ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Υποθ. Αρ.1064 /2012)

 

2 Αυγούστου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΑΝGHEL VIOREL

                                                              Αιτητής,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω

YΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Μονομερής αίτηση ημερ. 17 Ιουλίου, 2012.

Α.Αιμιλιανίδης με Πασιαρδή, για τον Αιτητή

Καμιά εμφάνιση για τους Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Ex tempore)

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής καταχώρισε στις 17 Ιουλίου 2012 προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα εκδοθέντος διατάγματος απέλασης και απαγόρευσης εισόδου στη Δημοκρατία, που του κοινοποιήθηκε στις 2 Ιουλίου 2012. 

 

Ταυτοχρόνως, ο αιτητής καταχώρισε μονομερή αίτηση  με την οποία ζητούσε την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος απαγόρευσης εισόδου και ή απέλασης, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.  Στις 17 Ιουλίου που η υπόθεση είχε αρχικώς οριστεί, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για επίδοση και η υπόθεση ορίστηκε 24 Ιουλίου 2012.  Κατά την πιο πάνω ημερομηνία εμφανίστηκε δικηγόρος εκ μέρους της Δημοκρατίας, δηλώνοντας ότι δεν είχε οποιαδήποτε ειδοποίηση ή ενημέρωση, αλλά εμφανίστηκε και το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες, όπως καταχωρηθεί ένσταση και η υπόθεση ορίστηκε για σήμερα 2 Αυγούστου 2012 στις 9.00π.μ., για οδηγίες. 

 

Οι συνήγοροι του αιτητή ήταν ενώπιον μου σήμερα, από τις 9.00π.μ. πλην, όμως, δεν εμφανίστηκε κανένας από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση και η υπόθεση παρέμεινε για αργότερα σήμερα.  Κατά την επόμενη εμφάνιση στις 10.45π.μ. και πάλιν διαπιστώθηκε ότι απουσίαζε ο συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση και ούτε είχε, στο μεταξύ, κατατεθεί η ένσταση.  Ο συνήγορος του αιτητή, ζήτησε να προχωρήσει η υπόθεση και να ακουστεί μόνο η πλευρά του αιτητή, πράγμα το οποίο έγινε. 

 

Από τα γεγονότα, όπως διαπιστώνονται από την ένορκη δήλωση του κ.Χρίστου Ιωαννίδη, δικηγόρου, ο αιτητής είναι Ρουμάνος υπήκοος και διέμενε στην Κύπρο από το 1991, το 1993 παντρεύτηκε με επίσης Ρουμάνα υπήκοο και το 2001 απέκτησε παιδί το οποίο φοιτά σε σχολείο στην Κύπρο.  Από τις 15 Μαϊου 2007 ο αιτητής έχει άδεια διαμονής στη Δημοκρατία, ως πολίτης της ευρωπαϊκής ένωσης.  Η άδεια αυτή έληγε στις 15 Μαϊου 2012.  ΄Εκτοτε παρέμενε νομίμως, αφού η διαμονή του ξεπέρασε τα πέντε χρόνια. 

 

Την 1η Ιουλίου 2012, προσθέτει ο ενόρκως δηλών, ο αιτητής μαζί με άλλους κύπριους, είχε τεθεί υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου.  Στις 2 Ιουλίου 2012, συνέχισε, σε μια προσπάθεια να έλθει σε επαφή με τον αιτητή, πληροφορήθηκε, μέσω της συζύγου του τελευταίου, ότι επρόκειτο να απελαθεί από τη Δημοκρατία.  Προσπάθησε να εξασφαλίσει το διάταγμα απέλασης χωρίς επιτυχία, το ίδιο έγινε και στις 3 Ιουλίου 2012 και τελικώς στις 10 Ιουλίου 2012 έμαθε ότι ο αιτητής είχε απελαθεί από τη Δημοκρατία για λόγους δημοσίας ασφαλείας.  Σημειώνει περαιτέρω επί του προκειμένου, ότι ο αιτητής είναι λευκού ποινικού μητρώου, δεν υπάρχει καταδίκη εναντίον του, ούτε επίσης βρίσκεται σε εκκρεμότητα οποιαδήποτε ποινική διαδικασία.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έκαμε αναφορά στο άρθρο 45 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης η οποία θεσπίστηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και προβλέπει ότι:  «κάθε πολίτης της ΄Ενωσης έχει δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών».  Αποτελεί συναφώς, ένα θεμελιώδες κοινοτικό ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο προστατεύεται και περιορίζεται μόνο με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 52 της Χάρτας, το οποίο προβλέπει ότι ο περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών της ΄Ενωσης πρέπει να προβλέπεται από Νόμο, επιβάλλοντας ότι θα ισχύει η αρχή της αναλογικότητας σε επιβαλλόμενους περιορισμούς. 

 

Είχε, συνέχισε ο κ.Αιμιλιανίδης, επί τούτου εκδοθεί η Οδηγία 2004/38/ΕΚ η οποία ενσωματώθηκε και συμπεριελήφθηκε στον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της ΄Ενωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στη Δημοκρατία, Νόμος του 2007, (Ν.7(Ι)/2007).

 

Με αυτή τη νομοθεσία προστατεύονται τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Με βάση το άρθρο 29, του Ν.7(Ι)/2007, υποστήριξε ο συνήγορος, επιτρέπεται ο περιορισμός του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής πολιτών της ΄Ενωσης, μεταξύ άλλων, για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας.  Εξειδικεύεται, όμως, συνέχισε, ότι κάθε μέτρο που λαμβάνεται, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, να θεμελιώνεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, και «να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας».  Προς επίρρωση του επιχειρήματος ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν ικανοποιείται καμία από τις προηγούμενες νομοθετικές προβλέψεις είναι, όπως είπε ο κ.Αιμιλιανίδης, η πρόνοια της παραγράφου (β) του άρθρου 3 του Νόμου, όπου ακόμη και προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν, αφ΄εαυτών, λόγους για τη λήψη μέτρων περιορισμού της ελευθερίας διαμονής πολιτών της ΄Ενωσης. 

 

Από αυτή την παράμετρο και μόνο διαπιστώνεται, κατά την εισήγηση του κ.Αιμιλιανίδη, η προφανής παρανομία που έγινε όπου, ο αιτητής έχει απελαθεί μόνο με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος, πριν τη συμπλήρωση της τριημέρου κράτησης του αιτητή και των υπολοίπων κυπρίων πολιτών, έδωσε οδηγίες για την απελευθέρωση των κυπρίων και την απέλαση του αιτητή. 

 

Καταδεικνύεται επίσης παρανομία και μάλιστα προφανής αναφορικά και με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την απέλαση του αιτητή κατά παράβαση, όπως υποστήριξε ο συνήγορος του, των άρθρων 30 και επόμενα του Νόμου 7(1)/2007. 

 

Η παράγραφος (3) του άρθρου 32 του Νόμου επιβάλλει την υποχρέωση κοινοποίησης της απόφασης απέλασης, με στόχο τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής.  Η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης.  Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις κατεπείγοντος, αναφέρει η σχετική πρόνοια, διατάσσεται η απέλαση «πάραυτα».  Η δε παράγραφος (2), συνέχισε η συνήγορος, του ιδίου άρθρου, επιβάλλει την υποχρέωση επακριβούς και πλήρους ενημέρωσης για τους λόγους δημοσίας ασφαλείας, επί των οποίων στηρίζεται η απόφαση, έτσι ώστε να δυνηθεί ο ενδιαφερόμενος να καταχωρίσει, αν επιθυμεί προσφυγή. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, δεν τηρήθηκε κανένα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32 και επιπρόσθετα το άρθρο 33 του Νόμου, προσφέρει τη δυνατότητα σε ένα αιτητή, να καταχωρίσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να αιτηθεί ενδιαμέσως την αναστολή εκτέλεσης, όπου επιβάλλεται η μη σωματική απομάκρυνση του ενδιαφερομένου από τη Δημοκρατία.  Αυτά τα εχέγγυα δεν έχουν τηρηθεί στην περίπτωση του αιτητή, ο οποίος αμέσως μετά την έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης σε μια ημέρα και συγκεκριμένα στις 2 Ιουλίου 2012, έχει απελαθεί από τη Δημοκρατία.

 

Ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι και για λόγους που άπτονται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αιτητή και επιβάλλονται από το άρθρο 29 του Ν.7(Ι)/2007 απουσιάζει το στοιχείο της αναλογικότητας.  Λαμβάνοντας υπόψη τους δεσμούς του με την Κύπρο, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω, και την ανυπαρξία καταδίκης ή ποινικής δίωξης εναντίον του, διαπιστώνεται, κατά την εισήγηση του συνήγορου, ούτε υποψία ανοχής. 

 

Δυστυχώς, ενόψει της απουσίας ενστάσεως, δεν είχα την ευκαιρία να ακούσω και τον ενδεχόμενο αντίλογο επί των εγειρομένων θεμάτων στην παρούσα υπόθεση. 

 

Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Καν.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:

 

α)  ΄Εκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή

β)  Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος. 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 Α.Α.Δ. 32.

 

«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»

 

Στην υπόθεση Frangos & Οthers v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ.53, ιδιαίτερα στη σελίδα 57, αναφέρεται σε μετάφραση ότι:

 «για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα».

 

Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται το πιο κάτω απόσπασμα επίσης σε μετάφραση:

 

«αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.» 

 

Ο ορισμός της «έκδηλης παρανομίας» απαντάται επίσης στην υπόθεση Λοϊζίδης  ν. Yπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ως εξής:

          «έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης».

 

Το πιο κάτω απόσπασμα σε μετάφραση από την απόφαση Sofocleous ν. Republic (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, δίδει πιστεύω το στίγμα και προσδιορίζει τις παραμέτρους μέσα από τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει για να διαπιστώσει την ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς.

 

 «αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η κατ΄ισχυρισμόν ζημιά που θα προκύψει από την επικείμενη εκτέλεση της επίδικης διοικητικής πράξης πρέπει να εξειδικεύεται στην αίτηση με συγκεκριμένο τρόπο.  Ασαφείς ισχυρισμοί για τη ζημιά καθιστούν δύσκολη την αξιολόγηση της και γι΄αυτό και μόνο το λόγο η αίτηση για προσωρινό διάταγμα μπορεί να απορριφθεί.»

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω γεγονότα διαπιστώνεται ότι η απέλαση του αιτητή έγινε για λόγους δημοσίας ασφαλείας χωρίς, όμως, να έχουν τεκμηριωθεί ότι ισχύουν οι προϋποθέσεις που τίθενται με το άρθρο 29 του Νόμου 7(Ι)/2007, ούτε επίσης τηρήθηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που θέτει το άρθρο 33 του Νόμου.  Καταφαίνεται ότι  ακόμη και μετά την απέλαση του αιτητή δεν υπήρξε κοινοποίηση της απόφασης απέλασης, έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη δυνατότητα άσκησης προσφυγής, που προβλέπει το άρθρο 33, ούτε τηρήθηκε ο προβλεπόμενος χρόνος προθεσμίας στον αιτητή για να εγκαταλείψει τη δημοκρατία, δηλαδή των 30 ημερών, που προβλέπεται με την παραγρ.3 του άρθρου 32 του Νόμου.  Ούτε έχει καταδειχθεί το «κατεπείγον» έτσι ώστε να απελαθεί πάραυτα.    

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι ο αιτητής έχει στοιχειοθετήσει το αναγκαίο υπόβαθρο διαπίστωσης έκδηλης παρανομίας, συνεπαγόμενης την έκδοση διατάγματος, ως η αίτηση.

 

Λαμβανομένου υπόψη ότι ο αιτητής έχει ήδη απελαθεί το Διάταγμα περιορίζεται στο δεύτερο σκέλος της αιτήσεως, δηλαδή αναστέλλεται το Διάταγμα απαγόρευσης εισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία.

 

Τα έξοδα της αιτήσεως θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της προσφυγής.

 

                                                  Κ. Παμπαλλής,

                                                            Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο