ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 884/2011)

 

27 Σεπτεμβρίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Ε. Καρακάννα (κα),  Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής καταχώρησε και προώθησε την υπό κρίση προσφυγή μόνος του.  Ως εκ τούτου, ούτε η αίτηση ακυρώσεως, ούτε οι θέσεις του κατατέθηκαν γραπτώς υπό τύπον αγορεύσεως (δεν καταχωρήθηκε απαντητική αγόρευση παρά τις οδηγίες του Δικαστηρίου), δεν είναι κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο παρουσιασμένες ή εύληπτες.  Αυτό είναι κατανοητό για ένα μη νομικό, εξ ου και ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμού του 1962, εξαιρεί ένα αιτητή που εμφανίζεται χωρίς νομική εκπροσώπηση από την αυστηρή συμμόρφωση με την επιταγή και αναγκαιότητα, η αίτηση ακυρώσεως να εμπεριέχει και να υποστηρίζεται σαφώς και ευκρινώς από τα νομικά σημεία στα οποία και ερείδεται. 

 

Τα πιο πάνω δικαιολογούν τον αιτητή ως προς τη νομική βάση της αίτησης ακυρώσεως, για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω.  Όχι όμως και για τον τρόπο παρουσίασης των γεγονότων τα οποία ο αιτητής όφειλε να θέσει κατά τρόπο καταληπτό, με συνοχή και λογική ακολουθία και βέβαια να τα παρουσιάσει απλά και καθαρά ώστε να είναι σαφές και το  υπόβαθρο της προσφυγής.  Αντί αυτού, αναμειγνύονται διάφορα θέματα, παράπονα και αιτιάσεις του αιτητή εναντίον της διοίκησης και του κράτους γενικώς, με τα βέλη του αιτητή να στρέφονται απαράδεκτα, και πρέπει να λεχθεί αυτό, και προσωπικά εναντίον της δικηγόρου της Δημοκρατίας που χειρίστηκε την υπόθεση του.  Αδικαιολόγητα, βέβαια, εφόσον η συνήγορος έπραξε και πράττει το δημόσιο καθήκον της εκπροσωπώντας ορθά και αξιοπρεπώς τη Νομική Υπηρεσία.  Σ΄ αυτά τα πλαίσια, η συνήγορος ήγειρε καθηκόντως δύο προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες θα γίνουν κατανοητές στη συνέχεια αφού αναφερθούν τα δεδομένα της προσφυγής.

 

Ο αιτητής γεννήθηκε στις  17.11.1946.  Επαγγέλθηκε για σειρά ετών τον μεταλλωρύχο, δικαιούμενος έτσι σε μείωση της συντάξιμης ηλικίας του κατά 13 μήνες, όπως και πέτυχε μετά από σχετική αίτηση του προς τούτο.  Του εγκρίθηκε σύνταξη γήρατος από 31.5.2009, ανερχόμενη στα €545,19 μηνιαίως που περιλαμβάνει αύξηση και για ένα εξαρτώμενο άτομο, προφανώς τη σύζυγο του.  Ο αιτητής λαμβάνει επίσης ειδική χορηγία ύψους €111,06 μηνιαίως στη βάση σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου από 1.7.2003, να καταβάλλεται τέτοια χορηγία σ΄ όσους συνταξιούχους δεν λαμβάνουν σύνταξη πέραν του μηνιαίου ποσού των €854,30.  Η σύζυγος του αιτητή, Μαρία Κυπριανού, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη γήρατος στις 12.10.2010, η οποία απερρίφθη διότι η κατάσταση του ασφαλιστικού της λογαριασμού δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις απόκτησης δικαιώματος σε σύνταξη γήρατος.  Η σύζυγος έτυχε συμβουλής όπως αποταθεί για κοινωνική σύνταξη.  Δεν είναι γνωστό αν η σύζυγος υπέβαλε ή όχι προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης.

Ο αιτητής απέστειλε στις 7.2.2011, επιστολή στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, διατυπώνοντας σειρά παραπόνων τόσο για τη  μεταχείριση του ιδίου, όσο και της συζύγου του, από την πολιτεία, αναφορικά με το συντάξιμο ύψος του λαμβανομένου ποσού.  Ως μπορεί να συναχθεί από το κείμενο της επιστολής του, το παράπονο του εστιάζεται στο γεγονός ότι ενώ από το έτος 1962 ήταν μέλος του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν παίρνει τα χρήματα που δικαιούται, ενώ κανένας δεν του είπε ότι θα έπρεπε να πληρώνει περισσότερα.  Δεν καταγράφονται συγκεκριμένα ποσά, ούτε εισηγείται ότι η πολιτεία όφειλε να του καταβάλλει ένα κάποιο συγκεκριμένο πρόσθετο ποσό.  Παραπονείται, γενικώς, ότι με τα καταβαλλόμενα ποσά δεν μπορεί να ζει με αξιοπρέπεια και έχει υποβιβαστεί στο επίπεδο διαβίωσης των αλλοδαπών.

 

Η Υπουργός απάντησε στις 6.5.2011, εξηγώντας και αιτιολογώντας αναλυτικά τη συνταξιοδοτική νομοθεσία και τα δικαιώματα ασφαλιζόμενου στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Ότι εφόσον ο αιτητής εργάστηκε ως μεταλλωρύχος πέραν των 5 ετών, η συντάξιμη ηλικία του μειώθηκε κατά 13 μήνες από την ηλικία των 63 ετών, ώστε η καταβολή της σύνταξης  να άρχιζε από τις 31.5.2009, εφόσον μέχρι τότε του καταβαλλόταν ανεργιακό επίδομα σε ύψος μεγαλύτερο αυτού που δικαιούτο ως σύνταξη γήρατος.  Αναφέρεται επίσης ότι το ποσό της σύνταξης του υπολογίστηκε ορθά, σύμφωνα με την κατάσταση του ασφαλιστικού του λογαριασμού, αντίγραφο του οποίου επισυνάφθηκε, και οποίος παρουσίαζε πολλά κενά.  Επισυνάφθηκε επίσης σχετικό έντυπο επιστροφής εισφορών που καταβλήθηκαν προφανώς από τον αιτητή για την περίοδο 1.6.2009-31.12.2009, και που δεν είχαν ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης.  Η Υπουργός αναφέρεται και στο ζήτημα σύνταξης της συζύγου του, εξηγώντας το λόγο που αυτή δεν δικαιούτο σε σύνταξη.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι ο αιτητής στο βαθμό που συμπλέκει στο αιτητικό και στα όποια επιχειρήματα του, τη σύζυγο του, δεν έχει ο ίδιος έννομο συμφέρον να προωθήσει προσφυγή εκ μέρους της εφόσον το συμφέρον του δεν είναι «ίδιο, ενεστώς», κατά την επιταγή του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, ούτε και προσεβλήθη ο ίδιος «ευθέως».  Δεν χρειάζεται άλλο σχόλιο επ΄ αυτού και η σχετική προδικαστική ένσταση είναι βεβαίως βάσιμη.

 

 Αναφορικά με τον ίδιο, δεν προσβάλλεται κάτι το συγκεκριμένο με την προσφυγή του.  Δεν επιδιώκεται η ακύρωση συγκεκριμένης πράξης, η μόνη δε «απόφαση» που αναφέρει ο αιτητής είναι η επιστολή της Υπουργού, η οποία σαφώς και είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και μόνο, (Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 196 και Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029).  Δεν έχει δημιουργηθεί καμία εκτελεστή διοικητική πράξη ώστε να δύναται να προσβληθεί με προσφυγή, (Αντιγόνη Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 368).  Ο αιτητής αόριστα και με γενικολογία καταφέρεται κατά του συστήματος ως αναποτελεσματικού και αναξιοκρατικού και ότι δεν διαβιώνει με αξιοπρέπεια με τα όσα λαμβάνει.  Αυτά βεβαίως δεν αποτελούν βάση προσφυγής και ορθά και νόμιμα ηγέρθηκαν οι προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες και δεν είναι έντεχνοι τρόποι για να παρακάμψει η Δημοκρατία την ουσία και το δίκαιο της κατ΄ ισχυρισμόν υπόθεσης του, ως αδίκως καταλογίζει στη Δημοκρατία ο αιτητής.  Δεν νοείται να εξεταστεί προσφυγή εάν δεν τηρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις που καθορίζει το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.  Υπό το φως του ότι ο αιτητής ως μη νομικός αντιλήφθηκε και προώθησε τα πράγματα κατά τον ιδιότυπο αυτό τρόπο, κρίνεται ορθό να μην επιδικαστούν εναντίον του έξοδα.

 

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                            Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο