ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1514/2011)
28 Σεπτεμβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
1. KALE EKENA NGOMBA,
2. DAWN KEVERN,
Αιτητές,
-ν-
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤ. ΤΜ. ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ &
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Ιωάννου, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το κεντρικό και μοναδικό ουσιαστικά θέμα που εγείρεται προς δικαστικό έλεγχο και απόφανση στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, έγκειται στο ζήτημα της επάρκειας της έρευνας που διεξήγαγαν οι καθ΄ων η αίτηση και της νομιμότητας του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξαν ως αποτέλεσμα της έρευνάς τους, σύμφωνα με το οποίο οι δύο αιτητές οι οποίοι είχαν συνήψει γάμο, δε συμβίωναν κάτω από την ίδια στέγη και, επομένως, ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από το Καμερούν, θα έπρεπε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, αφού δε συμβίωνε πλέον με την Ευρωπαία πολίτιδα σύζυγό του - αιτήτρια, η οποία κατάγεται από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Όπως προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία μέσω των κατεχομένων εδαφών της κατά το 2007, οπότε και υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου. Τόσο η αίτησή του αυτή, όσο και ιεραρχική προσφυγή την οποία υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, απορρίφθηκαν και του ζητήθηκε, με επιστολή 18.6.2009, να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Στο μεταξύ, όμως, ο αιτητής κατά την 14.11.2008 συνήψε γάμο με την Ευρωπαία πολίτιδα - Βρετανίδα - αιτήτρια, οπότε ο αιτητής υπέβαλε στις 22.9.2009 αίτηση για έκδοση Δελτίου Διαμονής.
Ακολούθησε διερεύνηση της γνησιότητας του γάμου των αιτητών και ιδιαίτερα του στοιχείου της συμβίωσης τους κάτω από την ίδια στέγη. Η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε, με επιστολή 21.2.2011, λόγω ευρήματος στο οποίο κατάληξαν οι καθ΄ων η αίτηση περί μη συμβίωσης του ζεύγους. Κατόπιν αιτήματος της δικηγόρου του αιτητή, καθώς και άλλου δικηγόρου για επανεξέταση της περίπτωσής του, επειδή όπως υποστηριζόταν η συμβίωση του ζεύγους συνεχιζόταν, διενεργήθηκαν νέοι έλεγχοι οι οποίοι όμως απέληξαν στην εξαγωγή του ίδιου ευρήματος από τους καθ΄ων η αίτηση, ότι δηλαδή ο αλλοδαπός αιτητής δε διέμενε μαζί με τη σύζυγό του, πολίτιδα της Ένωσης.
Με επιστολή τους ημερομηνίας 1.9.2011, οι καθ΄ων η αίτηση πληροφόρησαν σχετικά τον αιτητή, τον οποίο και κάλεσαν να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία εντός ενός μηνός.
Τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ων η αίτηση προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους και οι δύο αιτητές και επιζητούν την ακύρωσή της.
Όπως έχω αναφέρει στην αρχή της παρούσας απόφασης, το κύριο ζήτημα που ηγέρθηκε και απασχόλησε κατά την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής, είναι το κατά πόσο η διενεργηθείσα από τους καθ΄ων η αίτηση έρευνα ήταν αρκούντως ικανοποιητική υπό τις περιστάσεις και κατά πόσο τα συλλεγέντα από την έρευνα στοιχεία δικαιολογούσαν το εύρημα στο οποίο οδηγήθηκε η διοίκηση και, συνακόλουθα, την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.
Τα λεπτομερή στοιχεία της διενεργηθείσας από τους καθ΄ων η αίτηση έρευνας παρουσιάζουν την ακόλουθη εικόνα:
Ο γάμος των αιτητών τελέστηκε στις 14.11.2008. Ο πρώτος έλεγχος διακρίβωσης της γνησιότητάς του έγινε στις 11.3.2010. Κατ΄αυτόν διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε ότι υπήρχε κανονική συμβίωση του ζεύγους και ότι η σύζυγος αντιμετώπιζε πρόβλημα σπονδύλου και ότι μετέβαινε στη χώρα καταγωγής της, την Αγγλία, για να βλέπει τα παιδιά της από τον πρώτο της γάμο.
Δεύτερος έλεγχος διενεργήθηκε κατά την 22.1.2011, οπότε το ζεύγος δεν εντοπίστηκε στην ίδια διεύθυνση. Ο αιτητής, όμως, πληροφόρησε τηλεφωνικά τους καθ΄ων η αίτηση ότι άλλαξαν διεύθυνση και ότι η σύζυγός του μετέβη στην Αγγλία το μήνα εκείνο και ότι θα επέστρεφε το Μάιο.
Αυτά τα ευρήματα δεν έπεισαν τη διοίκηση περί της συνέχισης της έγγαμης συμβίωσης, οπότε, και με επιστολή ημερομηνίας 21.2.2011, ο αιτητής διατάχθηκε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία.
Δόθηκαν τότε αμέσως εξηγήσεις από τη δικηγόρο των αιτητών ότι η σύζυγος είχε ταξιδέψει για λόγους υγείας και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο σύζυγό της στην Κύπρο και αυτό το γεγονός βεβαιώθηκε με έγγραφη δήλωση της συζύγου του αιτητή στην οποία, αφού βεβαιωνόταν η γνησιότητα του γάμου και η έγγαμη σχέση των αιτητών για τρία χρόνια, αναφερόταν ότι η ίδια μετέβηκε στην Αγγλία για να υποστεί θεραπεία από το δικό της γιατρό, επειδή στην Κύπρο δεν έτυχε καλής θεραπείας. Όπως δε πρόσθετε, θα επέστρεφε στην Κύπρο το συντομότερο. Στις 23.4.2011 διενεργήθηκε άλλος έλεγχος στον τόπο τελευταίας διαμονής του ζεύγους, πλην όμως το ζεύγος δεν εντοπίστηκε εκεί και, σε τηλεφωνική επικοινωνία, ο αιτητής πληροφόρησε τους καθ΄ων η αίτηση ότι μετακόμισαν. Έγινε επίσκεψη στη νέα διεύθυνση που δόθηκε από τον αιτητή αυθημερόν και ο ίδιος ανέφερε ότι η σύζυγός του είχε πράγματι επιστρέψει στην Κύπρο το Μάρτιο 2011 και παρέμεινε μαζί του για ένα περίπου μήνα, οπότε και αναχώρησε πριν από μια εβδομάδα και πάλι για την Αγγλία για να συνεχίσει τη θεραπεία της. Όπως σημειώθηκε από τα μέλη του κλιμακίου των καθ΄ων η αίτηση που διενήργησαν το νέο έλεγχο, ο αιτητής γνώριζε προσωπικές λεπτομέρειες για τη σύζυγό του και έδωσε δύο αριθμούς τηλεφώνων της στην Αγγλία. Άλλος αλλοδαπός, ο οποίος διέμενε προσωρινά με τον αιτητή μέχρις ότου επιστρέψει η σύζυγός του, επιβεβαίωσε ότι γνώριζε τη σύζυγο του αιτητή και ότι αυτή βρισκόταν για ένα μήνα στην Κύπρο διαμένοντας μαζί του.
Τα πιο πάνω στοιχεία δεν έπεισαν το Διοικητή της Υ.Α.Μ. ο οποίος στο σημείωμά του, αφού αναφέρθηκε στις περιπτώσεις που το ζεύγος άλλαξε διεύθυνση και στο ότι μόνο κατά τη μία από τις τρεις περιπτώσεις κατά τις οποίες διενεργήθηκε έλεγχος το ζεύγος ήταν μαζί, και συμπέρανε ότι η σύζυγος απουσιάζει δίδοντας κάποιες δικαιολογίες για να κερδίσει ο αιτητής έτσι χρόνο παραμονής στην Κύπρο. Εισηγήθηκε δε όπως ο αιτητής κληθεί να αναχωρήσει, πράγμα που έγινε με την προσβαλλόμενη απόφαση.
Η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε σε διάφορες διατάξεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου του 2007 [Νόμος αρ. 7(Ι)/2007] σε σημεία του οποίου αναφέρεται το στοιχείο της συμβίωσης πολίτη της Ένωσης με μέλη των οικογενειών τους. Για να καταλήξει στην εισήγηση ότι, με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, ο αιτητής δεν μπορούσε να αντλήσει δικαίωμα διαμονής από τη στιγμή που δε διέμενε με τη σύζυγό του - πολίτιδα της Ένωσης, η οποία αναχώρησε από την Κύπρο.
Εγκύπτοντας στα πιο πάνω γεγονότα, θα πρέπει να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Κατ΄ αρχάς το θέμα της επάρκειας της διενεργηθείσας έρευνας δεν πρέπει να εξετάζεται και να αποφασίζεται ανάλογα με τον αριθμό των ελέγχων που έχουν γίνει, τη συχνότητά τους κλπ. Είναι δυνατό σε κάποια περίπτωση ένας και μόνο έλεγχος να έχει ως αποτέλεσμα την αποκομιδή τέτοιων ισχυρών στοιχείων προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση που να είναι αποφασιστικής σημασίας. Αντίθετα, είναι δυνατό η διενέργεια δύο και τριών και ίσως περισσοτέρων ελέγχων να μη μπορεί να οδηγήσει στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, οπότε το διερευνώμενο θέμα θα πρέπει να παραμείνει ανοικτό. Αυτό, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης και της νέας έρευνας που διενεργήθηκε από την αρμόδια υπηρεσία. Η σύζυγος, στις δύο από τις τρεις περιπτώσεις, δεν ήταν παρούσα, αλλά βρισκόταν στη χώρα καταγωγής της για λόγους υγείας, όπως αναφέρθηκε. Η γνησιότητα των λόγων αυτών υγείας δε διερευνήθηκαν ποτέ. Δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία που να έδειχναν προς την κατεύθυνση της πλήρους ή μόνιμης διακοπής της έγγαμης συμβίωσης. Αντίθετα, φαίνεται να υπήρχαν στοιχεία περί του αντιθέτου. Αυτά τα στοιχεία, τα οποία ήσαν ευνοϊκά προς την πλευρά των αιτητών, αφού έτειναν να καταδείξουν τη συνέχιση της συμβίωσης, φαίνεται ότι είχαν παραγνωρισθεί, γεγονός που δε δείχνει καλή πίστη και αμεροληψία. (Βλ. Nandanie Laudeni Pathirannchelaje v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1072/2011, ημερομηνίας 2.12.2011).
Η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από άλλες στις οποίες είτε είχαν δοθεί συγκρουόμενες εξηγήσεις για τη μη διαμονή του ενός των συζύγων με τον άλλο, ή συνελέγηκαν τέτοια στοιχεία που δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε ένα και μόνο ασφαλές συμπέρασμα. (Βλ. π.χ. Ureef Mohd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1495/2005, ημερομηνίας 7.4.2008).
Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η διενεργηθείσα έρευνα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, στη βάση των στοιχείων που αποκομίσθηκαν από αυτήν, ήταν επαρκής ώστε να τερματισθεί με την εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων και τη λήψη τελικής απόφασης.
Όπως αναφέρεται και στο άρθρο 27(2) του προαναφερθέντος Νόμου:
"(2) Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειας τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 9, 25 και 26, ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο πολίτης της Ένωσης ή τα μέλη της οικογένειας του πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα, η αρμόδια αρχή δύναται να ελέγχει εάν πληρούνται οι όροι αυτοί:
Νοείται ότι ο έλεγχος αυτός δεν δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα."
Ο τρόπος, το εύρος και η διάρκεια της έρευνας της διοίκησης, τόσο από τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου, όσο και από τις γενικότερες αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τις ανάγκες της υπό διερεύνηση περίπτωσης.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η έρευνα δεν ήταν επαρκής ώστε να θεωρηθεί ως νομίμως ολοκληρωθείσα, ενόψει των συλλεγέντων στοιχείων, και η εξαγωγή του τελικού συμπεράσματος ή ευρήματος στο οποίο βασίστηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη μη συμβίωση των αιτητών, εμφανίζεται να είναι αυθαίρετη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ