ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 725/2009)
14 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΩΤΙΟΣ Θ. ΓΡΑΒΑΝΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ξ. Ευγενίου (κα) και Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.
Γ. Σεραφείμ, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Μ. Σπανού (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 20.3.2009 με την οποία κατόπιν επανεξέτασης, διόρισαν εκ νέου τον Νικόλα Ιωάννου, Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ), ως Καθηγητή στην ειδικότητα Γεωργικής Φυτοπαθολογίας, στο Τμήμα Γεωπονικών Επιστημών Βιοτεχνολογίας και Επιστήμης Τροφίμων του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου αναδρομικά από τις 2.1.2007 αντί τον Αιτητή.
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Οι Καθ' ων η αίτηση, στο εξής «το ΤΕΠΑΚ», είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Οι αρμοδιότητες του διέπονται και ρυθμίζονται από τον περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο του 2003 (Ν. 198(Ι)/2003), όπως έχει τροποποιηθεί, στο εξής «ο Νόμος», καθώς και στους σχετικούς Κανονισμούς.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο, αρμοδιότητα για την προκήρυξη και πλήρωση της επίδικης θέσης, είχε η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή (ΠΔΕ) του ΤΕΠΑΚ, της οποίας η απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 9.1.2009, με την προσφυγή αρ. 911/2006 την οποία άσκησε ο Αιτητής στην παρούσα υπόθεση. Κρίθηκε ότι, λόγω απουσίας ενός εκ των Μελών της, η σύνθεση και λειτουργία του Εκλεκτορικού Σώματος, δεν ήταν νόμιμη. Επίσης ότι από την Έκθεση Αξιολόγησης απουσίαζαν διάφορα στοιχεία, ενώ δεν ήταν υπογραμμένη από ένα μέλος.
Κατόπιν αυτής της εξέλιξης στις 16.1.2009, συνεδρίασε η ΠΔΕ η οποία αποφάσισε την επανασύγκληση του Εκλεκτορικού Σώματος με σκοπό την επανεξέταση του θέματος. Κατά την ορισθείσα ημερομηνία συνεδρίασης του Εκλεκτορικού Σώματος (17.2.2009), ένα μέλος του, ο καθηγητής Mansfield, δήλωσε κώλυμα να παραστεί, λόγω των διδακτικών του υποχρεώσεων. Στην προγραμματισθείσα συνεδρία του, το Εκλεκτορικό Σώμα κατόπιν επανεξέτασης, αποφάσισε να εισηγηθεί τον επαναδιορισμό του ΕΜ στην επίδικη θέση, αφού έκρινε ότι το Αιτητής δεν ικανοποιούσε το δεύτερο από τα πέντε κριτήρια, το οποίο απαιτούσε δημοσίευση επιστημονικής εργασίας μετά από αξιόλογη και αυτόνομη έρευνα, καθώς και διεθνή αναγνώριση του επιστημονικού του έργου.
Στις 20.3.2009 συνεδρίασε η Διοικούσα Επιτροπή, η οποία στο μεταξύ, αντικατέστησε την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή και αποφάσισε ομόφωνα να δεχθεί την εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος και να επικυρώσει το διορισμό του ΕΜ στην επίδικη θέση.
Ο Αιτητής, προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλει 7 λόγους ακυρότητας:- (1) Δεδικασμένο ως προς την τότε σύνθεση και λειτουργία του Εκλεκτορικού Σώματος, (2) παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου ως προς απαιτούμενα προσόντα που λήφθηκαν υπόψη από το Εκλεκτορικό Σώμα για την επίδικη θέση, (3) λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 26(4)(γ), (4) πλάνη ως προς την κατοχή από το ΕΜ των απαιτούμενων προσόντων, (5) η έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος είναι παράνομη γιατί είναι μεροληπτική και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, (6) αποτυχία επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου και (7) ανύπαρκτη αιτιολογία της απόφαση της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής.
Κατ' αρχάς η συνήγορος του ΕΜ εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, είναι αυτή του Εκλεκτορικού Σώματος και όχι η προσβαλλόμενη επικύρωση της από την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή.
Η εισήγηση της συνηγόρου του ΕΜ δεν ευσταθεί, αφού πάντοτε εκτελεστή διοικητική πράξη ή απόφαση, είναι αυτή του αποφασίζοντος οργάνου. Στην παρούσα υπόθεση με βάση τη σχετική νομοθεσία, αποφασίζον όργανο κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η Διοικούσα Επιτροπή, η οποία μέχρι την εκλογή της Συγκλήτου και τη σύσταση του Πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΠΑΚ, ασκούσε τις αρμοδιότητές της, στις οποίες περιλαμβάνεται και η επίδικη για διορισμούς των πρώτων καθηγητών και Αναπληρωτών Καθηγητών. Επομένως, η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι αυτή της Διοικούσας Επιτροπής, ημερ. 20.3.2009, με την οποία επικυρώθηκε η εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος. Το θέμα εν πάση περιπτώσει, αποτελεί δεδικασμένο ενόψει των αποφασισθέντων στη Γραβάνη ν. Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΠΑΚ, Α.Ε. 23/2009, ημερ. 23.12.2011, στην οποία η κα Σπανού ήγειρε το ίδιο θέμα, το οποίο όμως απορρίφθηκε από την Ολομέλεια.
Η συνήγορος του ΕΜ εγείρει και ένα δεύτερο θέμα υπό τύπο προδικαστικής ένστασης, ήτοι την έλλειψη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του Αιτητή να προσβάλει το διορισμό του ΕΜ αντί του ιδίου. Με δεδομένο ότι ο Αιτητής κρίθηκε μη προσοντούχος, η κα Σπανού εισηγήθηκε ότι έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την κρίση του οργάνου ως προς τη μη κατοχή από τον ίδιο των απαιτούμενων προσόντων. Ο Αιτητής προσβάλλει την κρίση του οργάνου ως προς τα προσόντα του, στους λόγους ακυρότητας 2 και 5. Η κα Σπανού εισηγήθηκε ότι το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τους δύο αυτούς λόγους που σχετίζονται με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων από τον Αιτητή και αν κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επί του θέματος των προσόντων είναι νόμιμη, θα πρέπει να απορρίψει την προσφυγή, χωρίς να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας.
Συμφωνώ με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου για το ΕΜ. Με βάση την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υποψήφιος ο οποίος κρίθηκε ότι δεν είναι προσοντούχος, όπως εδώ ο Αιτητής, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση σχετικά με τη μη κατοχή από τον ίδιο των απαιτούμενων προσόντων. Όπως αναφέρθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Κουτσού ν. Δημοκρατίας (1992) 4(ΣΤ) ΑΑΔ 4508, 4512:-
«Η ύπαρξη ή μη εννόμου συμφέροντος αποφασίζεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει γίνει δεκτό πως, ενόψει ιδιαίτερων περιστατικών, θεμελιώνεται η νομιμοποίηση για την προσβολή της πράξης, παρά το γεγονός ότι ο αιτητής δεν συγκεντρώνει τα προσόντα της θέσης, είτε γιατί έχει ηθικό έννομο συμφέρον είτε γιατί αποκαλύπτεται κάποιας μορφής δυσμενής επηρεασμός του· Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που ο λόγος της προσβολής του διορισμού ή της προαγωγής αναφέρεται στη μη κατοχή από τον διορισθέντα ή τον προαχθέντα των προσόντων της θέσης. (Βλ. Petrakis Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378, Χ. Christodoulou and Others v. Cyprus Telecommunications Authority (1973) 3 C.L.R. 695, Χρίστος Κυριάκου και Άλλοι. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Προσφυγή 289/90 της 24 Απριλίου 1991).»
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής, ο οποίος αμφισβητεί την κρίση του Εκλεκτορικού Σώματος, η οποία υιοθετήθηκε από τη Διοικούσα Επιτροπή, ότι ο Αιτητής δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα από το ίδιο, κατά την άποψή μου νομιμοποιείται, όπως ορθά εισηγείται η κα Σπανού, να προσβάλει την απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, μόνο σε ό,τι αφορά τα προσόντα του. Οι σχετικοί λόγοι, όπως ορθά υπέδειξε η κα Σπανού, είναι ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος ακυρότητας, τους οποίους θα εξετάσω αμέσως μετά.
Παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου ως προς απαιτούμενα προσόντα που λήφθηκαν υπόψη από το Εκλεκτορικό Σώμα για την επίδικη θέση - Λόγος ακύρωσης 2
Οι αρχές του διοικητικού δικαίου που αφορούν στο καθεστώς του ουσιώδους χρόνου κατά την επανεξέταση, κωδικοποιούνται στα άρθρα 58 και 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), τα οποία προβλέπουν ότι:-
«58. Κατά την επανεξέταση πράξης της που έχει ακυρωθεί, η διοίκηση οφείλει να λάβει υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η σχετική απόφασή της. Κατ' εξαίρεσιν και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.
59.-(1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.
(2) Κατά την επανεξέταση, η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης.
Το άρθρο 26(4) του Νόμου, για τη θέση Καθηγητή, προβλέπει ότι απαιτούνται τα πέντε προσόντα για τη θέση Αναπληρωτή καθηγητή που προβλέπονται στο άρθρο 26(3) και επιπλέον τα τέσσερα προσόντα που προβλέπονται στο άρθρο 26(4), ειδικά για τη θέση Καθηγητή.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής παραπονείται ότι το Εκλεκτορικό Σώμα στην Έκθεσή του, έλαβε υπόψη αυθαίρετα και λανθασμένα τα κριτήρια που αφορούσαν στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή, αντί Καθηγητή, όπως προβλέπει το άρθρο 26(4)(α-δ). Κατά την άποψη του κ. Αγγελίδη, το Εκλεκτορικό Σώμα θα έπρεπε πρώτα να κρίνει τους δύο υποψηφίους με βάση τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα για τη θέση Καθηγητή (όπως έπραξε κατά τον ουσιώδη χρόνο), οπότε και θα διαφαινόταν ότι το ΕΜ δεν πληρούσε αυτά τα προσόντα και μετά να κρίνει τους υποψηφίους με βάση τα κριτήρια για Αναπληρωτή Καθηγητή. Ο δικηγόρος του Αιτητή θεωρεί ότι το Εκλεκτορικό Σώμα αυθαίρετα και για αλλότριο σκοπό τροποποίησε κατά το δοκούν τα προσόντα, με μοναδικό σκοπό να καταστήσει το ΕΜ προσοντούχο.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατ' αρχάς, όπως ορθά έχουν επισημάνει οι δικηγόροι των Καθ' ων η αίτηση και ιδιαίτερα του ΕΜ, τα όσα αναφέρει ο δικηγόρος του Αιτητή δεν έχουν καμία σχέση με το δικαστικό δεδικασμένο που προκύπτει από την Υπόθ. Αρ. 911/06. Εκεί η προσφυγή έγινε δεχτή, επειδή λόγω απουσίας του σχετικού πρακτικού, δεν ήταν καθαρές οι συνθήκες λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα να παραμείνει αβέβαιο αν υπήρξε νομότυπη σύγκληση του Εκλεκτορικού Σώματος. Επομένως, καμία σχέση δεν έχει το δεδικασμένο που προκύπτει με τα προσόντα του Αιτητή.
Ούτε ως προς την ουσία ευσταθεί ο συγκεκριμένος λόγος ακυρότητας. Ο διαχωρισμός στον οποίο προβαίνει ο δικηγόρος του Αιτητή αναφορικά με τα προσόντα, είναι αυθαίρετος. Τα προσόντα για τη θέση Καθηγητή, σύμφωνα με το άρθρο 26(4), είναι τα πέντε που απαιτούνται για τη θέση Αναπληρωτή καθηγητή και τέσσερα επιπλέον που απαιτούνται ειδικά για τη θέση Καθηγητή. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια που να απαιτεί ξεχωριστή ή διαδοχική εξέταση των προσόντων. Τα προσόντα απαιτούνται σωρευτικά και εύλογα το Εκλεκτορικό Σώμα τα εξέτασε μαζί ομαδοποιώντας τα ανάλογα με τη θεματολογική τους διασύνδεση. Σε τελική ανάλυση, όλα τα προσόντα εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν και επομένως τίποτε το μεμπτό δεν προκύπτει.
Τέλος, ο δικηγόρος του Αιτητή παραπονείται αόριστα ότι κατά την επανεξέταση παραβιάστηκε το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου. Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Με δεδομένο ότι το άρθρο 26 δεν τροποποιήθηκε από το διορισμό του ΕΜ, το Εκλεκτορικό Σώμα εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 26(4) που αφορούν στα προσόντα και καμία παραβίαση του ουσιώδους χρόνου ή πλάνη περί το νόμο διαπιστώνεται.
Πάσχει η έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος ως μεροληπτική, ανακριβής και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων - Λόγος ακύρωσης 5
Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι λόγω μεροληψίας υπέρ του ΕΜ, το Εκλεκτορικό Σώμα παρέλειψε να καταγράψει και να αναφερθεί σε όλα τα προσόντα του Αιτητή, κάποια από τα οποία απέκρυψε, ενώ επαναλαμβάνει τα όσα ανέφερε στα πλαίσια του προηγούμενου λόγου ακυρότητας, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα νόμιμα προσόντα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Επίσης αναφέρεται στο ΕΜ για να δείξει ότι δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα. Ως προς το τελευταίο, θα πρέπει να σημειώσω ότι δεν προτίθεμαι να εξετάσω οτιδήποτε αφορά στο ΕΜ, εκτός αν αυτό αφορά στην εξέταση που γίνεται εδώ και η οποία αφορά αποκλειστικά στο κατά πόσον ο Αιτητής και όχι το ΕΜ, ήταν προσοντούχος.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Ως προς τα προσόντα, το Εκλεκτορικό Σώμα έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε το Β΄ το οποίο (στη βάση των όσων απαιτούνται στο άρθρο 26(3)(β) και 26(4)(β)), καθορίστηκε ως εξής:-
«Δημοσίευση εργασιών, όπως άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά εγνωσμένου κύρους, ή μονογραφίες ή βιβλία αναγνωρισμένων εκδοτικών οίκων, που τεκμηριώνουν αξιόλογο αυτοδύναμο ερευνητικό έργο ΚΑΙ Διεθνής αναγνώριση του επιστημονικού έργου.»
Το Εκλεκτορικό Σώμα έκρινε[1] ότι:-
«Οι εργασίες που είναι σημαντικές για επιστημονική αναγνωρισιμότητα είναι αυτές σε περιοδικά με κριτές, τα οποία έχουν αναγνωρισμένο δείκτη επιρροής. Πέντε δημοσιεύσεις (στον τομέα της Φυτοπαθολογίας) εμπίπτουν σ' αυτή την κατηγορία. Ο δείκτης επιρροής είναι λιγότερο από 1 για κάθε μία από τις δύο δημοσιεύσεις που είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε βασισμένοι στα έγγραφα που μας παρασχέθηκαν που θεωρείται χαμηλός για τον τομέα της Φυτοπαθολογίας. Το σύνολο των δημοσιευθεισών εργασιών του Γραβάνη έχει τύχει παραπομπής σε συνολικά 33 περιπτώσεις (η παραπομπή συχνά αποτελεί ένδειξη της ποιότητας της εργασίας ως αυτή αξιολογείται από την επιστημονική κοινότητα).
Πρόσθετα, 16 ουσιαστικά κείμενα έχουν παραχθεί στα Ελληνικά για φοιτητές των ΤΕΙ και γι' αυτό δυνατό να έχουν μικρότερη επίδραση διεθνώς.
Δεν θεωρούμε αυτό το ιστορικό δημοσιεύσεων ότι συνάδει με αυτό που αναμένεται από ένα Καθηγητή Πανεπιστημίου.
Είμαστε της άποψης ότι ο Δρ. Γραβάνης δεν ικανοποιεί κανένα από τα δύο αυτά κριτήρια.»
Σύμφωνα με τη νομολογία, το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται, είτε με σχέδιο υπηρεσίας, είτε νομοθετικά, είναι θέμα πραγματικό, εντός της διακριτικής ευχέρειας του διορίζοντος οργάνου. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (βλ. Δημοκρατία ν. Γερμανού (2005) 3 ΑΑΔ 93 και Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 160/08, ημ. 21.10.11).
Η πιο πάνω νομολογιακή αρχή εφαρμόζεται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υποψηφίων για ψηλές πανεπιστημιακές θέσεις, για τις οποίες η εξέταση των προσόντων των υποψηφίων απαιτείται να γίνεται από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις και προσόντα. Γι' αυτό και στη συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα της ικανοποίησης των προσόντων και γενικά της αξιολόγησης των υποψηφίων, παραπέμφθηκε στο Εκλεκτορικό Σώμα, το οποίο αποτελείται από ειδήμονες με ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η δημοσίευση επιστημονικών εργασιών, το ερευνητικό έργο, καθώς και η διεθνής αναγνώριση του επιστημονικού έργου του Αιτητή, εξετάστηκαν πρωτογενώς από το αρμόδιο Εκλεκτορικό Σώμα, το οποίο και αιτιολογώντας την απόφασή του, έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε το συγκεκριμένο προσόν. Με δεδομένο ότι το Εκλεκτορικό Σώμα δεν ξέφυγε των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια να επέμβει και να κρίνει πρωτογενώς τα προσόντα του Αιτητή.
Ένα από τα παράπονα είναι ότι το Εκλεκτορικό Σώμα όχι μόνο «αγνόησε και απέκρυψε», αλλά «υποτίμησε μέχρι μηδενισμού το δημοσιευμένο και ερευνητικό έργο του Αιτητή». Δεν συμφωνώ. Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, το Εκλεκτορικό Σώμα θεωρείται ότι έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που υπήρχαν στους φακέλους των υποψηφίων, οι οποίοι είχαν τεθεί ενώπιον του. Καμία υποχρέωση δεν υπάρχει να αναφερθεί σε κάθε ένα από τα στοιχεία ξεχωριστά. Κατά την άποψή μου, η αιτιολογία που έδωσε το Εκλεκτορικό Σώμα ήταν, όχι μόνο επαρκής, αλλά και ενδεικτική της εξέτασης των στοιχείων του φακέλου του Αιτητή και της συνοπτικής παρουσίασης των συμπερασμάτων, όπως ενδείκνυτο στην περίσταση. Από την αιτιολογία που παρατίθεται, καθόλου δεν προκύπτει μηδενισμός του ακαδημαϊκού έργου του Αιτητή, αλλά καταγράφεται το έργο του, προτού το Συμβούλιο καταλήξει ότι δεν πληρούσε, μεταξύ άλλων, το απαιτούμενο προσόν της διεθνούς αναγνώρισης.
Ένα άλλο παράπονο του Αιτητή, είναι ότι το Εκλεκτορικό Σώμα έδειξε μεροληψία. Ούτε αυτό ευσταθεί. Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, ισχυρισμοί για μεροληψία θα πρέπει να αποδεικνύονται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται στους διοικητικούς φακέλους, είτε με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων (βλ. Νεοφύτου ν. ΕΔΥ (2007) 3 ΑΑΔ 8, Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 176). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός του Αιτητή πόρρω απέχει από του να ικανοποιεί τα κριτήρια της νομολογίας για εδραίωση μεροληψίας.
Ενόψει των πιο πάνω, η απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, η οποία υιοθετήθηκε από τη Διοικούσα Επιτροπή, με την οποία ο Αιτητής κρίθηκε μη προσοντούχος είναι νόμιμη και ως εκ τούτου ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει το διορισμό του ΕΜ αντί του ιδίου.
Υπό τις περιστάσεις, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης.
Η προσφυγή κρίνεται μη παραδεχτή και απορρίπτεται με €1.300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα του ΕΜ.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς
[1] Σε ελεύθερη μετάφραση του δικηγόρου του ΕΜ.