ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Kυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Mαρίλια Παντζαρή Eλισσαίουκαι Άλλων (2003) 3 ΑΑΔ 168
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.1436/2009)
2 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ROWENA BURLENGHI ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Δ. Νικολάτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι κάτοχος του τίτλου Laurea in Lingue e Letterature Straniere, Indirizzo: Storico - Culture, τον οποίο απέκτησε από το πανεπιστήμιο της Μπολώνιας, Ιταλίας. Στις 21.7.2008 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Ισπανικών.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης καθηγητή, για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Ισπανικών, είναι απαραίτητο όπως ο αιτητής κατέχει πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει.
Οι καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής «η Επιτροπή»), μελέτησαν την αίτηση της αιτήτριας και στις 3.10.2008 αποφάσισαν να την απορρίψουν γιατί η αιτήτρια, σε σύνολο είκοσι μαθημάτων, είχε παρακολουθήσει κατά τη διάρκεια των σπουδών της μόνο τρία μαθήματα στην ειδικότητα ισπανικής γλώσσας.
Μετά την ανάρτηση του πίνακα διοριστέων καθηγητών Ισπανικών στις 27.2.2009 και στον οποίο δεν περιλήφθηκε το όνομά της, η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση ισχυριζόμενη ότι κατείχε το ενδεδειγμένο για τη διδασκαλία της Ισπανικής γλώσσας στην Ιταλία δίπλωμα.
Η Επιτροπή, προκειμένου να διαπιστώσει την ορθότητα του πιο πάνω ισχυρισμού, επικοινώνησε με τις αρμόδιες εκπαιδευτικές αρχές της Ιταλίας, μέσω του συστήματος ΙΜΙ (Internal Market Information System) ζητώντας σχετική πληροφόρηση.
Σύμφωνα με την απάντηση του συστήματος ΙΜΙ, ο τίτλος που κατέχει η αιτήτρια δεν την καθιστά προσοντούχο για διορισμό και διδασκαλία της Ισπανικής γλώσσας σε σχολεία της Ιταλίας. Για να θεωρηθεί προσοντούχος θα πρέπει να αποκτήσει συμπληρωματικό δίπλωμα εξειδίκευσης διετούς διάρκειας.
Εν όψει των πιο πάνω στοιχείων η Επιτροπή εξέτασε την ένσταση της αιτήτριας σε δύο συνεδρίες και τελικά αποφάσισε να την απορρίψει. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι αφού το σχέδιο υπηρεσίας ικανοποιείται με την κατοχή ισότιμου προσόντος, ήταν θέμα έρευνας για την Επιτροπή να εξετάσει αν ήταν ισότιμο το πτυχίο της, κάτι που δεν έγινε. Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας ήταν αρκετό για να διοριστεί κάποιος ως καθηγητής γλώσσας να κατέχει πανεπιστημιακό πτυχίο που πρέπει να είναι αναγνωρισμένο στη χώρα του πανεπιστημίου που το έχει εκδώσει και να έχει εκ του πτυχίου αυτού τη δυνατότητα να διδάξει τη γλώσσα. Αν η διοίκηση, συνεχίζει η αιτήτρια, δεν προβεί σε δέουσα έρευνα στερείται γνώσης ουσιαστικών γεγονότων, οπότε τούτο αποτελεί πλάνη περί τα πράγματα.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, ουδείς διορίζεται ως εκπαιδευτικός λειτουργός εκτός εάν, μεταξύ άλλων, κέκτηται τα προσόντα τα οποία καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση στην οποία πρόκειται να γίνει ο διορισμός.
Πριν καταλήξει στην απόφασή της η Επιτροπή κατέφυγε στο ιταλικό Υπουργείο Παιδείας, μέσω του συστήματος ΙΜΙ. Το ΙΜΙ είναι μία ασφαλής ηλεκτρονική εφαρμογή η οποία διευκολύνει τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές να επικοινωνούν γρήγορα με τους ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη. Βοηθά τους χρήστες να βρουν την αρμόδια αρχή με την οποία θα επικοινωνήσουν σε άλλο κράτος μέλος.
Έτσι η Επιτροπή υιοθετώντας τη θέση του ιταλικού Υπουργείου Παιδείας, κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν κατείχε τα προσόντα για να εγγραφεί στον πίνακα διοριστέων καθηγητών ειδικότητας Ισπανικών.
Πολύς λόγος έγινε από την αιτήτρια για τη παράλειψη της Επιτροπής να καταφύγει στο ΚΥΣΑΤΣ, αρμόδιο όργανο για την αναγνώριση πτυχίων. Επίσης κατέθεσαν έγγραφο το οποίο εξασφάλισαν από την Πρεσβεία της Ιταλίας στη Λευκωσία, σύμφωνα με το οποίο η αιτήτρια δικαιούται να διοριστεί ως αντικαταστάτρια καθηγήτρια ή με προσωρινό συμβόλαιο. Για να καταστεί καθηγήτρια πλήρως η αιτήτρια, σύμφωνα πάντα με το ίδιο πιστοποιητικό, θα πρέπει να παρακολουθήσει συγκεκριμένο πρόγραμμα.
Σε συμφωνία με τους καθ΄ ων η αίτηση, καταλήγω ότι αρμόδιο όργανο στην Ιταλία για την παρούσα περίπτωση είναι το Υπουργείο Παιδείας και όχι βέβαια η πρεσβεία της στη Λευκωσία, το πιστοποιητικό της οποίας, εν πάση περιπτώσει, δεν λέει κάτι διαφορετικό από την πληροφόρηση που είχε η Επιτροπή. Ως προς το ΚΥΣΑΤΣ, πράγματι, το συγκεκριμένο ίδρυμα ασχολείται με θέματα ακαδημαϊκών προσόντων, ενώ στην παρούσα περίπτωση το θέμα που τίθεται είναι η κατοχή επαγγελματικών προσόντων. Η αιτήτρια, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής, δεν έχει πλήρως αναγνωρισμένα επαγγελματικά προσόντα στην Ιταλία.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διεξαγωγή έρευνας από τη διοίκηση, ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρειά της (Δημοκρατία κ.α. ν. Ελισσαίου κ.α. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168, Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270).
Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.
Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν επεμβαίνει στην κρίση της διοίκησης, εκτός αν η απόφαση στην οποία κατέληξε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η υπόθεση Ψύρρας ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υποθ. Αρ. 1204/2008, ημερ. 19.2.2010, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος της αιτήτριας, διαφέρει ουσιωδώς, αφού εκεί ο αιτητής κατέθεσε, εκτός από το πτυχίο του, και πιστοποίηση του ιταλικού οργανισμού RUI, CIMEA, σύμφωνα με το οποίο οι πτυχιούχοι που κατέχουν το πτυχίο που κατείχε ο αιτητής μπορούν να διδάξουν την ιταλική γλώσσα και φιλολογία, πράγμα που δεν ισχύει στην περίπτωση της αιτήτριας.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ακόμα ότι η επίδικη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αιτιολογία διοικητικής πράξης μπορεί να βρεθεί τόσο στην ίδια την απόφαση, όσο και στα στοιχεία των διοικητικών φακέλων. Στην παρούσα περίπτωση, η αιτιολογία ήταν επαρκής, αφού η αιτήτρια δεν κατείχε τα απαραίτητα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για διδαχή της ισπανικής γλώσσας.
Ως προς τον ισχυρισμό της ότι προσελήφθη ως καθηγήτρια με βάση τα προσόντα της για διδαχή στα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης του Υπουργείου Παιδείας, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτήτρια απέτυχε να παρουσιάσει οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει τον πιο πάνω ισχυρισμό. Εξ άλλου, ακόμα κι΄ αν έτσι έχουν τα πράγματα, η αιτήτρια δεν ικανοποιεί τα κριτήρια του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας για εγγραφή της στον πίνακα διοριστέων και συνεπώς δεν έχει τα προσόντα.
Τέλος η αιτήτρια υποστηρίζει ότι εσφαλμένα η Επιτροπή δεν έλαβε υπ΄ όψιν και/ή παραβίασε την Ευρωπαϊκή Οδηγία 89/48/ΕΟΚ και τους Νόμους 179(Ι)/2002 και 129(Ι)/2003.
Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Οδηγία έχει ενσωματωθεί στο εθνικό μας δίκαιο, δεν μπορεί να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε αυτή, αλλά μόνο στο σχετικό νόμο που ενσωμάτωσε την Οδηγία.
Η πιο πάνω Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ημερ. 21.12.1988, σκοπό είχε την εγκαθίδρυση ενός γενικού συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, των πτυχίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών. Για σκοπούς εναρμόνισης της κυπριακής νομοθεσίας με την πιο πάνω Οδηγία, υιοθετήθηκε ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος του 2002, Ν.179(Ι)/2002, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 27.9.2002.
Με την πιο πάνω νομοθεσία υιοθετείται η θεμελιώδης αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε επαγγελματίας, ο οποίος έχει τα προσόντα για την άσκηση ενός επαγγέλματος σ΄ ένα κράτος μέλος, έχει τα δικαίωμα αναγνώρισης του διπλώματός του για να ασκήσει το ίδιο επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος.
Για σκοπούς επαγγελματικής αναγνώρισης, το άρθρο 1 της Οδηγίας ορίζει τον όρο «δίπλωμα» ως δίπλωμα από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του έχει περατώσει με επιτυχία την επαγγελματική εκπαίδευση που απαιτείται, επιπλέον του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών και από το οποίο προκύπτει ότι ο κάτοχός του διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να αναλάβει ή να ασκήσει επάγγελμα που είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο στο εν λόγω κράτος μέλος.
Η αιτήτρια δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Σε κανένα από τα επισυναπτόμενα στην αίτησή της αλλά και στο διοικητικό φάκελο, γενικότερα στοιχεία, δεν φαίνεται ότι αυτή διαθέτει πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα στην Ιταλία. Δεν αποδεικνύεται ότι το πτυχίο που διαθέτει της παρέχει δικαίωμα πρόσβασης στο επάγγελμα της καθηγήτριας Ισπανικών ή διορισμού σε μόνιμη θέση. Ακριβώς το αντίθετο.
Με το προσόν που διαθέτει η αιτήτρια, ενδεχομένως να μπορεί να διδάξει ως αναπληρώτρια καθηγήτρια Ισπανικών αλλά το προσόν δεν την καθιστά προσοντούχο για διορισμό σε μόνιμη θέση καθηγήτριας ισπανικής γλώσσας και φιλολογίας σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Ιταλίας, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της για παράβαση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Οδηγίας.
Δεν έχει αμφισβητηθεί ο χαρακτήρας των προσόντων της αιτήτριας, αλλά η Επιτροπή αποφάσισε ότι από το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών, η αιτήτρια, έχοντας παρακολουθήσει μόνο τρία μαθήματα στην ειδικότητα ισπανικής γλώσσας σε σύνολο είκοσι μαθημάτων, δεν έχει τα προσόντα που προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Για να θεωρηθεί προσοντούχος θα πρέπει να αποκτήσει συμπληρωματικό δίπλωμα εξειδίκευσης διετούς διάρκειας.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ