ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 527/2010)
17 Ιουλίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΕΣΣΙΟΥ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Κ. Κούσιος, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, (εφεξής «η Ε.Ε.Υ.»), προήγαγε με ανακοίνωση στην ιστοσελίδα της ημερ. 25.2.2010, τα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων (Δημοτική Εκπαίδευση), από 1.9.2010. Την πράξη αυτή προσβάλλει η αιτήτρια η οποία εισηγείται ότι πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων είναι κάτοχος δύο πρόσθετων μεταπτυχιακών, αλλά παρά ταύτα παραγνωρίσθηκε από την Ε.Ε.Υ., εφόσον αυτή την απέκλεισε από την ενώπιον της διαδικασία παρά το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως μία εκ των δώδεκα επικρατέστερων υποψηφίων.
Ο πιο πάνω λόγος που τίθεται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι και ο ουσιαστικότερος, παρόλο που τίθενται και άλλοι λόγοι ακύρωσης. Αυτό διότι τυχόν επιτυχία της αιτήτριας σ΄ αυτό το λόγο, θα συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την τελική πράξη της Ε.Ε.Υ.
Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Πρόκειτο να πληρωθούν τέσσερεις θέσεις Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, θέσεις προαγωγής, συνεστήθη αρμοδίως η Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία και εξέτασε, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/69, ως τροποποιήθηκε, τα στοιχεία των 19 υποψηφίων για τη θέση. Στη συνέχεια, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, υπέβαλε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με τον κατάλογο των υποψηφίων που αυτή σύστηνε στην Ε.Ε.Υ. Με βάση την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που αποτελεί το Παράρτημα 1 του Παραρτήματος 5, στην ένσταση, συστήθηκαν για προαγωγή στην πιο πάνω θέση κατά αλφαβητική σειρά δώδεκα υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων, και η αιτήτρια. Αυτό έγινε μετά από θεώρηση εκ μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής των προσόντων, των υπηρεσιακών εκθέσεων και των λοιπών στοιχείων των 19 υποψηφίων που είχαν υποβάλει αίτηση και αφού κρίθηκαν ότι αυτοί πληρούσαν τα ακαδημαϊκά και τα εν γένει προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.
Στη συνεδρία της ημερ. 4.2.2010, (Παράρτημα 5 στην ένσταση), η Ε.Ε.Υ. εξέτασε τον κατάλογο των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και, αφού προέβηκε σε διάφορες παρατηρήσεις και εξέτασε ενστάσεις από άτομα που δεν είχαν περιληφθεί στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αποφάσισε όπως μη καλέσει την αιτήτρια σε προσωπική συνέντευξη. Αυτό, διότι δεν θα την περιελάμβανε στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων που θα κατήρτιζε, εφόσον, κατά την άποψη της Ε.Ε.Υ., η σύγκριση των δεδομένων της αιτήτριας με τους υπόλοιπους υποψήφιους έδειχνε ότι αυτή υστερούσε σε αξία και αρχαιότητα έναντι των υπολοίπων υποψηφίων που η Ε.Ε.Υ. επέλεξε να περιλάβει στον τελικό κατάλογο της. Πριν την απόφαση αυτή, που απαντάται στην παρ. 12 των πρακτικών της σχετικής συνεδρίας, η Ε.Ε.Υ. κατέταξε όλους τους υποψηφίους με βάση τα τρία νόμιμα κριτήρια σε Πίνακα, στον οποίο η αιτήτρια κατέλαβε την 13η θέση δίνοντας σ΄ αυτή αξία 37.5 μονάδων, αναφέροντας ως πρόσθετο προσόν της το Ph.D. και την αρχαιότητα της ως αρχομένης από 1.1.2006.
Η αιτήτρια με βάση τα συγκριτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην κατάσταση στοιχείων των υποψηφίων που επισυνάφθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και είναι ταυτόχρονα Παράρτημα 2, στο Παράρτημα 5 των πρακτικών της Ε.Ε.Υ., φαίνεται να κατέχει τα εξής προσόντα: Δίπλωμα Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου το 1988, M.A. in Education από το The Victorian University of Manchester το 1993, Δίπλωμα Επιμόρφωσης το 1995, Πτυχίο Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Εξομ.) το 1998 και Ph.D. of Philosophy από το University of Manchester το 2001. Στον κατάλογο που κατήρτισε η Ε.Ε.Υ. και που φαίνεται στην παρ. 8 σελ. 3 του Παραρτήματος 5 στην ένσταση, η αιτήτρια, όπως ήδη καταγράφηκε προηγουμένως, αναφέρεται να έχει ως πρόσθετο προσόν μόνο το Ph.D. Στην επόμενη παρ. 9.1., η Ε.Ε.Υ. αποφασίζει ότι εσφαλμένα η Συμβουλευτική Επιτροπή περιέλαβε στον κατάλογο των συστηνομένων τρεις υποψήφιους, μεταξύ των οποίων, και την αιτήτρια, αντί τριών άλλων υποψηφίων. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι σε σύγκριση με ένα εκ των υποψηφίων που δεν είχαν συστηθεί και συγκεκριμένα τον Παύλο Παπαπαύλου, αυτός υπερτερούσε έναντι της αιτήτριας σε αξία. Η Ε.Ε.Υ. στη συνέχεια κατέγραψε ότι δεν παραγνώριζε το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε
«.. ως πρόσθετο προσόν διδακτορικό δίπλωμα, το οποίο είναι ανώτερο σε επίπεδο από το μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου μάστερ, που κατέχει ο Παπαπαύλου Παύλος. Παρά ταύτα, έλαβε υπόψη της ότι, σύμφωνα με σχετική νομολογία, προσόντα τα οποία δεν απαιτούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν συνιστούν πλεονέκτημα και, συνεπώς, τα προσόντα αυτά δε δίνουν προβάδισμα στον υποψήφιο, αλλά έχουν μόνο οριακή σημασία, και επομένως έκρινε ότι ο υποψήφιος Παπαπαύλου Παύλος υπερέχει έναντι της Μέσσιου Δήμητρας.»
Το πρώτιστο λοιπόν παράπονο της αιτήτριας είναι ο αποκλεισμός της από τον τελικό κατάλογο υποψηφίων που κατήρτισε η Ε.Ε.Υ., στη βάση του ότι κατά πλάνη θεωρήθηκε ότι η αιτήτρια κατέχει μόνο το Ph.D. in Philosophy, ενώ στην πραγματικότητα κατέχει δύο πρόσθετα προσόντα, ήτοι, το Ph.D. in Philosophy και το M.A. in Education. Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 22.2.2010, μέσω του δικηγόρου της, (Παράρτημα Χ στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας), διαμαρτυρήθηκε για τον αποκλεισμό αυτό. Ζήτησε την ανάκληση της απόφασης αποκλεισμού από τον τελικό κατάλογο και την κλήση της σε συνέντευξη. Αυτή η επιστολή - αίτημα - αγνοήθηκε στην ουσία από την Ε.Ε.Υ. και δεν εξετάστηκε, της Ε.Ε.Υ. τελούσας και πάλι υπό πλάνη ότι αυτή η διαμαρτυρία υποβλήθηκε εναντίον του καταλόγου των συστηθέντων της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ότι ήταν εκπρόθεσμη. Αυτό φαίνεται στην παρ. 12 του Παραρτήματος 5, όπου καταγράφηκε σχετικά με το πρόσωπο της αιτήτριας, ότι η Ε.Ε.Υ. «... ενημέρωσε σχετικά τον δικηγόρο κ. Ανδρέα Σ. Αγγελίδη, σχετικά με την εκπρόθεσμη ένσταση που υπέβαλε εκ μέρους της πελάτισσας του, κας Μέσσιου.».
Η Ε.Ε.Υ. στη δική της αγόρευση απαντά ότι η μη συμπερίληψη της αιτήτριας στον τελικό κατάλογο ήταν αποτέλεσμα των εξουσιών που έχει η Ε.Ε.Υ., δυνάμει του Νόμου, η οποία υποχρεούται να χωρήσει στη σύσταση του τελικού καταλόγου, αφού προβεί σε συνολική αξιολόγηση των υποψηφίων και να τους κατατάξει στη βάση των τριών νομίμων κριτηρίων, της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Εισηγείται η δικηγόρος της Ε.Ε.Υ., ότι η μη αναφορά στο μεταπτυχιακό δίπλωμα της αιτήτριας δεν καθιστά την απόφαση να μην συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο άκυρη, διότι η Ε.Ε.Υ. αναφέρθηκε στο διδακτορικό δίπλωμα της αιτήτριας που είναι ανώτερο του μεταπτυχιακού. Όσον αφορά την ένσταση που υπεβλήθη εναντίον του καταλόγου της Ε.Ε.Υ., σημειώνεται ότι ο Νόμος δίδει δικαίωμα υποβολής ένστασης με βάση το άρθρο 35Β(7), μόνο σε σχέση με τον κατάλογο που καταρτίζεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Συνεπώς, η ίδια η Ε.Ε.Υ. δεν έχει υποχρέωση εξέτασης ενστάσεων σε σχέση με τον τελικό κατάλογο.
Κρίνεται ότι η αιτήτρια έχει δίκαιο στις θέσεις της. Είναι πρόδηλο ότι πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων, η αιτήτρια ήταν και είναι κάτοχος δύο πρόσθετων προσόντων, μεταπτυχιακού και διδακτορικού το ένα στην εκπαίδευση και το άλλο στη φιλοσοφία. Ορθά επισημαίνει ο συνήγορος της αιτήτριας ότι ουδείς γνωρίζει ποία θα ήταν η απόφαση της Ε.Ε.Υ. εάν αυτή λάμβανε υπόψη και το γεγονός του πρόσθετου προσόντος, Masters απόλυτα σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, πέραν του διδακτορικού. Δεν είναι ορθή η θέση της Ε.Ε.Υ. ότι αρκούσε η αναφορά στο διδακτορικό δίπλωμα, δηλαδή, στο Ph.D., επειδή αυτό είναι ανώτερο του Master. Αφενός τέτοια κρίση ή αιτιολογία δεν απαντάται πουθενά στο τηρηθέν πρακτικό του Παραρτήματος 5 από την Ε.Ε.Υ. και, επομένως, δεν μπορεί εκ των υστέρων να προστίθεται διά της αγορεύσεως της Δημοκρατίας ως υπόβαθρο αιτιολογίας. Ισχυρισμοί τέτοιας φύσης είναι ανεπίτρεπτοι, (Αχιλλέως ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384). Κατά δεύτερο λόγο, κάθε πρόσθετο προσόν αποτελεί στοιχείο που πρέπει να προσμετρηθεί από το αρμόδιοι διοικητικό όργανο και να συνεκτιμηθεί από αυτό αναλόγως. Η παραπομπή που γίνεται από τον κ. Αγγελίδη στην απόφαση αυτού του Δικαστηρίου στην Στέλιου Στυλιανού ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 1719/07, ημερ. 22.7.2010, είναι εύστοχη και παρατίθεται το σχετικό συναφές σκεπτικό:
«Ως προς τα προσόντα, ο αιτητής πέραν του απαιτούμενου πτυχίου και μεταπτυχιακού, κατέχει και το πτυχίο νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συνήγορος της Ε.Δ.Υ. λέγει ότι το πτυχίο αυτό αποκτήθηκε πριν τους μεταπτυχιακούς τίτλους και εν πάση περιπτώσει δεν είναι και σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ορθά, όμως, κρίνεται ο κ. Κωνσταντίνου για τον αιτητή εισηγείται ότι κάθε ακαδημαϊκό προσόν πέραν των απαιτουμένων για τη θέση αποτελεί πρόσθετο προσόν το οποίο θα πρέπει να συνεκτιμηθεί αναλόγως με το αν είναι σχετικό ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης, με το αν ή όχι αποτελεί πλεονέκτημα κλπ. Το ουσιώδες, εδώ, είναι η παντελής έλλειψη αναφοράς στο πτυχίο της νομικής από την Ε.Δ.Υ. ως να μην υπήρχε. Επομένως, δεν είναι καν γνωστό ποια θα ήταν η θέση της, εάν το λάμβανε υπόψη, και σε ποιο βαθμό. Συσχέτιση από την Ε.Δ.Υ., για τα προσόντα έγινε μεταξύ του ενδιαφερομένου μέρους και άλλου υποψηφίου που διέθετε διδακτορικό, αλλά καμιά ιδιαίτερη μνεία δεν έγινε για τον αιτητή ως προς το πτυχίο νομικής. Διαπιστώνεται επομένως πλάνη και έλλειψη έρευνας ως προς αυτό το θέμα, η δε συνήγορος της Ε.Δ.Υ. στην ουσία ανεπίτρεπτα προσθέτει με την αγόρευση της στοιχεία και δεδομένα που δεν απαντώνται στην αιτιολογική κρίση της ίδιας της Ε.Δ.Υ.»
Επομένως, η παντελής έλλειψη αναφοράς στο προσόν Master, αποτελεί ουσιώδη πλάνη. Παραγνωρίστηκε εντελώς ως να μην υπήρχε. Και ορθά βεβαίως επιχειρηματολογεί στην αγόρευση του ο συνήγορος της αιτήτριας ότι δεν εναπόκειται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να προβεί σε οποιασδήποτε μορφής πρωτογενή κρίση επί της σχετικότητας και/ή της στάθμισης αυτού του προσόντος. Η Ε.Δ.Υ. όφειλε εν εντοπίσει αυτό το ζήτημα, να το εξετάσει, να το μνημονεύσει στο αιτιολογικό της και να καταλήξει ανάλογα, παραθέτοντας σαφή και εύλογη αιτιολογία, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Συναφές με τα πιο πάνω, είναι και η πλάνη στην αιτιολογία για τον αποκλεισμό της αιτήτριας από τον τελικό κατάλογο. Είναι φανερό ότι η Ε.Ε.Υ., μη έχουσα υπόψη της ή επιλέγοντας να μην αναφερθεί και στο Master ως πρόσθετο προσόν, κατέληξε λανθασμένα ως προς τον αποκλεισμό της αιτήτριας.
Αλλά είχε λάθος και επί της μη εξέτασης της επιστολής του συνηγόρου της αιτήτριας με το αιτιολογικό του εκπροθέσμου. Ο σχετικός Νόμος δεν αποκλείει εξέταση του τύπου που η αιτήτρια επιδίωξε από την ίδια την Ε.Ε.Υ. Δεν είχε κανένα βεβαίως λόγο να ενστεί εντός 10 ημερών από την ανάρτηση του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προνοεί το άρθρο 35Β(7), εφόσον είχε συμπεριληφθεί σ΄ αυτόν. Το εν λόγω εδάφιο δίδει το δικαίωμα σε κάθε επηρεαζόμενο εκπαιδευτικό να δυνηθεί να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά με γραπτή ένσταση του εντός 10 ημερών από την ανάρτηση του καταλόγου. Η ένσταση γίνεται μεν στην Ε.Ε.Υ., αλλά αφορά τον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτό, άλλωστε, είναι φανερό και από τα εδάφια (6) και (8), του άρθρου 35Β. Στο μεν εδάφιο (6), προνοείται ότι ο κατάλογος της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποστέλλεται στην Ε.Ε.Υ. και αντίγραφο αναρτάται στο Υπουργείο Παιδείας, το δε εδάφιο (8) προνοεί ότι η Ε.Ε.Υ. εξετάζει τη νομιμότητα του καταλόγου είτε υποβλήθηκε είτε όχι ένσταση και καταρτίζει τον τελικό κατάλογο. Η τελική απόφαση βέβαια της Ε.Ε.Υ. στη βάση του δικού της καταλόγου και των συνεντεύξεων των υποψηφίων, υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Έπεται, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι το αίτημα της αιτήτριας για να κληθεί αυτή σε συνέντευξη δικαιωματικά εγένετο δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος, αλλά και των άρθρων 33-36 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Η Ε.Ε.Υ., ως το αρμόδιο διοικητικό όργανο, όφειλε να απαντήσει επί της ουσίας του αιτήματος και όχι να αποφύγει να το εξετάσει επικαλούμενη το εκπρόθεσμο του, θέση που είναι, έτσι και αλλιώς, λανθασμένη. Και εδώ έχει πάλι δίκαιο η αιτήτρια στο ότι εάν η Ε.Ε.Υ. έδιδε στην αιτήτρια την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της, δυνατόν να είχε διαφοροποιήσει τη θέση της να την αποκλείσει και μάλιστα χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, και το εσφαλμένο αιτιολογικό ότι ήταν κάτοχος διδακτορικού, χωρίς να λάβει υπόψη και το πτυχίο Master. Τα όσα αναφέρονται από την αιτήτρια στην αγόρευση της ως προς τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ αυτής και του Παπαπαύλου, δεν αποτελούν θέμα προς πρωτογενή αξιολόγηση από το Δικαστήριο. Η διαπίστωση της σχετικότητας του πτυχίου Master αποτελούσε έργο της Ε.Ε.Υ., καθώς βέβαια και ο συνυπολογισμός του στα τρία καθιερωμένα κριτήρια. Αλλά έπρεπε βέβαια πρώτιστα να διαπιστώσει την ύπαρξη του, (Αντώνης Καφά ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 444/10, ημερ. 12.4.2011).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, δεν παρίσταται ανάγκη να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης. Είναι σαφές ότι διαπιστώνεται πρόβλημα ουσιώδους πλάνης που διατρέχει την όλη διαδικασία, μέχρι και την τελική απόφαση της Ε.Ε.Υ.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ