ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1244/2011,
1245/2011, 1246/2011 και 1247/2011
(Υπόθεση Αρ. 1244/2011)
28 Σεπτεμβρίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
KRISZTIAN BEKEFI,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1245/2011)
GERASIMOS KAPSASKIS,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1246/2011)
ILIEN PAVEL,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1247/2011)
ANGELOV KALIN SLAVOV,
Αιτητής,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Αιτητές σε όλες τις προσφυγές.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι υπό τους ως άνω τίτλους και αριθμούς προσφυγές αφορούν σε τέσσερα διαφορετικά διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία είχαν εκδοθεί κατά την ίδια ημέρα από τον Υπουργό Εσωτερικών εναντίον ενός εκάστου των αιτητών και λόγω της ύπαρξης κοινών νομικών σημείων και πραγματικών δεδομένων, διατάχθηκε η συνεκδίκασή τους.
Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα γεγονότα, σύμφωνα με πληροφορίες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Υ.Α.Μ.) Αμμοχώστου, οι οποίες διαβιβάστηκαν προς το Διοικητή της Υπηρεσίας με επιστολή ημερομηνίας 6.9.2011, οι τέσσερις αλλοδαποί αιτητές ήσαν μέλη γνωστής φατρίας η οποία δραστηριοποιείται σε διάφορες εγκληματικές ενέργειες στην περιοχή της ελεύθερης επαρχίας Αμμοχώστου και εμπλέκοντο στη διάπραξη διάφορων σοβαρών ποινικών αδικημάτων, μερικά των οποίων βρίσκονταν ενώπιον Δικαστηρίου.
Ο αιτητής στην Υπόθεση αρ. 1244/2011 είναι Ούγγρος υπήκοος, ο αιτητής στην 1245/2011 είναι Έλληνας υπήκοος, ο αιτητής στην 1246/2011 Βούλγαρος και ο αιτητής στην 1247/2011 είναι επίσης Βούλγαρος υπήκοος.
Κατόπιν οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, οι ποινικές διώξεις εναντίον των αιτητών αναστάληκαν και ζητήθηκε όπως αυτοί απελαθούν και τα στοιχεία τους καταχωρηθούν στον κατάλογο Προσώπων των οποίων η είσοδος στη Δημοκρατία απαγορεύεται.
Ενημερωθείς από την Αστυνομία, ο Υπουργός Εσωτερικών κήρυξε τους αιτητές απαγορευμένους μετανάστες, δυνάμει της παραγράφου (ζ) του άρθρου 6(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Στη συνέχεια κρίθηκε ότι, ενόψει των ίδιων πληροφοριών, ο κάθε αιτητής αντίστοιχα, αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Διαφορετικά για την περίπτωση του κάθε αιτητή προσωπικά στοιχεία λήφθηκαν επίσης υπόψη.
Εναντίον ενός εκάστου των αιτητών εκδόθηκαν κατά την 6.9.2011 Διατάγματα Κράτησης και Απέλασής του στη χώρα καταγωγής του.
Ο αιτητής στην πρώτη προσφυγή απελάθηκε την 10.9.2011, ο αιτητής στη δεύτερη προσφυγή απελάθηκε την 9.9.2011, o αιτητής στην τρίτη προσφυγή επίσης την 9.9.2011 και ο αιτητής στην τέταρτη προσφυγή απελάθηκε την 11.9.2011. Και οι τέσσερις αιτητές καταχώρησαν τις προσφυγές τους στις 19.9.2011, με τις οποίες προσβάλλουν τη νομιμότητα και ζητούν την ακύρωση της απόφασης της έκδοσης εναντίον εκάστου διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και απαγόρευσης εισόδου στη Δημοκρατία, όπως επίσης και της προπαρασκευαστικής πράξης η οποία τους κοινοποιήθηκε στις 5.9.2011, με την οποία θεωρήθηκε ο καθένας τους απαγορευμένος μετανάστης.
Κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας των συνεκδικασθεισών τούτων προσφυγών, το καθ΄ου η αίτηση προέβηκε σε ανάκληση των προσβαλλόμενων με τις προσφυγές διαταγμάτων κατά την 21.2.2012.
Μετά την εξέλιξη αυτή, η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση, μέσω της γραπτής της αγόρευσης, ήγειρε ζήτημα ως προς τη δυνατότητα συνέχισης των προσφυγών προς εκδίκαση αφού, όπως ισχυρίστηκε, αυτές απώλεσαν το αντικείμενό τους. Όπως υποστηρίζει, το καθ΄ου η αίτηση αφού μελέτησε εκ νέου τις υποθέσεις των αιτητών και τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία είχαν εκδοθεί εναντίον τους, διαπίστωσε ότι αυτά είχαν εσφαλμένα βασιστεί στο άρθρο 35 του Νόμου αρ. 7(1)/2007, το οποίο προαπαιτεί την ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης Δικαστηρίου εναντίον του υπό απέλαση προσώπου. Μόλις δε το καθ΄ου η αίτηση διαπίστωσε το γεγονός της λανθασμένης βάσης των εκδοθέντων διαταγμάτων, αμέσως ανακάλεσε τα διατάγματα και ενημέρωσε τους δικηγόρους των αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 21.2.2012.
Στην αγόρευσή της, η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση παραπέμπει σε σχετική επί του εγειρόμενου θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να στηρίξει τη θέση της ότι, λόγω της ανάκλησης των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, οι προσφυγές απώλεσαν το αντικείμενό τους και η δίκη καταργήθηκε. Σχολιάζοντας ισχυρισμό των αιτητών ότι αυτοί έχουν υποστεί ζημιά ως αποτέλεσμα της απέλασής τους και, επομένως, θα διεκδικήσουν αποζημίωση δικαστικώς, η συνήγορος εισηγείται ότι δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, αφού θέμα ζημιάς θα ετίθετο μόνο εάν η διοίκηση με την ανάκληση των διαταγμάτων, όφειλε να επαναφέρει στην Κύπρο τους αιτητές. Όμως, το καθ΄ου η αίτηση με νέα απόφασή του, η οποία ήδη επίσης προσβλήθηκε με τις προσφυγές αρ. 290/2012, 291/2012, 292/2012 και 293/2012, αποφάσισε ότι οι αιτητές είναι απαγορευμένοι μετανάστες και απαγόρευσε την επανείσοδό τους στη Δημοκρατία.
Διαφωνώντας με τις πιο πάνω θέσεις της Δημοκρατίας, ο συνήγορος των αιτητών επίσης παρέπεμψε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες, παρά την ανάκληση διοικητικών πράξεων, εκκρεμουσών των προσφυγών, εν τούτοις, το Δικαστήριο προχώρησε και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, καθότι υπήρχε ενδεχόμενο οι αιτητές να έχουν υποστεί ζημιά από την ανακληθείσα πράξη για όσο χρονικό διάστημα αυτή βρισκόταν σε ισχύ. Σύμφωνα πάντα με το συνήγορο των αιτητών, το γεγονός της έκδοσης νέων διαταγμάτων στην περίπτωση των εδώ αιτητών, δε συνιστά εμπόδιο, καθότι οι προσβαλλόμενες και ανακληθείσες αποφάσεις δεν είχαν εκδοθεί μετά από αίτημα των αιτητών, έτσι ώστε η ανάκληση να καθιστούσε αναγκαία τη διενέργεια επανεξέτασης των αποφάσεων, είτε με θετική ενέργεια, είτε με διακρίβωση νέων αρνητικών στοιχείων, κατόπιν νέας έρευνας.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, το κύριο επίδικο θέμα το οποίο προβάλλει για δικαστική απόφανση στο πλαίσιο της παρούσας Απόφασης είναι το κατά πόσο οι συνεδικασθείσες προσφυγές απώλεσαν ή όχι το αντικείμενό τους και δεν κατέλειπαν οποιαδήποτε ζημιογόνα κατάλοιπα που θα δικαιολογούσαν τη δικαστική ακύρωσή τους.
Γνωστή επί του εξεταζόμενου εδώ θέματος είναι, μεταξύ άλλων, και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χρίστος Παπαδόπουλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973, όπου συνοψίστηκε η κατάσταση πραγμάτων στις σελίδες 978-980, ως ακολούθως:
"Η ακυρωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου οριοθετείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Ο πολίτης δικαιούται να προσβάλει τη νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης όταν έννομο ενεστώς συμφέρον του έχει ευθέως προσβληθεί από την απόφαση, πράξη, ή παράλειψη οργάνου, αρχής ή προσώπου, που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς, άμεσο και προσωπικό, γιατί η προσφυγή δεν είναι λαϊκή αγωγή. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει το χρόνο της καταχώρισης της προσφυγής και κατά τη διάρκεια της ακρόασης μέχρι το τέλος της δίκης. (Βλ. μεταξύ άλλων, Kyriakos Chrysostomides and The Greek Communal Chamber through The Disciplinary Council of The Elementary School - Teachers (1964) C.L.R. 397, Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99, Avgoloupi v. Minister of Interior (1985) 3 C.L.R. 1525, Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322, Papaleontiou v. Educational Service Commission (1987) 3 C.L.R. 1341).
Με ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου η προσβαλλόμενη πράξη εξαφανίζεται εξ υπαρχής και εξαλείφονται ολοκληρωτικά τα αποτελέσματα που έχουν παραχθεί από αυτή και κάθε συνέπειά της.
Η ανάκληση διοικητικής πράξης είναι νέα εκτελεστή διοικητική πράξη. Η ανάκληση εξ ολοκλήρου διοικητικής πράξης ενεργεί ex tunc και κατά το Ελλαδικό Δίκαιο η δίκη καταργείται, γιατί επέρχεται η εξαφάνιση του αντικειμένου της. Ο αιτητής δεν συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, 275· Τσάτσος - Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Έκδοση Τρίτη, παράγραφος 188, σελ. 370 και επέκεινα· Σπηλιωτοπούλου - Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Δεύτερη Έκδοση, σελ. 454· Αποφάσεις Σ.τ.Ε. 302/34, 1050/34, 18/35).
Στην Κύπρο με βάση την παράγραφο 6 του Άρθρου 146, ακυρωτική απόφαση της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης από το Δικαστήριο, κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου Άρθρου, είναι αναγκαία προϋπόθεση για αξίωση εύλογης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας, εάν δεν ικανοποιηθεί η αξίωση του αιτητή από τη Διοίκηση - (Phedias Kyriakides and The Republic (Minister of Interior), 1 R.S.C.C. 66, 74).
Συναφής είναι και η παράγραφος 5, που προβλέπει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει κάθε Δικαστήριο, όργανο ή αρχή στη Δημοκρατία, που υποχρεούνται σε ενεργό συμμόρφωση.
Η προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει όταν παραμείνει χωρίς αντικείμενο. Η ανάκληση της διοικητικής πράξης οδηγεί στην εξαφάνιση της πράξης και την κατάργηση της δίκης, εκτός εάν, κατά την περίοδο πριν την ανάκληση, ο αιτητής έχει υποστεί ζημία, η οποία δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση - (Christos Malliotis and Others and The Municipality of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 75, Christodoulides v. The Republic (1978) 3 C.L.R. 189, Irrigation Division "Katzilos" v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1068, σελ. 1080, 1083, Agrotis v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1397, Strakka Ltd. v. The Republic of Cyprus, and Another (1988) 3 C.L.R. 760.
Ανεξάρτητα από την ανάκληση της διοικητικής πράξης ή απόφασης, αν στη διάρκεια της ισχύος της παρήχθησαν αποτελέσματα που ζημιώνουν τον αιτητή που δεν αντιμετωπίστηκαν, ή εξαλείφθηκαν με την ανάκληση, η προσφυγή πρέπει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο με σκοπό την ακύρωση, για να μπορεί ο αιτητής με βάση την παράγραφο 6 να ζητήσει αποζημίωση.
Η ανάκληση πρέπει να είναι οριστική και έγκυρη.
Στο Σύγγραμμα "Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας" του Τσάτσου, Έκδοση Τρίτη, στη σελ. 373 αναφέρονται:-
"Ίνα διά της ανακλήσεως ή ενδεχομένως της καταργήσεως της προσβαλλομένης πράξεως αποβή πράγματι άνευ αντικειμένου η αίτησις ακυρώσεως, απαιτείται προσέτι απαραιτήτως η, περί ης πρόκειται, ανάκλησις ή κατάργησις να είναι καθ' όλα έγκυρος, του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιουμένου να εξέταση τούτο παρεμπιπτόντως. Άλλως ο αιτών, ακυρουμένης τυχόν βραδύτερον της ανακλητικής ή της καταργητικής πράξεως υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήθελεν ενδεχομένως ευρέθη προ δικονομικού αδιεξόδου, δοθέντος ότι η μεν πράξις εκτελέσεως της - μετά την ακύρωσιν της ανακλήσεως ή καταργήσεως - αυτοδικαίως αναβιωσάσης πράξεως, καθ' ης αρχικώς είχε προσφύγει, ως πράξις εκτελέσεως δεν θα είναι προσβλητή, η δε πράξις, καθ' ης είχεν αρχικώς προσφύγει, δεν θα είναι πλέον δυνατόν να προσβληθή λόγω, παρόδου της προθεσμίας."
(Βλ. Alexandros E. Skoufaris v. The Republic of Cyprus, through The Public Service Commission (1988) 3 C.L.R. 1742)."
Σε μια πρόσφατη απόφαση του εκεί παρόμοιου θέματος, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος των αιτητών, ο Χατζηχαμπής, Δ., απεφάνθη ότι η ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της αιτήτριας, πέραν του ότι καθιστούσε την προσφυγή με την οποία προσβάλλετο η νομιμότητά τους, άνευ αντικειμένου ως προς τα διατάγματα, επηρέαζε και τη νομιμότητα της απόφασης για την κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας, αφού η απόφαση εκείνη ήταν εγγενώς και αρρήκτως συνδεδεμένη προς τα διατάγματα. Κρίθηκε δε ως αντιφατικό για τη διοίκηση, να ακυρώνει το διάταγμα απέλασης και συγχρόνως να διατηρεί την απόφασή της ότι η αιτήτρια ήταν απαγορευμένη μετανάστρια, η οποία προφανώς έπρεπε να απελαθεί. Προχώρησε δε ο εκδικάσας δικαστής και ακύρωσε την απόφαση για κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας. (Υπόθεση αρ. 1760/2007, Romana Sobotovicova v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.6.2009).
Σε άλλη, ακόμα πιο πρόσφατη πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγινε παραπομπή από τη συνήγορο του καθ΄ου η αίτηση. Τα γεγονότα της, όπως υποστήριξε, είναι πανομοιότυπα με αυτά στις παρούσες προσφυγές και κάλεσε το παρόν Δικαστήριο όπως την ακολουθήσει. Πρόκειται για την απόφαση ημερομηνίας 31.5.2012 του Ναθαναήλ, Δ., στην Υπόθεση αρ. 1406/2011, Slevoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας κ.ά. Στην υπόθεση εκείνη, κατόπιν αστυνομικών πληροφοριών ότι ο αιτητής (Βούλγαρος υπήκοος) ήταν μέλος φατριών που δραστηριοποιείτο σε παράνομες ενέργειες στη Λάρνακα και πιθανόν να εργοδοτείτο παράνομα σε ιδιωτική εταιρεία υπηρεσιών ασφάλειας, ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης, στη βάση του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Κατ΄ εκτέλεση των διαταγμάτων, ο αιτητής απελάθηκε και τα στοιχεία του τέθηκαν στον κατάλογο των προσώπων των οποίων η είσοδος στη Δημοκρατία απαγορεύεται. Στην πορεία διερεύνησης των γεγονότων της προσφυγής από τη Δημοκρατία, οι καθ΄ων η αίτηση ανακάλεσαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, το δικηγόρο του οποίου και ενημέρωσαν εγγράφως ότι αυτή η εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι τα διατάγματα στηρίχθηκαν σε λανθασμένη δικαιοδοτική βάση, δηλαδή σε λανθασμένο άρθρο του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία, Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Κατά τα άλλα, ο Υπουργός Εσωτερικών έκρινε ότι ο αιτητής, πέραν της κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη, αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, και απαγόρευσε την επανείσοδό του στη Δημοκρατία για τα επόμενα 10 χρόνια. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, τέθηκε και εξετάστηκε θέμα κατά πόσο η προσφυγή απώλεσε το αντικείμενό της και η δίκη καταργήθηκε, μετά την ανάκληση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Στην απόφασή του ο αδελφός Δικαστής, αφού παρέπεμψε σε σχετική νομολογία και αυθεντίες επί του θέματος, εστίασε την προσοχή του στο θέμα κατά πόσο ο συγκεκριμένος αιτητής απέδειξε το στοιχείο των ενδεχόμενων ζημιογόνων συνεπειών οι οποίες παρέμειναν παρά την ανάκληση των διαταγμάτων. Συνόψισε δε τις αρχές οι οποίες διέπουν αυτό το ζήτημα ως ακολούθως:
"Η απόδειξη αυτών των ενδεχομένων ζημιογόνων συνεπειών δεν θα αφεθεί βεβαίως να εξεταστεί κατά το στάδιο θεμελίωσης αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, όπου είναι πλέον αναγκαία η προσκόμιση σχετικής και ικανής μαρτυρίας ως προς αυτές. (Γεωργία Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 884/2009, ημερομηνίας 30.11.2010). Για να δυνηθεί ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αλλά για να επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται να είναι υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική. Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως. (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243). Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο."
Συμφωνώ πλήρως και υιοθετώ ανεπιφύλακτα τον τρόπο με τον οποίο ο αδελφός Δικαστής διατύπωσε τα της απόδειξης ύπαρξης ζημιογόνων καταλοίπων από ένα αιτητή. Προχωρώντας όμως, ο ίδιος Δικαστής διακρίβωσε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση την οποία εκδίκασε, ο αιτητής κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν παρουσίασε από το οποίο να υποστηριζόταν ο ισχυρισμός του περί πρόκλησης σ΄ αυτόν ζημιάς, πέραν κάποιων γενικών αναφορών του δικηγόρου του κατά τις Διευκρινίσεις σε ζημιά λόγω προκαταβολής ενοικίου, ύπαρξης τραπεζικού λογαριασμού, επίπλων κλπ. Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης άλλη θέση του αιτητή, σύμφωνα με την οποία η παρατηρηθείσα παραβίαση του ανθρωπίνου δικαιώματος της ελευθερίας του, παρείχε δικαίωμα per se και αυτοδικαίως, εφόσον αυτή η θέση παραγνωρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη διαπιστώθηκε ότι ήταν κατά τύπο και εν μέρει μόνο λανθασμένη ως εδραζόμενη στο άρθρο 35 του Νόμου, ενώ δεν είχε προηγηθεί καταδίκη του. Περαιτέρω, η ταυτόχρονη απόφαση με την οποία ο αιτητής κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης, εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ και εύλογη υπό το φως των κατεχομένων από την Αστυνομία πληροφοριών. Εξακολουθούσε επομένως ο αιτητής να αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη, η δε ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης έγινε μόνο λόγω της λανθασμένης χρήσης του άρθρου 35, αντί του άρθρου 29. Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παρέμεινε ζημιά, ούτε ουσιαστική στέρηση οποιουδήποτε δικαιώματος του αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχασε το αντικείμενό της, και επομένως δεν ετίθετο θέμα ακύρωσής της.
Παρά το δέοντα σεβασμό προς το ως άνω σκεπτικό της κατάληξης του αδελφού Δικαστή, δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτό. Κατ΄ αρχάς είμαι της άποψης ότι η προσέγγιση ως προς το βαθμό της απόδειξης ο οποίος απαιτείται για το θέμα της εκ πρώτης όψεως απόδειξης των ενδεχόμενων ζημιογόνων καταλοίπων, φαίνεται ότι θέτει τον πήχη πολύ ψηλά για ένα αιτητή ο οποίος επιδιώκει τη συνέχιση της προσφυγής του προς το σκοπό ακύρωσης ανακληθείσας πράξης. Περαιτέρω, όπως διαφαίνεται από την προαναφερθείσα απόφαση, η διοικητική πράξη με την οποία ο αιτητής κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης διαπιστώθηκε ότι ήταν σε ισχύ και εύλογη υπό το φως των όσων πληροφοριών υπήρχαν από την Αστυνομία και, επομένως, ο αιτητής εξακολουθούσε να αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη. Κατά την άποψή μου, το εάν ήταν εύλογη ή όχι η πράξη της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, πέραν του ότι παρουσιάζεται να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απόφαση για έκδοση των ανακληθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν είναι θέμα που θα μπορούσε να καταστεί αντικείμενο δικαστικού ευρήματος, αφού δε φαίνεται να ήταν επίδικο στην προσφυγή εκείνη. Εξετάζοντας όμως τα γεγονότα στην παρούσα προσφυγή, φαίνεται ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση με την οποία οι εδώ αιτητές είχαν κηρυχθεί απαγορευμένοι και ανεπιθύμητοι μετανάστες και ότι απειλούσαν πραγματική ενεστώσα και σοβαρή απειλή για τη Δημοκρατία, έχει και αυτή ανακληθεί. Αυτό διαπιστώνεται από την επιστολή ημερομηνίας 21.2.2012 της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης προς το δικηγόρο των αιτητών. (Τεκμήριο Χ στην αγόρευση του καθ΄ου η αίτηση).
Με την επιστολή εκείνη επληροφορούντο οι αιτητές μέσω του δικηγόρου τους ότι:
". με σημερινή του απόφαση ο Υπουργός Εσωτερικών:
α) Ακύρωσε τα διατάγματα απέλασης...
β) έκρινε ότι αυτός, πέραν του ότι κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105, αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας σύμφωνα με το άρθρο 29 του Ν. 7(1)/2007......
γ) ..................
δ) απαγόρευσε την επανείσοδο του στη Δημοκρατία για τα επόμενα 10 χρόνια......."
Διαπιστώνεται επομένως ότι η ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης συμπαρέσυρε και την προηγούμενη κήρυξη των αιτητών ως απαγορευμένων μεταναστών, καθώς και την κρίση του Υπουργού ότι αυτοί αποτελούσαν απειλή για τη δημόσια τάξη. Αυτό είναι έκδηλο από το γεγονός ότι με την επιστολή πληροφορούνταν οι αιτητές ότι με απόφαση εκείνης της ημέρας ήταν που ο Υπουργός έκρινε τα πιο πάνω αναφερόμενα και δεν ίσχυαν τα προηγουμένως ίδια κριθέντα. Δε θα χρειαζόταν να κρίνει ξανά ο Υπουργός τα προηγουμένως κριθέντα, αν αυτά συνέχιζαν να ισχύουν, ούτε να απαγορεύσει ξανά την επανείσοδο των αιτητών για 10 χρόνια, αν αυτό συνέχιζε να ισχύει. Εξάλλου, στην απόφαση με την οποία οι αιτητές κηρύχθηκαν απαγορευμένοι μετανάστες και με την οποία κρίθηκε ότι αποτελούσαν απειλή και τους απαγορεύθηκε η επανείσοδος για 10 χρόνια, ρητά αναφερόταν ότι αυτό είχε γίνει με βάση τα ίδια δεδομένα στα οποία στηρίχτηκε και η ανακληθείσα απόφαση έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.
Τίθεται επομένως εδώ το θέμα κατά πόσο οι αιτητές μπορούν να συνεχίσουν τις προσφυγές τους, παρά την ανάκληση των διαταγμάτων κράτησης και παρά την ανάκληση της απόφασης περί κήρυξής τους ως απαγορευμένων μεταναστών, με τα επακόλουθα που αυτό συνεπαγόταν.
Η απάντηση είναι κατά την άποψή μου καταφατική, αφού οι αιτητές κατέδειξαν την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως ενδεχόμενου πρόκλησης σ΄ αυτούς ζημιάς.
Έπεται ότι η προσβαλλόμενη με κάθε μια προσφυγή απόφαση με την οποία είχε εκδοθεί εναντίον ενός εκάστου των αιτητών διάταγμα κράτησης και απέλασης, καθώς επίσης και πράξη με την οποία έκαστος θεωρήθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και του απαγορεύθηκε η επανείσοδος στην Κύπρο, πράξη που κοινοποιήθηκε στους αιτητές κατά ή περί την 8.9.2011, θα πρέπει να ακυρωθούν, αφού τα μεν διατάγματα είχαν βασισθεί σε εσφαλμένη νομική βάση, η δε κήρυξη των αιτητών ως απαγορευμένων μεταναστών και η απαγόρευση της επανεισόδου τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη και βασιζόταν στα ίδια ακριβώς δεδομένα με τα διατάγματα.
Το γεγονός ότι οι αιτητές επανακηρύχθηκαν απαγορευμένοι μετανάστες και επανεκδόθηκαν εναντίον τους νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι αδιάφορο. Η νομιμότητα των πράξεων αυτών που ακολούθησαν, θα κριθεί από το άλλο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν οι νέες προσφυγές, πλην όμως χωρίς δικαστική ακύρωση των προηγηθεισών πράξεων που είναι αντικείμενο αυτών των προσφυγών, θα παρέμενε ένα κενό ως προς τη δικαστική επισφράγιση της παρανομίας τους και ένα εμπόδιο σε ενδεχόμενη διεκδίκηση από τους αιτητές αποζημιώσεων.
Σε κάθε μια από τις συνεκδικασθείσες προσφυγές διατάσσεται η ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων και/ή αποφάσεων ως το αιτητικό τους.
Τα έξοδα εκδικάζονται υπέρ των αντίστοιχων αιτητών, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ