ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1063/2011)
5 Οκτωβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής εκτίει ποινές ισόβιας φυλάκισης οι οποίες είχαν επιβληθεί στον ίδιο και στον συγκατηγορούμενό του Αντώνη Προκοπίου Κίτα, άλλως Αλ Καπόνε, σε δύο υποθέσεις. Συγκεκριμένα, στην Υπόθεση αρ. 18768/1993 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας είχε επιβληθεί στον αιτητή κατά την 30.3.1994 ποινή ισόβιας φυλάκισης για τον εκ προμελέτης φόνο γυναίκας από την Ουκρανία. Στις 18.8.1994 του επιβλήθηκε άλλη ποινή ισόβιας φυλάκισης στην Υπόθεση αρ. 30440/1993, από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, και πάλι για αδίκημα φόνου εκ προμελέτης άλλης γυναίκας.
Στις 26.10.2010 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ΄ Αδεία (το "Συμβούλιο"), ζητώντας την αποφυλάκισή του επ΄ αδεία, δυνάμει των προνοιών του περί Φυλακών (Τροποποιητικού Νόμου) του 2009 [Νόμος αρ. 37(Ι)/2009].
Το Συμβούλιο, επιλαμβανόμενο της αίτησης του αιτητή, απευθύνθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ζητώντας τη γνωμάτευσή του ως προς τη δυνατότητα υποβολής και εξέτασης της αίτησης, στο χρονικό σημείο της έκτισης των ποινών του αιτητή, κατά το οποίο υποβλήθηκε.
Το Συμβούλιο, αφού έλαβε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ενήργησε στη βάση της, αποφασίζοντας κατά την 24.5.2011 ότι, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, για να εδικαιούτο ο αιτητής να υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης, θα έπρεπε να είχε εκτίσει τουλάχιστον 25 έτη φυλάκισης και, συνακόλουθα, απέρριψε την αίτηση ως πρόωρη.
Τη νομιμότητα αυτής της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής, ζητώντας την ακύρωση της.
Όπως είναι γνωστό, με τις πρόνοιες του περί Φυλακών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2009 [Νόμος αρ. 37(Ι)/2009], εγκαθιδρύθηκε το Συμβούλιο στο οποίο εναποτέθηκε καθήκον και εξουσία να εξετάζει και αποφασίζει επί αιτημάτων κρατουμένων για την υπό όρους αποφυλάκισή τους επ΄ αδεία για συνέχιση της έκτισης της ποινής τους ως προς το εναπομείναν μέρος της, εκτός των Φυλακών.
Επίμαχο εδώ άρθρο, το οποίο αναφέρεται και σε κρατουμένους οι οποίοι εκτίουν ποινή ισόβιας φυλάκισης, είναι το άρθρο 14 του περί Φυλακών Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
"14Α(1) Κρατούμενος που έχει εκτίσει το ήμισυ της ποινής φυλάκισής του η οποία υπερβαίνει τα δύο έτη ή που καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας φυλάκισης και έχει εκτίσει τουλάχιστον δώδεκα έτη της ποινής, δικαιούται να υποβάλει απευθείας στο Συμβούλιο Αποφυλάκισης γραπτό αίτημα για την υπό όρους αποφυλάκισή του επ΄ αδεία, για συνέχιση της έκτισης της ποινής του για το εναπομένον μέρος αυτής εκτός των Φυλακών.
..........................................................................................
14Β(1) Αίτημα για επ΄ αδεία αποφυλάκιση όπως προβλέπεται στο Άρθρο 14Α δικαιούται επίσης να υποβάλει -
(α) κρατούμενος που έχει εκτίσει τουλάχιστον είκοσι πέντε έτη φυλάκισης από ποινές ισόβιας φυλάκισης του που τρέχουν διαδοχικά........"
Ερμηνεύοντας τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, κατόπιν και της ληφθείσας γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το Συμβούλιο προσέγγισε το αίτημα του αιτητή ως ακολούθως:
"Το Συμβούλιον εζήτησε Νομική γνωμάτευση από τον Γενικόν Εισαγγελέα, σχετικά με το θέμα αυτό. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση η οποία εδόθη, στη περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το εδάφιο (2) του Άρθρου 117 του περί Ποινικής Δικαιοσύνης Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι: «ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάσθηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».
Επομένως, εφ΄ όσο το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας δεν έχει διατάξει ότι η ποινή που επέβαλε, θα συντρέχει με τη προηγούμενη ποινή την οποία επέβαλε στις 30.03.94 το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, οι δύο ποινές δεν είναι συντρέχουσες, αλλά διαδοχικές.
Σύμφωνα με το Άρθρο 14Β (1) του περί Φυλακών (τροποποιητικού) Νόμου 37(1) του 2009, αίτημα για επ΄ αδεία αποφυλάκιση, δικαιούται επίσης να υποβάλει κρατούμενος που έχει εκτίσει τουλάχιστον είκοσι πέντε έτη φυλάκισης, από ποινές ισόβιας φυλάκισης του που τρέχουν διαδοχικά.
Για να δικαιούται λοιπόν ο αιτητής να υποβάλει αίτημα για επ΄ αδεία αποφυλάκιση θα πρέπει να εκτίσει τουλάχιστον είκοσι πέντε έτη φυλάκισης, γεγονός που δεν συμβαίνει, και ως εκ τούτου η αίτηση του απορρίπτεται χωρίς να εξετασθεί η ουσία της."
Ο αιτητής στη γραπτή αγόρευσή του δεν προέβαλε συγκεκριμένους και ξεχωριστούς λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά ανάπτυξε ενιαία επιχειρηματολογία, την οποία θα συνοψίσω στη συνέχεια.
Η επιχειρηματολογία την οποία προώθησε ο αιτητής.
Το άρθρο 117 του περί Ποινικής Δικονομίας, το οποίο επικαλέστηκε τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας όσο και το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο, προνοεί τα ακόλουθα:
"(2) Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά."
Είναι η εισήγηση του αιτητή ότι η ανωτέρω νομοθετική πρόνοια δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση καταδίκης με επιβολή ποινής δια βίου φυλάκισης σε δύο διαφορετικές ποινικές υποθέσεις. Διαφορετική ερμηνεία θα προκαλούσε ανυπέρβλητο πρακτικό πρόβλημα δεδομένου ότι, όπως έχει επεξηγηθεί στη νομολογία, ποινή φυλάκισης δια βίου σημαίνει μέχρι το τέλος της βιολογικής ζωής του κρατουμένου. Επομένως, είναι αδύνατο η δεύτερη και διαδοχική ποινή ισοβίων να θεωρείται ότι αρχίζει αμέσως μετά την έκτιση της πρώτης που χρονικά συμπίπτει με την ημερομηνία θανάτου του κρατουμένου.
Για να υποστηρίξει τις θέσεις του αυτές, ο αιτητής παρέπεμψε ενδεικτικά σε απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 5.2.1999 στην Ποινική Υπόθεση αρ. 31175/1987, Δημοκρατία ν. Ανδρέας Αριστοδήμου, στην οποία ηγέρθηκε και απασχόλησε το Δικαστήριο το θέμα του πότε χρονικά αρχίζει η έκτιση δεύτερης ποινής ισόβιας φυλάκισης.
Αναφορικά με τις προαναφερθείσες πρόνοιες του τροποποιητικού περί Φυλακών Νόμου στις οποίες και στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδιαίτερα η πρόνοια στο άρθρο 14Β(1) του Νόμου, η οποία αναφέρεται σε ποινές ισόβιας φυλάκισης οι οποίες τρέχουν διαδοχικά, είναι η εισήγηση του αιτητή ότι αυτή θα πρέπει να μη ληφθεί υπόψη, αφού δε συνάδει με το πνεύμα των προαναφερθέντων πρακτικών φύσεως επιχειρημάτων, και επειδή δε συνάδει ούτε και με τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου.
Από τη δική του πλευρά, ο καθ΄ ου η αίτηση, διαφωνώντας με τις πιο πάνω θέσεις, επιχειρηματολογεί υποβάλλοντας ότι, αφού και οι δύο καταδίκες του αιτητή είναι για ισόβια φυλάκιση, είναι γεγονός ότι πρακτικά η δεύτερη ποινή δε θα διαδεχθεί την πρώτη μετά την έκτισής της. Όμως, δεν παύουν παρά ταύτα να είναι καταδίκες για δύο ξεχωριστά σοβαρότατα, ποινικά αδικήματα. Οι διατάξεις του άρθρου 14Β του Νόμου είναι ξεκάθαρες και ο αιτητής θα πρέπει να υποβάλει την αίτησή του η οποία και θα μπορεί να εξετασθεί μετά τη συμπλήρωση 25 χρόνων φυλάκισης.
Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος. Οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις και ιδιαίτερα η επίμαχη πρόνοια στο άρθρο14Β(1) του περί Φυλακών Νόμου είναι ξεκάθαρες και αναμφίβολα εφαρμόζονται στην περίπτωση του παρόντος αιτητή. Στον αιτητή έχουν πράγματι επιβληθεί ποινές ισόβιας φυλάκισης οι οποίες είναι διαδοχικές, εφόσον δε διέταξε το Κακουργιοδικείο το αντίθετο, οπότε ο αιτητής δε νομιμοποιείται να αποτείνεται για αποφυλάκιση υπό όρους πριν από την έκτιση τουλάχιστον 25 ετών φυλάκισης. Και αν ακόμα υπήρχε δικαστική απόφαση η οποία να λέγει ή να υπονοεί κάτι το διαφορετικό, η οποία είχε εκδοθεί πριν από τη θέσπιση του Νόμου, είναι χωρίς αμφιβολία που η νομοθετική πρόνοια που δε συνάδει με την απόφαση, θα πρέπει να υπερισχύσει.
Σε καμιά περίπτωση μπορεί να αγνοείται μια ξεκάθαρη νομοθετική διάταξη, επειδή κατά τον ισχυρισμό δε συνάδει με δικαστική απόφαση. Αντίθετα, είναι δικαίωμα της νομοθετικής εξουσίας να νομοθετεί κατά το δοκούν, σε αντίθεση μάλιστα και ανατρέποντας δημιουργηθέν δεδικασμένο. Η δε νομοθεσία μπορεί μόνο να ελεγχθεί από το Δικαστήριο αναφορικά με τη συνταγματικότητά της εάν υπάρχει θέμα είτε παραβίασης πρόνοιας του Συντάγματος είτε διεθνούς σύμβασης, είτε βέβαια προνοιών του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι διατάξεις του άρθρου 14Β(1)(α) του Νόμου είναι ξεκάθαρες ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο ένας κρατούμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση για αποφυλάκιση επ΄ αδεία όταν αυτός, όπως εδώ ο αιτητής, καταδικάστηκε σε δύο ποινές φυλάκισης οι οποίες είναι διαδοχικές και όχι συντρέχουσες. Το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται όπως υπεισέλθει στην εξέταση θεμάτων που αφορούν τη δικαιότητα ή μη της νομοθεσίας, τη λογική της, ή τις πρακτικές συνέπειες που δυνατόν αυτή να έχει, σε περιπτώσεις όπως εδώ, όπου η πρόθεση και ο σκοπός του νομοθέτη είναι ξεκάθαρα και η νομοθεσία επιδέχεται μόνο μιας ερμηνείας. [Κουδουνάρη ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (1989) 3Γ ΑΑΔ 1362 και Ανδρέου ν. Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ΄ Αδεία, Υπόθεση αρ. 1026/2010, ημερομηνίας 31.5.2011].
Ο αιτητής μάλιστα, ο οποίος εδράζει τα επιχειρήματά του στη νομολογία και κατάσταση πραγμάτων που ίσχυε πριν την τροποποίηση του Νόμου, θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι πράγματι πριν από τη θέσπιση της επίμαχης τροποποίησης και στην απουσία της, δεν είχε ο ίδιος και άλλοι κρατούμενοι βρισκόμενοι στην ίδια θέση, καμιά προοπτική αποφυλάκισης ακριβώς διότι θα εξέτιαν φυλάκιση μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ενώ, με την επίμαχη τροποποίηση, δόθηκε δικαίωμα αποφυλάκισης επ΄ αδεία και τέθηκε ένα εύλογο χρονικό στάδιο στο οποίο να ασκείται.
Με αυτά τα δεδομένα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ