ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1288/2010)
27 Σεπτεμβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------
Ε. Κορακίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος εργοδοτούνταν στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως καθηγητές στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος.
Ο αιτητής θεώρησε ορθό να απευθύνει στις 30.10.2007 επιστολή στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου, με την οποία κατήγγειλε το ενδιαφερόμενο μέρος και άλλο καθηγητή, για σωρεία πειθαρχικών παραπτωμάτων, ζητώντας την άσκηση εναντίον τους ενδελεχούς πειθαρχικού ελέγχου από ανεξάρτητη Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου, ώστε να «.. εξεταστεί σε βάθος, αντικειμενικά και αμερόληπτα η πιθανή πειθαρχική ευθύνη των πιο πάνω.». Να σημειωθεί ότι όσον αφορά την καταγγελία του εδώ ενδιαφερομένου μέρους, αυτή εκτείνεται σε 19 πυκνοτυπωμένες σελίδες. Εν ολίγοις, ο αιτητής κατηγόρησε το εδώ ενδιαφερόμενο μέρος ότι τον εχθρευόταν επειδή είχε εκφράσει σε πολλές περιπτώσεις διαφορετικές απόψεις και γνώμες από αυτή του ενδιαφερομένου μέρους, πρόεδρο του πιο πάνω Τμήματος, ενώ ο ίδιος ήταν λέκτορας σ΄ αυτό. Λόγω αυτής της εμπάθειας και έχθρας που εκδηλωνόταν εναντίον του και με έμμεσες απειλές και αντιδεοντολογικούς εκβιασμούς, το ενδιαφερόμενο μέρος παραβιάζοντας σωρεία κανονισμών του Κώδικα Δεοντολογίας, μεθόδευε τη σύσταση ειδικών επιτροπών για ανέλιξη προσωπικού, επηρεάζοντας αρνητικά την όλη εξέλιξη του, μέχρι που κατάφερε την αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο. Οι λεπτομέρειες που δίδονται είναι πολλές, αλλά δεν χρειάζεται για σκοπούς της παρούσας απόφασης να γίνει αναφορά σ΄ αυτές.
Ο Πρύτανης διαβίβασε στις 22.4.2008 την επιστολή-καταγγελία στον Πρόεδρο της Πειθαρχικής Επιτροπής, ο οποίος διόρισε τον Χάρη Θεοχάρη, Καθηγητή, ως ερευνώντα λειτουργό. Ετοιμάστηκε πόρισμα από τον τελευταίο, το οποίο υποβλήθηκε στον Πρόεδρο της Πειθαρχικής Επιτροπής στις 12.2.2010. Η Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου στη συνεδρία της ημερ. 16.4.2010, αποφάσισε ομόφωνα ότι οι σχετικές καταγγελίες του αιτητή εναντίον του ενδιαφερομένου μέρους δεν τεκμηριώνονταν. Στη συνέχεια η Σύγκλητος μελέτησε την απόφαση της Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου και αποφάσισε στις 14.7.2010, να απορρίψει τις καταγγελίες του αιτητή.
Η ίδια ακριβώς διαδικασία ακολουθήθηκε και για νέες καταγγελίες που υπέβαλε ο αιτητής εναντίον του ενδιαφερομένου μέρους, με νέα επιστολή του ημερ. 22.4.2008. Διορίστηκε και πάλι ως ερευνών λειτουργός ο καθηγητής Χάρης Θεοχάρη, ο οποίος δεν διαπίστωσε τα καταγγελθέντα από τον αιτητή. Υπεβλήθη το σχετικό Πόρισμα του, η Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου απέρριψε τις καταγγελίες και η Σύγκλητος με απόφαση της ημερ. 14.7.2010, έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης.
Ο αιτητής υπέβαλε και νέες καταγγελίες με επιστολές του ημερ. 23 και 26/9/2008, οι οποίες όμως αυτή τη φορά δεν παραπέμφθηκαν από τον Πρύτανη προς την Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου.
Στην μακροσκελή αγόρευση του, ο αιτητής εισηγείται ότι η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε από το Πανεπιστήμιο για εξέταση των καταγγελιών, έπασχε ριζικά. Ουδέποτε κλήθηκε να δώσει κατάθεση προς υποστήριξη τους, οι σχετικοί Πειθαρχικοί Κανονισμοί του Πανεπιστημίου δεν τηρήθηκαν, παραβιάσθηκαν ουσιώδεις τύποι στην παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης, η Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου ήταν παρανόμως συγκροτημένη, η απόφαση είναι παντελώς αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς έρευνα ή επαρκή διερεύνηση, ενώ δεν τηρήθηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.
Το Πανεπιστήμιο προβάλλει προδικαστική ένσταση, πέραν της απάντησης που δίδει επί της ουσίας. Εισηγείται ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση απόρριψης της καταγγελίας του εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους διότι ουδέν συμφέρον του παραβιάζεται. Πρόκειται για αθωωτική απόφαση εναντίον της οποίας ο ίδιος, ως καταγγέλλων (και όχι το ενδιαφερόμενο μέρος ως καταγγελλόμενος), δεν διατηρεί ίδιον, άμεσο, προσωπικό συμφέρον. Κανένα ηθικό συμφέρον δεν διατηρεί ή έχει από την αθωωτική απόφαση, ενώ όλα τα δικαιώματα του για την εν γένει ανέλιξη του, παρέμειναν ισχυρά υπό το φως του γεγονότος ότι προσέφυγε επανειλημμένα στο Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με μη προαγωγή του.
Προέχει βεβαίως η εξέταση του εννόμου συμφέροντος, εφόσον εάν η θέση του Πανεπιστημίου είναι ορθή, δεν θα χρειαστεί να εξεταστεί η προσφυγή επί της ουσίας της.
Το επιχείρημα του Πανεπιστημίου βασίζεται στην απόφαση Ούλα Μίκη Ζεμπύλα κ.ά. ν. ΕΤΕΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 314, καθώς και στην απόφαση Δημήτριος Λαζαρίδης ν. ΕΤΕΚ και/ή Πειθαρχικού Συμβουλίου (2001) 4 Α.Α.Δ. 1160. Και στις δύο υποθέσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο, ως Ολομέλεια και κατά πλειοψηφία στην πρώτη και ως πρωτόδικης δικαιοδοσίας Δικαστήριο στη δεύτερη, αποφάσισε ότι επί αθωωτικής αποφάσεως, ο καταγγέλλων δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής της με προσφυγή εφόσον δεν μπορεί να επηρεάζεται οποιοδήποτε άμεσο, προσωπικό, ενεστώς συμφέρον του. Με άλλα λόγια, η αθωωτική απόφαση έστω και αν ακυρωθεί, δεν θα προάγει με οποιοδήποτε τρόπο τα ίδια συμφέροντα του καταγγέλλοντος, ενώ η έννοια του ηθικού συμφέροντος δεν είναι τόσο ευρεία που να καλύπτει και την ακύρωση αθωωτικής απόφασης.
Το έννομο συμφέρον έχει επανειλημμένα εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η θεμέλιος βάση του απορρέει από το ίδιο το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, το οποίο και καθορίζει ποιος δύναται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο και εναντίον ποιάς πράξης. Ως εκεί προδιαγράφεται, η προσφυγή ασκείται από κάθε πρόσωπο, «του οποίου προσεβλήθη ευθέως διά της αποφάσεως, της πράξεως ή της παραλείψεως ίδιον, ενεστώς έννομον συμφέρον ..». Οι ορισμοί αυτοί προδικάζουν στην ουσία και την παρούσα προσφυγή. Ο αιτητής δεν μπορεί να θεωρείται ότι έχει ευθέως προσβληθεί σε συμφέρον του. Αυτό διότι το δικαίωμα του εξαντλείται στην υποβολή καταγγελίας με σκοπό διερεύνησης της καταγγελίας του σ΄ ό,τι αφορά ενέργειες τρίτου ατόμου που επηρεάζουν, κατ΄ ισχυρισμόν, το πρόσωπο του. Η αθωωτική απόφαση όμως συγχωνεύει την καταγγελία και τη διερεύνηση της με το πόρισμα που εκδίδεται. Το συμφέρον του αιτητή εξαντλείται στο δικαίωμα διερεύνησης. Όχι όμως και στην προσβολή του αθωωτικού πορίσματος το οποίο πλέον δεν τον αφορά «ευθέως». Ούτε έχει ή παραμένει «ίδιον», προσωπικόν δηλαδή συμφέρον που παραμένει «ενεστώς» στο να ακυρώσει την αθωωτική απόφαση. Εκτός του ότι ο αθωωθείς εκ του πορίσματος της Πειθαρχικής Επιτροπής δεν μπορεί να τίθεται εκ δευτέρου σε κίνδυνο πειθαρχικής καταδίκης (διαφορετικά ένας αιτητής αν διατηρεί τέτοιο έννομο συμφέρον, θα επιμένει συνεχώς μέχρι την καταδίκη του καταγγελλόμενου), ο καταγγέλλων δεν διατηρεί «ενεστώς» συμφέρον με τη λήξη της πειθαρχικής δίκης.
Η υπό κρίση περίπτωση καλύπτεται απόλυτα από το λόγο της Ολομέλειας στην Ζεμπύλας - ανωτέρω -. Τα γεγονότα δεν ήσαν πολύ διαφορετικά. Οι προσφεύγοντες και μετέπειτα εφεσείοντες κατήγγειλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, επίσης αρχιτέκτονες, ότι ενήργησαν κατά την ανάληψη του έργου της εκπόνησης αρχιτεκτονικών σχεδίων για τη νέα Κεντρική Τράπεζα, κατά παράβαση της δεοντολογίας, εφόσον ανέλαβαν εν γνώσει τους ότι εκκρεμούσε απαίτηση ή αποζημίωση από τους προηγούμενους αρχιτέκτονες, ήτοι, τους εφεσείοντες. Μετά από σχετική αναδρομή στη νομολογία, Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208, Γεωργίου ν. Παναγή και Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, Νικόλας ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 227) και παραπομπή στην Ελληνική βιβλιογραφία (Κυριακόπουλος: Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον Γ΄ Ειδικό Μέρος, έκδ. 4η, σελ.118-120), η Ολομέλεια κατέληξε ότι:
«Καταλήγουμε ότι η επέκταση της έννοιας του ηθικού συμφέροντος δεν είναι τόσον ευρεία ώστε να καλύπτει την περίπτωση, γιατί ακύρωση της πειθαρχικής αθωωτικής απόφασης δεν θα προήγε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των εφεσειόντων.»
Η διαφοροποίηση που επιχειρεί εδώ ο αιτητής διά του συνηγόρου του ότι η Ζεμπύλας δεν εφαρμόζεται διότι εκεί οι αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη ήταν μέλη επαγγελματικού σώματος, ενώ εδώ δεν είναι, δεν είναι εύλογη, ούτε απορρέει από την απόφαση της Ολομέλειας, η οποία δεν περιορίζεται στην έκταση της νομικής βάσης της από το γεγονός ότι οι εκεί αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη ανήκαν σε επαγγελματικό σώμα. Τα όσα λέχθηκαν στη συνέχεια από την Ολομέλεια δεν ήταν περιοριστικά ως προς τον πρωταρχικό λόγο ακύρωσης, της μη ύπαρξης δηλαδή εννόμου συμφέροντος. Η Ολομέλεια υπέδειξε, όμως, πρόσθετα, ότι η επαγγελματική συνιδιότητα των μερών, ως μέλη ενός σώματος δεν είχαν «. άμεσο ηθικό συμφέρον να ενδιαφέρονται για την τήρηση της δεοντολογίας .. οι εφεσείοντες δεν είχαν ιδιαίτερο συμφέρον να παραπονούνται για μη τιμωρία των εφεσιβλήτων, γιατί η απόφαση αυτή δεν τους επηρέαζε άμεσα.».
Ακριβώς και εδώ ο αιτητής δεν έχει οποιοδήποτε ιδιαίτερο συμφέρον που θίγεται vis a vis της απόφασης της Επιτροπής Πειθαρχικού Ελέγχου ημερ. 5.8.2010. Η αθωωτική απόφαση ή η μη στοιχειοθέτηση των καταγγελιών του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν τον επηρέαζε άμεσα και ευθέως. Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι, όπως το Πανεπιστήμιο υποδεικνύει στην αγόρευση του, ο αιτητής, ανεξάρτητα και ασύνδετα από τις πειθαρχικές καταγγελίες και το αθωωτικό πόρισμα, προσέβαλε σε διάφορες περιπτώσεις και μάλιστα επιτυχώς, αποφάσεις του Πανεπιστημίου για την ανέλιξη άλλων συναδέλφων του, αντ΄ αυτού.
Συγκεκριμένα στις προσφυγές υπ΄ αρ. 1581/07, ημερ. 5.2.2009 και 1461/08, ημερ. 10.2.2010, ο αιτητής πέτυχε ακύρωση πράξεων του Πανεπιστημίου αναφορικά, στην πρώτη, με την ανέλιξη συναδέλφου του και στη δεύτερη, ως προς τον αποκλεισμό του για ανέλιξη στη θέση Επίκουρου Καθηγητή. Από τις αποφάσεις αυτές το σημαντικό για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, είναι ότι το Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμούς ότι έπασχε η διαδικασία επειδή ο κατάλογος με τα ονόματα των καθηγητών που προέβαιναν σε κρίση επί της ανέλιξης, είχε ετοιμαστεί όχι από το Συμβούλιο του Τμήματος, αλλά από τον Πρόεδρο του κ. Παπαναστασίου, το ενδιαφερόμενο μέρος, εδώ.
Το Πανεπιστήμιο καταγράφει στη σελ. 5 της αγόρευσης του και άλλες δύο προσφυγές που υπέβαλε ο αιτητής, η μια εκ των οποίων αφορούσε την μην ανάκληση της απόφασης ανέλιξης του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Καθηγητή στο Τμήμα. Παράλληλα, ήγειρε και ανταπαίτηση στην αγωγή υπ΄ αρ. 2672/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε σχέση με ζημιές που κατ΄ ισχυρισμόν υπέστη από κακόβουλες ενέργειες του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία και απερρίφθη στις 15.2.2012. Όλα αυτά δείχνουν ότι ουδόλως στερήθηκε οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του από την προσβαλλόμενη πράξη.
Γενικώς ο αιτητής δεν έχει δείξει ότι έχει ιδιαίτερη σχέση με την προσβαλλόμενη πράξη ή ότι έχει υποστεί βλάβη, εξ αυτής. Δεν υπάρχει ιδιαίτερος δεσμός. Η ακύρωση της ουδόλως θα ωφελούσε τον αιτητή, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 260 και Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 90, παρ. 462). Το συμφέρον του αιτητή που θίγεται πρέπει να είναι ευθέως, άμεσο δικό του συμφέρον και όχι έμμεσο, (δέστε κατ΄ αναλογία την υπόθεση The Phillips College v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 129). Όπως αποφασίστηκε και στην Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ ν. Γεωργίου Ψαλτά (2001) 3 Α.Α.Δ. 834, δεν αρκεί το ενδιαφέρον ενός αιτητή για να θεμελιωθεί έννομο συμφέρον. Με αναφορά και το σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη: «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» (1998), σελ. 55-56, επιβεβαιώθηκε ότι η παλαιότερη νομολογία ότι ο αποδέκτης μπορούσε να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως χωρίς να θίγονται στην ατομική πράξη έννομα συμφέροντα, έχει εγκαταλειφθεί διότι «... δεν είναι δυνατόν ο νόμος να θέλησε να επιτρέψει μια άσκοπη δίκη κατά μιας πράξης, η οποία δεν βλάπτει τον αιτούντα κατ΄ ουδένα τρόπο, έστω και αν τον αφορά.».
Η υπόθεση R. v. General Council of the Bar, ex parte Percival (1990) 3 All E.R. 137, δεν έχει εφαρμογή στα εδώ γεγονότα. Κατ΄ αρχάς δεν είναι υπόθεση διοικητικού δικαίου, αλλά υπόθεση «judicial review» από απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων. Δεύτερο, δεν πρόκειτο για έλεγχο αθωωτικής απόφασης, αλλά για το δικαίωμα, που κρίθηκε ότι υπάρχει, του υπεύθυνου του δικηγορικού γραφείου που κατηγόρησε άλλο δικηγόρο του γραφείου του για οικονομικές ατασθαλίες, να διασφαλίσει ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο θα κατηγορούσε το δικηγόρο με σοβαρότερη κατηγορία, αντί ήσσονος κατηγορίας. Το locus standi του υπεύθυνου διαχειριστή του γραφείου ήταν βεβαίως υπαρκτό ενόψει του ότι ήταν υπεύθυνος για την τήρηση της ορθής δεοντολογικής συμπεριφοράς από όλα τα μέλη του γραφείου του.
Όπως λέχθηκε και στην Δημήτριος Λαζαρίδης - ανωτέρω -,:
«Το έννομο συμφέρον προβλέπεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής και οριοθετεί τον κύκλο των προσώπων που δικαιούνται να την ασκήσουν προς το σκοπό της εξασφάλισης δικαστικής προστασίας των συμφερόντων τους έναντι της διοίκησης. Ορίζεται ρητά στο Σύνταγμα ότι νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής πρόσωπο του οποίου προσβλήθηκε ευθέως από τη διοικητική απόφαση ίδιον, και ενεστώς έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον ουσιαστικά συνίσταται σε βελτίωση ή ωφέλεια η οποία θα προκύψει για τον αιτητή στην εκάστοτε περίπτωση από την ακύρωση της πράξης. Τίθεται συνεπώς στην προκείμενη περίπτωση το ερώτημα εάν η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να μη προσαφθεί οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον μελών του ΕΤΕΚ και να απορριφθούν οι σχετικές καταγγελίες επηρεάζει άμεσα οποιοδήποτε συμφέρον του αιτητή. Όπως ορθά επισημάνθηκε από το δικηγόρο των καθ΄ ων η αίτηση, το συμφέρον του αιτητή στην παρούσα, δεν είναι προσωπικό ούτε άμεσο. Λείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προσβαλλόμενης απόφασης και της ζημιάς υλικής ή ηθικής που επικαλείται ο αιτητής. Δεν έχει αποδείξει ο αιτητής ειδική και συγκεκριμένη βλάβη που επέρχεται ευθέως και αμέσως από την απόφαση του Συμβουλίου. Με την απόφαση που εδώ προσβάλλεται, είχαν απορριφθεί καταγγελίες εναντίον μελών του ΕΤΕΚ τα οποία μάλιστα δεν προσδιορίζονταν σ΄ αυτές. Δεν στοιχειοθετείται συνεπώς, ιδιαίτερος δεσμός του αιτητή με την επίδικη απόφαση. Ούτε θίγεται με αυτήν η θέση και τα δικαιώματά του. Όποιος αιτείται την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης πρέπει να υφίσταται βλάβη από αυτήν, στο πλαίσιο μιας ειδικής έννομης σχέσης που τον συνδέει με την πράξη. (Βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η έκδ. 1997 σελ. 467-478). Εάν αρκούσε η ύπαρξη βλάβης, έστω και ηθικής, όπως ισχυρίζεται εδώ ο αιτητής, αδιαφόρως του ειδικού δεσμού που πρέπει να συνδέει τον αιτητή με την πράξη, τότε θα οδηγούμαστε στην αποδοχή της λαϊκής αγωγής.»
Δεν υπάρχει εν πάση περιπτώσει εδώ εκτελεστή διοικητική πράξη όσον αφορά τον αιτητή. Δεν έχουν παραχθεί γι΄ αυτόν έννομα αποτελέσματα από την άποψη της δημιουργίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που επιβάλλονται σ΄ αυτόν ώστε να έχει έννομο συμφέρον να λάβει μέτρα εναντίον της απόφασης. Δεν έχει μεταβάλει τις υποχρεώσεις ή τα δικαιώματα του ώστε να διατηρεί έννομο συμφέρον, (δέστε Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26 και Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029).
Η προσφυγή, ενόψει των πιο πάνω, κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ