ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 490/2011)
28 Σεπτεμβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
NORMA ABDUL KARIM,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Δ. Ζαβαλλής, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που έχουν προηγηθεί της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής έχουν συνοψισθεί στην Ένσταση του καθ΄ου η αίτηση και έχουν ως ακολούθως:
Η αιτήτρια η οποία κατάγεται από το Λίβανο, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 19.7.1998, για να εργαστεί ως δημοσιογράφος στο Γαλλικό Ειδησεογραφικό Πρακτορείο. Ως εκ τούτου, στην αλλοδαπή αιτήτρια παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι τις 19.7.2000. Η άδεια παραμονής της ανανεωνόταν αδιαλείπτως και η παρούσα άδειά της ισχύει μέχρι τις 3.8.2012.
Στις 21.12.2003, τέλεσε γάμο στο Λίβανο με τον Καναδό υπήκοο Johnny Al Asmar, ο οποίος διαμένει στη Δημοκρατία και είναι κάτοχος άδειας προσωρινής παραμονής ως επισκέπτης.
Το ζεύγος από το γάμο απέκτησε δύο παιδιά, την Ναντίν Αλ Ασμάρ, που γεννήθηκε στις 9.11.2004 και τον Πητ Αλ Ασμάρ, που γεννήθηκε στις 22.10.2008.
Στις 5.10.2006, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση βάσει του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002.
Η αίτησή της εξετάστηκε στις 22.5.2008 και απορρίφθηκε, επειδή κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα παραμονής όπως αυτά περιγράφονται στον Τρίτο Πίνακα του άρθρου 111 του προαναφερθέντος Νόμου. Η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 27.5.2008.
Η αιτήτρια υπέβαλε εκ νέου αίτηση για πολιτογράφηση στις 22.10.2009. Η αίτησή της για Πολιτογράφηση εξετάστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 19.2.2010. Ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε απόρριψη της αίτησης για τους εξής λόγους:
(α) Η αιτούσα διαμένει στη Δημοκρατία για σκοπούς απασχόλησης, και
(β) δε μιλά ελάχιστα καθόλου Ελληνικά και δεν έχει ενταχθεί πλήρως στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο.
Εξάλλου, αν επιθυμεί, μπορούσε να διεκδικήσει παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντα ή άδειας μετανάστευσης. Η ενδιαφερόμενη ενημερώθηκε σχετικά με την απόφαση, με επιστολή ημερομηνίας 4.2.2011.
Τη νομιμότητα της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση η οποία της κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 4.2.2011 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για πολιτογράφηση, προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια, προβάλλουσα προς το σκοπό της ακύρωσής της, δύο λόγους τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.
Η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας και μη απόδοση επαρκούς αιτιολογίας.
Παραπέμποντας σε σχετική επί του θέματος νομολογία και στις πρόνοιες των άρθρων 45 και 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου - Νόμος αρ. 158(Ι)/1999, η αιτήτρια ισχυρίζεται κατ΄ αρχάς ότι, χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, το καθ΄ου η αίτηση απέρριψε την αίτησή της, με την απλή αιτιολογία ότι δεν ενσωματώθηκε στην Κυπριακή κοινωνία και ότι η παραμονή της στη Δημοκρατία ήταν αποκλειστικά για σκοπούς εργοδότησής της, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιεί τους λόγους για τους οποίους έκρινε τούτο. Περαιτέρω, ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι η επιστολή στην οποία περιείχετο η απόφαση, δε δίδει επαρκή αιτιολογία, αφού από το περιεχόμενό της δεν προκύπτουν τα στοιχεία, περιστατικά και λόγοι που συνιστούσαν τη βάση για την απόρριψη του αιτήματός της.
Διαφωνώντας με τις πιο πάνω θέσεις της αιτήτριας, η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση παραπέμποντας και σε σχετική επί του θέματος νομολογία υποστηρίζει ότι και δέουσα έρευνα έχει διενεργηθεί στην περίπτωση της αιτήτριας και η πρέπουσα αιτιολογία έχει δοθεί, ενώ οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός της είναι λόγοι που έχουν αναγνωρισθεί ως βάσιμοι από τη νομολογία.
Θα παραθέσω στη συνέχεια και το δεύτερο λόγο ακύρωσης που πρόβαλε η αιτήτρια και, λόγω της συνάφειας γεγονότων και επιχειρημάτων με τα οποία και οι δύο λόγιο προωθήθηκαν, θα τους συνεξετάσω.
Η κατ΄ ισχυρισμό πραγματική και νομική πλάνη υπό την οποία τελούσε το καθ΄ου η αίτηση.
Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, οι λόγοι τους οποίους επικαλέσθηκε η Διοίκηση για να απορρίψει το αίτημά της είναι αβάσιμοι, αφού δεν υποστηρίζονται από τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία που σχετίζονται με τη διαμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, δεν μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια, η οποία είναι νυμφευμένη τα τελευταία οκτώ χρόνια διαμένουσα με το σύζυγό της στη Λευκωσία και ούσα μητέρα δύο ανηλίκων που γεννήθηκαν εδώ, δεν είχε πρόθεση μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία. Επίσης, λανθασμένα κρίθηκε ότι δε μιλά καθόλου Ελληνικά και ότι δεν έχει ενταχθεί πλήρως στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο.
Προς αντίκρουση αυτού του λόγου ακύρωσης, το καθ΄ου η αίτηση παραπέμπει και πάλι σε σχετική με το θέμα τούτο νομολογία, στην οποία κρίθηκε ότι λόγοι όπως αυτοί τους οποίους επικαλέστηκε η Διοίκηση στην περίπτωση της αιτήτριας, δικαιολογημένα οδήγησαν στην απόρριψη αιτήματος για πολιτογράφηση.
Όπως διαπιστώνεται από τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, σε έκθεσή της προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 30.11.2010, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης παρέθετε διάφορα στοιχεία που ήσαν το αποτέλεσμα διερεύνησης της περίπτωσης της αιτήτριας και κατέληγε με τα ακόλουθα:
"11. Βάσει των πιο πάνω και αφού έλαβα υπόψη μου τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης και ειδικά ότι:
α) η αιτήτρια διαμένει στην Κύπρο αποκλειστικά για σκοπούς απασχόλησης
β) δεν μιλά καθόλου ελληνικά και δεν έχει ενταχθεί πλήρως στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο και
γ) ότι η Δημοκρατία δεν έχει όφελος από την Πολιτογράφηση της αιτήτριας ούτε εξυπηρετείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το δημόσιο συμφέρον
εισηγούμαι απόρριψη της.."
Το εύρημα τούτο, όπως και η εισήγηση, έγιναν δεκτά από τον Υπουργό και οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Το σκεπτικό με το οποίο προβλήθηκαν οι προταθέντες λόγοι ως λόγοι απόρριψης φαίνεται στην ίδια έκθεση και έχει ως ακολούθως:
"9. Θεωρώ ότι η ύπαρξη απλά των τυπικών προσόντων που καθορίζει ο Τρίτος Πίνακας του Νόμου 141(Ι)/2002 δεν πρέπει να εξυπακούει αυτόματα και την έγκριση αίτησης για Πολιτογράφηση, όπως κατάντησε να εκλαμβάνεται από τους αλλοδαπούς, ιδιαίτερα όταν δεν εξυπηρετείται αλλά μάλλον πλήττεται το συμφέρον της Δημοκρατίας. Εφόσον νομολογημένα η Δημοκρατία διατηρεί κυρίαρχο δικαίωμα να μην επιτρέπει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της δεν κρίνω ορθό να καταργούμε οι ίδιοι το δικαίωμα ελέγχου σε αλλοδαπούς, που επιθυμούν να παραμείνουν εδώ για εργασία, με την παραχώρηση υπηκοότητας σε αυτούς απλά γιατί έχουν καταφέρει να παραμείνουν το χρονικό διάστημα που απαιτεί ο νόμος."
Αυτή η προσέγγιση είναι ορθή και έχει κριθεί ως νόμιμη αιτιολογία για την απόρριψη αιτημάτων πολιτογράφησης από αλλοδαπούς. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Νικολαϊδη, Δ. στην Υπόθεση αρ. 1512/2009 Issa Alyatim v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.2.2011, με βρίσκει σύμφωνο και το παραθέτω:
"Ο αιτητής υποστηρίζει τέλος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο αφού ικανοποιούνταν όλες οι προϋποθέσεις που αναφέρονταν στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν.141(Ι)/2002. Όπως έχουμε πει και προηγουμένως, το γεγονός της κατοχής των προσόντων που προνοούνται στη νομοθεσία, δεν προσδίδει αφ΄ εαυτού δικαίωμα στον αιτητή για πολιτογράφηση. Ο Υπουργός Εσωτερικών, πέραν των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος, εξετάζει κατά κύριο λόγο, το δημόσιο συμφέρον και εκτιμά αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας. Κι΄ αυτό, στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει ποιους επιθυμεί να έχει ως πολίτες.
Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου και η διερεύνηση τυχόν λόγου στο πρόσωπο του αιτητή που αφορά στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Επιβάλλεται περαιτέρω η διερεύνηση άλλων παραγόντων όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσής του στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία να καταστεί Κύπριος πολίτης, η ικανοποιητική γνώση της ελληνικής γλώσσας, οι γνώσεις του για τον κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και η εν γένει συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής (βλέπε Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη-Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126). Μόνη υποχρέωση, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, είναι η καλόπιστη εξέταση του αιτήματος και η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας.
Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφασή του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής. Εφ΄ όσον, λοιπόν, τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (βλέπε ακόμα Amanda Marga v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587 και Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203). ΄Ελλειψη καλής πίστης δεν έχει εγερθεί από πλευράς του αιτητή.
Κάθε κράτος ασκώντας την κυριαρχία του έχει το δικαίωμα να αποφασίζει σε ποια άτομα επιτρέπει να διαμένουν στην επικράτειά του, πολύ περισσότερο δε ποια άτομα επιθυμεί να γίνουν υπήκοοι του (Mahmood v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 254/2006, ημερ. 15.5.2007)."
Αναφορικά με το είδος και έκταση της διερεύνησης η οποία έγινε στην περίπτωση της αιτήτριας, από απόψεως αναζήτησης πληροφοριών από διάφορες πηγές, μπορεί να λεχθεί ότι αυτή ήταν ικανοποιητική. Σημειώνεται ότι συνελέγησαν στοιχεία από το φάκελο της αιτήτριας ως αλλοδαπής, ζητήθηκαν και λήφθηκαν στοιχεία και πληροφορίες από τον οικείο Έπαρχο, ζητήθηκαν και λήφθηκαν στοιχεία και από τον Αρχηγό της Αστυνομίας και από το Διοικητή της Κ.Υ.Π.
Το ερώτημα που εγείρεται είναι εάν και κατά πόσο τα συλλεγέντα στοιχεία αξιολογήθηκαν ορθά και αν μπορούσαν να οδηγήσουν στα συμπεράσματα και στα ευρήματα που εξήχθηκαν ή τουλάχιστον αν μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια ασφαλή ευρήματα, χωρίς άλλη διερεύνηση. Πιστεύω ότι η απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική για τους ακόλουθους λόγους:
Κατ΄ αρχάς, δεν είναι ακριβές αυτό που αναφέρεται στον προτεινόμενο λόγο απόρριψης της αίτησης, ότι η αιτήτρια "δεν μιλά καθόλου ελληνικά". Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Επάρχου, η αιτήτρια "μιλά πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα". Περαιτέρω, όπως αναφερόταν στην έκθεση του Αρχηγού Αστυνομίας, η αιτήτρια "μιλά λίγα ελληνικά".
Επομένως, το εύρημα ότι η αιτήτρια δε μιλά καθόλου Ελληνικά δεν υποστηρίζεται από τα συλλεγέντα στοιχεία.
Περαιτέρω, στην ίδια έκθεση της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αναφερόταν ότι η αιτήτρια "δεν έχει ενταχθεί πλήρως στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο". Ούτε αυτό το εύρημα φαίνεται να υποστηρίζεται από τα συλλεγέντα στοιχεία. Στη σχετική έκθεσή του ο Αρχηγός Αστυνομίας ανέφερε ότι η αιτήτρια ".δείχνει να προσαρμόζεται με τα ήθη και έθιμα του τόπου μας". Ο δε Έπαρχος στη δική του Έκθεση, αν και δεν μπορούσε να εκφέρει άποψη ως προς την προσαρμογή της αιτήτριας με τα ήθη και έθιμα της Κύπρου, ανέφερε ότι αυτή "εκφράστηκε θετικά για τη νοοτροπία της Κυπριακής κοινωνίας" και ότι "φαίνεται γνώστης των ηθών και εθίμων".
Σοβαρές αμφιβολίες πρέπει επίσης να εκφρασθούν ως προς τη βασιμότητα του άλλου ευρήματος στην Έκθεση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια "διαμένει στην Κύπρο αποκλειστικά για σκοπούς απασχόλησης". Ούτε αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να μπορούσε να εξαχθεί με ασφάλεια από τα συλλεγέντα στοιχεία. Παρόλο βέβαια ότι ένας αιτητής αναμένεται να δηλώσει μόνο κάτι που θεωρείται βοηθητικό για την αίτησή του, δεν μπορούσε να παραγνωρισθεί χωρίς άλλο, η δήλωση της αιτήτριας που περιλήφθηκε στην Έκθεση του Επάρχου σύμφωνα με την οποία προτίθεται όπως διαμένει για πάντα στην Κύπρο. Αυτό δε το στοιχείο της πρόθεσης της αιτήτριας θα έπρεπε να αντικρυσθεί υπό το φως και των υπόλοιπων σχετικών δεδομένων που αφορούν στη διαμονή της αιτήτριας στην Κύπρο. Τέτοια δεδομένα είναι η μακρά παραμονή της και συνεχιζόμενη σταθερή εργοδότησή της ως δημοσιογράφου, το ότι ενεγράφη ως μέλος της επαγγελματικής συντεχνίας της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, το ότι και ο σύζυγός της διαμένει και εργάζεται στην Κύπρο και το ότι απέκτησαν δύο παιδιά τα οποία γεννήθηκαν στην Κύπρο, όπου και διαμένουν.
Πιστεύω ότι οι λόγοι που δόθηκαν για την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας δεν εδικαιολογούντο από το σύνολο των διαθέσιμων για την ίδια προσωπικών δεδομένων και, επομένως, η αιτιολόγηση της απόφασης στη βάση των δοθέντων λόγων δεν ήταν ικανοποιητική. Όπως δεν ήταν ικανοποιητική τελικά και η μη περαιτέρω διερεύνηση στοιχείων και δεδομένων αφού τα διαθέσιμα στοιχεία δε θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ