφορούσαν τη συγκεκριμένη εταιρεία, αναφέροντας ότι δεν διατηρούσε άλλα βιβλία, διότι ο λογιστής του, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αποβιώσει, τα είχε καταστρέψει.
Οι λειτουργοί οι οποίοι διενήργησαν τον έλεγχο διαπίστωσαν ότι δεν ετηρείτο κανένα βιβλίο ή αρχείο, ούτε βιβλίο αποθεμάτων, αλλά ούτε και στοιχεία σχετικά με τη διακύμανση των αποθεμάτων όπως απαιτείται από τη νομοθεσία. Ακόμα δεν τηρούνταν αρχεία για τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης τα οποία διατίθενται για ιδιωτική χρήση ή ως δώρα, ενώ διαπιστώθηκε ότι τα έντυπα παραγγελιών δεν φυλάγονταν.
Με τη χρήση της μεθόδου του περιθωρίου κέρδους της μπύρας και της σχέσης μπύρας προς το σύνολο, για σκοπούς αξιοπιστίας των εκροών που δηλώθηκαν, διαπιστώθηκε σημαντική απόκλιση μεταξύ των δηλωθεισών εκροών και των αναμενομένων.
Έτσι κρίθηκε ότι δεν καταχωρούνταν όλες οι εισπράξεις και ότι δεν υπήρχαν τα αρχεία που απαιτούνται για τον έλεγχο της ορθότητας του φόρου εκροών και εισροών, με αποτέλεσμα να καταλήξουν ότι οι εκροές που είχαν δηλωθεί από τον αιτητή δεν ήταν αξιόπιστες.
Λόγω των ανωτέρω οι ελεγκτές εκτύπωσαν από την ταμειακή μηχανή το λεγόμενο ΧΧ report, πάνω στο οποίο βασίστηκαν για να προχωρήσουν σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των εκροών και του φόρου εκροών, ο οποίος ανήλθε στις £1.361,61.
Όπως είδαμε και πιο πάνω, ο λειτουργός που εξέτασε την αμφισβήτηση που κατέθεσε ο αιτητής, κατέληξε να αποδώσει μεγαλύτερο ποσοστό πώλησης μπύρας προς τις συνολικές πωλήσεις της επιχείρησης, με αποτέλεσμα να μειώσει και τον οφειλόμενο φόρο σε €2.530,63.
Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι η εξέταση της υπόθεσης ήταν αναλυτικότατη και προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι οι καθ΄ων η αίτηση διενήργησαν πλήρη και ενδελεχή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων, τόσο αυτών που είχε προσκομίσει ο αιτητής, όσο και των άλλων που προέκυψαν από την έρευνα των λειτουργών της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. και στα οποία έγινε η αντίστοιχη υπαγωγή στην εφαρμοζόμενη νομοθετική πρόνοια.
Ο αιτητής δεν αμφισβήτησε τη μέθοδο υπολογισμού του οφειλόμενου φόρου και τις λογιστικές διεργασίες που ακολουθήθηκαν, αλλά μόνο την αναλογία πώλησης μπύρας προς τις συνολικές πωλήσεις λόγω του ότι στο συνολικό ποσό είχαν συμπεριληφθεί και επτά λανθασμένα κτυπήματα στη μηχανή, τα οποία αφορούσαν φαγητά, καθώς και το ποσοστό μπύρας που δεν πωλήθηκε. Τα θέματα αυτά, εκτός του ότι διορθώθηκαν με τη δεύτερη απόφαση του λειτουργού, συνιστούν και θέματα τεχνικής φύσης τα οποία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη νομολογία, η ευχέρεια του δικαστηρίου για παρέμβαση, περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν επεμβαίνει στην κρίση του οργάνου όταν η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Δεν επεμβαίνει ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης, εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Η εκτίμηση των γεγονότων από τον ΄Εφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 106, 110).
Εν όψει όλων των πιο πάνω, είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας θα πρέπει να απορριφθεί.
Εξ ίσου αβάσιμο είναι και το επιχείρημα του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας. Τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση, όσο και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, αλλά και το σύνολο της διοικητικής ενέργειας προκύπτουν με σαφήνεια και με τρόπο που καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, τα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία η διοίκηση βάσισε την κρίση της. Εκτίθενται δηλαδή οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και τα κριτήρια με τα οποία ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια των καθ΄ ων η αίτηση.
Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ακόμα ότι σύμφωνα με το άρθρο 34 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 έως 2000 και το άρθρο 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 έως 2008, σε περίπτωση κατά την οποία ο ΄Εφορος Φ.Π.Α. κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν από οποιοδήποτε πρόσωπο είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, ο ΄Εφορος δύναται να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό του Φ.Π.Α. που είναι οφειλόμενο από το πρόσωπο αυτό και να του γνωστοποιήσει το ποσό.
Στην υπόθεση Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21, επισημάνθηκε ότι ο ΄Εφορος Φ.Π.Α., νομιμοποιείται να ασκήσει τις εξουσίες του δυνάμει του άρθρου 34(1), αν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της νομοθετικής διάταξης. Νομιμοποιείται δηλαδή να επέμβει αν ο φορολογούμενος παραλείπει να υποβάλει τις απαιτούμενες από το νόμο φορολογικές δηλώσεις ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή αρνείται την παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων ή υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις οι οποίες είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα.
Εκτός της περίπτωσης παράλειψης του φορολογούμενου να υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις που η ύπαρξή της διαπιστούται αντικειμενικά, οι λοιπές προϋποθέσεις επαφίενται στην κρίση του Εφόρου. Αν πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις ή οποιεσδήποτε από αυτές τότε ο ΄Εφορος έχει εξουσία να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά το καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του.
Στην παρούσα περίπτωση, εκτός του ότι ο αιτητής δεν τηρούσε κανένα βιβλίο ή αρχείο σχετικά με τις δραστηριότητες της επιχείρησής του, με τη χρήση της μεθόδου περιθωρίου κέρδους προέκυψε σημαντική απόκλιση μεταξύ των δηλωθεισών εκροών και των αναμενομένων. Γι΄ αυτό η ΄Εφορος έκρινε ότι οι εκροές και ο φόρος εκροών που δήλωσε στις φορολογικές του δηλώσεις ήταν ανακριβείς και περιείχαν σφάλματα. Συνεπώς προχώρησε κατά την κρίση της και κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στον υπολογισμό των εκροών και του φόρου εκροών, καθώς και στον υπολογισμό του φόρου εισροών.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ