ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 698/2010)
29 Αυγούστου, 2012
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΦΟΡΟΥ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Ρ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Αλ. Καλησπέρα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής εισήγαγε από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κύπρο το μεταχειρισμένο αυτοκίνητο BMW X5, με αριθμό εγγραφής στο Ηνωμένο Βασίλειο YF58KKE, το οποίο και εκτελώνισε στις 20/4/2010 καταβάλλοντας τους νενομισμένους τελωνειακούς δασμούς και φόρους κατανάλωσης.
Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 10/5/2010 ο αιτητής ενέγραψε το πιο πάνω όχημα με αριθμό εγγραφής KXR010, καταβάλλοντας ως φόρο εγγραφής το ποσό των €3.206,00. Το εν λόγω ποσό, το οποίο ο αιτητής κατέβαλε υπό διαμαρτυρία, υπολογίστηκε από τους καθ'ων η αίτηση με βάση τις πρόνοιες των παραγράφων 1, 6 και 6Γ του Μέρους Ι του Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 μέχρι το 2008, σύμφωνα με τις οποίες όλα τα επιβατικά μηχανοκίνητα οχήματα ιδιωτικής χρήσης επιβαρύνονται με φόρο εγγραφής, το ύψος του οποίου καθορίζεται από τον κυβισμό της μηχανής και τη μάζα εκπεμπόμενου διοξειδίου του άνθρακα CO2 (συνδυασμένος) κύκλος του οχήματος. Σχετική είναι η επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 10/5/2010.
Με την παρούσα προσφυγή του ο αιτητής επιδιώκει ακύρωση της απόφασης των καθ'ων η αίτηση, δυνάμει της οποίας κατέβαλε με τη μορφή φόρου/τέλους εγγραφής του οχήματος του το ποσό των €3.206,00, ως παράνομης, αντισυνταγματικής και παραβιάζουσας τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων που οδήγησαν στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής και καλύτερης κατανόησης τους, θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι οι καθ'ων η αίτηση απαντώντας με επιστολή τους στην επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 10/5/2010, πληροφόρησαν τον αιτητή ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία δεν είχαν περιθώριο διαφορετικού χειρισμού του θέματος και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν το αίτημα του για επιστροφή του ποσού.
Ήταν η θέση της κας Καλλιγέρου, θέση η οποία αποτέλεσε και τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστράφηκε η όλη επιχειρηματολογία της, ότι η επιβολή φόρων σε εισαγόμενα στη Δημοκρατία προϊόντα από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να υπάρχει πρόνοια στο Νόμο με την οποία να προστατεύονται τα εν λόγω εισαγόμενα προϊόντα από άνιση μεταχείριση σε σχέση με τα προϊόντα στην εγχώρια αγορά, παραβιάζει τα άρθρα 90 και 95 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση είναι παράνομη εφόσον στηρίζεται στην εν λόγω νομοθεσία.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση «έχουμε», σύμφωνα με την κα Καλλιγέρου, «δυσμενή διάκριση για τον ακόλουθο λόγο. Ο αιτητής εισήξε όχημα από το Ηνωμένο Βασίλειο ήδη εγγεγραμμένο εκεί επί τη καταβολή σχετικών φόρων εγγραφής. Όταν αγοράστηκε από τον αιτητή, στην τιμή αγοράς μετακύλησε ένα κατάλοιπο του εκεί καταβλητέου ήδη φόρου, το οποίο ο αιτητής κατέβαλε με το τίμημα αγοράς του οχήματος. Εισάγοντας το ο αιτητής στην Κυπριακή Δημοκρατία αναγκάστηκε να το εγγράψει για να το κυκλοφορήσει. Έτυχε όμως δυσμενούς διάκρισης. Διότι του επιβλήθηκε φόρος εγγραφής επί τη βάση μόνο του κυβισμού του ανεξάρτητα από την ηλικία του, τη φθορά του, τα χιλιόμετρα που διένυσε κλπ. κατά τρόπο που εξοβελίστηκε η ανταγωνιστικότητά του στην εγχώρια αγορά, σε σχέση με ένα αντίστοιχο όχημα που μεταπωλείται στην εγχώρια αγορά επίσης μεταχειρισμένο, το οποίο φέρει λόγω της φθοράς του και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αλλά κυρίως της ηλικίας του, ένα κατάλοιπο μόνο του φόρου εγγραφής που επιβλήθηκε άπαξ μόνο κατά την εγγραφή του».
Αιχμή του δόρατος της κας Καλλιγέρου αποτέλεσαν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, πρώην ΔΕΚ, στις υποθέσεις Americo Joao Nunes Tadeu (C-345/93, ημερομηνίας 9/3/95, Συλλογή 1995, σ. 1479) και Antonio Gomes Valente (C-393/98, ημερομηνίας 22/2/2001, Συλλογή 2001, σ. 101327). Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη από τις εν λόγω δύο υποθέσεις αφορούσαν μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που εισήχθησαν στην Πορτογαλία.
Στην υπόθεση Joao Nunes ο φόρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που ο εκεί αιτητής εισήγαγε, υπολογίστηκε από τις πορτογαλικές αρχές με βάση την τότε ισχύουσα νομοθεσία, η οποία προέβλεπε ως φόρο επί εισαγόμενων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων ποσοστό το οποίο θα ανερχόταν στο 90% του αντίστοιχου για τα καινούρια, ανεξάρτητα από την πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος. Κρίθηκε ότι η πορτογαλική νομοθεσία παραβίαζε το άρθρο 95 της Συνθήκης γιατί:
"...... η εκ μέρους κράτους μέλους είσπραξη φόρου επί των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους αντιβαίνει προς το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΟΚ, όταν το ποσό του φόρου, υπολογιζόμενο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική απόσβεση της αξίας του οχήματος, υπερβαίνει το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του πρώτου κράτους."
Στην υπόθεση Antonio Gomes ο φόρος του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου υπολογίστηκε στη βάση του νομοθετικού καθεστώτος που αντικατέστησε το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε στην υπόθεση Joao Nunes. Σύμφωνα με το νέο νομοθετικό καθεστώς, ο φόρος για τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα μειωνόταν κατά σταθερά ποσοστά, ανάλογα προς τα έτη χρήσης του αυτοκινήτου. Και σε αυτή την περίπτωση κρίθηκε πως το νέο νομοθετικό καθεστώς παραβίαζε το άρθρο 95 της Συνθήκης. Το καταληκτικό απόσπασμα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει ως πιο κάτω:
"42. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ανέφερε επ' ακροατηρίου ότι το σύστημα φορολογήσεως των εισαγομένων μεταχειρισμένων οχημάτων σκοπό είχε, στην πραγματικότητα, να αποκαθιστά μια κατ' αρχήν ισότητα μεταχειρίσεως μεταξύ της εμπορικής αξίας των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην εγχώρια αγορά και της των εισαγομένων μεταχειρισμένων αυτοκινήτων.
43. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, ένα εθνικό φορολογικό καθεστώς το οποίο τείνει να εξαλείψει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο διαθέτουν τα εισαγόμενα προϊόντα έναντι των της εγχωρίας αγοράς είναι προδήλως αντίθετο προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, το οποίο επιδιώκει να διασφαλίσει την απόλυτη ουδετερότητα των εσωτερικών φόρων έναντι του ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων και εισαγομένων προϊόντων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Nunes Tadeu, σκέψη 18).
44. Επομένως, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκαν στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 95, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ναι μεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος να εφαρμόζει επί των εισαγομένων από άλλα κράτη μέλη μεταχειρισμένων οχημάτων σύστημα φορολογήσεως, κατά το οποίο η απόσβεση της πραγματικής αξίας των εν λόγω οχημάτων υπολογίζεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και κλιμάκων οριζομένων με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη, αλλά μόνον υπό τον όρον ότι τα εν λόγω κριτήρια ή κλίμακες εγγυώνται ότι το ποσό του φόρου δεν υπερβαίνει - ούτε καν σε ορισμένες περιπτώσεις - το ποσό του καταλοίπου του φόρου που παραμένει ενσωματωμένο στην αξία των ομοειδών μεταχειρισμένων αυτοκινήτων οχημάτων που είναι ήδη εγγεγραμμένα στα μητρώα του οικείου κράτους."
Η κα Καλλιγέρου συμπλήρωσε την επιχειρηματολογία της με παραπομπή στην πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Pavlos Ph. Varellas Trading Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 333/2005, ημερομηνίας 17/7/2006, η οποία αφορούσε επιβολή φόρου κατανάλωσης και στην οποία υιοθετήθηκε η πιο πάνω νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση M.C. Sports Cars Ltd. ν. Δημοκρατίας (2008) 1 Α.Α.Δ. 42, στην οποία οι σχετικές παρατηρήσεις της Πλήρους Ολομέλειας συμπλέουν με την πιο πάνω ευρωπαϊκή νομολογία. Τέλος, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή παρέπεμψε σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 5/2/2009, «σύμφωνα με την οποία η επιβολή της φορολογίας κατά τον τρόπο που περιγράφει ο Πίνακας και στα μεταχειρισμένα οχήματα εισαγμένα από χώρα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία».
Στην αντίπερα όχθη η κα Καλησπέρα ισχυρίζεται ότι το παράπονο του αιτητή «είναι γενικό και άπτεται της νομοθετικής πολιτικής της Δημοκρατίας». Ο αιτητής, ο οποίος φέρει, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση, και το βάρος απόδειξης «ουδέποτε έθεσε ενώπιον της διοίκησης, ούτε κατά το στάδιο της καταβολής των τελών, ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο οποιαδήποτε στοιχεία που να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο φόρος που του επιβλήθηκε για το όχημα του ήταν ψηλότερος από το φόρο της εναπομείνασας αξίας ομοειδούς μεταχειρισμένου αυτοκινήτου που είναι ήδη εγγεγραμμένο στο μητρώο της Δημοκρατίας». Αναφορικά με τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 5/2/2009, η κα Καλησπέρα δέχεται μεν ότι σύμφωνα με την εν λόγω γνωμάτευση ο Νόμος παραβιάζει την κοινοτική νομοθεσία εφόσον με το να συναρτά το φόρο αποκλειστικά προς τον κυβισμό του αυτοκινήτου, παραγνωρίζοντας τα άλλα χαρακτηριστικά του οχήματος όπως ηλικία, τύπο, γενική κατάσταση κ.λ.π., εισάγει δυσμενή διάκριση, ισχυρίζεται όμως ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γιατί ο αιτητής απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο βαρύνεται. Τέλος, θεωρεί πως η απόφαση στην υπόθεση Varella (πιο πάνω) ήταν, από αυτή την άποψη, εσφαλμένη και επικαλούμενη τις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Αντώνης Χ" Πέτρου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1477/2009, ημερομηνίας 13/4/2011, Pavlos Ph. Varella Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 703/2005, ημερομηνίας 29/5/2006 και Κύρος Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 1318/2008, ημερομηνίας 22/3/2010, ζητά απόρριψη της παρούσας προσφυγής.
Τα ίδια επίδικα θέματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης στις προσφυγές Χαράλαμπος Ασπρομάλλης ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 462/2010, ημερομηνίας 8/9/2011 (Νικολάτος, Δ.) και Γιαννάκης Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Αρ. Προσφυγής 194/2010, ημερομηνίας 19/12/2011 (Κωνσταντινίδης, Δ.), στα πλαίσια των οποίων προβλήθηκαν πανομοιότυπα με την υπό κρίση περίπτωση εκατέρωθεν επιχειρήματα. Στην υπόθεση Ασπρομάλλης, αφού επισημάνθηκε πως στον αιτητή δεν παρεχόταν ενόψει των σχετικών νομοθετικών προνοιών ευχέρεια αμφισβήτησης του φόρου, με την έννοια που το συγκεκριμένο θέμα εξηγήθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην προαναφερθείσα νομολογία του, η επίδικη φορολογία ακυρώθηκε ως «μη συνάδουσα με το άρθρο 90 της Συνθήκης ΕΚ». Στην υπόθεση Χρυσάνθου ο αδελφός μου Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης υιοθετώντας πανομοιότυπη προσέγγιση με αυτή του Δικαστή Νικολάτου στην υπόθεση Ασπρομάλλης, στην οποία ο Δικαστής Κωνσταντινίδης αναφέρθηκε με επιδοκιμασία, επίσης ακύρωσε την επίδικη φορολογία. Παραθέτω το σκεπτικό με βάση το οποίο ακυρώθηκε η επίδικη φορολογία στην υπόθεση Χρυσάνθου, με το οποίο και συμφωνώ:
"Δεν καθορίστηκε το ποσό του φόρου με αναφορά στη μη προσαγωγή, από τον αιτητή, οποιωνδήποτε στοιχείων. Καθορίστηκε με βάση τις δεσμευτικές για τον Έφορο πρόνοιες του Νόμου όπως και ο ίδιος εξήγησε απαντώντας στον αιτητή. Δεν είχε, του είπε, περιθώριο άλλου χειρισμού. Δεν ήταν και δυνατό να τίθεται θέμα άλλων κριτηρίων. Ο Νόμος, στην πτυχή του που εδώ ενδιαφέρει, καθορίζει ένα κριτήριο, τον κυβισμό. Οτιδήποτε άλλο προσκόμιζε ή έλεγε ο αιτητής θα ήταν εκτός του Νόμου τον οποίο ο Έφορος όφειλε να εφαρμόσει. Η αποδοχή, ορθή βεβαίως, ότι δεν είναι επιτρεπτό να υπολογίζεται ο φόρος μόνο στη βάση του κυβισμού, τέμνει το θέμα. Αυτός είναι ο Νόμος και αφού εκ του Νόμου δημιουργείται η ανισότητα, όπως εξηγήθηκε από το ΔΕΚ, δεν παρεχόταν δυνατότητα συζήτησης άλλων κριτηρίων, ώστε να τίθεται ζήτημα βάρους απόδειξης του αιτητή, ως προς τέτοια. Η άρση της δυσμενούς διάκρισης μπορεί να επέλθει με τροποποίηση του Νόμου και σημειώνουμε την αναφορά στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω) στον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο του 1994 [Ν. 91(Ι)/94] που τροποποιήθηκε ειδικά, μετά από σειρά ακυρωτικών αποφάσεων στην ίδια βάση, ώστε να εξαρτά το ποσό του φόρου από κριτήρια στη γραμμή της νομολογίας του ΔΕΚ. Σε συμφωνία, επομένως, με την απόφαση στην Ασπρομάλλης (ανωτέρω), καταλήγω ότι η προσφυγή είναι βάσιμη. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται."
Υιοθετώ το πιο πάνω σκεπτικό και για σκοπούς της παρούσας προσφυγής.
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα €1.350 υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ'ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ