ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 432/2010]
25 Ιουλίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Μιχάλης Θεοδοσίου για Μ.Χ. Μυλωνά & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για τον αιτητή.
Κυριάκος Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι λοχίας στην αστυνομική δύναμη Κύπρου. Μετά από αίτημά του για πληρωμή ή χορήγηση ανάλογου χρόνου ανάπαυσης, διεξάχθηκε έρευνα και διαπιστώθηκε πως, πράγματι, είχε σε πίστη του 1537 ώρες υπερωριών, κυρίως κατά την περίοδο της υπηρεσίας του στην ΥΚΑΝ Αρχηγείου, για παρακολουθήσεις και επιχειρήσεις σε σχέση με ναρκωτικά. Αυτά τα καθήκοντα τα ασκούσε και την υπερωριακή εργασία την πρόσφερε, ασφαλώς μετά από εντολές των ανωτέρων του, αλλά αυτό δεν κρίθηκε αρκετό. Όπως κατέληξε ο διοικητικός χειρισμός, με την επιστολή ημερομηνίας 14.12.09, που κοινοποιήθηκε στον αιτητή, το αίτημά του απορρίφθηκε επειδή δεν είχε εξασφαλιστεί, από τους ανωτέρους του, η έγκριση του Αρχηγού της Αστυνομίας. Όποιο δε ποσό αντιστοιχούσε προς τις ώρες που εργάστηκε υπερωριακά, ήταν οφειλή των ίδιων των ανωτέρων του. Παραθέτω ολόκληρη την επιστολή:
«Αναφορικά επιστολής σας με Αρ. Φακ. Λ/Π.Φ.Λοχ. 4345, ημερομηνίας 7.4.2009, σχετικά με το πιο πάνω θέμα σας πληροφορώ ότι το αίτημα του αναφερόμενου Λοχία, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, καθότι για τις υπερωρίες που είναι καταχωρημένες στα Έντυπα Υπερωριών που υπέβαλε, παρόλο που είναι υπογραμμένες από τους εκάστοτε υπευθύνους Αξιωματικούς του, εντούτοις δεν είχε εξασφαλιστεί η έγκριση του Αρχηγού Αστυνομίας ως οι υφιστάμενες οδηγίες.
2. Σύμφωνα με σημείωμα του Βοηθού Αρχηγού (Δ), ημερομηνίας 4.11.2009, η παράτυπη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, δεν δεσμεύει την Ηγεσία για έγκριση πληρωμής υπερωριακής απασχόλησης και αποτελεί οφειλή, εκείνων που παράνομα και παράτυπα μη συμμορφούμενοι με τις συγκεκριμένες οδηγίες του Αρχηγού Αστυνομίας, έχουν αναθέσει υπερωριακή απασχόληση υφισταμένων τους και δεν τίθεται θέμα έγκρισης ή νομιμοποίησης της παρανομίας.»
Η πρώτη θεραπεία που επιδιώκεται από τον αιτητή με την παρούσα προσφυγή, αφορά, ακριβώς, σ' αυτή την απορριπτική απόφαση και σημειώνω πως πλεονασματικά και αδοκίμως γίνεται με τη δεύτερη θεραπεία λόγος για παράλειψη, αφού εν προκειμένω, έχουμε ευθέως απορριπτική απόφαση.
Το θέμα αφορά στο κατά πόσο ο αιτητής, που εργάστηκε υπερωριακά μετά από διαταγές, στερείται του δικαιώματός του σε πληρωμή ή σε ανάλογο χρόνο ανάπαυσης επειδή οι διαταγές που δόθηκαν, εν αγνοία του μάλιστα, κατά παράβαση της εγκυκλίου 159/16 ημερομηνίας 13.1.05 και 2.3.05 η οποία, πράγματι, πρόβλεπε την προηγούμενη εξασφάλιση της έγκρισης του Αρχηγού της Αστυνομίας.
Ο αιτητής ευστόχως επικαλείται τη Σολωμού ν. Δημοκρατίας (1995) 4Γ ΑΑΔ 2002. Το θέμα αφορούσε σε όμοιο δικαίωμα, όπως αυτό προβλέπεται από τους περί Αστυνομίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1989 (ΚΔΠ 51/89). Και εκεί επίσης το αίτημα απορρίφθηκε με αναφορά σε εγκύκλιο που δεν τηρήθηκε από τους ανωτέρους του αιτητή, σε σχέση με το χρόνο αποστολής των καταστάσεων των υπερωριών από τους προϊσταμένους. Κρίθηκε πως αφού η εγκύκλιος, η οποία στη βάση της νομολογίας που παρατίθεται[*] (βλ. και Aνδρέας Σπάταλος κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 277/99 κ.α. ημερομηνίας 3.7.2001), δεν δημιουργεί αφ' εαυτής κανόνα δικαίου, αφορούσε στις προϊστάμενες αρχές προς τις οποίες απευθυνόταν. Δεν απευθυνόταν προς τον αιτητή και αυτός, «δεν μπορεί να τιμωρηθεί ή να απωλέσει το δικαίωμά του λόγω των παραλείψεων άλλων οργάνων ή προσώπων». Ούτε ήταν ο αιτητής, όπως παρατηρήθηκε περαιτέρω, «υπεύθυνος να ζητήσει εκ των προτέρων έγκριση για τις τυχόν υπερωρίες του, αλλά η προϊστάμενη Αρχή». Ο αιτητής, όπως καταλήγει η απόφαση, με την οποία συμφωνώ πλήρως, «είχε με βάση τους Κανονισμούς δικαίωμα σε υπερωριακή αποζημίωση» και αυτό το δικαίωμα «δεν μπορούσε να εξαφανιστεί επειδή δεν τήρησαν οι προϊστάμενοί του τις πρόνοιες της εγκυκλίου, αφού η εγκύκλιος δε δημιουργεί κανόνα δικαίου, και αφού, σύμφωνα με την αρχή της ιεραρχίας των εγγράφων (hierarchy of texts) η εγκύκλιος είναι υποδεέστερο των Κανονισμών έγγραφο, και υπερισχύουν οι Κανονισμοί.».
Το αντίθετο επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση πως, κατά τον Κανονισμό οι σχετικές διαταγές πρέπει να είναι νόμιμες (βλ. Κανονισμό 17) και εδώ δεν ήταν αφού δεν τηρήθηκε η εγκύκλιος, παραγνωρίζει τη φύση της αφού την αναγάγει, λανθασμένα κατά τη νομολογία, σε κανόνα δικαίου που δεσμεύει γενικώς και όχι, απλώς, εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά
[*] Βλ. Arsalis v. Republic (1976) 3 CLR 255, Superman and Others v. Republic (1981) 3 CLR 572, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 179, Σωτηριάδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 2599,