ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.608 /2010)

 

27 Aυγούστου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 του Συντάγματος

 

1)    FLAIH JIHAD,

2)   SHATHA JADOUAA

 

                                                              Αιτητές,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1)       ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2)      ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Τ. Πούλλος,  για τoυς Αιτητές.

Λ.Γρηγορίου, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Οι αιτητές κατάγονται από το Ιράκ και αφίχθησαν παρανόμως στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 4 Δεκεμβρίου 2008.  Υπέβαλαν αίτηση για πολιτικό άσυλο στις 19 Δεκεμβρίου 2008. 

 

Με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 21 Ιανουαρίου 2010 οι αιτητές κλήθηκαν σε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, που θα λάμβανε χώρα στις 22 Φεβρουαρίου 2010.  Κατά την προσέλευση τους οι αιτητές συνοδεύονταν από διερμηνέα.  Επειδή δεν είχε επιτραπεί στον εν λόγω διερμηνέα να παρευρίσκεται στη συνέντευξη, αυτή αναβλήθηκε και επαναπρογραμματίστηκε για τις 19 Μαρτίου 2010.  Οι αιτητές δεν προσήλθαν στην εν λόγω συνέντευξη επικαλούμενοι ασθένεια του αιτητή αρ.1. Η συνέντευξη αναβλήθηκε για τις 7 Απριλίου 2010 και Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου είχε ζητήσει από τους αιτητές να παρουσιάσουν και ιατρικό πιστοποιητικό αναφορικά με την ασθένεια του αιτητή 1.  Η αιτήτρια αρ.2 επικαλέστηκε και πάλι ασθένεια του αιτητή 1, που οδηγούσε σε αδυναμία παρουσίας τους στη συνέντευξη.  Η Λειτουργός ζήτησε από την αιτήτρια 2 να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό και η συνέντευξη προγραμματίστηκε για την επομένη, 8 Απριλίου 2010.

 

Κατά την πιο πάνω ημερομηνία οι αιτητές παρέλειψαν να προσέλθουν για την προγραμματισμένη συνέντευξη, ούτε προσκόμισαν οποιοδήποτε δικαιολογητικό για την απουσία τους.  Σε τηλεφωνική επικοινωνία Λειτουργού με τον αιτητή 1, ο τελευταίος ανέφερε ότι θα προσερχόταν στη συνέντευξη μόνο εάν του δινόταν η δυνατότητα να έχει δικό του διερμηνέα  ή αν η συνέντευξη διεξαγόταν στα αραβικά. 

 

Ενόψει της μη προσέλευσης και της μη προώθησης της αίτησης ετοιμάστηκε έκθεση ημερ. 9 Απριλίου 2010, από αρμόδια Λειτουργό, εισηγούμενη την απόρριψη της.  Η αίτηση απορρίφθηκε από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 12 Απριλίου 2010. 

 

Η νομιμότητα αυτής της απόφασης αμφισβητείται με την παρούσα προσφυγή. 

 

Με την ένσταση οι καθ΄ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η προσφυγή ήταν πρόωρη και ότι λανθασμένα στρεφόταν εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.  Λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω ένσταση δεν προωθήθηκε περαιτέρω, θεωρώ ότι έχει εγκαταλειφθεί. 

 

Οι αιτητές εισηγήθηκαν ότι η άρνηση της Υπηρεσίας Ασύλου να επιτρέψει σε διερμηνέα της δικής τους επιλογής έρχεται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 18(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν.6(Ι)/2000).  Από το κείμενο του εν λόγω άρθρου, καταφαίνεται το δικαίωμα παρουσίας διερμηνέα της επιλογής τους, πρόβαλαν οι αιτητές.  Το άρθρο 18(1) έχει ως ακολούθως:

 

«Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.»

 

Εστίασε το επιχείρημα του, ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, στη φράση «εκτός εάν άλλως ζητήσει ο αιτητής».  Αυτό, εισηγήθηκε, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν, όπως παρευρίσκεται διερμηνέας της δικής τους επιλογής. 

 

Η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.  Το εν λόγω άρθρο 18(2) του Νόμου, προβλέπει ότι παρέχεται δωρεάν υπηρεσία διερμηνέα σε ένα αιτητή, κατά το στάδιο της συνέντευξης.  Συναφώς, όταν στην παράγραφο (1) του άρθρου 18 γίνεται αναφορά σε διερμηνέα, εξυπακούεται ότι η αναφορά γίνεται για το διερμηνέα που παρέχεται από την Υπηρεσία Ασύλου και όχι από τον αιτητή. 

 

Προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης, σχετικά επίσης είναι το άρθρο 13Α(9) του Νόμου, το οποίο προνοεί:

 

"(9) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-

 

 ...............

(β) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη, χωρίς η επικοινωνία να διενεργείται απαραίτητα στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει."

 

Προκύπτει συναφώς ότι ο διερμηνέας παραχωρείται  από την Υπηρεσία Ασύλου και δεν εναπόκειται στους αιτητές να επιλέξουν οι ίδιοι το διερμηνέα ο οποίος θα παρίσταται κατά τη συνέντευξη. 

 

Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό στην προκείμενη περίπτωση είναι η τήρηση εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση της βασικής υποχρέωσης που απορρέει από το Νόμο και εστιάζεται στην διεξαγωγή της συνέντευξης σε γλώσσα καταληπτή από τον εκάστοτε αιτητή.  ΄Εχει υποχρέωση η διοίκηση να βεβαιώνεται ότι ο διερμηνέας, τον οποίο έχει επιλέξει για να βοηθήσει στη συνέντευξη, είναι γνώστης της γλώσσας στην οποία υποβάλλονται οι ερωτήσεις και δίδονται οι απαντήσεις.  Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τους αιτητές ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ΄ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική τους γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.  Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα. 

 

΄Ενας άλλος λόγος για τον οποίο οι καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν το υποβληθέν αίτημα για αναγνώριση των αιτητών ως πολιτικών προσφύγων είναι το γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν έδειξαν την αναγκαία συνεργασία με τους καθ΄ων η αίτηση.  Το άρθρο 16(1) του Νόμου προβλέπει ότι ένας αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου.  Από τα γεγονότα τα οποία έχουν αναφερθεί πιο πάνω, καταδεικνύεται ότι οι αιτητές παρέλειψαν να προσέλθουν για την αναγκαία συνέντευξη, δύο φορές, χωρίς να προβάλουν οποιοδήποτε λόγο για την παράλειψη τους αυτή.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13Α(6) του Νόμου, ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφασίζοντας επί αναλόγου αιτήσεως, δύναται να λάβει υπόψη του ότι ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε στην προσωπική συνέντευξη, εκτός εάν υπήρχαν σοβαροί λόγοι γι΄αυτή την απουσία.  Δεν έχουν οι αιτητές επιτύχει να στοιχειοθετήσουν λόγο για παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης επί του προκειμένου. 

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

                                                            Κ. Παμπαλλής,

                                                                         Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο