ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1559/2010

 

9 Αυγούστου, 2012

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΡΙΛΑΟΥ

Αιτητής

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ης η αίτηση

...............................

Χρ. Χριστάκη, για τον αιτητή

Αλ. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου (κα) για την καθ' ης η αίτηση

Καμιά εμφάνιση, για το ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ελένη Πουλλή και Άννα Χριστοφόρου

................................

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή/εγκύκλιο του Διοικητή ημερ. 09.11.2010 με την οποίαν προήγαγε τις 1.  Πουλλή Ελένη και 2.  Χριστοφόρου Άννα, στη θέση Διοικητικού Βοηθού Α΄Τάξης από 1/12/2010 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Βοηθού Γραφέα στις 14/3/1977.  Την 1/10/1984 προάχθηκε στη θέση Γραφέα, την 1/8/1990 στη θέση Διοικητικού Βοηθού Γ΄τάξης και την 1/2/1996 στη θέση Διοικητικού Βοηθού Β΄τάξης. 

 

Σύμφωνα με το άρθρο 20(1)(δ) του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002 (Ν. 138(Ι)/2002, όπως αυτός τροποποιήθηκε) ο Διοικητής ,ως το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της τράπεζας, μεταξύ άλλων, έχει την αρμοδιότητα να διορίζει, θέτει σε διαθεσιμότητα ή απολύει οποιουσδήποτε υπαλλήλους της Τράπεζας.  Περαιτέρω, στο εδάφιο (2) του πιο πάνω άρθρου προνοείται ότι ο Διοικητής, στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), ενεργεί σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 22 του πιο πάνω νόμου.  Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 22(3) του πιο πάνω Νόμου, η Επιτροπή Προσωπικού δύναται με εισήγηση του Διοικητή να εκχωρεί οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες της που προβλέπονται στο άρθρο 20(2) του πιο πάνω νόμου, όπως αυτή ήθελε ορίσει, σε υπεπιτροπή αποτελούμενη από τουλάχιστο τρία άτομα.

 

Στην παράγραφο 8 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών, Κ.Δ.Π. 233/2004, μεταξύ άλλων, προνοείται ότι όλες οι κενές θέσεις πληρούνται με οποιοδήποτε τρόπο αποφασίσει ο Διοικητής, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού.

 

Το νομικό καθεστώς που ρυθμίζει την αξιολόγηση του προσωπικού διέπεται από την παραγρ. 12 της Κ.Δ.Π. 233/2004.  Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράγραφο 12(9) «Το σύστημα αξιολόγησης, περιλαμβανομένης και της σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων, ρυθμίζεται με βάση τις εκάστοτε εγκύκλιες οδηγίες του Διοικητή».  Με σχετική εγκύκλιο του Διοικητή με ημερ. 21/12/2007 υιοθετήθηκε νέο επίπεδο γενικής απόδοσης, αυτό της ιδιαίτερα εξαιρετικής απόδοσης το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το εξαίρετο επίπεδο απόδοσης.  Σύμφωνα με την προαναφερόμενη εγκύκλιο του Διοικητή «.....το συγκεκριμένο επίπεδο γενικής απόδοσης αφορά πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις υπαλλήλων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ από τους αξιολογητές και θα καλύπτει ένα πολύ μικρό ποσοστό του προσωπικού».

 

Η Επιτροπή Προσωπικού, η οποία συστήνεται με βάση το άρθρο 22(1) του Ν. 138(Ι)/2002 (όπως αυτός τροποποιήθηκε) κατά τη συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 19/7/2010, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, ομόφωνα εκχώρησε τις εξουσίες της σε Υπεπιτροπή για να εξετάσει, μεταξύ άλλων, και προαγωγές μελών του υφιστάμενου προσωπικού στη θέση Διοικητικού Βοηθού Α΄, δηλαδή την επίδικη. 

 

Η Υπεπιτροπή, κατά τη συνεδρία της που έγινε στις 8/11/2010, μεταξύ άλλων, μελέτησε και το θέμα πλήρωσης δύο κενών θέσεων Διοικητικού Βοηθού Α΄Τάξης συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια ως καθορίζονται στην παράγρ. 11 των Οδηγιών της Κ.Δ.Π. 233/2004, δηλαδή αξία, πείρα και προσόντα και τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως καθιερώθηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Επίσης η ίδια η Υπεπιτροπή σημείωσε ότι τα άτομα που βρίσκονται σε αυτή τη θέση ασκούν εποπτικό ρόλο καθότι βοηθούν στη διοίκηση κάποιου Τμήματος ή Υπηρεσίας και αποφάσισε ότι ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα για σκοπούς πλήρωσης των θέσεων αυτών.  Έτσι τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα για τη θέση θεωρούνται πλεονέκτημα.

 

Η Υπεπιτροπή αξιολογώντας τους υποψηφίους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αιτητής, ανέφερε ότι κανένας από τους υποψήφιους δεν κατέχει πλεονέκτημα με βάση την Κ.Δ.Π.233/2004.  Έτσι, σταθμίζοντας όλα τα πιο πάνω στοιχεία, σε συνεδρία της στις 8/11/2010 η Υπεπιτροπή συνέστησε για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου ασκώντας τις εξουσίες που του χορηγούνται, μελέτησε και έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα που αφορούν τη διαδικασία πλήρωσης κενής θέσης Διοικητικού Βοηθού Α΄Τάξης, υιοθέτησε την απόφαση της Υπεπιτροπής και προήξε τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη.  Κοινοποίησε αυτή του την απόφαση με εγκύκλιο ημερ. 9/11/2010.  Στις 23/11/2010 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή με τη γραπτή του αγόρευση (αρχική και απαντητική) ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τους εξής λόγους:  (α) οι αξιολογήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Ελένη Πουλλή για τα έτη 2008 και 2009 είναι παράτυπες και εσφαλμένα λήφθηκαν υπόψη από την Υπεπιτροπή, (β) η Υπεπιτροπή έκρινε υπό καθεστώς πλάνης ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Άννα Χριστοφόρου έχει υπεροχή σε πείρα, (γ) παράνομη η σύνθεση/συγκρότηση της Υπεπιτροπής και της Επιτροπής Προσωπικού και (δ) αναιτιολόγηση η απόφαση του Διοικητή.

 

Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση υποστηρίζεται η ορθότητα και νομιμότητα της απόφασης.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Εφόσον υπάρχει ισχυρισμός περί παράνομης σύνθεσης/συγκρότητσης της Υπεπιτροπής και της Επιτροπής Προσωπικού, θα εξετάσω πρώτα αυτό το θέμα.

 

Είναι η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του αιτητή ότι από τη συνεδρία της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 19/7/2010 που αποφασίστηκε η εκχώρηση των εξουσιών της σε Υπεπιτροπή, απουσίαζε, για άγνωστο λόγο και χωρίς να γνωρίζει κανείς γιατί, το μέλος Κλείτου.  Επομένως η συνεδρία δεν ήταν νομότυπη όπως προβλέπεται από το άρθρο 21(3) του Ν. 158(1)/99.

 

Περαιτέρω, στην Υπεπιτροπή συμμετείχε παράνομα ως μέλος ο κ. Γ.  Συρίχας γιατί είναι Ανώτερος Διευθυντής στο Γραφείο του Διοικητή και ήταν τότε ο άμεσα προϊστάμενος της κας Πουλλή, με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται ο επηρεασμός του.  Επικαλέστηκε επί του προκειμένου την υπόθεση Γιαννάκης Τσικκουρής ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Συνεκ. υποθ. 952/2008 και 1152/2008 ημερ. 11/1/2011.

 

Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η σύνθεση/συγκρότηση της Υπεπιτροπής πάσχει γιατί σ' αυτή συμμετείχε και μάλιστα ως Πρόεδρος, ο κ. Α. Μάτσης, ο οποίος δεν ήταν υπάλληλος στην υπηρεσία των καθ' ων η αίτηση.  Το άρθρο 22(3) του νόμου που δίνει την εξουσία για εκχώρηση σε Υπεπιτροπή από τουλάχιστον τρία άτομα, εννοεί ότι πρέπει να είναι άτομα που υπηρετούν στην καθ' ης η αίτηση και όχι σε άλλη υπηρεσία.

 

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της καθ' ης η αίτηση, για τους λόγους εξηγούν, απορρίπτουν τους πιο πάνω ισχυρισμούς.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο κ. Κλείτου δεν έχει κληθεί δεόντως για τη συνεδρία της 19/7/2010 φαίνεται ότι αυτός δεν ευσταθεί.  Τούτο είναι ξεκάθαρο από τα επισυνημμένα έγγραφα στη γραπτή αγόρευση της καθ' ης αίτηση, δηλαδή το επισυνημμένο Α, ειδοποίηση ημερ. 12/7/2010 «Προς τα μέλη της Επιτροπής Προσωπικού», το επισυνημμένο Β, απάντηση του κ. Κλείτου ότι δεν θα μπορέσει να παρευρεθεί και το Γ όπου φαίνεται ο λόγος γιατί ο κ. Κλείτου δεν θα παρευρεθεί.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι έπρεπε η Επιτροπή Προσωπικού να διορίσει άλλο μέλος «σε αντικατάσταση του απόντος» σύμφωνα με το άρθρο 22(1)(γ) του Νόμου, κρίνω ότι ούτε αυτός ευσταθεί αφού η πρόνοια του εν λόγω άρθρου είναι δυνητική και όχι διατακτική.  Η λέξη είναι «δύναται».

 

Ο επόμενος ισχυρισμός είναι ότι η σύνθεση της Υπεπιτροπής ήταν παράνομη λόγω συμμετοχής του κ. Γιώργου Συρίχα, ως παραβιάζουσα την αρχή της αμεροληψίας γιατί αυτός ήταν προϊστάμενος του ενδιαφερόμενου μέρους Πουλλή.  Εξέτασα κι αυτό τον ισχυρισμό υπό το φως και της πρόνοιας του άρθρου 42 του Ν. 158(1)/99 που αναφέρεται σε πρόσωπο «που έχει ιδιάζουσα σχέση και συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και τέταρτο βαθμό ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία η έλλειψη αντικειμενικότητας και/ή η προκατάληψη πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα.  (βλ. μεταξύ άλλων Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 636, 642, και  Γ. Γιακουμής (Εργολ.) Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 236, 243).

 

Το γεγονός ότι το μέλος Γεώργιος Συρίχας ήταν προϊστάμενος του ενδιαφερόμενου μέλους Πουλλή, δεν τον θέτει αυτόματα σε ιδιάζουσα σχέση με την έννοια του άρθρου 42 του Ν. 158(Ι)/99.  Στην υπόθεση Στέλλα Παντελή ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας υποθ. αρ. 40/2003 ημερ. 7/6/2004, ο Διευθυντής κρίθηκε ότι ήταν σε τέτοια θέση γιατί εκτός από προϊστάμενος της ιδιαιτέρας γραμματέως του, είχε επιπρόσθετα πνευματική συγγένεια, αφού βάφτισε το γιο της.  Το ίδιο αποφασίστηκε και στην υποθεση Παύλος Ηλία κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Συνεκ. υποθέσεις 651/2004, 704/2004, 717/2004 και 786/2004 ημερ. 24/7/2006.

 

Εδώ άμεσα προϊστάμενος του ενδιαφερόμενου μέρους Ελένης Πουλλή ήταν ο Διοικητής, του οποίου ήταν ιδιαιτέρα γραμματέας.  Ο κ. Συρίχας ήταν απλώς Ανώτερος Διευθυντής Τμήματος στο οποίο ανήκε οργανικά το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε την προαναφερθείσα απόφαση στις συνεκδ. Υποθ. 925/2008 και 1152/2008 Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ημερ. 1271/2011, όπου αποφασίστηκε ότι η συμμετοχή της Διευθύντριας του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού στην Υπεπιτροπή Προσωπικού τεκμαίρετο ως μεροληπτική.  Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:

 

«Παρά την αποδοχή των πιο πάνω λόγων ακύρωσης που ανατρέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ ακροθιγώς και με την εισήγση της δικηγόρου του αιτητή ότι η συμμετοχή της κας Αυγής Μυλωνά στην Υποεπιτροπή Προσωπικού παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας.  Η κα Μυλωνά είναι Διευθύντρια του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού, Οργάνωσης και Μεθόδων της Κεντρικής Τράπεζας και κατά τον ουσιώδη χρονο άμεσα προϊστάμενη του ενδ. μέρους 1 και αυτή που υπογράφει τις αξιολογικές της εκθέσεις.  Το ερώτημα είναι αν τεκμαίρεται επηρεασμός της κρίσης της ως μέλους της Υποεπιτροπής που σύστησε τους υποψηφίους για προαγωγή, έτσι που να κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητο της επειδή υπέγραψε την εισηγητική έκθεση προς τον Διοικητή προτείνοντας μεταξύ άλλων και το ενδ. μέρος 1 Νίκη Γεωργίου.  Σημειώνω ότι κανένας άλλος από τους άμεσα προϊσταμένους των διαδίκων δεν συμμετείχε ως μέλος της Υποεπιτροπής.  Παρά το ότι η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του δεν είναι δεσμός, έχει τα χαρακτηριστικά «ιδιάζουσας» σχέσης» έναντι των άλλων υπαλλήλων λόγω της αμεσότητας της επαγγελματικής σχέσης και συνεργασίας.  Τεκμαίρεται εδώ στη βάση του άρθρου 42(2) του Ν. 158(Ι)/99 μεροληπτική συμμετοχή της κας Μυλωνά στην διαδικασία προαγωγών χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πράγματι η γνωμάτευση υπέρ του ενδ. μέρους 1 ήταν μεροληπτική ή όχι.  (Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 ΑΑΔ)»

 

Σημειώνω ότι η πιο πάνω απόφαση έχει εφεσιβληθεί με τις Α.Ε. 19/2011 και 23/2011 οι οποίες εκκρεμούν.  Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά επισήμανε και η πλευρά της καθ' ης η αίτηση, αυτή δεν είναι δεσμευτική. Μελέτησα το σκεπτικό της εν λόγω υπόθεσης και κρίνω ότι διαφοροποιείται για το λόγο ότι η κα Μυλωνά ήταν η άμεση προϊστάμενη του ενδιαφερόμενου μέρους σε εκείνη την υπόθεση ενώ εδώ ο κ. Συρίχας όχι.  Επίσης είμαι της άποψης ότι το σκεπτικό ότι ένας προϊστάμενος δεν μπορεί να εκφράσει την άποψη του γιατί τεκμαίρεται μεροληπτική, δεν μπορεί να είναι ορθό με την έννοια ότι είναι πάντοτε νόμιμο να ζητούνται οι απόψεις του προϊστάμενου.  Κατ' επέκταση δεν θεωρώ ότι η συμμετοχή του κ. Συρίχα στην Υπεπιτροπή δημιούργησε τεκμήριο μεροληψίας υπέρ της Πουλλή.  Αν η θέση αυτή είναι ορθή, δηλαδή τότε οποτεδήποτε ένας προϊστάμενος εκφράσει απόψεις για τον υφιστάμενο θα τεκμαίρεται ότι ενεργεί μεροληπτικά, τότε αυτό θα είναι αντίθετο με τη νομολογία ότι η μεροληψία, εκτός αν τεκμαίρεται ρητά από το άρθρο 42 του Ν. 158(Ι)/99, πρέπει να αποδεικνύεται.   Συμφωνώ επί του προκειμένου με τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Γεώργιος Χριστοδουλίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υποθ. αρ. 1014/2010 ημερ. 30/4/2012, σελ. 7-9 της απόφασης.  Επομένως με τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης, κρίνω ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός για παράνομη συμμετοχή του κ. Συρίχα στην Υπεπιτροπή.

 

Ο επόμενος λόγος ακύρωσης είναι ότι οι αξιολογήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Ελένης Πουλλή για τα έτη 2008 και 2009 είναι παράτυπες γιατί έγιναν μόνο από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας και έτσι δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη από την Υπεπιτροπή.  Αυτές θα έπρεπε, σύμφωνα με τον Καν. 12(1) να συνταχθούν από τριμελή ομάδα αξιολόγησης. 

 

Ο καν. 12(1) διαλαμβάνει ως εξής:

 

«12(1)  Οι υπηρεσιακές εκθέσεις των μόνιμων υπαλλήλων συντάσσονται κάθε χρόνο πάνω σε ειδικό έντυπο από τριμελή ομάδα αξιολόγησης στην οποία μετέχουν ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία ο υπάλληλος υπηρέτησε για περίοδο όχι μικρότερη από έξι μήνες, ο Βοηθός Διευθυντής ή Διευθυντής, ανάλογα με την περίπτωση και ο Ανώτερος Διευθυντής της Διεύθυνσης.  Στην περίπτωση των Διευθυντών και Βοηθών Διευθυντών, η τριμελής ομάδα αξιολόγησης θα αποτελείται από το Διοικητή, τον Ανώτερο Διευθυντή της Διεύθυνσης στην οποία υπηρετούν και τον Ανώτερο Διευθυντή άλλης Διεύθυνσης, τον οποίο θα ορίζει ο Διοικητής.»

 

Σχετικό είναι και το εδάφιο (3) του Καν. 12 που διαλαμβάνει ότι «Σε περίπτωση όπου είναι πρακτικά αδύνατη η εφαρμογή των υποπαραγράφων (1) και (2) πιο πάνω, η υπηρεσιακή έκθεση θα συντάσσεται από τον άμεσα προϊστάμενο».

 

Ενόψει του γεγονότος ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Πουλλή από 18/5/2008 μετατέθηκε στο Γραφείο του Διοικητή το οποίο είναι ανεξάρτητο τμήμα, όπως φαίνεται και στην πρώτη σελίδα της Υπηρεσιακής Έκθεσης, με κύρια καθήκοντα αυτά της ιδιαιτέρας γραμματέως του Διοικητή, τότε νόμιμα αξιολογήθηκε από τον ίδιο, ως άμεσα προϊστάμενος της, όπως διαλαμβάνει το εδάφιο (3) του Καν. 12.

 

Ο επόμενος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι πάσχει η αξιολόγηση του εν λόγω ενδιαφερόμενου μέρους με το χαρακτηρισμό «Ιδιαίτερα Εξαίρετη» (ΙΕ) για το 2009, γιατί έγινε κατά παράβαση της Εγκυκλίου ημερ. 21/12/2007 που εισήγαγε τον χαρακτηρισμό «Ιδιαίτερα Εξαίρετη Απόδοση» (Exceptionally Outistanding Performance)", η οποία έχει καθοδηγητικό χαρακτήρα, ως προς τον όλο τρόπο αξιολόγησης υπαλλήλων.  Εξέτασα κι' αυτό τον ισχυρισμό.  Από τη στιγμή που ο χαρακτηρισμός αυτός ήταν ανοικτός και για τον αιτητή, δεν βλέπω οτιδήποτε το παράνομο στην κατάταξη της απόδοσης ενός υπαλλήλου.  Τώρα αν ο χαρακτηρισμός του ενδιαφερόμενου μέρους ως Ιδιαίτερα Εξαίρετη δεν είναι αιτιολογημένος, κάτι που ισχυρίζεται με άλλο λόγο ο αιτητής, αυτό είναι άλλο θέμα και θα εξεταστεί στη συνέχεια.

 

Η σχετική αιτιολογία φαίνεται στο Μέρος Γ του Εντύπου Αξιολόγησης.  Εξέτασα τα όσα εκεί αναφέρονται και θεωρώ ότι υπάρχει αιτιολογία.  Αυτό ήταν θέμα κρίσης του Διοικητή και το δικαστήριο τούτο δεν επεμβαίνει.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο ισχυρισμός ότι οι αξιολογήσεις του ενδιαφερόμενου μέρους Ελένης Πουλλή για το 2008 και 2009 έπασχαν, απορρίπτεται.

 

Άλλος ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι αυτός υπερείχε σε πείρα σε σύγκριση με το ενδιαφερόμενο μέρος Πουλλή.  Η Υπεπιτροπή είχε υπόψη της αυτό το γεγονός ότι δηλαδή ο αιτητής υπερείχε σε πείρα έναντι της Πουλλή κατά 4 χρόνια στην προηγούμενη όμως θέση, αλλά αποφάσισε όπως δώσει περισσότερη έμφαση στο κριτήριο «αξία».  Ανέφερε συγκεκριμένα τα εξής:

 

"Η Υπεπιτροπή καταλήγει ότι η υποψήφια με αριθμό 6 είναι καταλληλότερη για τη θέση, διότι υπερέχει σε αξία κατά το 2009 από όλους τους υπόλοιπους υποψηφίους, παράγοντας ο οποίος, όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 1.2 Α πιο πάνω, έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα για σκοπούς πλήρωσης της επίδικης θέσης.  Η Υπεπιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι υποψήφιοι με αριθμούς 2, 3 έχουν υπεροχή σε πείρα στην προηγούμενη τους θέση.  Όμως, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της ότι ο παράγοντας της αξίας θα έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα για σκοπούς πλήρωσης της θέσης Διοικητικού Βοηθού Α΄Τάξης, θεώρησε ότι αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει την κρίση της ότι, με βάση την προαναφερόμενη υπεροχή της σε αξία, η υποψήφια με αριθμό 6 είναι καταλληλότερη για τη θέση.»

 

Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι ήταν λογικά επιτρεπτό για την Υπεπιτροπή να δώσει περισσότερη βαρύτητα στο κριτήριο αξία όσον αφορά αιτητή και ενδιαφερόμενο μέρος Πουλλή.

 

Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Άννα Χριστοφόρου, ο ισχυρισμός του αιτητή είναι ότι υπήρξε πλάνη της Υπεπιτροπής ότι η Χριστοφόρου υπερέχει σε πείρα, γιατί η πείρα της τελευταίας είναι άσχετη και ενώ η δική του είναι ουσιαστική.  Εξέτασα και επί του προκειμένου τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και έχω καταλήξει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, αφού τα διάφορα καθήκοντα που εκτέλεσε το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοφόρου, προκύπτει ότι αυτά ήσαν άμεσα σχετικά με αυτά της επίδικης θέσης.

 

Τέλος είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η απόφαση του Διοικητή ημερ. 9/11/2010 στερείται αιτιολογίας.  Εξέτασα και αυτό τον ισχυρισμό.  Είναι γεγονός ότι αν η απόφαση (Παράρτημα ΙΙΙ στην ένσταση) εξεταστεί από μόνη της, τότε εκ πρώτης όψεως, μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός.  Όμως η απόφαση θα πρέπει να διαβαστεί σε συνδυασμό και με τη σύσταση της Υπεπιτροπής, όπως φαίνεται στο πρακτικό ημερ. 8/11/2010, από το οποίο προκύπτει επαρκής αιτιολογία, ούτως ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, όπως επιτάσσει η νομολογία. (Βλ. μεταξύ άλλων Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Ενόψει όλων πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                            Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο