ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PROUSI ν. REDUNDANT EMPLOYEES FUND (1988) 1 CLR 363
Γ. Εισαγγελέας ν. Δήμου Λ/σιας (1993) 2 ΑΑΔ 456
Νικολαΐδης κ.α. ν. Μηνά κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 321
Eπιτροπή Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας ν. Aντώνη Zάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 436/2010)
13 Σεπτεμβρίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TRITONIA DEVELOPERS LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Χριστιάνα Χατζηγεωργίου - Γεωργίου (κα), για την Αιτήτρια.
Δένα Μαρία Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (η «Υπουργός»), ημερομηνίας 25/1/2010, με την οποία επικυρώθηκε απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (ο «Διευθυντής»), ο οποίος έκρινε ότι η απασχόληση του Οτάρι Ποπουνίδη κατά την περίοδο 19/3/2002 - 19/12/2008 ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου στην αιτήτρια.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στα πλαίσια εξέτασης παραπόνου του Οτάρι Ποπουνίδη, (ο «παραπονούμενος»), για παράλειψη καταβολής από την αιτήτρια εισφορών για λογαριασμό του, ως μισθωτού, σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο του 1980, (Ν. 41/80), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), για την περίοδο από 19/3/2002 μέχρι 19/12/2008, έλαβαν γραπτές καταθέσεις από τον ίδιο και το Διευθυντή της αιτήτριας, ο οποίος κλήθηκε να παρουσιάσει έγγραφα αναγκαία για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ο Διευθυντής, μετά από εξέταση των γεγονότων και στη βάση των στοιχείων που είχαν ληφθεί, κατέληξε ότι η απασχόληση του παραπονουμένου ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου, για την οποία η αιτήτρια είχε υποχρέωση καταβολής εισφορών επί ποσού ασφαλιστέων αποδοχών ύψους €72.327,00. Η αιτήτρια, η οποία κλήθηκε όπως διευθετήσει τις οφειλόμενες εισφορές, άσκησε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 78 του Νόμου, ιεραρχική προσφυγή, ισχυριζόμενη ότι ο Διευθυντής ενήργησε κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, υπό συνθήκες πλάνης και χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία. Η Υπουργός, με απόφασή της ημερομηνίας 25/1/2010, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή, αναφέροντας τα ακόλουθα:-
«Αναφέρομαι στην ιεραρχική προσφυγή που υποβάλατε με την επιστολή σας ημερ. 2/10/2009 εκ μέρους της εταιρείας TRITONIA DEVELOPERS LIMITED κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και επιθυμώ να σας πληροφορήσω τα ακόλουθα:
Μετά από μελέτη όλων των στοιχείων και μαρτυριών που βρίσκονται στο φάκελο της υπόθεσης, κρίνω ότι η απασχόληση του κ. Οτάρι Ποπουνίδη για την περίοδο 19/3/2002 μέχρι 19/12/2008 ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου στην εταιρεία TRITONIA DEVELOPERS LIMITED.
Συγκεκριμένα, σε γραπτή κατάθεση του ημερ. 3/2/2009 ο κ. Ποπουνίδη ανέφερε ότι εργαζόταν ως εργάτης Δευτέρα μέχρι Παρασκευή και κάποτε Σάββατο, με μισθό €250 την εβδομάδα και ωράριο 7.00 π.μ. μέχρι 3.30 μ.μ. Έπαιρνε εντολές και οδηγίες από τον Διευθυντή της εταιρείας και άλλους υπαλλήλους, ενώ τα μηχανήματα και τα υλικά που χρησιμοποιούσε ανήκαν στην συγκεκριμένη εταιρεία.
Επίσης, ο Διευθυντής της Εταιρείας TRITONIA DEVELOPERS LIMITED κ. Νεόφυτος Χατζηγεωργίου σε γραπτή κατάθεσή του ημερ. 26/3/2009 ανέφερε ότι ο κ. Ποπουνίδη ήταν υπεργολάβος της εταιρείας, πληρωνόταν €250 την εβδομάδα και την εργασία του επιθεωρούσε τόσο ο ίδιος όσο και ο υπεύθυνος εργοταξίου της εταιρείας. Επίσης δήλωσε ότι πολλές φορές ο κ. Ποπουνίδη μοιραζόταν την εργασία του με άλλα άτομα της εταιρείας.
Επιπρόσθετα ο Λογιστής της Εταιρείας κ. Μάριος Ταλιώτης προσκόμισε αναλυτική κατάσταση των μισθών που λάμβανε ο κ. Ποπουνίδη στην οποία φαίνεται καθαρά ότι οι εβδομαδιαίες απολαβές του ήταν σταθερές κατά μήνα.
Συνοψίζοντας, από την όλη μελέτη της υπόθεσης προκύπτουν τα εξής:
1) Ο κ. Ποπουνίδη εργαζόταν στην Κύπρο μετά από εξασφάλιση άδειας παραμονής ως εργάτης στην Εταιρεία TRITONIA DEVELOPERS LIMITED, όπως φαίνεται σε επίσημα έγγραφα της Κυπριακής Δημοκρατίας
2) Ο ίδιος λάμβανε από την εταιρεία TRITONIA DEVELOPERS LIMITED σταθερό μισθό, σύμφωνα με τις καταστάσεις πληρωμών από το λογιστήριο της εταιρείας
3) Τα υλικά και εργαλεία/μηχανήματα που χρησιμοποιούσε ανήκαν στην εταιρεία
4) Λάμβανε οδηγίες και εποπτεύετο κατά την εκτέλεση της εργασίας του τόσο από υπαλλήλους της εργασίας όσο και από τον Διευθυντή της εταιρείας
5) Παρεχόταν από τον κ. Ποπουνίδη εξαρτημένη εργασία η οποία δημιουργούσε σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου
Εκ των πιο πάνω συνάγεται ότι η απασχόληση του κ. Οτάρι Ποπουνίδη για την περίοδο 19/3/2002 μέχρι 19/12/2008 ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου στην εταιρεία TRITONIA DEVELOPERS LIMITED, και ως εκ τούτου η ιεραρχική προσφυγή εκ μέρους της συγκεκριμένης εταιρείας απορρίπτεται.»
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Υπουργός υιοθέτησε, απλά, το σκεπτικό του Διευθυντή, χωρίς η ίδια να ερευνήσει τις συνθήκες πληρωμής του παραπονουμένου, ο οποίος, σε αντίθεση με το υπόλοιπο προσωπικό της, πληρωνόταν στα γραφεία της, εξέδιδε αποδείξεις για την πληρωμή του, δε συμμετείχε στα ωφελήματα που λάμβαναν οι υπάλληλοι της, δεν λάμβανε 13ο μισθό, ούτε απολύθηκε, γι' αυτό και δε διεκδίκησε αποζημίωση. Σε σχέση με την προσωρινή άδεια παραμονής που δόθηκε στον παραπονούμενο το 2002 για να εργασθεί ως εργάτης σ' αυτήν, ισχυρίζεται ότι η ίδια ενεπλάκη στη διαδικασία έκδοσής της μετά από παράκλησή του και με σκοπό να τον βοηθήσει να παραμείνει στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, εισηγείται ότι δε λήφθηκε υπόψη η σημασία εγγράφου που αυτή παρέδωσε στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τιτλοφορούμενο ως «Συμφωνία Υπεργολαβίας», το οποίο φέρει την υπογραφή του παραπονουμένου και προσδιορίζει τη συμφωνία με βάση την οποία αυτός πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Επίσης, ισχυρίζεται, η Υπουργός δεν έλαβε υπόψη της ότι ο παραπονούμενος ήταν εγγεγραμμένος στο σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως αυτοεργοδοτούμενος.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν το νόμιμο της απόφασης. Υπέβαλαν ότι το σύνολο των γεγονότων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απασχόληση του παραπονουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με τα αρχεία των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν ήταν εγγεγραμμένος ως αυτοεργοδοτούμενος, ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου.
Η διαδικασία επίλυσης ζητημάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, εάν πρόσωπο είναι ή ήταν «μισθωτό», όπως και η εξέταση ιεραρχικών προσφυγών εναντίον σχετικών αποφάσεων του Διευθυντή διέπεται από το Μέρος VII του Νόμου - Εξετάσεις Απαιτήσεων και Επίλυσις Διαφορών, που περιλαμβάνει τα ΄Αρθρα 74-78. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 76(2):-
«(2) Ο Διευθυντής δύναται πριν ή επιλύση οιονδήποτε ζήτημα δυνάμει του παρόντος άρθρου να διορίση οιονδήποτε εκ των παρά τω Υπουργείω Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπηρετούντων Λειτουργών προς διεξαγωγήν ερεύνης περί το ζήτημα τούτο, ο ούτω δε διορισθείς δύναται να απαιτήση διά κλήσεως παρ' οιουδήποτε προσώπου όπως παραστή εις την διεξαγωγήν της τοιαύτης ερεύνης, δώση μαρτυρίαν ή προσκομίση έγγραφα ευλόγως κρινόμενα ως αναγκαία διά την διεξαγωγήν της ερεύνης.»
΄Οπως προκύπτει από το φάκελο, η απόφαση του Διευθυντή βασίστηκε στις γραπτές καταθέσεις του παραπονουμένου και του Διευθυντή της αιτήτριας, όπως και σε διάφορα άλλα στοιχεία, τα οποία καταγράφονται στο σημείωμα του αρμόδιου λειτουργού που εξέτασε το ζήτημα. Η απόφαση του Διευθυντή, ο οποίος υιοθέτησε την άποψη του λειτουργού που διερεύνησε το παράπονο, ήταν ότι η απασχόληση του παραπονουμένου στην αιτήτρια ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου, γιατί υπήρχε καθορισμένος μισθός, καθορισμένο ωράριο εργασίας, έλεγχος από το Διευθυντή της αιτήτριας κατά την εκτέλεση της εργασίας του, τα υλικά και τα μέσα για τη διεξαγωγή της οποίας ανήκαν στην αιτήτρια και, τέλος, από αυτόν παρεχόταν εξηρτημένη εργασία που δημιουργούσε σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου. Τα πιο πάνω, τα οποία προκύπτουν από την κατάθεση του παραπονουμένου, επιβεβαιώνονται, σε μεγάλο βαθμό, από την κατάθεση του Διευθυντή της αιτήτριας. Το περιεχόμενο του εγγράφου που παρουσιάστηκε από το Διευθυντή της αιτήτριας, για να τεκμηριώσει τη θέση ότι η σχέση τους ήταν σχέση υπεργολαβίας - (Παράρτημα 4 στην ένσταση) - όχι μόνο δεν είναι σαφές, αλλά ούτε και αποτελεί συμφωνία, αφού το έγγραφο φέρει μόνο την υπογραφή του παραπονουμένου. Σημαντικό, επίσης, είναι και το στοιχείο που επισημάνθηκε από την Υπουργό, δηλαδή, ότι η προσωρινή άδεια παραμονής του παραπονουμένου και η αίτηση για ανανέωσή της - (Παράρτημα 5 στην ένσταση) - δόθηκε για να εργαστεί αυτός ως εργάτης στην αιτήτρια.
Σε σχέση με το ζήτημα που εδώ εξετάζεται, σημαντικά είναι τα όσα αναφέρονται στην Tsapaco Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796:- (σελ. 800-803)
«Το άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80 προνοεί ότι,
''Μισθωτός' σημαίνει πρόσωπον ασκούν οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος.'
Η κατηγορία των μισθωτών συμπεριλαμβάνει πρόσωπα των οποίων η απασχόληση καθορίζεται από σύμβαση εργασίας που παρέχεται κάτω από συνθήκες που υποδεικνύουν σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου (master and servant). Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και η ύπαρξή της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service). Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου προϋποθέτει μεταξύ άλλων το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών (Ίδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 698.) Ο καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση. Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο
(α) από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και
(β) από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτουμένου.
΄Οπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Batt 'The Law of Master & Servant' 5η Έκδοση, σ. 8,
'There are two essentials in the relation of master and servant, namely: (1) the servant must be under the duty of rendering personal services to the master or to the others on behalf of the master .................................................................................................
(2) the master must have the right to control the servant's work, either personally or by another servant or agent. It is the right of control or interference, of being entitled to tell the servant when to work (within the hours of service) or when not to work, and what work to do and how to do it (within the terms of such service), which is the dominant characteristic in this relation and marks off the servant from an independent contractor, or from one employed merely to give to his employer the fruits or results of his labour.'
Στο σύγγραμμα των Τούση και Σταυρόπουλου 'Εργατικό Δίκαιο', 1967, σ. 35 αναφέρεται ότι,
'Κριτήριον της ως άνω διαστολής μεταξύ της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και της ειδικώς υπό της κοινωνικής νομοθεσίας προστατευομένης συμβάσεως εργασίας αποτελεί η προσωπική εξάρτησις του εργαζομένου από τον εργοδότην, ήτοι το δικαίωμα του εργοδότου προς διεύθυνσιν και εποπτείαν της εργασίας του μισθωτού και η αντίστοιχος υποχρέωσις του τελευταίου τούτου να υπακούη εις τας οδηγίας του εργοδότου.'
Τα ίδια κριτήρια ακολουθήθηκαν στην υπόθεση Performing Right Society, Limited v. Mitchell and Booker (Palais De Danse), Limited [1924] 1 K.B. 762 όπου σε αγωγή για παραβίαση δικαιώματος πνευματικής ευρεσιτεχνίας που αφορούσε συγκεκριμένα κομμάτια μουσικής, τα μέλη μιας ορχήστρας θεωρήθηκαν ότι ήταν εργοδοτούμενοι του ιδιοκτήτη του κέντρου στο οποίο εμφανίζονταν. ΄Οπως είπε χαρακτηριστικά ο Δικαστής McCardie J.,
'It seems, however, reasonably clear that the final test, if there be a final test, and certainly the test to be generally applied, lies in the nature and degree of detailed control over the person alleged to be a servant. This circumstance is, of course, one only of several to be considered, but it is usually of vital importance.'
Οι πιο πάνω αποφάσεις υιοθετήθηκαν στην Κύπρο στην υπόθεση Prousi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363 όπου τονίστηκε ότι,
'The question as to whether the relationship of employer and employee exists is always a question of fact and the facts of each particular case have to be taken into consideration. The only criterion for making a person an employee of another is not the payment of a salary for services rendered by him but also it has to be established that the employer can exercise control over the work of the other.'
(΄Ιδε επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Δήμου Λευκωσίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 456.)
Η φραστική αναφορά από τους συμβαλλόμενους σε εργολαβική προσφορά υπηρεσιών δεν μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά το χαρακτήρα της συμφωνίας που πρέπει να βασίζεται σε μια ορθή αξιολόγηση όλων των πραγματικών γεγονότων (Ίδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 711.)
Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι υπήρχε καθορισμός συγκεκριμένης αμοιβής για κάθε εργάσιμη νύκτα, καθορισμός των ωρών εργασίας τόσο για τις καλοκαιρινές όσο και για τις χειμερινές νύκτες, καθορισμός δικαιώματος διαλείμματος του εργοδοτουμένου, παροχή δωρεάν δείπνου και ποτού κατά τις εργάσιμες νύκτες από τον εργοδότη, υποχρέωση του καλλιτέχνη να φέρει στολή και περιβολή που θα καθόριζε ο εργοδότης και υποχρέωση του καλλιτέχνη να παρουσιάζει πρόγραμμα με τραγούδια της προτίμησης των πελατών. ΄Ολα τα πιο πάνω στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχε προσφορά υπηρεσιών με πιθανό δικαίωμα εκ μέρους του εργοδότη ελέγχου της εργασίας του εργοδοτουμένου σε βαθμό που ο εργοδοτούμενος δικαιολογημένα να έχει θεωρηθεί ως 'μισθωτός' μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Νόμου 41/80.
Η λήψη μιας διοικητικής απόφασης προϋποθέτει τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Η έκταση και η μορφή της έρευνας συνδέονται άμεσα με τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας συμπεριλαμβάνει τη συλλογή και αξιολόγηση όλων εκείνων των ουσιωδών στοιχείων που θα δημιουργούσαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα. (Ίδε Νικολαΐδης και ΄Αλλοι ν. Μηνά και ΄Αλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321 και Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζαμπόγλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270.)
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι οι καθ' ων η αίτηση, αφού άκουσαν τις θέσεις και των δύο πλευρών και αφού έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που είχαν παρουσιαστεί, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι καλλιτέχνες μπορούσαν να θεωρηθούν ως 'μισθωτοί'. Συνεκτιμώντας τις ενέργειες στις οποίες προέβηκαν οι καθ' ων η αίτηση κρίνουμε ότι είχε γίνει η δέουσα έρευνα στο βαθμό που ήταν εύλογα αναγκαία.»
Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι, κατά το στάδιο της εξέτασης της υπόθεσης τόσο από το Διευθυντή όσο και από την Υπουργό, η έρευνα που έγινε ήταν επαρκής. Οι θέσεις της αιτήτριας λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν, της δόθηκε δε η ευκαιρία να παραθέσει τις απόψεις της μέσω των γραπτών καταθέσεών της, της ιεραρχικής προσφυγής της, αλλά και των εγγράφων που στήριζαν την εκδοχή της. Η Υπουργός δεν είχε εκ του Νόμου υποχρέωση να την ακούσει πριν από την έκδοση της απόφασης. Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει εξουσία, δυνάμει του ΄Αρθρου 78(2) του Νόμου, να ακούει, εάν το θεωρεί απαραίτητο, αιτητές, δεν είναι, όμως, υποχρεωμένος να το πράξει. Προκύπτει από το φάκελο ότι η Υπουργός, προτού καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση, έδωσε οδηγίες για περαιτέρω διερεύνηση της σχέσης του παραπονουμένου και της αιτήτριας, με βάση την κατάσταση πληρωμών και το γεγονός ότι αυτός εξέδιδε αποδείξεις είσπραξης πληρωμής από την αιτήτρια και έλαβε υπόψη της το περιεχόμενο της επιστολής του Διευθυντή ημερομηνίας 30/11/2009, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:-
«Ο κ Ποπουνίδης δηλώνει στην κατάθεση του ότι για την εργασία του στην πιο πάνω εταιρεία λάμβανε σταθερό καθορισμένο εβδομαδιαίο μισθό. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τις καταστάσεις πληρωμών της εταιρείας τις οποίες έχει προσκομίσει ο Λογιστής της κ. Μάριος Ταλιώτης στην επιθεωρήτρια του Επαρχιακού μας Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων Πάφου κ. Δέσπω Αντωνίου (αντίγραφο έχει επισυναφθεί στην έκθεση γεγονότων πους σας υποβλήθηκε).
΄Οσον αφορά τις αποδείξεις είσπραξης πληρωμής, οι οποίες λήφθηκαν υπόψιν, αυτές αφορούν περίοδο μόνο κατά το έτος 2008 ενώ τα ποσά που αναγράφονται σε αυτές συμφωνούν με τις μηνιαίες απολαβές του παραπονούμενου. Οι αποδείξεις αυτές από μόνες τους δεν αποδεικνύουν ύπαρξη εργολαβικής σχέσης μεταξύ της εταιρείας και του παραπονούμενου. Εξάλλου σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τον κ Ποπουνίδη, σχετικά με το θέμα των αποδείξεων, μου ανέφερε ότι του είχαν δοθεί κενές από την εταιρεία για να τις υπογράψει χωρίς ο ίδιος να κατανοεί σε τι αφορούσαν.»
Υπό το φως του συνόλου των δεδομένων, καταλήγω ότι η απόφαση της Υπουργού ήταν καθ' όλα εύλογη και δεόντως αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ