ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Xρίστου Θεοδόσης ν. Συμβουλίου Yδατοπρομήθειας Λάρνακας (1998) 3 ΑΑΔ 604
Μεστάνας Πέτρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 213
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Mάριου Παπαχριστοδούλουκαι Άλλης (2002) 3 ΑΑΔ 329
Pαδιοφωνικό Ίδρυμα Kύπρου ν. Nίκου Nικολάου (2006) 3 ΑΑΔ 303
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1061/2009 και 1172/2009)
8 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1061/2009)
ΜΙΧΑΗΛ ΣΠΥΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 1172/2009)
αγαπιοσ αγαπιου,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή στην Υπόθεση 1061/2009.
A. Πετουφάς, για τον Αιτητή στην Υπόθεση 1172/2009.
Στ. Μαξούτη (κα), για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Σοφοκλέους (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Αντώνη Παπαϊωάννου (και στις δύο Υποθέσεις).
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Χριστάκη Λαμπριανού (στην Υπόθεση 1061/2009).
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες προσφυγές αξιώνεται η ακύρωση της προαγωγής δύο ενδιαφερομένων μερών, του Αντώνη Παπαϊωάννου και Χριστάκη Λαμπριανού, στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού σε διαδικασία επανεξέτασης, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή Σπύρου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθεση υπ΄ αρ. 2206/06 κ.α., ημερ. 27.5.2009. Η προσφυγή 1172/2009 στρέφεται μόνο εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Αντώνη Παπαϊωάννου.
Στη συνεδρία του ημερομηνίας 22.5.1995 το Διοικητικό Συμβούλιο των καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής «το Συμβούλιο»), αποφάσισε την προαγωγή στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού, αριθμού Λιμενικών Λειτουργών 1ης Τάξης. Η απόφαση της Αρχής προσβλήθηκε από τους δύο αιτητές στις πιο πάνω προσφυγές και από άλλους υποψήφιους με προσφυγές που συνεκδικάστηκαν. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις προσφυγές και ακύρωσε τις προαγωγές των επιλεγέντων.
Στη συνεδρία του ημερομηνίας 6.7.1998 το Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων και αποφάσισε την προαγωγή αναδρομικά από τις 22.5.1995, πέντε υποψηφίων. Και αυτή η απόφαση προσβλήθηκε με αριθμό προσφυγών και για μια ακόμη φορά οι προαγωγές ακυρώθηκαν.
Το Συμβούλιο της Αρχής επανεξέτασε το θέμα στη συνεδρία του ημερομηνίας 24.7.2001 και επέλεξε πέντε υποψήφιους. Και αυτή όμως η απόφαση προσβλήθηκε εκ νέου και ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 12.9.2003.
Το θέμα επανεξετάστηκε στη συνεδρία ημερομηνίας 17.2.2004 και το Συμβούλιο προήγαγε αριθμό υποψηφίων. Η απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγές και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις προαγωγές των Α. Παπαϊωάννου και Χρ. Λαμπριανού, ενώ όσον αφορά τις προαγωγές των Π. Χατζηβασιλείου, Α. Νικολάου και Κ. Χατζηαγαθαγγέλου, οι προσφυγές αποσύρθηκαν και επομένως η προαγωγή τους επικυρώθηκε.
Στη συνεδρία του ημερομηνίας 5.9.2006, το Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης των θέσεων και αποφάσισε την αναδρομική προαγωγή από 22.5.1995 των Αντώνη Παπαϊωάννου και Χριστάκη Λαμπριανού. Η νέα απόφαση προσβλήθηκε εκ νέου με προσφυγές που καταχώρησαν οι δύο αιτητές στις παρούσες προσφυγές. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε τις προσφυγές με απόφασή του ημερομηνίας 27.5.2009 και ακύρωσε τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών.
Το θέμα της επανεξέτασης της πλήρωσης των δύο θέσεων, συζητήθηκε στη συνεδρία του Συμβουλίου ξανά στις 30.6.2009 και το Συμβούλιο έκρινε ότι οι Αντώνης Παπαϊωάννου και Χριστάκης Λαμπριανού ήταν οι καταλληλότεροι για προαγωγή. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ασκήθηκαν οι δύο παρούσες προσφυγές. Οι δύο προσφυγές δεν εγείρουν κοινά σημεία και γι΄αυτό θα εξεταστούν χωριστά.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 1061/09
Ο πρώτος λόγος ακύρωσης ότι εμφιλοχώρησε παράβαση του άρθρου 58 του Ν.158(Ι)1999, καθώς και παραβίαση του Κανονισμού 19(3) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 114/97, αποσύρθηκε κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η υπεροχή του σε αξία παραγνωρίστηκε. Παραθέτει με συγκριτικούς πίνακες την αξιολόγηση των ενδιαφερομένων μερών και του ιδίου για τα τελευταία, ως προς τον ουσιώδη χρόνο, δώδεκα χρόνια, δηλαδή τις βαθμολογίες τους για τα έτη 1983 - 1994.
Σε συμφωνία με το δικηγόρο των καθ΄ ων η αίτηση, καταλήγω ότι ο αιτητής κωλύεται να εγείρει τον ισχυρισμό περί παραγνώρισης της αξίας του, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου. Στην υπόθεση υπ΄ αρ. 471/2004 κ.α. ημερομηνίας 19.4.2006, το δικαστήριο εξετάζοντας τον ίδιο ισχυρισμό κατέληξε ότι από τον έλεγχο των εμπιστευτικών εκθέσεων προκύπτει σχετική ισοδυναμία γιατί γενικά όλοι είναι εξαίρετοι. Προσθέτει ακόμα ότι είναι γεγονός ότι οι αιτητές υπερέχουν οριακά σε ένα ή δύο επί μέρους στοιχεία, τα οποία όμως δεν αλλάζουν την εικόνα.
Εκτός τούτου, θεωρώ ότι ουσιαστικά ο αιτητής καλεί το δικαστήριο όπως προβεί το ίδιο σε πρωτογενούς φύσης διαπιστώσεις και να αξιολογήσει τον αιτητή σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Το Συμβούλιο δεν παραγνώρισε την αξία του αιτητή, αλλά κατέγραψε τα σημεία στα οποία υπάρχει οριακή υπεροχή του σε σχέση με το κριτήριο της αξίας και αιτιολόγησε στη συνέχεια την επιλογή του. Εξάλλου, όπως είδαμε, οι διαφορές στη βαθμολογημένη αξία μεταξύ του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών είναι οριακές. Όπως έχει επισημανθεί από τη νομολογία, η αξία κρίνεται με τη γενική βαθμολογία και όχι με τα επί μέρους στοιχεία της (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, 218).
Οι επί μέρους διαφορές μεταξύ υποψηφίων που δεν είναι ουσιαστικές, αλλά οριακές δεν αλλοιώνουν την κατά το μάλλον ή ήττον ισοδυναμία τους.
Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι η Επιτροπή κατά πλάνη και κατά παράβαση του δεδικασμένου κατέληξε ότι παρ΄ όλον ότι ο ίδιος υπερτερεί σε αρχαιότητα 18 μηνών, αυτή ανάγεται στον αρχικό διορισμό όταν υπηρέτησε ως Λεμβούχος και όχι ως Λιμενικός Λειτουργός, δηλαδή πρόκειται για υπηρεσία και όχι για πείρα και επομένως δεν θα μπορούσε να δοθεί σημασία πέραν της οριακής.
Η πιο πάνω διαπίστωση, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, παραβιάζει το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 471/2004, ημερομηνίας 19.4.2006, όπου το δικαστήριο κατέληξε ότι η Αρχή θεώρησε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν είτε αρχαιότερα του αιτητή, είτε ότι έχουν την ίδια αρχαιότητα. Η θέση αυτή κρίθηκε ως πεπλανημένη και ως εκ τούτου οδήγησε σε ακύρωση.
Δεν συμφωνώ ότι έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη ως προς την αρχαιότητα. Αντίθετα, στο τηρηθέν πρακτικό σημειώνεται ότι ο αιτητής υπερτερεί σε αρχαιότητα κατά 18 μήνες, αλλά και το γεγονός ότι η αρχαιότητα αυτή ανάγεται στον αρχικό διορισμό του όταν υπηρέτησε ως Λεμβούχος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο ο αιτητής, όσο και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν ως Λιμενικοί Λειτουργοί 2ης Τάξης την 1.4.1979 και ως Λιμενικοί Λειτουργοί 1ης Τάξης στις 15.6.1982. ΄Αρα, είναι ορθή η διαπίστωση της Αρχής ότι η διαφορά σε αρχαιότητα ανάγεται στον αρχικό διορισμό. Επίσης δεν παρουσιάζεται παραβίαση του δεδικασμένου, αφού στην προσφυγή 471/2004 η τότε προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε γιατί το Συμβούλιο της Αρχής είχε θεωρήσει εσφαλμένα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν είτε αρχαιότερα του αιτητή, είτε είχαν την ίδια αρχαιότητα με αυτόν.
Ο αιτητής πράγματι διαθέτει κάποια υπεροχή σε αρχαιότητα η οποία όμως ανάγεται στο διορισμό του ως Λιμενικού Λειτουργού. Η αρχαιότητα αυτή σημειώθηκε από το Συμβούλιο, αλλά κρίθηκε ότι δεν μπορεί να βαρύνει υπέρ του, πλην οριακά.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι για να δικαιολογήσει την επιλογή του το διορίζον όργανο δεν πρέπει να καταλήξει ότι ο διορισθείς υπερέχει έκδηλα των άλλων υποψηφίων. Το δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου με τη δική του, νοουμένου ότι η διακριτική του ευχέρεια έχει ασκηθεί σωστά (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).
Στην υπόθεση Χρίστου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 604, αποφασίστηκε ότι η υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα κατά τέσσερα σχεδόν χρόνια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή, ενώ στην υπόθεση Ρ.Ι.Κ. ν. Νικολάου (2006) 3 Α.Α.Δ. 303, αποφασίστηκε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά γιατί κατά την κρίση του δεν προτίμησε τον εφεσίβλητο ως εκ της αρχαιότητάς του.
Ο αιτητής υποστηρίζει περαιτέρω ότι εμφιλοχώρησε πλάνη ως προς τη σημασία και σχετικότητα του «πρόσθετου προσόντος» του ενδιαφερόμενου μέρους Παπαϊωάννου. Το συγκεκριμένο προσόν είναι δίπλωμα της Σχολής Ραδιοτηλεγραφητών των Τεχνικών Σχολών Θεσσαλονίκης «Ο Λεύκιππος», το οποίο το Συμβούλιο θεώρησε κάπως βοηθητικό στην άσκηση των καθηκόντων του, έχοντας υπ΄ όψιν ότι η Αρχή χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, λόγω της επικοινωνίας που απαιτείται αφ΄ ενός μεταξύ των υπαλλήλων, λαμβανομένης υπ΄ όψιν της μεγάλης έκτασης των λιμενικών χώρων και αφ΄ ετέρου της επικοινωνίας με τους χρήστες των λιμενικών χώρων. Στο συγκεκριμένο προσόν δόθηκε, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, μικρή βαρύτητα.
Ο αιτητής αναφέρεται σε δύο δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες ακυρώθηκαν προηγούμενες προαγωγές του ενδιαφερόμενου μέρους, στις οποίες κρίθηκε ότι η αναφορά της Αρχής, στις τότε προαγωγές για το προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους, ήταν τρωτή λόγω αόριστης αιτιολογίας και παράβασης του δεδικασμένου. Υποστηρίζει ότι η αιτιολογία που δόθηκε και στην παρούσα περίπτωση είναι αόριστη, αφού δεν αναφέρεται ποιο τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό χρησιμοποιεί η Αρχή.
Και ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Θεωρώ ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την αποδοχή του συγκεκριμένου προσόντος του ενδιαφερόμενου μέρους Παπαϊωάννου, είναι ορθή. Εκτός του ότι από την Αρχή σημειώνεται ότι η βαρύτητα που δίδεται στο συγκεκριμένο προσόν είναι μικρή, περαιτέρω εξηγείται γιατί το συγκεκριμένο προσόν έχει σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Δεν αντιλαμβάνομαι τι περαιτέρω εξηγήσεις ή αιτιολογία θα έπρεπε να δώσει η Αρχή και δεν συμφωνώ ότι θα έπρεπε να προχωρήσει σε ανάλυση του τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού τον οποίο χρησιμοποιεί, για να αιτιολογήσει την αξιολόγηση ενός προσόντος στο οποίο, ούτως ή άλλως, δόθηκε μικρή βαρύτητα.
Τέλος, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η αιτιολογία για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών αντί του ιδίου, είναι αόριστη και καταχρηστική. Επαναλαμβάνει ξανά τον ισχυρισμό για κάποια υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων μερών, αλλά και την υπεροχή του σε αρχαιότητα.
Βρίσκω ότι η αιτιολογία είναι επαρκής και καθόλου καταχρηστική. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβω όσα λέχθηκαν προηγουμένως για την επιλογή της Αρχής. Επρόκειτο για ουσιαστικά τρεις ισότιμους υποψήφιους και η Αρχή για τους λόγους που εξηγεί στο τηρηθέν πρακτικό επέλεξε τους δύο.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 1172/2009
Η παρούσα προσφυγή στρέφεται μόνο εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Αντώνη Παπαϊωάννου.
Κατά την εισαγωγή της γραπτής του αγόρευσης, ο δικηγόρος του αιτητή υποστηρίζει ότι η Αρχή επιδεικνύει αλαζονική στάση σε σχέση με την πλήρωση της επίδικης θέσης, παραβιάζοντας το δεδικασμένο και εμμένοντας στην ίδια επιλογή, ενώ αναφορά γίνεται και σε δυστροπία της διοίκησης. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να πω ότι τα πιο πάνω δεν συνιστούν λόγο ακύρωσης, ακόμα και αν ήταν ορθά. Είναι φανερό ότι η Αρχή δεν έχει επιμείνει στην ίδια επιλογή στο παρελθόν. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι΄ αν έτσι είχαν τα πράγματα, η επιμονή της διοίκησης στην ίδια επιλογή, ύστερα από ακύρωση της απόφασής της από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν συνιστά αναπόφευκτα και αλαζονική στάση.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αποτυχία επιλογής του πραγματικά καλύτερου υποψήφιου και παραβίαση του δεδικασμένου.
Το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσης του αιτητή αναλώνεται στον ισχυρισμό ότι υπερέχει σε συνολική αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Θα συμφωνήσω με το δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν προηγουμένως, κωλύεται να εγείρει τον πιο πάνω ισχυρισμό, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου το οποίο προέκυψε από την απόφαση στις συνεκδικασθείσες προσφυγές 471/2004 και 615/2004.
Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι είναι κάτοχος πρόσθετων προσόντων και δη βεβαίωσης φοίτησης στο Γ΄ έτος του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. ΄Εχω εξηγήσει προηγουμένως για τα πρόσθετα προσόντα. Δεν εξυπηρετείται κανένας πρακτικός σκοπός αν τα επαναλάβω. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του δεν ευσταθεί γιατί το Συμβούλιο προφανώς έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα στοιχεία, περιλαμβανομένων και των προσόντων του αιτητή.
Το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά γιατί κατά την κρίση του δεν προτίμησε τον αιτητή, ούτε και να προβεί σε επιμέρους αξιολόγηση των συγκεκριμένων προσόντων. ΄Ασκησε τη διακριτική του ευχέρεια να επιλέξει τον κατά την κρίση του, επί του συνόλου των ενώπιον του στοιχείων τα οποία συνεκτίμησε, καταλληλότερο για τη θέση, κρίση καθ΄ όλα εύλογα επιτρεπτή (Ρ.Ι.Κ. ν. Νικολάου, ανωτέρω).
Εν πάση περιπτώσει, διερωτώμαι κατά πόσο η ιδιότητα του τριτοετούς φοιτητή στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών συνιστά στην πραγματικότητα προσόν, αφού μέχρι του ουσιώδους χρόνου, ο αιτητής δεν είχε εξασφαλίσει οποιοδήποτε πτυχίο. Συνεπώς, το κατ΄ ισχυρισμόν πρόσθετο προσόν του αιτητή δεν αποτελεί ακαδημαϊκό προσόν στο οποίο θα μπορούσε να προσδοθεί οποιαδήποτε σημασία και ούτε μπορούσε να αλλάξει την εικόνα στο σύνολό της.
Ο αιτητής παραπονείται ακόμα ότι πουθενά στα καθήκοντα της θέσης, στο σχέδιο υπηρεσίας, δεν αναφέρεται ότι ο προαχθείς θα χρησιμοποιεί τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και διερωτάται γιατί το συγκεκριμένο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους κρίθηκε ως συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Εκτός του ότι στην περιγραφή των καθηκόντων της θέσης αναφέρεται ο συντονισμός και η κατεύθυνση των δραστηριοτήτων του προσωπικού, αλλά και η σωστή τήρηση των διαδικασιών αναφορικά με τη διακίνηση και αποθήκευση φορτίου και την κίνηση επιβατών, καθήκοντα που έχουν κάποια σχέση με τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, εν τούτοις, αρκεί να αναφέρω ότι η σημασία που δόθηκε και από τους δύο αιτητές στο συγκεκριμένο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους, είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σημασία που το Συμβούλιο έδωσε στο συγκεκριμένο προσόν. Θυμίζω ότι το Συμβούλιο τόνισε ότι το συγκεκριμένο προσόν μικρή μόνο αξία έχει.
Ο αιτητής υποστηρίζει, τέλος, ότι η Αρχή παραβίασε το δεδικασμένο λόγω της μη τήρησης άρτιων πρακτικών. Θα διαφωνήσω και με αυτό τον ισχυρισμό. Από το ενώπιόν μου υλικό είναι φανερό ότι τα πρακτικά που τηρήθηκαν ήταν άρτια.
Σύμφωνα με το άρθρο 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/1999, τα συλλογικά όργανα έχουν υποχρέωση να τηρούν λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται.
Από το τηρηθέν πρακτικό το οποίο βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο, είναι προφανές ότι η διοίκηση έχει τηρήσει αυτή της την υποχρέωση. Κύριος σκοπός των πρακτικών είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της σύνθεσης, αλλά και η δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας. Τους σκοπούς αυτούς έχουν εκπληρώσει οι καθ΄ ων η αίτηση με το τηρηθέν πρακτικό.
Οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ