ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Υπόθεση Αρ. 1760/2009]

 

4 Ιουλίου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΗΛΙΟΥ

Αιτητής

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Άντης Κωνσταντίνου για τον αιτητή.

Ζωή Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Μαρίκα Καλλιγέρου για Μαρίκα Καλλιγέρου ΔΕΠΕ για το ΕΜ Σάββα Χατζηγεωργίου.

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ για το ΕΜ Μαρία Κιτρομηλίδου.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,  Δ.:  Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 5.11.09, με την οποία οι Σάββας Χατζηγεωργίου (ο ενδιαφερόμενος) και η Μαρία Κιτρομηλίδου (η ενδιαφερομένη) διορίστηκαν στη Μόνιμη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης.  Σε σχέση με τον ενδιαφερόμενο οι ισχυρισμοί αφορούν στα στοιχεία στη βάση των οποίων κρίθηκε πως ήταν ο καταλληλότερος.  Σε σχέση με την ενδιαφερομένη συζητήθηκε μόνο ένα θέμα:  Το κατά πόσο κατείχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν.

 

Η προσφυγή ως προς το Σ. Χατζηγεωργίου

 

Στη γραπτή εξέταση που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.) ο αιτητής εξασφάλισε 56 μονάδες ενώ ο ενδιαφερόμενος 53.50.  Στην προφορική εξέταση που διεξήγαγε η Σ.Ε. ο αιτητής αξιολογήθηκε ως εξαίρετος και, στο πλαίσιο του τρόπου αριθμητικής αποτίμησης που εκ των προτέρων καθόρισε, εξασφάλισε 13.20 μονάδες.  Ο ενδιαφερόμενος αξιολογήθηκε ως πάρα πολύ καλός και εξασφάλισε 11.40 μονάδες.  Τα άλλα δυο στοιχεία που αξιολογήθηκαν ήταν τα προσόντα και η πείρα.  Ως προς τα προσόντα, όπως καταγράφεται στο σχετικό Πίνακα, δεν αποδόθηκαν επιπρόσθετες μονάδες είτε στον ένα είτε στον άλλο.  Ενώ, ως προς την πείρα, αποδόθηκαν δυο μονάδες στον καθένα.  Στο σύνολο, κατά την αριθμητική αποτίμηση της Σ.Ε., ο αιτητής εξασφάλισε 71.20 μονάδες και ο ενδιαφερόμενος 66.90 μονάδες.

 

Η ΕΔΥ υπέβαλε και η ίδια σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους και, κατά τη δική της κατά πλειοψηφία εκτίμηση, ο αιτητής ήταν πάρα πολύ καλός.  Ένα μέλος τον αξιολόγησε ως σχεδόν εξαίρετο και ο Πρόεδρος ως εξαίρετο. Τον ενδιαφερόμενο η πλειοψηφία των αξιολόγησε ως εξαίρετο ενώ ο Πρόεδρος ως πάρα πολύ καλό.  Στο τέλος, κατά την αιτιολόγηση από την ΕΔΥ της επιλογής του ενδιαφερομένου ως καταλληλότερου, σε σχέση με τον αιτητή, σημειώθηκαν τα ακόλουθα:  Εξασφάλισε «ελαφρώς υψηλότερες βαθμολογίες» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά ο ενδιαφερόμενος αξιολογήθηκε από την πλειοψηφία σε «υψηλότερο» επίπεδο στην προφορική εξέταση και «πέραν αυτού» υπερέχει του αιτητή σε προσόντα.

 

Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της αξιολόγησής του με αναφορά κατ' αρχάς στα προσόντα, για  δυο λόγους.  Θεωρεί ότι κακώς δεν του αποδόθηκαν μονάδες για  πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν που κατείχε και πως κακώς αποδόθηκαν μονάδες στον ενδιαφερόμενο για  τέτοιο πρόσθετο προσόν.  Μετά, ως προς την πείρα.  Θεωρεί ότι κακώς δεν διαγνώστηκε ότι υπερέχει έναντι του ενδιαφερομένου σε πείρα.  Θα εξετάσω αυτά τα ζητήματα με τη σειρά τους.

 

Κατά την παράγραφο 3(1)(α) και (β) του σχεδίου υπηρεσίας, ως ακαδημαϊκό προσόν, απαιτείτο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Πολεοδομία/Χωροταξία, ή πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Αρχιτεκτονική ή στην Πολιτική Μηχανική ή στην Αγρονομική και Τοπογραφική Μηχανική.  Με τη Σημείωση ότι ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.  Η Σ.Ε., με αναφορά στο άρθρο 33(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) προκαθόρισε πως, σε σύνολο 100, θα διδόταν βαρύτητα 80 μονάδων στη γραπτή εξέταση, 15 μονάδων στην προφορική εξέταση και πέντε μονάδων στα πρόσθετα προσόντα και στην πείρα των υποψηφίων.  Για τέτοια δε πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα θα απέδιδε μέχρι τρεις βαθμούς, με περαιτέρω αριθμητικές αποτιμήσεις.  Ενδιαφέρει η (ι) από αυτές και την παραθέτω αυτούσια.

 

«Μεταπτυχιακό Δίπλωμα ή δεύτερο Δίπλωμα, πέραν του απαιτουμένου σε Κλάδο Σπουδών που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης εκτός Πολεοδομίας 0.75 μονάδα».

 

Ο αιτητής κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα στην Αρχιτεκτονική (Bachelor of Arts in Architecture, Birmingham Polytechnic), μεταπτυχιακό δίπλωμα (Post graduate Diploma in Architecture, University of Central England in Birmingham, National Diploma in Building Studies, από το Νene College, Northampton, UK και τέταρτο, Computer Aided Draughting και Design using Autocad, City and Guilds - Aston Itec, BirminghamH Σ.Ε. αναφέρθηκε μόνο στα δυο πρώτα και έκρινε πως δεν έπρεπε να  δώσει πρόσθετες μονάδες στον αιτητή για το λόγο που κατέγραψε στο σχετικό πίνακα:  Το ΒΑ ήταν απαιτούμενο στο σχέδιο υπηρεσίας ενώ το post graduate diploma ήταν απαιτούμενο μαζί με το Bachelor of Arts in Architecture για εγγραφή ως μέλους του ΕΤΕΚ που ήταν απαιτούμενο ως περαιτέρω προσόν από την παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας.  Με την πρόσθετη επεξήγηση πως κάτοχος τέτοιου  Bachelor of Arts, «δεν δύναται να εγγραφεί ως μέλος του ΕΤΕΚ στον οικείο κλάδο Μηχανικής Επιστήμης μόνο με τον τίτλο αυτό».

 

Ο αιτητής επικαλείται προηγούμενη περίπτωση, στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας, κατά την οποία του αποδόθηκαν πρόσθετες μονάδες ακριβώς για  το Post Graduate Diploma.  Οι καθ' ων η αίτηση και ο ενδιαφερόμενος υποστηρίζουν πως αυτό οφειλόταν σε λάθος και πως ορθά, στο πλαίσιο των δεδομένων, ιδιαιτέρως του συσχετισμού της δυνατότητας εγγραφής στο ΕΤΕΚ, χωρίς την οποία δεν θα ήταν προσοντούχος ο αιτητής και, πάντως, δεν θα μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμα του αρχιτέκτονα.

 

Σε συμφωνία προς την αντίθετη άποψη του αιτητή, θεωρώ πως δεν ήταν επιτρεπτός, κατά τα δεδομένα, αυτός ο συσχετισμός. 
Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί χωριστά ακαδημαϊκά προσόντα και χωριστά εγγραφή στο ΕΤΕΚ.  Η ίδια η Σ.Ε., στο πλαίσιο της λογικής της οποίας λειτούργησε και η ΕΔΥ, καθόρισε εκ των προτέρων τα προσόντα για τα οποία θα απέδιδε πρόσθετες μονάδες.  Αυτός ο καθορισμός δεν συσχετίστηκε προς τα απαιτούμενα για  εγγραφή στο ΕΤΕΚ και σημειώνω πως εν προκειμένω, εν πάση περιπτώσει, δεν έχουμε ζήτημα άσκησης του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα αλλά ζήτημα προσόντων για  τη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας.  Συσχετίστηκε προς τα απαιτούμενα ως ακαδημαϊκά προσόντα.  ΄Εχω ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της Σ.Ε. και σαφώς ο αιτητής είχε πρόσθετο προσόν.  Είχε το πανεπιστημιακό
Bachelor of Arts και δεν έχουμε κρίση της Συμβουλευτικής ή και της ΕΔΥ στη συνέχεια πως αυτό δεν ανταποκρινόταν στην παράγραφο 3(1)(β) του σχεδίου υπηρεσίας.  Πέραν αυτού, για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση της Σ.Ε., είχε μεταπτυχιακό δίπλωμα σε κλάδο σπουδών που αναφέρεται στο σχέδιο υπηρεσίας εκτός Πολεοδομίας, και καλυπτόταν από όσα η Συμβουλευτική Επιτροπή προκαθόρισε στη βάση των οποίων και η ΕΔΥ λειτούργησε.

 

Ο αιτητής πρόβαλε και τον επιπρόσθετο ισχυρισμό πως εν τέλει, δεν είχαν αξιολογηθεί ως προς τη σχετικότητα και τη βαρύτητά τους όλα τα προσόντα του.  Και έχουμε δει πως κατείχε και το National Diploma in Building Studies και περαιτέρω εκείνο, όπως περιγράφεται στην αγόρευση, από το City and Guilds, το οποίο δεν ήταν και δίπλωμα αλλά Πιστοποιητικό (Certificate). Οι παράμετροι της σχετικότητας προκαθορίστηκαν από τη Σ.Ε., στη λογική της οποίας λειτούργησε και η ΕΔΥ κατά τον προσδιορισμό των μονάδων, και τα πιο πάνω δεν καλύπτονται.  Το όποιο δίπλωμα θα έπρεπε να είναι σε κλάδο σπουδών από τους αναφερόμενους στο σχέδιο υπηρεσίας.  Αν επρόκειτο δε να είναι απλά σχετικό προς τέτοιο κλάδο θα έπρεπε, όπως καθορίστηκε περαιτέρω, να ήταν μεταπτυχιακό. Προκύπτει πως, στην πραγματικότητα, η Σ.Ε. και, στη συνέχεια, η ΕΔΥ σαφώς είχαν υπόψη τους τα πιο πάνω τα οποία προφανώς κρίθηκαν ως μη καλυπτόμενα και σημειώνω πως δεν έχει αναπτυχθεί επιχείρημα ως προς τον τρόπο με τον οποίο προκαθορίστηκε η σχετικότητα των πρόσθετων προσόντων.

 

Ο ενδιαφερόμενος είχε μόνο ένα ακαδημαϊκό προσόν:  Δίπλωμα Πολιτικού Μηχανικού από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.  Η Σ.Ε. εξήγησε πως δεν έδωσε βαθμούς γι' αυτό επειδή ήταν απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας.  Όμως, στη συνέχεια, ο ενδιαφερόμενος ενημέρωσε την ΕΔΥ, για το γεγονός ότι, μετά την υποβολή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στις 6.8.09, «το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αναγνώρισε τον τίτλο σπουδών του στην Πολιτική Μηχανική από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ως τίτλο ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου 'master'».  Ενόψει τούτου η ΕΔΥ αποφάσισε «να λάβει υπόψη της το προσόν αυτό και να πιστώσει τον Χατζηγεωργίου με 0.75 της μονάδας».  Και ο αιτητής επικαλείται νομολογία (βλ. Γεώργιος Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 380/95, ημερομηνίας 18.9.96, Πάντης ν. Συμβ. Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος, (2001) 3 ΑΑΔ 1089, Βάσου Κοσμά ν. Χρίστου Διογένους, Αναθ. Έφεση αρ. 3686, ημερομηνίας 3.3.2006,  Βαρναβίδης κ.α. ν. Χριστοδούλου κ.α. (2009) 3 ΑΑΔ 354 και Σωκράτης Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 1673/2008, ημερομηνίας 30.11.2009) πως αυτό ήταν ανεπίτρεπτο.  Συμφωνώ με την άποψη του αιτητή και δεν μπορώ να συμμεριστώ την αντίθετη άποψη των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου που επισημαίνει πως εδώ δεν συζητούμε για προσόν που αναγνωρίστηκε ως πλεονέκτημα.  Είναι σαφές από όσα προκαθόρισε η Σ.Ε., στη λογική της οποίας προσχώρησε και η ΕΔΥ, πως για την απόδοση επιπρόσθετων μονάδων, απαιτείτο μεταπτυχιακό ή δίπλωμα «πέραν του απαιτουμένου».  Δεν εξάρτησε το θέμα από οποιαδήποτε εσωτερική αξιολόγηση, από την άποψη επιπέδου, του όποιου πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, όπως αυτό απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας.  Συναφώς, η όποια αξιολόγηση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., που βεβαίως δεν απονέμει διπλώματα ή τίτλους, δεν μπορούσε εύλογα να σημαίνει πως ο ενδιαφερόμενος είχε προσόν, πέραν του απαιτουμένου, και «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή δεύτερο δίπλωμα».  Ένα δίπλωμα είχε, το απαιτούμενο και στο πλαίσιο των όσων προκαθορίστηκαν ήταν λανθασμένη η απόδοση προς τον ενδιαφερόμενο του επιπρόσθετου 0.75 της μονάδας. Έχω σημειώσει τους λόγους της επιλογής του ενδιαφερομένου όπως τους κατέγραψε η ΕΔΥ.  Ήταν η καλύτερη απόδοση του στην ενώπιόν της προφορική εξέταση όπως έκρινε η πλειοψηφία και, μαζί με αυτή, το γεγονός ότι, όπως έκρινε, ο ενδιαφερόμενος υπερείχε έναντι του αιτητή σε προσόντα.  Ασφαλώς ενόψει των πιο πάνω στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.

 

Ως προς την πείρα η Σ.Ε. προκαθόρισε πως θα απέδιδε μια μονάδα για πείρα μικρότερη από δυο χρόνια και δυο μονάδες για  πείρα από δυο χρόνια και πάνω.  Σ' αυτό το πλαίσιο απέδωσε δυο μονάδες στον αιτητή και στον ενδιαφερόμενο και η ΕΔΥ που υιοθέτησε την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν επανήλθε ειδικώς επ' αυτού.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει, με αναφορά σε εργασία του στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα πως υπερείχε έναντι του ενδιαφερομένου στην πείρα, και χρονικά και ποιοτικά.  Σ' αυτή την περίπτωση ο αιτητής βάλλει ευθέως κατά του καθορισμού των δυο μονάδων ως της οροφής αφού, με αυτό τον τρόπο, δεν παρεχόταν δυνατότητα απόδοσης βαρύτητας στην υπέρτερη πείρα, πέραν των δυο ετών. Οι υποψήφιοι, από αυτή την άποψη εξομοιώθηκαν όσο και αν ο ένας είχε υπέρτερη πείρα, από εκεί και πέρα.  Επικαλέστηκε συναφώς, ως σχετικές τις υποθέσεις Μιχαλοπούλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, (2002) 4Β ΑΑΔ 962, Γιώργος Σαμανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 889/01, ημερομηνίας 10.2.03, Παναγιώτης Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 911/01 κ.α., ημερομηνίας 17.3.03 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, (2003) 4Α ΑΑΔ 202.

 

Οι καθ' ων η αίτηση απλώς διατύπωσαν τη διαφωνία τους προς την εισήγηση του αιτητή.  Ο ενδιαφερόμενος δεν αντέτεινε οτιδήποτε σε σχέση με τον καθορισμό των δυο μονάδων ως του ανώτερου αριθμού μονάδων που θα ήταν δυνατό να αποδοθούν και επεκτάθηκαν σε ζητήματα αναφορικά με το ποια θα έπρεπε ή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πείρα είτε του ενός είτε του άλλου.

 

Κρίνω βάσιμη την εισήγηση του αιτητή.  Με τον καθορισμό που έγινε, πείρα π.χ. τριών ετών εξομοιωνόταν ως προς τη βαρύτητα της με πείρα π.χ. δέκα ετών χωρίς καν εξήγηση αυτής της εξομοίωσης.  Θεωρώ πως πλημμελώς καθορίστηκαν οι παράμετροι ως προς την αξιολόγηση της πείρας.  Η σημασία αυτής της πλημμέλειας είναι συναρτημένη προς την πράγματι πείρα του καθενός.  Όμως ούτε η Σ.Ε. ούτε η ΕΔΥ καθόρισαν ποια ακριβώς, από την εξέταση των δεδομένων, ήταν η πείρα του καθενός.  Τα μέρη ανέπτυξαν ενώπιόν μου επιχειρήματα στη βάση διαφόρων συλλογισμών, παραπέμποντας και στα προαπαιτούμενα πείρας στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά, βεβαίως, δεν είναι δυνατό αυτά να αξιολογηθούν στην παρούσα υπόθεση, πρωτογενώς. Εναπόκειται στη διοίκηση να διακριβώσει την πείρα τους και νομίμως να την αξιολογήσει ως καθορισθέν στοιχείο κρίσης.

 

Ο αιτητής αναφέρεται και στη βαρύτητα την οποία, κάτω από τις περιστάσεις, θα ήταν εύλογο να έχουν οι εντυπώσεις της ΕΔΥ από την προφορική εξέταση.  Ιδιαίτερα έχοντας υπόψη την υπεροχή του αιτητή στην προφορική εξέταση που διεξήγαγε η Σ.Ε. αλλά και τη γνώμη του Διευθυντή ο οποίος εκτίμησε και τους δυο ως εξαίρετους στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση.

 

Δεν είναι δυνατό να διασπαστεί η αιτιολογία της ΕΔΥ ως προς την επιλογή του ενδιαφερομένου έναντι του αιτητή και δεν παρέχεται περιθώριο εκτίμησης αναφορικά με το πώς θα λειτουργούσαν οι συσχετισμοί στη βάση της θεώρησης πως κατά πλάνη κρίθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος υπερείχε σε προσόντα ή εν όψει του ζητήματος της πείρας.

 

Η προσφυγή ως προς τη Μ. Κιτρομηλίδου

 

Όπως έχω σημειώσει εγείρεται στην περίπτωση μόνο ένα θέμα:  Το κατά πόσο η Μ. Κιτρομηλίδου κατείχε απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν.  Η παράγραφος 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτεί:

«Εγγραφή ως μέλους του Επιστημονικού Τεχνικού Eπιμελητηρίου Κύπρου στον οικείο κλάδο μηχανικής επιστήμης, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία».

 

Είναι η θέση του αιτητή πως η ενδιαφερομένη δεν κατείχε αυτό το προσόν.  Παραθέτω τα δεδομένα:  Ουσιώδης χρόνος για  την κατοχή των απαιτουμένων προσόντων, όπως δέχονται όλοι, ήταν η 19.5.08.  Η ενδιαφερομένη κατέθεσε συναφώς βεβαίωση εγγραφής της από 4.6.08, δηλαδή μετά τον ουσιώδη χρόνο.  Η Σ.Ε. θεώρησε πως, παρόλο τούτο, έπρεπε να θεωρηθεί ως προσοντούχος, με το ακόλουθο σκεπτικό.  Είχε υποβάλει προς το ΕΤΕΚ την αίτησή της για εγγραφή από τις 26.6.06.  Το ΕΤΕΚ, με την επιστολή του ημερομηνίας 30.10.06, την πληροφόρησε πως ενώ το δίπλωμα της του Αρχιτέκτονα Μηχανικού του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου αναγνωριζόταν, χρειαζόταν και η υποβολή πιστοποιητικού ενός τουλάχιστον χρόνου πρακτικής εξάσκησης οπότε και η αίτησή της θα επανερχόταν για  λήψη απόφασης.  Η ενδιαφερομένη  υπέβαλε αυτό το πιστοποιητικό στις 22.4.08, πριν δηλαδή τον ουσιώδη χρόνο αλλά η αίτησή της, εξετάστηκε στις 4.6.08, ημερομηνία από την οποία έγινε και η εγγραφή.  Έλαβε συναφώς υπόψη η Σ.Ε. πως το ΕΤΕΚ καθυστέρησε επειδή μεσολάβησαν εκλογές προς ανάδειξη νέων Μελών του Γενικού Συμβουλίου του.  Σχετική είναι η βεβαίωση του ΕΤΕΚ ημερομηνίας 9.3.09, στην οποία αναφέρεται και πως από τις 19.5.08 η Επιτροπή Εγγραφής Μελών εισηγήθηκε την εγγραφή της ενδιαφερομένης.

 

Η ΕΔΥ είχε διαφορετική άποψη.  Η ενδιαφερομένη δεν κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο το προσόν της εγγραφής και, συνεπώς, δεν μπορούσε να ήταν υποψήφια.  Οπότε δεν την περιέλαβε στο σχετικό κατάλογο.  Η εξέλιξη προσδιορίζει το επίδικο θέμα.  Η ενδιαφερομένη ζήτησε από το ΕΤΕΚ διευκρίνιση και το ΕΤΕΚ, στη συνεδρία του ημερομηνίας 29.9.09, αποφάσισε την εγγραφή της από 22.4.08 και εξέδωσε σχετική βεβαίωση ημερομηνίας 5.10.09.  Σ' αυτή τη βάση, της αναδρομικής δηλαδή εγγραφής, η ΕΔΥ θεώρησε πλέον την ενδιαφερόμενη ως προσοντούχο.  Ο αιτητής υποστηρίζει κατ' αρχάς πως αυτή η βεβαίωση, ως εκτός του ουσιώδους χρόνου, ήταν στοιχείο εξωγενές και, ως τέτοιο, θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί. Αυτή όμως η εισήγηση παραγνωρίζει την αναδρομικότητα της εγγραφής που την εντάσσει στον ουσιώδη χρόνο και είναι αβάσιμη.  Σε δεύτερο επίπεδο ο αιτητής υποστήριξε ότι παρανόμως δόθηκε η αναδρομικότητα στην εγγραφή και οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερομένη αντέδρασαν με αναφορά στο άρθρο 12 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) σύμφωνα με το οποίο ένα διοικητικό όργανο κατά την ενάσκηση της αρμοδιότητας του αναγνωρίζει ως ισχυρές και εφαρμοστέες τις πράξεις άλλων διοικητικών οργάνων, εφόσον αυτές έχουν εξωτερικά τα γνωρίσματα έγκυρων πράξεων.  Περαιτέρω, με αναφορά σ' αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Λάρκου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 804, Καλαϊτζής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 554 και Νεοφύτου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 435 σύμφωνα με τις οποίες δεν είναι επιτρεπτός ο παρεμπίπτων έλεγχος εκτελεστής διοικητικής πράξης στο πλαίσιο αίτησης ακύρωσης άλλης.

 

Ο αιτητής, με την απαντητική αγόρευση, επικαλέστηκε την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Εxxon Mobil Cyprus Ltd κ.α. ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Προσφυγή Αρ.  1544/09 κ.α., ημερομηνίας 25.5.11. Είχε προσβληθεί απόφαση της ΕΠΑ και προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η συγκρότησή της ήταν παράνομη επειδή παρανόμως είχε διοριστεί ο Πρόεδρος της από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Η Πλήρης Ολομέλεια, απορρίπτοντας την εισήγηση πως δεν ήταν επιτρεπτό να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως αυτό το θέμα, όπως και άλλη εισήγηση περί το ανεπίτρεπτο της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας αποφάσισε ως ακολούθως:

 

«Άμεσα σχετικές με το πρώτο επιχείρημα των καθ΄ων η αίτηση, είναι οι υποθέσεις Hawaii Hotels Co Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφοριακού Συμβουλίου, Αρ. Υπ. 112/2005, ημερ. 20.9.2006,  Ellinas Insurance Agencies Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφοριακού Συμβουλίου, Αρ. Υπ. 1039/2006, ημερ. 14.5.2010, και Παστελλάς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 751/06, ημερ. 24.8.10.

 

Από την πρώτη υπόθεση παραθέτουμε απόσπασμα σχετικά με την πράξη διορισμού μέλους διοικητικού οργάνου:

 

«Επρόκειτο για πράξη οργάνου το οποίο ασκούσε «εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία» εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.  Η αιτήτρια δεν είχε την δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της πράξης παρά μόνο στο πλαίσιο της λειτουργίας του Εφοριακού Συμβουλίου με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης σε ιεραρχική προσφυγή.  Τότε ήταν που η αιτήτρια απέκτησε το αναγκαίο έννομο συμφέρον να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για έλεγχο νομιμότητας.  Σ΄αυτό τον έλεγχο συμπεριλαμβάνεται και το ζήτημα της συγκρότησης του διοικητικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την απόφαση.  Αν η πράξη διορισμού δεν ελεγχόταν με αυτό τον τρόπο δεν θα μπορούσε καθόλου να ελεγχθεί.»

 

Στην ίδια υπόθεση επίσης εξετάστηκε και το κατά πόσο είχε εφαρμογή το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.  Τόσο στην υπόθεση αυτή, όσο και στις Ellinas και Παστελλάς Λτδ (πιο πάνω), θεωρήθηκε πως ο διοικούμενος έχει δικαίωμα να προσφεύγει στα διοικητικά όργανα που του προσφέρει ο Νόμος και ακολούθως να ζητά δικαστικό έλεγχο σε σχέση με τη νομιμότητα της  συγκρότησής τους.  Τούτο, κατά την άποψη μας, ισχύει κατά μείζονα λόγο, και στην υπό κρίση περίπτωση, όπου δεν υπήρχε καν θέμα επιλογής των αιτητών για προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής, αλλά, αντίθετα, επρόκειτο για υποχρεωτική διαδικασία που τους επιβλήθηκε.  Και στις δύο πιο πάνω υποθέσεις, λέχθηκε πως το γεγονός ότι η νομιμότητα της συγκρότησης δεν τέθηκε ενώπιον του οργάνου (Εφοριακού Συμβουλίου) δεν αποτελούσε κώλυμα έγερσής του ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού πρόκειται για ζήτημα δημόσιας  τάξης που μπορεί να τεθεί οποτεδήποτε και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα.  (Δέστε, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).

 

Οι πιο πάνω αποφάσεις μας βρίσκουν  σύμφωνους και θεωρούμε πως εκφράζουν την ορθή νομική θέση και δε συμφωνούμε με την αντίθετη κατάληξη στην Παναγιωτίδης κ.α. (πιο πάνω).

 

Είναι, κατά συνέπεια, εφικτή η εξέταση της νομιμότητας διορισμού του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού και θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το θέμα.».

 

 

Αναγνωρίζει ο αιτητής πως αν είχε τη δυνατότητα αυτοτελούς προσβολής της απόφασης του ΕΤΕΚ, αυτό θα έπρεπε να κάμει.  Δεν την είχε, όμως, όπως υποστηρίζει.  Όπως και στην πιο πάνω υπόθεση, μόνο στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί η νομιμότητα της απόφασης του ΕΤΕΚ. Αυτό, με τον ακόλουθο συλλογισμό.  Αν ασκούσε ξεχωριστή προσφυγή θα ήταν βάσιμη η προδικαστική ένσταση που πρόβλεπε ότι θα εγείρει το ΕΤΕΚ ότι δεν νομιμοποιείτο αφού «ο ίδιος ενεγράφη ήδη στο Μητρώο του ΕΤΕΚ προ πολλού (από το 2004) και το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε όλες τις προϋποθέσεις για εγγραφή στο Μητρώο, ενεγράφη σ' αυτό από 4.6.2008 και στη συνέχεια δόθηκε αναδρομικότητα στην εγγραφή αυτή από 22.4.2008».  Όπως προσθέτει, «δεν θα ενδιέφερε το ΕΤΕΚ ούτε το Δικαστήριο που θα εκδίκαζε την πιο πάνω προσφυγή ότι ο αιτητής ήταν συνυποψήφιος του Ενδιαφερομένου Μέρους για πλήρωση θέσης στο δημόσιο».  Τέτοιο συμφέρον δεν θα ήταν «ενεστώς» αλλά «μέλλον» και «αβέβαιον». 

 

Κατατέθηκαν συμπληρωματικές αγορεύσεις ως προς αυτό το θέμα από τους καθ' ων η αίτηση και τους ενδιαφερομένους.  Υποστηρίζουν πως αφού ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη η απόφαση του ΕΤΕΚ θα έπρεπε εμπροθέσμως να την προσβάλει οπότε το Δικαστήριο θα αποφάσιζε και όχι ο αιτητής αν είχε έννομο συμφέρον.   Το οποίο σαφώς θα είχε, στη βάση της νομολογίας μας στην οποία παραπέμπουν, με ιδιαίτερη αναφορά στην Εύη Παναγή κ.α. ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., Προσφυγή 1003/09, ημερομηνίας 7.9.11Εκεί, η ΕΕΥ αποφάσισε την περίληψη του ενδιαφερομένου μέρους στον κατάλογο διοριστέων «ενόψει αναγνώρισης του τίτλου του από το ΚΥΣΑΤΣ» και κρίθηκε πως υπήρχε νομιμοποίηση στην προσβολή της απόφασης του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Όπως και τη Σύνδεσμος Πολεοδόμων Κύπρου ν. ΕΤΕΚ κ.α., (2003) 4Β ΑΑΔ 797Οι πολεοδόμοι που ήταν συναιτητές κρίθηκε ότι είχαν έννομο συμφέρον στην προσβολή της εγγραφής του ενδιαφερομένου μέρους ως Πολεοδόμου αφού αυτή «ενδέχεται να επηρεάσει τα δικά τους επαγγελματικά συμφέροντα».  Κατά την εισήγηση τους, η υπόθεση Εxxon Mobil Cyprus Ltd (ανωτέρω) διακρίνεται από την παρούσα αφού εδώ έχουμε απόφαση άλλου οργάνου, ξένου προς την παρούσα διαδικασία, που λήφθηκε δυνάμει άλλου νόμου.

 

Δεν μπορώ να συμμεριστώ το συλλογισμό του αιτητή αναφορικά με το έννομο συμφέρον.  Θεωρώ πως ασφαλώς το γεγονός ότι, με την απόφαση του ΕΤΕΚ η ενδιαφερομένη θα καθίστατο ανθυποψήφιά του, αμέσως επηρεαζόταν αφού θα είχε να συγκριθεί με εκείνη με συνέπειες ως προς την προοπτική διορισμού του.  Πέρα από αυτό, αν εκείνο δεν ήταν επαρκές έννομο συμφέρον, δεν εξηγεί ο αιτητής το έννομο συμφέρον στη βάση του οποίου θα γινόταν τώρα ο παρεμπίπτων έλεγχος τον οποίο επιδιώκει.  Η υπόθεση Εxxon Mobil Cyprus Ltd (ανωτέρω) ήταν ιδιαίτερη και διακρίνεται.  Εκεί το θέμα αφορούσε στο δημόσιας τάξης ζήτημα της συγκρότησης του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση.  Εκείνο το συλλογικό όργανο, που ήταν μέρος στην προσφυγή, εκπροσωπείτο από το Γενικό Εισαγγελέα που είναι, κατά το Σύνταγμα και ο Νομικός Σύμβουλος του Υπουργικού Συμβουλίου που αποφάσισε το διορισμό του Προέδρου του.  Είναι σ' αυτό το πλαίσιο που η Πλήρης Ολομέλεια αναφέρθηκε σε έννομο συμφέρον που μόνο στο πλαίσιο της λειτουργίας της ΕΠΑ μπορούσε να δημιουργηθεί.   Οπότε προκρίθηκε πως για  τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ήταν απαραίτητο να ασκηθεί δεύτερη παράλληλη προσφυγή.  Δεν θεωρώ ότι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Εxxon Mobil Cyprus Ltd επέδρασε γενικώς στη νομολογία μας (ανωτέρω) ως προς το ανεπίτρεπτο του παρεμπίπτοντος ελέγχου.  (Βλέπε και άρθρο 12 του Ν. 158(Ι)/99).  Πέρα από τα πιο πάνω αν εδώ ασκείτο τέτοιος παρεμπίπτων έλεγχος, θα αποφαινόταν το Δικαστήριο ως προς το κύρος απόφασης του ΕΤΕΚ χωρίς τη δική του, με οποιονδήποτε τρόπο, συμμετοχή ή εκπροσώπηση.  Καταλήγω πως ο λόγος ακυρότητας που επικαλείται ο αιτητής σε σχέση με την ενδιαφερομένη, δεν στοιχειοθετείται.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει.  Ο διορισμός του Σ. Χατζηγεωργίου ακυρώνεται.  Ο διορισμός της Μ. Κιτρομηλίδου επικυρώνεται.  Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση το μισό των εξόδων του.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/μσιαμπαρτά

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο