ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 502/2011)
28 Σεπτεμβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
INDRANI DEVIKA MOSES,
Αιτήτρια,
-ν-
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η Aίτηση.
- - - - - -
Αρ. Βρυωνίδης, για την Αιτήτρια.
Κ. Λοϊζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Σρι Λάνκα και αφίχθηκε στην Κύπρο κατά το 1999, υπέβαλε μαζί με το σύζυγό της αίτηση για παροχή Ασύλου κατά το 2005, δυνάμει των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου. Διενεργήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας με Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και συνελέγησαν πληροφορίες οι οποίες αφορούσαν τους ισχυρισμούς τους περί κινδύνων στη χώρα τους, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Η έκθεση του Λειτουργού ανέφερε ότι η αιτήτρια, κατά τα λεγόμενά της, δεν είχε υποστεί ποτέ κανενός είδους δίωξη στη χώρα της και οι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα της ήταν προσωπικής φύσεως οικονομικοί λόγοι, γι΄ αυτό και ο Λειτουργός εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματός της, διατυπώνοντας ταυτόχρονα την εισήγηση ότι δε συνέτρεχαν λόγοι για παραχώρηση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και η αιτήτρια, όπως και ο σύζυγός της, του οποίου η αίτηση επίσης απορρίφθηκε, υπέβαλαν διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία όμως, κατόπιν εξέτασης, είχε την ίδια τύχη, απορριφθείσα κατά την 22.2.2011.
Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και ζητά την ακύρωσή της, προβάλλοντας προς τούτο τρεις κύριους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
1ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο.
Το σχετικό απόσπασμα από την προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως ακολούθως:
"Συγκεκριμένα, ορθά ο λειτουργός Ασύλου αναφέρει ότι η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να εργαστεί λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη χώρα της, καθώς αναίρεσε τους ισχυρισμούς τους στην αίτηση διεθνούς προστασίας λέγοντας ότι δεν αντιμετωπίζει πολιτικά προβλήματα και ότι υπέβαλε αίτηση λόγω του συζύγου της (ερυθρό 35 1 x, 2x). Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδο της από τη χώρα της καθώς ισχυρίστηκε ότι θα είναι ασφαλής εάν επιστρέψει στη Σρι Λάνκα και διαμείνει σε άλλη περιοχή (ερυθρό 35, 4x, 5x).
Συνεπώς, στην προσφεύγουσα μπορεί να παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας αφού σύμφωνα με την παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων: "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει όμως να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους". Επομένως, ορθά ο λειτουργός προχώρησε σε νομική αξιολόγηση του αιτήματος της προσφεύγουσας.
Ορθά ο λειτουργός Ασύλου επισημαίνει ότι, παρόλο που η προσφεύγουσα κρίθηκε ικανοποιητικά αξιόπιστη, ωστόσο ο λόγος για τον οποίο η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της, δηλαδή τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε δεν εμπίπτει στα κριτήρια του Άρθρου 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για αναγνώριση προσώπου ως πρόσφυγα, αλλά ούτε και στον Περί Προσφύγων Νόμο 2000-2004, αφού στο πρόσωπο της δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης καθώς και η περίπτωση να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα μόνιμης διαμονής της. Επίσης, ορθά ο λειτουργός Ασύλου έκρινε ότι δεν υφίσταται λόγος να της αναγνωρισθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) επειδή δεν αποδείχτηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο η προσφεύγουσα να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Περαιτέρω, ορθά κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι δεν συντρέχουν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο 19 Α του προαναφερθέντος Νόμου.
Να σημειωθεί ότι όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της προσφεύγουσας πρόκειται για οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα, αφού εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό την εξεύρεση εργασίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων: "Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας".
Η αιτιολόγηση της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου που κοινοποιήθηκε στους προσφεύγοντες ήταν σαφής και περιεκτική, αφού περιείχε τους λόγους απόρριψης του αιτήματος των προσφευγόντων (ερυθρό 68). Να σημειωθεί ότι θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί ότι οι οικονομικοί λόγοι που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν σχετίζονται με έναν από τους πέντε λόγους δίωξης (φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων) όπως καθορίζονται από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων. Η εν λόγω επισήμανση δεν επηρεάζει την ορθότητα και τη νομιμότητα της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση του ζεύγους. Η αιτιολόγηση της απόφασης ενισχύεται από τις εισηγήσεις του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρά 50-45 & 40-37) και από το περιεχόμενο του φακέλου."
Στη γραπτή αγόρευσή της, η αιτήτρια αναφέρει ότι το αίτημά της απορρίφθηκε επειδή η ίδια έδωσε αντιφατικές απαντήσεις, με αποτέλεσμα να κριθεί αναξιόπιστη, στοιχείο το οποίο δε συνιστά αιτιολογία ή επαρκή αιτιολογία. Όπως υποβάλλει, οι όποιες αντιφάσεις δεν ήσαν ουσιώδεις και δεν έπρεπε να τύχουν της βαρύτητας που τους αποδόθηκε. Περαιτέρω, όπως προσθέτει η αιτήτρια, παρόλον ότι έκριναν την αιτήτρια ως αξιόπιστη, κατέληξαν στο αναιτιολόγητο συμπέρασμα ότι ήταν οικονομικός μετανάστης, χωρίς να λάβουν υπόψη ότι ο σύζυγος της ήταν υπό δίωξη στη χώρα τους και εγκατέλειψαν μαζί τη χώρα τους.
Σε σχέση με αυτούς τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, δεν μπορώ κατ΄ αρχάς παρά να παρατηρήσω την έκδηλη αντίφαση στη βάση των ισχυρισμών της. Από τη μια, ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση την έκριναν αναξιόπιστη και αμφισβητεί αυτή τη διαπίστωση, αλλά ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι η ίδια κρίθηκε αξιόπιστη. Η πραγματικότητα όμως, όπως εξάλλου διακριβώνεται και από το απόσπασμα της προσβαλλόμενης απόφασης που έχω παραθέσει προηγουμένως, είναι ότι οι καθ΄ων η αίτηση, τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός, όσο και η Υπηρεσία Ασύλου, αλλά και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, έκριναν την αιτήτρια (εν αντιθέσει με το σύζυγό της), ως αξιόπιστη και ειλικρινή. Απλά διαπίστωσαν ότι, με τα δικά της λεγόμενα, αποκαλυπτόταν ότι ήταν οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσωπο υπό δίωξη.
Δε θα προχωρήσω επομένως να εξετάσω κατά πόσο η κατ΄ ισχυρισμό κρίση των καθ΄ων η αίτηση ότι η αιτήτρια ήταν αναξιόπιστη είναι ή όχι αρκούντως αιτιολογημένη, αφού τέτοια κρίση δεν υφίσταται, παρά μόνο αντίθετη κρίση διαπιστώνεται.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δε λήφθηκε υπόψη το στοιχείο ότι η αιτήτρια είχε εγκαταλείψει τη χώρα της μαζί με το σύζυγό της ο οποίος βρισκόταν υπό δίωξη στη Σρι Λάνκα, ούτε αυτός ο ισχυρισμός φαίνεται να ευσταθεί. Χωρίς να υπεισέρχομαι στη βασιμότητα ή νομιμότητα του μέρους της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ως προς το αίτημα του συζύγου της αιτήτριας, η απόρριψη του οποίου συνιστά το αντικείμενο άλλης προσφυγής, θα πρέπει απλά να παρατηρήσω ότι αυτό το θέμα απασχόλησε και την Υπηρεσία Ασύλου και την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, πλην όμως, για τους λόγους που παρέθεσαν, οι ισχυρισμοί του συζύγου της αιτήτριας περί σοβαρού κινδύνου δίωξής του στη χώρα τους κρίθηκαν ως αναξιόπιστοι και δεν έγιναν δεκτοί.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας.
Η αιτήτρια στη γραπτή αγόρευσή της παραπέμπει κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης σε διάφορα αποσπάσματα από το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια για τον Προσδιορισμό της Ιδιότητας του Πρόσφυγα, που εκδόθηκε από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες. Οι σχετικές πρόνοιες στις οποίες παραπέμπει η αιτήτρια αναφέρονται στο θέμα της αξιολόγησης των στοιχείων από τους εξεταστές αιτήσεων διεθνούς προστασίας, το βάρος απόδειξης ισχυρισμών, τον εντοπισμό και χειρισμό ασαφειών, αντιφάσεων κλπ. από πλευράς ενός αιτητή και το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Τα εγείρει δε όλα αυτά η αιτήτρια για να υποβάλει ότι ο εξεταστής δεν ακολούθησε τις πρόνοιες του Εγχειριδίου, αφού δεν υπέβαλε στην αιτήτρια διευκρινιστικές ερωτήσεις και δεν επέστησε την προσοχή της σε αντιφάσεις.
Προφανώς, διαπιστώνεται, και σε σχέση με αυτό το λόγο ακύρωσης, κάποια σύγχυση μεταξύ της περίπτωσης της αιτήτριας και του συζύγου της, των οποίων οι αιτήσεις συνεξετάστηκαν. Όπως έχω αναφέρει και προηγουμένως, η αιτήτρια κρίθηκε αξιόπιστη και όχι αναξιόπιστη και δε βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στην περίπτωσή της σε δικές τις αντιφάσεις, ασάφειες ή ελλείψεις. Ήταν η ίδια η αιτήτρια που ισχυρίστηκε ότι στην Κύπρο ήρθε με σκοπό να εργαστεί λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε στη χώρα της, ότι δεν αντιμετώπιζε πολιτικά προβλήματα κατά την έξοδό της από τη χώρα και ότι θα ήταν ασφαλής αν επέστρεφε. Οι μόνοι λόγοι για την απόρριψη του αιτήματός της ήταν λόγοι ουσίας αναφορικά με τα λεχθέντα από την ίδια, τα οποία έγιναν δεκτά, από τα οποία όμως, διακριβώθηκε ότι δεν υφίστατο λόγος να της αναγνωρισθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, και ότι δεν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
3ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία και/ή εφαρμογή του Νόμου και/ή Κοινής Θέσης 96/1976/ΔΕΥ.
Όπως δυστυχώς διαπιστώνεται και από αυτό το λόγο ακύρωσης, φαίνεται και εδώ να έχει εμφιλοχωρήσει η ίδια σύγχυση ως προς την περίπτωση της αιτήτριας με αυτής του συζύγου της.
Η αιτήτρια εδώ επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 14(2) του Νόμου αρ. 6(Ι)/2000 που διέπουν τα του τρόπου αξιολόγησης των αποτελεσμάτων συνέντευξης αιτητή Ασύλου και της απόδοσης, όπου αυτό είναι αναγκαίο, του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Επικαλείται επίσης ανάλογη πρόνοια στον περί Προσφύγων Νόμο, άρθρο 11Α(α)(i), που προνοεί περί του χειρισμού της αμφιβολίας υπέρ του αιτητή, εκτός αν συντρέχουν σοβαροί περί του αντιθέτου λόγοι.
Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι κατά παράβασή τους, δεν της δόθηκε η ευκαιρία να διευκρινίσει κατ΄ ισχυρισμό αντιφάσεις, ούτε να διασκεδάσει αμφιβολίες που είχε ο εξεταστής.
Επαναλαμβάνω όμως ως προς τούτα, ότι ο εξεταστής ούτε αμφιβολία είχε, ούτε εντόπισε ή βασίστηκε σε αντιφάσεις ή ασάφειες της αιτήτριας ή σε αναξιοπιστία της.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ