ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                      (Υπόθεση Αρ. 1482/2010)

 

24 Σεπτεμβρίου, 2012

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

FEZILE AHMET,

                              Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

                              Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Α. Μαρκίδης και Ι. Αβρααμίδης, για την Αιτήτρια.

Ε. Φλωρέντζου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

- - - - - -


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια η οποία είναι τουρκοκύπρια εγκαταστάθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1959. Περί το Μάρτιο του 2008 έγινε μεταβίβαση του τεμαχίου με αρ. τεμ. 700 Φ./Σχ.18/35 αρ. εγγραφής 0/6266 στον ’γιο Θεόδωρο Τυλληρίας επ' ονόματι της αιτήτριας δυνάμει δωρεάς από τον τουρκοκύπριο πατέρα της ο οποίος είχε τη συνήθη διαμονή του στην κατεχόμενη Γιαλούσα.

 

Στις 26.6.08 κατατέθηκε από την αιτήτρια αγοραπωλητήριο έγγραφο και υπεβλήθη αίτημα μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προς τον καθ' ου η αίτηση για άδεια πώλησης και αποξένωσης του κτήματος σε ελληνοκύπριους αγοραστές. Μετά από αναλυτική έκθεση που ετοίμασε η Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ περιουσιών για το θέμα ημερ. 17.9.08, το αίτημα απορρίφθηκε την 1.12.08 με την αιτιολογία ότι δεν ικανοποιούνται οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίστηκαν για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια και στους ενδιαφερόμενους αγοραστές με επιστολή ημερ. 23.12.08  στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφερόταν:

 

«Όπως προκύπτει, δεν συντρέχουν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίζονται με τη σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 60.821 ημερ. 15.09.2004 ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις και δεδομένου στην αγοραπωλησία συνυπάρχει το στοιχείο της καλής πίστης, ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών μπορεί να επιτρέπει κατ΄ εξαίρεση την πώληση ορισμένων Τ/Κ Περιουσιών, των οποίων οι ιδιοκτήτες αποδεδειγμένα είχαν μεταβεί για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό πριν την Τουρκική Εισβολή ή δεν έχουν εγκαταλείψει τις ελεύθερες περιοχές. Αναφέρεται ότι μεταξύ άλλων ο αρχικός ιδιοκτήτης είναι μόνιμος κάτοικος κατεχομένων η δε πωλήτρια (θυγατέρα) έγινε ιδιοκτήτρια του προς πώληση ακινήτου μέσα στο 2008.

 

2. Κατόπιν τούτου, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λευκωσίας, δεν μπορεί να προβεί σε αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου για κατάθεση.»

 

 

Οι αγοραστές ζήτησαν επανεξέταση του αιτήματος για τη σκοπούμενη πώληση αλλά ο καθ' ου η αίτηση με την επιστολή του ημερ. 21.5.09 τους πληροφόρησε ότι δεν είναι δυνατό να δώσει τη συγκατάθεση του για αποδοχή αγοραπωλητηρίου διότι ο αρχικός ιδιοκτήτης εγκατέλειψε την  περιουσία του το 1974 και εγκαταστάθηκε στα κατεχόμενα ενώ η πωλήτρια κατέστη ιδιοκτήτρια του κτήματος μέσα στο 2008.

 

Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 28.8.09 επανήλθε ζητώντας άδεια του καθ' ου η αίτηση για την υπογραφή αγοραπωλητηρίου εγγράφου του εν λόγω ακινήτου με τον ισχυρισμό ότι ο πατέρας της είχε εγκατασταθεί στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ενοικίαζε διαμέρισμα στην Λευκωσία. Η Υπηρεσία Διαχείρισης απάντησε την 1.9.09 ότι δεν έφερε ένσταση για την ετοιμασία του πωλητηρίου εγγράφου νοουμένου ότι για να θεωρηθεί έγκυρη η πώληση και δυνατή η αποδοχή της δήλωσης πώλησης στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο Λευκωσίας θα πρέπει να δοθεί η συγκατάθεση του καθ' ου η αίτηση και ως εκ τούτου καλούσε την αιτήτρια να υποβάλει την αναγκαία προς τούτο αίτηση/δήλωση πώλησης μαζί με το πωλητήριο έγγραφο για περαιτέρω εξέταση του θέματος. Ακολούθως η αιτήτρια υπέβαλε τα αναγκαία έγγραφα ζητώντας τη συγκατάθεση του καθ' ου η αίτηση μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Η Υπηρεσία διαχείρισης Τ/Κ περιουσιών υπέβαλε έκθεση ημερ. 25.1.10 προς τον καθ' ου η αίτηση για λήψη απόφασης. Ο κηδεμόνας απέρριψε εκ νέου το αίτημα επειδή ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της πωλούμενης περιουσίας είναι κάτοικος κατεχομένων και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθόρισε το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφαση Αρ. 60.861 ημερ.15.9.04. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 2.9.10 και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.

 

Προβάλλει ως κύριο επιχείρημα την παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της αναφορικά με τη διάθεση της περιουσίας της που διασφαλίζεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του άρθρου 23 του Συντάγματος.

 

Θα ασχοληθώ κατά προτεραιότητα με τις προδικαστικές ενστάσεις που προώθησε ο καθ' ου η αίτηση. Με την πρώτη ένσταση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διότι οι διατάξεις του Νόμου περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91) (στο εξής «ο Νόμος»), στη  βάση των οποίων εκδόθηκε, στηρίζονται στο δίκαιο της ανάγκης χωρίς ο καθ' ου η αίτηση να έχει οποιαδήποτε αποφασιστική αρμοδιότητα επί του θέματος. Κατ΄ επέκταση καθόλο το διάστημα από την έναρξη ισχύος του Νόμου το 1991 μέχρι τον τερματισμό της έκρυθμης καταστάσεως και την έκδοση τέτοιας γνωστοποίησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Κηδεμόνας στερείται της αρμοδιότητας να παραχωρήσει στην αιτήτρια το ακίνητο που αποτελεί τουρκοκυπριακή περιουσία υπό την κηδεμονία του.

 

Η προδικαστική ένσταση είναι αβάσιμη. Ο ίδιος ο νόμος παρέχει διευρυμένες αρμοδιότητες στον Κηδεμόνα κατά τη διαχείριση των περιουσιών που τέθηκαν υπό την εποπτεία του στη βάση του άρθρου 6 χωρίς να αποκλείει και την άρση της διαχείρισης συγκεκριμένης περιουσίας ή μέρους αυτής με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του και υπό τους κατάλληλους κατά την κρίση του όρους. Μάλιστα το άρθρο 3 μετά την τροποποίηση από το Ν.39(Ι)/2010 ενσωμάτωσε τα κριτήρια που καθορίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και προσμετρούν ως θετικοί παράγοντες στην άρση της διαχείρισης. Συνεπώς, με την απόρριψη του αιτήματος για πώληση της περιουσίας της αιτήτριας, ο καθ' ου η αίτηση δεν ενήργησε δέσμια αλλά άσκησε την διακριτική του ευχέρεια κατά το Νόμο.

 

Η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση προβάλλει επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτικού χαρακτήρα, αφού η αιτήτρια είχε υποβάλλει αίτημα για να δοθεί άδεια για την σκοπούμενη πώληση και στο παρελθόν το οποίο είχε απορριφθεί με την ίδια αιτιολογία στις 23.12.08. Ισχυρίζεται πώς με την επίδικη απόφαση επαναλήφθηκε η απόρριψη χωρίς ο καθ' ου η αίτηση να έχει ενώπιον του νέα στοιχεία κατά την επανεξέταση. Πράγματι από τα γεγονότα όπως εκτέθηκαν ανωτέρω είναι εμφανές ότι η αιτήτρια με τους αντισυμβαλλόμενους της ζήτησαν επανειλημμένα την άδεια του Κηδεμόνα προκειμένου να ολοκληρωθεί η αγοραπωλησία. Ωστόσο, μεταξύ της απάντησης του καθ' ου η αίτηση ημερ. 23.12.08 και της επίδικης απόφασης, η αιτήτρια επικαλέστηκε ως νέο στοιχείο την εγκατάσταση του πατέρα της στη Λευκωσία όπου ενοικίαζε διαμέρισμα   γεγονός το οποίο εξετάστηκε από την Υπηρεσία Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών όπως φαίνεται στη σχετική έκθεση ημερ. 25.1.10 (παράρτημα Θ1 στην ένσταση). Εξάλλου, ο ίδιος ο καθ' ου η αίτηση, επέτρεψε στην αιτήτρια την εκ νέου κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου απαντώντας στο αίτημα της αιτήτριας την 1.9.09 (παράρτημα Β στην ένσταση) επιφυλάσσοντας την εκ νέου εξέταση του αιτήματος της και λήψη τελικής απόφασης. Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι βεβαιωτική ούτε στερείται εκτελεστότητας.

 

Η αιτήτρια, αφού τονίζει το γεγονός ότι διαμένει μόνιμα στη Μεγάλη Βρετανία από το 1959 και έχει αποκτήσει τη Βρετανική υπηκοότητα, υποστηρίζει ότι ο καθ' ου η αίτηση υπό πλάνη δεν αποδέσμευσε το κτήμα της για να πραγματοποιηθεί η πώλησή του. Επικαλείται προς τούτο  την υπουργική απόφαση ημερομηνίας 15.9.2004 σύμφωνα με την οποία σε «ειδικές κατάλληλες περιπτώσεις» μπορεί να εγκρίνει κατ΄ εξαίρεση την παραχώρηση άδειας για την πώληση και αποξένωση ορισμένων τουρκοκυπριακών περιουσιών των οποίων οι ιδιοκτήτες έχουν μεταβεί στο εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση πριν από την τουρκική εισβολή και εξακολουθούν να διαμένουν στο εξωτερικό.

 

Εχω την άποψη ότι τα πιο πάνω ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης ακίνητης ιδιοκτησίας είχε μεταναστεύσει και αποκτήσει μόνιμη διαμονή στο εξωτερικό πριν από την τουρκική εισβολή. Ο πατέρας της αιτήτριας ο οποίος ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας τόσο κατά το 1974 όσο και κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου (1.7.1991), ουδέποτε μετανάστευσε ή απέκτησε μόνιμη διαμονή στο εξωτερικό ή στις ελεύθερες περιοχές, αλλά διέμενε από το 1974 στις κατεχόμενες περιοχές με αποτέλεσμα η περιουσία του να περιέλθει ως εγκαταλειφθείσα στη διαχείριση του Κηδεμόνα μέχρι τη λήξη της έκρυθμης  κατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 3 του Νόμου.

 

Δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να αλλάξει η κατάσταση με την  εγγραφή της εν λόγω περιουσίας επ΄ ονόματι της αιτήτριας δυνάμει δωρεάς. Η πράξη αυτή επετράπη διότι δεν παραβίαζε το καθεστώς κηδεμονίας Τ/Κ περιουσίας και δεν ανατρέπονταν οι όροι σύμφωνα με τους οποίους το κτήμα περιήλθε υπό την προσωρινή φύλαξη και διαχείριση του Κηδεμόνα.

 

Σε κάθε περίπτωση σημασία έχει το καθεστώς του ιδιοκτήτη και της περιουσίας κατά την έναρξη εφαρμογής του Νόμου ώστε να κριθεί αν νόμιμα αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του Κηδεμόνα. Ακόμη και αν η υπόθεση κριθεί στη βάση της επιχειρηματολογίας που προώθησε η αιτήτρια, ότι δηλαδή σημασία είχε η κατάσταση της ίδιας ως ιδιοκτήτριας του κτήματος κατά το χρόνο που υπέβαλε το αίτημα για έγκριση της αγοραπωλησίας, έχω και πάλι τη γνώμη ότι νομίμως απορρίφθηκε το αίτημα. Το άρθρο 2 του Παραρτήματος Δ της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προνοεί ότι οποιοσδήποτε υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου ή των Αποικιών, την ημέρα της Συμφωνίας (1960) έχει τα προσδιοριζόμενα στην παράγραφο 2 προαπαιτούμενα, θα καταστεί (shall on that date become), υπήκοος της Κυπριακής Δημοκρατίας αν είναι μόνιμος κάτοικος της νήσου Κύπρου οποιοδήποτε χρονικό διάστημα της περιόδου των 5 χρόνων που προηγήθηκαν της ημερομηνίας της Συμφωνίας. Στο ίδιο Παράρτημα προσδιορίζεται ως ημερομηνία έναρξης της Συμφωνίας η 16.2.1961.

 

Η αιτήτρια κατοικούσε στην Κύπρο την πενταετία που προηγήθηκε της υπογραφής της Συνθήκης αφού μετανάστευσε μόλις το 1959. Συνεπώς είχε την περίοδο εκείνη αυτομάτως πολιτογραφηθεί ως κυπρία πολίτης. Με γνώμονα τα πιο πάνω η αιτήτρια η οποία δεν έχει τη συνήθη διαμονή της στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές εμπίπτει στις πρόνοιες του ορισμού «τουρκοκύπρια» όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου. (Βλ. Rahme Djemali Raif, υποθ. αρ. 2101/06, ημερ. 27.8.09).

 

Ο όρος «τουρκοκυπριακή περιουσία» καθορίζεται στο ΄Αρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρεται ότι:-

 

 «'τουρκοκυπριακή περιουσία' περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.»

 

 

Προκύπτει συνεπώς  από τη συνδυασμένη ερμηνεία των προνοιών του Νόμου, ότι η περιουσία της αιτήτριας, ως εγκαταλειφθείσα λόγω μετακίνησης του ιδιοκτήτη της στην κατεχόμενη Γιαλούσα και εκ του γεγονότος ότι ούτε η ίδια ούτε ο πατέρας της επέστρεψαν για μόνιμη εγκατάσταση στις ελεγχόμενες περιοχές, νομίμως έχει υπαχθεί στο καθεστώς του Κηδεμόνα. Ούτε βεβαίως συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος από αυτούς που καταγράφονται στο άρθρο 3(α-γ) του Νόμου ώστε να αρθεί η διαχείριση τουρκοκυπριακής περιουσίας με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού. Η αιτιολογία που δόθηκε για το συμπέρασμα ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια, αν ιδωθεί υπό το πρίσμα των λόγων που επαναλαμβάνονται στα έγγραφα του φακέλου (ιδιαίτερα στην επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 21.5.09 και στην έκθεση ημερ. 25.1.10), αυτή είναι  πλήρης και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Αναφορικά με τη θέση της αιτήτριας ότι ο Νόμος 139/91 είναι αντισυνταγματικός και περιορίζει το δικαίωμα της να πωλεί ή να μεταβιβάζει την ακίνητη της περιουσία, η νομολογία έχει δώσει επιμέρους απαντήσεις. Με τον προαναφερόμενο νόμο τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών γης στις ελεύθερες περιοχές με κανένα τρόπο δεν καταργούνται εφόσον ο Κηδεμόνας ορίστηκε με μόνο σκοπό τη διαχείριση των περιουσιών αυτών μεριμνώντας τόσο για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων όσο και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών. Δεν αποκλείεται βέβαια, κάτω από προϋποθέσεις, είτε η μεταβίβαση και εγγραφή της περιουσίας επ΄ ονόματι των τέκνων των ιδιοκτητών, είτε η, μετά το θάνατο του νόμιμου ιδιοκτήτη, μεταβίβαση του τίτλου στους νόμιμους κληρονόμους.

 

Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 2 του Ν. 139/91 δεν καταστρατηγούσε το άρθρο 23 του Συντάγματος και ότι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου δικαιολογούνταν με βάση την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την Τουρκική εισβολή είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών Τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Όπως παρατήρησε το Εφετείο στην υπόθεση εκείνη «τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας».

 

Στην υπόθεση Perihan Mustafa Korkut v Γεωργίου (2008) 1(Β) ΑΑΔ 905 εξετάστηκε η φύση των αρμοδιοτήτων του κηδεμόνα. Ο τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας, βέβαια, εξακολουθεί να είναι κύριος. Η κυριότητα της περιουσίας αυτής περιορίζεται μόνο ως προς τη δυνατότητα αποξένωσής της.  Το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας υπόκειται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς που συνάδουν με το άρθρο 23.3. του Συντάγματος (βλέπε ακόμα Ahmet Mulla Suleyman v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 99/2005, ημερ. 21.5.2007).

 

Έχοντας υπόψη ότι Νόμος 139/91 δεν θέτει αυθαίρετους περιορισμούς, αλλά προβαίνει σε αναγκαίες, υπό τις περιστάσεις, προσωρινές ρυθμίσεις συμφωνώ με όσα έχουν λεχθεί από το Νικολαΐδη, Δ  στην υπόθεση Ahmet Mulla Suleyman (πιο πάνω):

 

«Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της Σύμβασης, μετά την αναγνώριση του δικαιώματος οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου σε ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, αναφέρεται στις εξαιρέσεις. Το δικαίωμα παραμερίζεται για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος και υπό τους όρους που ρυθμίζεται από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Η προστασία του άρθρου 1 δεν μειώνει το δικαίωμα του κράτους να επιβάλει τέτοιους νόμους που θεωρεί αναγκαίους προς έλεγχο της χρήσης της περιουσίας, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή προς εξασφάλιση της πληρωμής φόρων ή άλλης συνεισφοράς.

 

Οι εξαιρέσεις του άρθρου 1 υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση. Ο Νόμος 139/91 υπαγορεύτηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι είναι προφανείς. Αντίθετα στην περίπτωση της Τουρκίας η στέρηση των δικαιωμάτων της Λοϊζίδου έγινε χωρίς κανένα νομικό έρεισμα και χωρίς βέβαια την ύπαρξη οιουδήποτε νόμου. Ας μη ξεχνούμε ότι το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου δεν αποτελεί αναγνωρισμένο από τη διεθνή κοινότητα κράτος. Εξ άλλου στην περίπτωση του Νόμου 139/91 η ιδιοκτησία παραμένει στους Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες και ο Κηδεμόνας απλώς έχει την ευθύνη και την αρμοδιότητα να διαχειρίζεται την περιουσία μέχρι το τέλος της έκρυθμης κατάστασης.»

 

 

Ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει επίσης ως λόγο ακύρωσης την παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του 12ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που απαγορεύουν οποιαδήποτε διάκριση λόγω φυλής. Θεωρεί ότι καμιά διαφορά δεν υφίσταται μεταξύ ενός Ελληνοκύπριου ιδιοκτήτη που διαμένει στο εξωτερικό από το 1959 από την αιτήτρια η οποία είναι τουρκοκύπρια και διαμένει στο εξωτερικό επίσης από το 1959, ώστε η περιουσία της τελευταίας να χρήζει κηδεμονίας και προστασίας. Το επιχείρημα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Σε καμία περίπτωση δεν θίγεται το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων από την εφαρμογή του Νόμου. Αφήνοντας άθιχτο τον πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των τουρκοκυπρίων, ο Νόμος επιβάλλει περιορισμούς, δικαιολογημένους κατά το δίκαιο της ανάγκης, για την ομαλή λειτουργία και επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως νόμιμου κράτους με σκοπό την κάλυψη των αναγκών των προσφύγων. Παράλληλα, η προστασία του κράτους ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση αποτελεί έρεισμα για την διαχείριση των Τ/Κ περιουσιών με τους νόμιμους επιβεβλημένους περιορισμούς που απορρέουν από την δικαιοδοσία του καθ' ου η αίτηση.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα  εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                  Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο