ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Αρ. 1721/2009, 1724/2009,
1726/2009, 1727/2009, 1728/2009, 1738/2009, 1739/2009]
25 Ιουλίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[Υπόθεση Αρ. 1721/2009]
ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ-ΛΟΤΤΙΔΗ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
- - - - - - - -
[Υπόθεση Αρ. 1724/2009]
ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ-ΛΟΤΤΙΔΗ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
- - - - - - - -
[Υπόθεση Αρ. 1726/2009]
ΔΙΓΕΝΗΣ ΣΑΒΒΑ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
- - - - - - - -
[Υπόθεση Αρ. 1727/2009]
ΘΕΟΔΩΡΑ ΓΕΡΜΑΝΟΥ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
- - - - - - - -
[Υπόθεση Αρ. 1728/2009]
ΘΕΟΔΩΡΑ ΓΕΡΜΑΝΟΥ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
- - - - - - - -
[Υπόθεση Αρ. 1738/2009]
ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΖΟΥΠΗ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
- - - - - - - -
[Υπόθεση Αρ. 1739/2009]
ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΖΟΥΠΗ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Λοττίδης & Λοττίδης για την αιτήτρια στις Προσφυγές 1721/2009 και 1724/2009.
Αιτητής στην Προσφυγή 1726/2009, Διγενής Σάββα, αυτοπροσώπως.
Φοίβος, Χριστος Κληρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ για την αιτήτρια στις Προσφυγές αρ. 1727/2009 και 1728/2009.
Δράκος και Ευθυμίου ΔΕΠΕ για την αιτήτρια στις Προσφυγές 1738/2009 και 1739/2009.
Γιώργος Σεραφείμ, για τους καθ' ων η αίτηση.
Αχιλλέας Κ. Αιμιλιανίδης και Ξενής Ξενοφώντος για το ΕΜ Δ. Κυπριανού.
Ανδρέας Πετουφάς & Σία για το ΕΜ Ν. Κέκκο.
Χριστάκης Θ. Χριστάκη για το ΕΜ Α. Κανναουρίδη.
Αγνή Ε. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου για τα ΕΜ Λ. Λάμπρου-Ουστά και Δ. Θεοδώρου.
Π. Παπαγεωργίου & Σία για το ΕΜ Ε. Παπαγεωργίου.
Ενδιαφερόμενο Μέρος Δ. Λυσάνδρου αυτοπροσώπως.
Ηλίας Α. Στεφάνου και Έλενα Κελεπέσιη για τα ΕΜ Π. Ευθυμίου-Ευθυβούλου και Ε. Παπαγαπίου.
Βραχίμης Χατζηχάννας για το ΕΜ. Γ. Χατζηχάννα-Ευαγόρου.
Γιαννούλα Χατζημιχαήλ-Κορακοβούνη για το ΕΜ Ν. Ιωάννου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 4.9.09, προάχθηκαν οι Γιάννα Χατζηχάννα-Ευαγόρου, Πολίνα Ευθυμίου-Ευθυβούλου, Δέσπω Θεοδώρου, Άθως Κανναουρίδης, Νίνος Κέκκος, Δημήτρης Λυσάνδρου, Λαμπρινή Λάμπρου-Ουστά, Έλλη Παπαγαπίου, Νικολέττα Ιωάννου, Έλενα Παπαγεωργίου και διορίστηκε η Δέσποινα Κυπριανού (οι ενδιαφερόμενοι), στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄. Οι παρούσες επτά προσφυγές αφορούν στο κύρος αυτής της απόφασης σε σχέση, η κάθε μια, όπως θα εξειδικευθεί στη συνέχεια, με όλους ή μερικούς από τους ενδιαφερομένους. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν.
Η προσφυγή 1721/2009 της Μαρίας Στυλιανού-Λοττίδη
Με αυτή την προσφυγή προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερόμενων Γιάννας Χατζηχάννα-Ευαγόρου και Νικολέττας Ιωάννου. Ο πρώτος λόγος ακυρότητας που προτείνεται σχετίζεται προς το μεταπτυχιακό δίπλωμα που απέκτησε η αιτήτρια αφού είχαν συμπληρωθεί οι εργασίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής (ΣΕ). Οπότε η τελική αξιολόγηση της ΣΕ, που ρητά λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ, δεν αντανακλούσε, βεβαίως, την κατοχή του. Θεωρεί η αιτήτρια πως το γεγονός ότι στη συνέχεια η ΕΔΥ κατέγραψε ότι έλαβε υπόψη αυτό το μεταπτυχιακό, δεν εξαφάνιζε τη βλάβη που υπέστη εξ αιτίας του γεγονότος ότι η ΣΕ διαφορετικά θα την αξιολογούσε αν είχε υπόψη της και την κατοχή του μεταπτυχιακού που προφανώς ήταν ο λόγος για τον οποίο άλλοι υποψήφιοι «αναβαθμίστηκαν». Αυτές οι σκέψεις εμπλέκουν το ζήτημα της αιτιολόγησης της έκθεσης της ΣΕ σε σχέση με το οποίο έχουν αναπτυχθεί εξειδικευμένα επιχειρήματα και από άλλους αιτητές. Θεωρώ πως θα τίθεται ζήτημα αναφοράς στα διάφορα στοιχεία κρίσης με στόχο τον έλεγχο της εν γένει καταλληλότητας μόνο στην περίπτωση κατά την οποία οι ισχυρισμοί για το αναιτιολόγητο της έκθεσης της ΣΕ είναι αβάσιμοι. Διαφορετικά δεν θα υπάρχει περιθώριο για πιθανολόγηση είτε σε σχέση με το ζήτημα της έκτασης της αρχαιότητας της που ιδιαιτέρως συζήτησε η αιτήτρια στην παρούσα υπόθεση και με ισχυρισμό για ασάφεια, είτε, συναφώς, προς το ζήτημα της σύστασης του Γενικού Εισαγγελέα είτε, εν τέλει, και σε σχέση με την τελική επιλογή από την ΕΔΥ. Σημειώνω πάντως πως και η ΣΕ και η ΕΔΥ αναφέρθηκαν γενικά στην αρχαιότητα χωρίς οποιεσδήποτε εξειδικεύσεις και, βεβαίως, δεν μπορεί το Δικαστήριο να εικάσει τι ακριβώς είχαν υπόψη τους. Παραπέμπω, πάντως, και στις επισημάνσεις μου που ακολουθούν, στο πλαίσιο της προσφυγής 1727/2009.
Προσφυγή 1724/2009 της Μαρίας Στυλιανού-Λοττίδη
Αντικείμενο αυτής της προσφυγής είναι μόνο ο διορισμός της ενδιαφερόμενης Δέσποινας Κυπριανού και η αιτήτρια υιοθέτησε κατ' αρχάς όσα υποστήριξε, σε σχέση με το ζήτημα του δικού της μεταπτυχιακού προσόντος, στο πλαίσιο της προσφυγής 1721/2009.
Ο δεύτερος λόγος ακυρότητας αφορά στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Υποστηρίζει η αιτήτρια πως η ΕΔΥ δεν έδωσε καμιά αιτιολογία και συγκεκριμένα κανένα λόγο υπεροχής ούτε καν γενικής υπεροχής της ενδιαφερομένης. Αυτή η εισήγηση είναι προφανώς αβάσιμη.
Με τον τελευταίο ισχυρισμό της η αιτήτρια εισηγείται πως η ενδιαφερόμενη Δ. Κυπριανού δεν κατέχει το απαιτούμενο προσόν της εξαετούς τουλάχιστον άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Παραθέτει στην αγόρευσή της διάφορες ημερομηνίες και θεωρεί ότι, στη βάση των ίδιων των δηλώσεων της ενδιαφερομένης, αυτή μπορούσε να πιστωθεί μόνο με πέντε χρόνια και έντεκα μήνες άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερομένη παρέθεσαν στοιχεία απορρίπτοντας αυτό τον ισχυρισμό και με την απαντητική της αγόρευση η αιτήτρια δεν επανέρχεται στο ζήτημα της αριθμητικής σε σχέση με τα χρόνια κατά τα οποία η ενδιαφερομένη εργάστηκε ως δικηγόρος. Εν τέλει, δε, στις διευκρινήσεις, αναγνώρισε πως είχε γίνει λάθος και πως εγκατέλειπε αυτό το σημείο. Προέβη όμως στην απαντητική της αγόρευση σε διάφορους άλλους ισχυρισμούς σε σχέση με το θέμα όπως αυτό είχε συζητηθεί με την κύρια αγόρευσή της και, βεβαίως, με την αγόρευση των καθ' ων η αίτηση και της ενδιαφερομένης. Είναι πάγιο πως δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή νέων θεμάτων με την απαντητική αγόρευση και δεν προτίθεμαι να εξετάσω αυτά τα θέματα. Σημειώνω, όμως, πως τέτοια θέματα εγείρονται σε σχέση με άλλες προσφυγές και, βεβαίως, εκεί θα τα εξετάσω.
Προσφυγή 1726/2009 του Διγενή Σάββα
Ο αιτητής προσβάλλει την επιλογή των ενδιαφερόμενων Γιάννας Χατζηχάννα-Ευαγόρου, Πωλίνας Ευθυμίου-Ευθυβούλου, Δέσπως Θεοδώρου, Δέσποινας Κυπριανού, Έλλης Παπαγαπίου και Νικολέττας Ιωάννου. Οι δυο πρώτοι του ισχυρισμοί αφορούν στην αιτιολόγηση σε σχέση με την προφορική εξέταση που διεξήγαγε η ΣΕ. Θεωρεί ότι «οι εντυπώσεις για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση δεν περιορίστηκαν στην αξιολόγηση της προσωπικότητας των υποψηφίων» και πως, εν πάση περιπτώσει, η αιτιολόγηση πάσχει διότι δεν είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της νομολογίας.
Έχω ελέγξει τα δεδομένα και έχοντας υπόψη και την απόφαση της Ολομέλειας στην Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 ΑΑΔ 374, την οποία επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση και ενδιαφερόμενοι, στην οποία επεξηγήθηκαν με αναφορά στη νομολογία τα αφορώντα στην αιτιολόγηση της εντύπωσης από προφορική εξέταση, δεν θεωρώ ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του αιτητή είτε στη γενικότητά του είτε, όπως στη συνέχεια προσπάθησε να εξειδικεύσει, κατά το ότι, όπως υποστήριξε, περιείχε η αιτιολόγηση ανεπιτρέπτως κρίση αξίας.
Ο τρίτος ισχυρισμός του αιτητή αφορά στην αιτιολόγηση της συνολικής αξιολόγησης των υποψηφίων από τη ΣΕ και της έκθεσης της. Θεωρεί ότι αυτή είναι γενική και πως δεν ανταποκρίνεται στη ρητή απαίτηση του Νόμου για αιτιολογία. Αυτό το ζήτημα εγείρεται ειδικώς και από άλλους αιτητές και θα το εξετάσω συνολικά. Από την κατάληξη δε σε σχέση με εκείνο το θέμα θα φανεί αν θα είναι αναγκαίο να ασχοληθώ και με τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτητή που αφορούν στη συγκριτική καταλληλότητα κατ' επίκληση των κριτηρίων της αξίας, με έμφαση και στην πείρα, των προσόντων και της αρχαιότητας, όπως τα ανέπτυξε ο αιτητής στις αγορεύσεις του με αναφορά και στη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα την οποία θεωρεί ως αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων και στην τελική απόφαση της ΕΔΥ. Αυτό, δεδομένου ότι δεν υπάρχει περιθώριο για πιθανολογήσεις εφόσον αφαιρεθεί από τα στοιχεία κρίσης η έκθεση της ΣΕ που ήταν δεδομένη κατά το χρόνο της σύστασης και στην οποία η ΕΔΥ, μεταξύ άλλων, στηρίχτηκε.
Με τον τέταρτο λόγο ακυρότητας ο αιτητής αναφέρθηκε, σε σχέση με τις ενδιαφερόμενες Γιάννα Χατζηχάννα και Νικολέττα Ιωάννου, στο γεγονός της μετονομασίας της θέσης Νομικού Λειτουργού που κατείχαν σε θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Κατά τις διευκρινήσεις εξήγησε πως δεν υιοθετούσε τις απόψεις άλλων αιτητών σε σχέση με το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας που εκείνοι προτείνουν να συζητηθεί και πως, εν τέλει, απλώς θεώρησε καλό να αναφερθεί και σ' αυτό το θέμα. Αυτό, με την τελική επεξήγηση πως ακόμα και τον ισχυρισμό περί ανισότητας στον οποίο αορίστως είχε αναφερθεί τον εγκαταλείπει. Δεν θεωρώ, επομένως, πως τίθεται ζήτημα εξέτασης αυτού του θέματος στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής.
Προσφυγή 1727/2009 της Θεοδώρας Γερμανού
Με την προσφυγή 1727/2009 προσβάλλεται η απόφαση σε σχέση με τα δέκα* από τα 11 ενδιαφερόμενα μέρη. Σημειώνω ότι η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση και σε σχέση με την ενδέκατη από τα ενδιαφερόμενα μέρη, τη Δέσποινα Κυπριανού, ως προς την οποία καταχώρισε την ξεχωριστή προσφυγή 1728/2009.
Τα πρώτα επιχειρήματα της αιτήτριας αφορούσαν σε τρεις από τους ενδιαφερομένους. Ειδικά, τους Νικολέττα Ιωάννου, Δημήτρη Λυσάνδρου και Γιάννα Χατζηχάννα-Ευαγόρου. Αυτοί οι ενδιαφερόμενοι κατείχαν, μέχρι το 2002, τη θέση του Νομικού Λειτουργού. Με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (Αρ. 1) του 2007 (Ν.38(ΙΙ)/2007) η θέση τους μετονομάστηκε σε Δικηγόρο της Δημοκρατίας και η αιτήτρια συζητά τη νομιμότητα εκείνης της μετονομασίας. Αυτό, ενόψει της μετέπειτα διαφοροποίησης του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄. Μέχρι τότε το σχέδιο υπηρεσίας αυτής της θέσης απαιτούσε οκταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας Β΄ ή/και στη θέση Λειτουργού Νομικών Ερευνών, 1ης και 2ης Τάξης. Τώρα, με την τροποποίηση που έγινε, αφού η θέση κατέστη από Προαγωγής σε Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, το σχέδιο υπηρεσίας αρκείτο σε εξαετή τουλάχιστον άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Η εισήγησή της είναι πως η μετονομασία ήταν σκόπιμη, μέρος σχεδίου, που απέληξε στην κατασκευή του τωρινού σχεδίου υπηρεσίας της θέσης του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄ προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι Νομικοί Λειτουργοί να αποκτήσουν δικαίωμα διεκδίκησης της θέσης που άλλως δεν θα είχαν και, περαιτέρω, φωτογραφήθηκαν προς κατάληψη της ανώτερης θέσης. Θεωρεί η αιτήτρια ότι με τη μετονομασία αναβαθμίστηκαν «υφιστάμενοι» και υποβαθμίστηκαν «προϊστάμενοι» όπως η ίδια και υποστηρίζει ότι ο πιο πάνω περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμος είναι αντισυνταγματικός επειδή δεν θα μπορούσε τέτοιος νόμος να έχει τέτοιο αντικείμενο, συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας που τον κατέθεσε και της νομοθετικής που τον ψήφισε, στην αρμοδιότητα της ΕΔΥ και παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι απέρριψαν και επί της ουσίας όλους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, επισημαίνοντας πως απλώς επήλθε μετονομασία της θέσης χωρίς διαφοροποίηση είτε της μισθολογικής κλίμακας είτε των καθηκόντων της θέσης όπως αυτά καθορίζονται από το σχέδιο υπηρεσίας της που, παρά τη μετονομασία, παρέμεινε αναλλοίωτο. Αντικρούουν συναφώς τα επιχειρήματα σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα και υποστηρίζουν πως καμιά ανισότητα δεν έχει επέλθει. Μαζί με αυτά όμως υποστηρίζουν πως είναι ανεπίτρεπτη στην περίπτωση η άσκηση συνταγματικού ελέγχου του Νόμου και, εν πάση περιπτώσει, ελέγχου της νομιμότητας της μετονομασίας της θέσης τους. Το ίδιο ανεπίτρεπτος, κατά την εισήγησή τους, είναι και ο έλεγχος της νομιμότητας του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄ την οποία έστω εμμέσως πλήττει η αιτήτρια αφού, εν τέλει, χωρίς την τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας δεν θα μπορούσε να ήταν υποψήφια ούτε και η ίδια αφού δεν θα είχε τα χρόνια υπηρεσίας που απαιτούσε το προηγούμενο σχέδιο υπηρεσίας.
Πράγματι, στην έκταση που οι ισχυρισμοί της αιτήτριας αφορούν στη νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι, αυτή ανεπιτρέπτως ταυτόχρονα επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει. Βασίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας για να έχει το δικαίωμα διεκδίκησης της θέσης που χωρίς αυτό δεν θα είχε και βάλλει κατ' αυτού με τους χαρακτηρισμούς που προηγουμένως σημείωσα. Σημειώνω πως οι Νομικοί Λειτουργοί των οποίων η θέση μετονομάστηκε ήταν 19 και πως μια από αυτές έχει ασκήσει προσφυγή την οποία θα εξετάσω στη συνέχεια.
Είναι πάγιο πως δεν εξετάζεται η συνταγματικότητα νόμου εκτός αν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της επίλυσης της συγκεκριμένης επίδικης διαφοράς. Εν προκειμένω, δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ότι ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας το κατά πόσο ο περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμος ήταν συνταγματικός ή όχι. Το νέο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄ δεν αναφέρεται καν σε Δικηγόρο της Δημοκρατίας ή σε Νομικό Λειτουργό. Αναφέρεται σε άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος για ορισμένα χρόνια. Λέγουν οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι, και ασφαλώς έχουν δίκαιο επ' αυτού, πως δεν αυξήθηκαν με τη μετονομασία οι δυνατότητες που είχαν για διεκδίκηση της ανώτερης θέσης. Αν δεν την είχαν ως Νομικοί Λειτουργοί δεν θα την είχαν ούτε και ως Δικηγόροι της Δημοκρατίας αφού τα καθήκοντα τους παρέμειναν αναλλοίωτα και το νέο σχέδιο υπηρεσίας είναι άσκηση δικηγορικού επαγγέλματος που απαιτεί. Θα ήταν όμως και ανεπίτρεπτο, εν πάση περιπτώσει, να ελεγχθεί η νομιμότητα της μετονομασίας ως, κατά τη θέση της αιτήτριας, εκτελεστής διοικητικής πράξης, παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Σημειώνω επ' αυτού τη θέση της αιτήτριας πως με τη μετονομασία είχαν πληγεί τα δικαιώματά της, εννοείται από τότε.
Ο επόμενος ισχυρισμός της αιτήτριας αφορά στη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα. Είναι η εισήγησή της πως αυτή πάσχει επειδή δεν είναι αιτιολογημένη. Η απάντηση, βεβαίως, όπως ορθά τη δίνουν οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι, είναι πως κατά το νόμο δεν απαιτείται προκειμένου περί θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής να είναι αιτιολογημένη η σύσταση και, βεβαίως, επ' αυτού έχουμε όγκο νομολογίας. Άλλο αν συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων και ήδη έχω αναφερθεί στη διασύνδεση προς την έκθεση της ΣΕ.
Είναι η περαιτέρω εισήγηση της αιτήτριας ότι κατά πλάνη η ΕΔΥ εξέλαβε ότι υπερείχε σε αρχαιότητα μόνο έναντι των υποψηφίων Κανναουρίδη, Παπαγαπίου και Θεοδώρου. Στην πραγματικότητα υπερείχε έναντι όλων των ενδιαφερομένων. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα μεταξύ των επιλεγέντων δημοσίων υπαλλήλων, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι όλοι υστερούν έναντι του υποψηφίου με α/α 1 στον κατάλογο αρχαιότητας, Σάββα Διγενή. Επιπλέον, οι υποψήφιοι Κανναουρίδης, Παπαγαπίου και Θεοδώρου υστερούν και έναντι των Γερμανού και Κόκκινου-Μούσκου. Σ' ό,τι αφορά τους επιλεγέντες Ιωάννου, Λυσάνδρου, Παπαγεωργίου και Ευαγόρου-Χατζηχάννα, αυτοί υστερούν και έναντι άλλων υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν.».
Ενώ δεν είναι ορθό ότι από αυτό το απόσπασμα προκύπτει ότι στην αντίληψη της ΕΔΥ η Γερμανού ήταν αρχαιότερη μόνο έναντι των τριών ενδιαφερομένων στους οποίους αναφέρθηκε, προκύπτει κάποιο ερωτηματικό σε σχέση με ενδιαφερομένους που δεν κατονομάζονται στο πιο πάνω πρακτικό. Βεβαίως η ΕΔΥ δεν αναφέρθηκε σε αρχαιότητα οποιουδήποτε από τους ενδιαφερομένους ως στοιχείου υπεροχής του αλλά το ζήτημα που εγείρεται αφορά στο κατά πόσο υπήρχε αρχαιότητα αιτητή έναντι ενδιαφερομένων.
Περαιτέρω η αιτήτρια υποστηρίζει ότι κατά πλάνη εκλήφθηκε ότι οι ενδιαφέρομενοι Ν. Ιωάννου, Δ. Λυσάνδρου και Γ. Χατζηχάννα-Ευαγόρου είχαν αρχαιότητα στη θέση από το χρόνο του διορισμού τους στη θέση Νομικού Λειτουργού και όχι από την ημερομηνία, κατά το 2007, της μετονομασίας της θέσης τους.
Όπως παρατήρησα και στο πλαίσιο της προσφυγής 1721/2009, η ΕΔΥ δεν προέβη σε εξειδικεύσεις αναφορικά με την αρχαιότητα. Ειδικά δεν έχει αναφέρει ότι λαμβάνει υπόψη ως αρχαιότητα τη μια ή την άλλη ημερομηνία ή το ένα ή το άλλο γεγονός. Ούτως ή άλλως όμως διερωτώμαι αν, ενόψει και του α. 49(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), υπάρχει ουσία σε σχέση με το ζήτημα της αρχαιότητας από αυτή την άποψη, αν ληφθεί υπόψη ότι η θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, δεν απαιτεί υπηρεσία σε ορισμένη θέση αλλά άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και η θέση του Νομικού Λειτουργού που κατείχαν οι ενδιαφερόμενοι από το 2002 βρισκόταν ακριβώς στην ίδια κλίμακα με τη θέση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Σημειώνω, βεβαίως, ότι είναι παραδεκτό ότι η αιτήτρια, σε κάθε περίπτωση, ήταν αρχαιότερη των πιο πάνω ενδιαφερομένων κατά εννέα περίπου μήνες.
Η αιτήτρια αναπτύσσει και ξεχωριστά επιχειρήματα σε σχέση με τη ΣΕ. Υποστήριξε ότι οι εκτιμήσεις της που οδήγησαν στις διάφορες αποτιμήσεις της προσωπικής εξέτασης, ήταν αντιφατικές. Θεωρεί πως αναλυμένες στη λεπτομέρειά τους, και παραθέτει συναφώς τέτοιες αναλύσεις στη γραπτή της αγόρευση, δεν δικαιολογούσαν εκτιμήσεις όπως αυτές που έγιναν. Είτε σε σχέση με την ίδια είτε σε σχέση με υποψηφίους που δεν είναι καν ενδιαφερόμενοι.
Έχω ελέγξει τα δεδομένα και σε συμφωνία προς τις εισηγήσεις των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων δεν θεωρώ ότι αυτές οι εισηγήσεις είναι βάσιμες. Δεν προκύπτουν η αντιφατικότητα ή τα άλλα που η αιτήτρια εισηγείται με αυτή την πτυχή της αγόρευσής της.
Περαιτέρω η αιτήτρια υποστηρίζει πως η έκθεση της ΣΕ πάσχει και αναπτύσσει συναφώς επιχειρήματα σε σχέση με την αιτιολόγησή της ιδιαίτερα με αναφορά σε «αναβαθμίσεις» ορισμένων και μη «αναβάθμιση» της ίδιας ή και άλλων σε σύγκριση με την απόδοσή τους κατά την προφορική εξέταση. Όπως έχω σημειώσει το ζήτημα της αιτιολόγησης της έκθεσης της ΣΕ στην οποία περιλαμβάνεται η τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, όπως αυτή λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ, θα με απασχολήσει συνολικά. Επομένως, και εν προκειμένω, θα μπορεί να τίθεται ζήτημα ελέγχου σε σχέση με τον τρόπο αξιολόγησης άλλων στοιχείων κρίσης, ιδιαίτερα της αρχαιότητας στην οποία η αιτήτρια προσδίδει ιδιαίτερη σημασία, μόνο εφόσον θα κριθεί ότι η έκθεση της ΣΕ ήταν, ως δεόντως αιτιολογημένη, νόμιμη.
Υπάρχουν, όμως, δυο εξειδικευμένα ζητήματα τα οποία πρέπει να επιλυθούν. Η αιτήτρια εισηγείται πως ανεπιτρέπτως ο Γενικός Εισαγγελέας, στην πραγματικότητα εμφανίζεται να έχει απονείμει προσόντα ή πλεονεκτήματα σε ενδιαφερομένους. Η εισήγηση προβάλλεται με αναφορά στο Παράρτημα Η στην ένσταση που είναι οι Πίνακες με τα στοιχεία των διαφόρων υποψηφίων. Αφορμή είναι το γεγονός ότι στη στήλη «Άλλα Προσόντα/Πλεονεκτήματα», αναφέρεται και η βεβαίωση του Γενικού Εισαγγελέα για το ότι ορισμένοι υποψήφιοι είχαν εργαστεί στο γραφείο του και ασκούσαν νομικής φύσης εργασία. Κρίνω πως δεν δικαιολογείται η εισήγηση ότι με τον τρόπο αυτό ο Γενικός Εισαγγελέας απένειμε προσόντα ή πλεονεκτήματα ή ότι η ΕΔΥ εξέλαβε κάτι τέτοιο.
Το δεύτερο θέμα αφορά στον ισχυρισμό ότι το μεταπτυχιακό ορισμένων ενδιαφερομένων προσώπων, στο οποίο ρητά αναφέρεται η ΕΔΥ, μέτρησε διπλά. Αυτό στην περίπτωση των πρώην Νομικών Λειτουργών αφού για το διορισμό τους σε εκείνη τη θέση χρειαζόταν να έχουν και το μεταπτυχιακό που τώρα λήφθηκε ως πρόσθετο. Και εν προκειμένω, σε συμφωνία προς τους αντίθετους ισχυρισμούς των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων, δεν θεωρώ ότι τεκμηριώνεται λόγος ακυρότητας με αναφορά στα πιο πάνω. Το σχέδιο υπηρεσίας της ανώτερης θέσης του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α' δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε ακαδημαϊκό προσόν ούτε καν σε κατοχή οποιασδήποτε θέσης στο δημόσιο. Απαιτεί άσκηση δικηγορίας για ορισμένα χρόνια και ασφαλώς το μεταπτυχιακό των πιο πάνω θα έπρεπε να συνυπολογιστεί. Διαφορετικά θα είχαμε την εξής περίπτωση. Υποψήφιοι να έχουν ακριβώς τα ίδια ακαδημαϊκά προσόντα, δηλαδή πανεπιστημιακό και μεταπτυχιακό και στην περίπτωση του ενός αυτό να συνυπολογίζεται υπέρ του και στην περίπτωση του άλλου όχι, με αναφορά στο ποιες θέσεις στο δημόσιο κατείχαν προηγουμένως ή και ως ιδιώτες δικηγόροι.
Προσφυγή 1738/2009 της Ελένης Κουζούπη
Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας έχουν στο επίκεντρό τους τη θέση πως η υπεροχή της, όπως την εξηγεί, με αναφορά στην αξία, στην αρχαιότητα και στα προσόντα δεν δικαιολογούσαν είτε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα είτε την εν τέλει επιλογή των Ν. Κέκκου και Γ. Χατζηχάννα-Ευαγόρου εναντίον της προαγωγής των οποίων στρέφεται. Μαζί με αυτά η αιτήτρια υποστηρίζει και πως ήταν αναιτιολόγητη η έκθεση της ΣΕ. Αυτόν τον ισχυρισμό που αποτελεί βασική εισήγηση και άλλων αιτητών θα τον εξετάσω ειδικά. Έπεται πως θα παρέχεται περιθώριο για την κατά τα άλλα εξέταση των ισχυρισμών ουσίας που πρόβαλε η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή, μόνο αν δεν είναι βάσιμη η εισήγηση σε σχέση με την αιτιολόγηση της έκθεσης της ΣΕ. Θέλω να επαναλάβω δηλαδή ότι αν αφαιρεθεί από τα στοιχεία κρίσης η έκθεση της ΣΕ, δεν θα παρέχεται πλέον περιθώριο υποθέσεων σε σχέση με το τι θα αποφασιζόταν είτε από το Γενικό Εισαγγελέα αναφορικά με τη σύσταση του είτε από την ΕΔΥ σε σχέση με την επιλογή της στη βάση των υπόλοιπων δεδομένων.
Το προσόν της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος από την ενδιαφερόμενη Δέσποινα Κυπριανού
Στις προσφυγές 1728/2009 και 1739/2009, στις οποίες ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι μόνο η Δ. Κυπριανού, οι αιτήτριες Θ. Γερμανού και Ε. Κουζούπη θέτουν ρητά ζήτημα κατ' ουσίαν κατοχής του απαιτούμενου προσόντος της εξαετούς τουλάχιστον άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Θα παραθέσω πρώτα τα στοιχεία της άσκησης δικηγορίας όπως τα δήλωσε η Δ. Κυπριανού στην αίτηση της, στη βάση των οποίων και αναπτύχθηκαν τα διάφορα επιχειρήματα. Σημειώνω μόνο πως δεν αμφισβητείται ότι η πρόσθεση των διαφόρων περιόδων που αναφέρονται δίδει άθροισμα πέραν των έξι ετών που είναι και ο λόγος για τον οποίο, εν τέλει, η αιτήτρια Στυλιανού-Λοττίδη στην προσφυγή 1724/09 είχε εγκαταλείψει ισχυρισμό περί του αντιθέτου.
Η Δ. Κυπριανού, μεταξύ του Οκτωβρίου 1999 και του Σεπτεμβρίου 2001 όπως και για την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2005 και Δεκεμβρίου 2007 αναφέρεται ως Συνεργάτιδα Δικηγόρος/Νομική Σύμβουλος στο δικηγορικό γραφείο του Ε. Ευσταθίου. Συναφώς, επισύναψε στην αίτησή της Βεβαίωση εκείνου του δικηγορικού γραφείου ότι κατά τις αναφερθείσες περιόδους εργάστηκε στο γραφείο ως «Συνεργάτιδα Δικηγόρος/Νομική Σύμβουλος». Κατά την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2007 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο που, αφήνοντας κατά μέρος κάποιες λανθασμένες αναφορές επ' αυτού της αιτήτριας Θ. Γερμανού, ήταν η 9.2.09 οπότε έληγε η προθεσμία για υποβολή αιτήσεων για τη θέση, εργαζόταν ως Νομική Σύμβουλος στη Γενική Εισαγγελία. Σε σχέση με αυτή την περίοδο επισύναψε Πιστοποιητικό από το Γενικό Εισαγγελέα σύμφωνα με το οποίο εργαζόταν εκεί βάσει συμβολαίου μίσθωσης υπηρεσιών και η εργασία που διεκπεραίωνε ήταν νομικής φύσης. Σημειώνω ότι, κατά την πρώτη Σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄, «(α)σκηση από δικηγόρο εργασίας νομικής φύσης, πιστοποιημένη από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Γραφείο του ή σε οποιοδήποτε Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο, Τμήμα ή Υπηρεσία θα θεωρείται, για τους σκοπούς του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, σαν άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος». Περαιτέρω, κατά τη Σημείωση 2 στο ίδιο σχέδιο υπηρεσίας, «ο όρος "δικηγόρος" έχει την έννοια που δίδεται στον όρο αυτό από τον περί Δικηγόρων Νόμο». Κατά την περίοδο μεταξύ του Ιανουαρίου 2008 μέχρι τον ουσιώδη χρόνο η ενδιαφερομένη αναφέρεται ως αυτοεργοδοτούμενη δικηγόρος και νομική σύμβουλος. Συμπληρώνω εδώ πως το Πιστοποιητικό του Γενικού Εισαγγελέα ακριβώς αναφέρει ότι η ενδιαφερομένη εργαζόταν στο Γραφείο του «παράλληλα με την εργασία της ως αυτοεργοδοτούμενη δικηγόρος». Σε σχέση εν γένει με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, η ενδιαφερομένη κατέθεσε την πρώτη άδειά της για άσκηση επαγγέλματος που κάλυπτε τα χρόνια 1999-2001, την τελευταία που κάλυπτε το 2009 και, περαιτέρω, Βεβαίωση του Προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου ότι είχε εγγραφεί στο Μητρώο Δικηγόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 20.10.99 και ότι κατά τα έτη 2005, 2006, 2007, 2008 και 2009 είχε ανανεώσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματός της.
Είναι η θέση των αιτητριών πως θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα για λόγους που εξήγησαν. Δεν είναι οι ίδιοι και στις δυο προσφυγές και θα ασχοληθώ μαζί τους με ό,τι μου φαίνεται ότι αποτελεί τη λογική τους σειρά. Πρώτα είναι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας Κουζούπη που αφήνει να νοηθεί ότι ψευδώς ο δικηγόρος Ε. Ευσταθίου βεβαίωσε ότι κατά την περίοδο που αναφέρθηκε εργαζόταν στο γραφείο του. Αυτό δεν έχει λεχθεί ρητώς αλλά έχει υποστηριχθεί πως κατά την ουσιώδη περίοδο η ενδιαφερομένη θα πρέπει υποχρεωτικά να κατοικούσε στο Λονδίνο διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσε να είχε αποκτήσει το διδακτορικό της το 2007. Σ' αυτό το πλαίσιο επισύναψε στην αγόρευσή της διάφορα έγγραφα για να συναντήσει, επ' αυτού την ορθή αντίδραση των καθ' ων η αίτηση και της ενδιαφερομένης πως δεν είναι επιτρεπτό να επιχειρείται θεμελίωση γεγονότων μέσα από γραπτές αγορεύσεις ή να επισυνάπτονται σ' αυτές έγγραφα χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί άδεια του Δικαστηρίου για προσαγωγή μαρτυρίας. Εν πάση περιπτώσει, είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση και της ενδιαφερομένης πως λανθασμένα διαβάζει τα στοιχεία η αιτήτρια και πως την υποχρεωτική διαμονή της στο Λονδίνο για τους σκοπούς του διδακτορικού της στη βάση των ισχυόντων τότε, την έκαμε από το 2001-2004, περίοδο που δεν διεκδικεί ως άσκηση δικηγορίας εδώ. Σημειώνει συναφώς η ενδιαφερομένη και το γεγονός ότι, κατά την επίμαχη περίοδο, υπηρετούσε ως μέλος και μετέπειτα ως αντιπρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας που προϋπέθετε, βεβαίως, παρουσία της στην Κύπρο. Σημειώνω, συναφώς, πως η αιτήτρια Θ. Γερμανού αναφέρεται σ' αυτή την υπηρεσία της ενδιαφερομένης αφήνοντας να νοηθεί πως υπήρχε ασυμβίβαστο, θέση, όμως, που δεν τεκμηριώθηκε. Δεν μπορώ να θεωρήσω ότι προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα ασυμβίβαστου και από την παράλληλη υπηρεσία της ενδιαφερομένης στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, όπως επίσης εισηγήθηκε η Θ. Γερμανού. Επαναλαμβάνω, εν προκειμένω, πως ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας στο Πιστοποιητικό του ακριβώς αναφέρθηκε στην εργοδότηση της ενδιαφερομένης στο Γραφείο του παράλληλα προς την εργασία της ως αυτοεργοδοτούμενη δικηγόρος.
Το επόμενο επιχείρημα της αιτήτριας Κουζούπη προς την ίδια κατεύθυνση αφορούσε στα στοιχεία επικοινωνίας τα οποία, κατά την εισήγησή της, έδωσε η ενδιαφερομένη κατά την αμφισβητούμενη περίοδο, που την τοποθετούσαν στο Λονδίνο. Ισχύουν και εδώ τα αναφερθέντα σε σχέση με το ανεπίτρεπτο της προσαγωγής μαρτυρίας δια των γραπτών αγορεύσεων αλλά σημειώνω πως και επ' αυτού οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερομένη επισήμαναν πως η διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας που τότε έδωσε η ενδιαφερομένη ήταν του London School οf Economics και όχι κάποιας κατοικίας της. Και αυτό εφόσον πράγματι τότε ετοίμαζε τη διατριβή της αφού ήδη είχε συμπληρωθεί η φοίτησή της εκεί. Για τους ίδιους λόγους προκύπτει αβάσιμος και ο περαιτέρω ισχυρισμός της αιτήτριας Κουζούπη σε σχέση με την υποτροφία που εξασφάλισε η ενδιαφερομένη από το Commonwealth Scholarship Commission. Κατά την αιτήτρια εκείνη η υποτροφία προϋπέθετε φοίτηση επί πλήρους βάσης την οποία δεν θα μπορούσε να είχε η ενδιαφερομένη αν, πράγματι, όπως ισχυρίστηκε, ήταν δικηγόρος στην Κύπρο. Ισχύουν και εδώ τα περί του ανεπιτρέπτου προσαγωγής μαρτυρίας αλλά σημειώνω και την εξήγηση της ενδιαφερομένης πως την υποτροφία την εξασφάλισε για την περίοδο 2001 - 2004 και όχι για οποιοδήποτε μέρος της επίμαχης περιόδου. Οπότε τα στοιχεία τα οποία ανεπιτρέπτως εισήγαγε η αιτήτρια, εν πάση περιπτώσει, τα διάβαζε λανθασμένα.
Επίσης η αιτήτρια Κουζούπη θεωρεί πως θα έπρεπε η ενδιαφερομένη, παράλληλα προς τη Βεβαίωση του δικηγόρου και του Προέδρου του δικηγορικού σώματος να είχε καταθέσει και φορολογικές δηλώσεις και αποδείξεις για εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τον υπαινιγμό, βεβαίως, πως οι Βεβαιώσεις δεν ήταν αρκετές για να θεμελιώσουν όσα περιέγραφαν ως γεγονότα, ανεξάρτητα από τη σημασία τους στην οποία θα επανέλθω. Δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτές τις σκέψεις της αιτήτριας.
Ήταν η κοινή θέση των δυο αιτητριών πως η αναφορά σε «Συνεργάτιδα» από το Δικηγορικό Γραφείο Ευσταθίου δημιουργεί ερωτηματικά που επέβαλλαν περαιτέρω έρευνα. Αναφέρονται δε και οι δυο στο ότι δεν επισύναψε στην αίτησή της η ενδιαφερομένη όλες τις άδειες άσκησης επαγγέλματος για όλα τα χρόνια. Περαιτέρω υποβλήθηκε ο ισχυρισμός από την αιτήτρια Κουζούπη ότι η Βεβαίωση από τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου δεν ήταν αρκετή αφού δεν έχει ο ίδιος ατομικώς σχετική θεσμική ιδιότητα. Σε συμφωνία προς τις αντίθετες εισηγήσεις των καθ' ων η αίτηση και της ενδιαφερομένης θεωρώ πως δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος ακυρότητας ούτε και με αναφορά προς τα αμέσως πιο πάνω. Ασφαλώς ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου υπέγραφε υπό την ιδιότητά του και όχι ατομικώς και, ασφαλώς, μετέφερε όσα προέκυπταν ως επίσημα στοιχεία. Δεν θεωρώ ότι επειδή η σχετική επιστολή υπεγράφη από τον Πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου δημιουργεί ζήτημα αμφιβολίας που θα έπρεπε να οδηγήσει σε άλλη έρευνα. Επίσης δεν μπορώ να δεχτώ τις σκέψεις αναφορικά με τη χρησιμοποίηση του όρου «Συνεργάτιδα» που, όπως ορθώς υποδεικνύουν οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερομένη, απλώς παραπέμπει στη φύση του δεσμού μεταξύ του συγκεκριμένου προσώπου και του δικηγορικού γραφείου με την αυτονόητη συγκεκριμενοποίηση στη Βεβαίωση πως κατά την αναφερόμενη περίοδο εργαζόταν εκεί ως δικηγόρος.
Τελικά οι εισηγήσεις για ακυρότητα του διορισμού της Δ. Κυπριανού με αναφορά στην κατοχή του προσόντος της εξαετούς τουλάχιστον άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, δεν είναι βάσιμες.
Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής
Κατά το άρθρο 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) η έκθεση της ΣΕ πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Είναι η ρητή θέση των αιτητών Δ. Σάββα, Θ. Γερμανού και Ε. Κουζούπη πως, εν προκειμένω, δεν ήταν αιτιολογημένη. Το ζήτημα δε της αιτιολόγησης αυτής της έκθεσης, όπως σημείωσα, εμπλέκεται συμπερασματικώς και στην περίπτωση της Μ. Στυλιανού-Λοττίδη.
Η ΣΕ υπέβαλε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση και κατέγραψε τις εντυπώσεις της από αυτές. Στη συνέχεια, η έκθεση της συμπληρώθηκε με ό,τι εμφανίζεται ως η γενική αξιόλογηση της για τον καθένα από τους υποψηφίους. Αυτή η γενική αξιολόγηση δεν ήταν πάντοτε η ίδια με την αξιολόγησή της ΣΕ σε σχέση με την απόδοση από την προφορική εξέταση. Εν πάση περιπτώσει ασφαλώς δεν μπορούσε και δεν ήταν η γενική αξιολόγηση το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης και μόνο. Η ΣΕ έγραψε στο πρακτικό της τι έλαβε υπόψη για να κατατάξει τους υποψηφίους, σύμφωνα με τη γενική αξιολόγησή της, ως εξαίρετους, σχεδόν εξαίρετους, πάρα πολύ καλούς κλπ. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα που προηγείται αυτής της κατάταξης:
«Με βάση τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων για σκοπούς μεταξύ τους σύγκρισης, τα αποτελέσματα της προφορικής τους εξέτασης, τα προσόντα, την αρχαιότητα μεταξύ των υπαλλήλων για σκοπούς σύγκρισης μεταξύ τους, την επαγγελματική πείρα και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία στους Προσωπικούς τους Φακέλους, καθώς και εκείνα που παρουσιάζονται στις αιτήσεις τους, η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψηφίους ως ακολούθως:».
Σημειώνω ότι ακριβώς το άρθρο 34(6) του Νόμου προβλέπει πως η ΣΕ καταλήγει στην αιτιολογημένη έκθεσή της αφού λάβει υπόψη της «τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων..».
Είναι πάγια η νομολογία μας πως ούτε η απλή επανάληψη των προνοιών του Νόμου ούτε η απλή παραπομπή στις πηγές από τις οποίες αντλήθηκαν δεδομένα είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν την απαίτηση του Νόμου για αιτιολογία. Η αιτιολογία θα πρέπει να αναδεικνύει τους λόγους για τους οποίους έχει γίνει η συγκεκριμένη επιλογή ή έχει διαμορφωθεί η συγκεκριμένη κρίση ώστε να είναι δυνατός και ο δικαστικός έλεγχος. Με μόνη την παραπομπή στις πηγές ή στις πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με το τι λήφθηκε υπόψη δεν ικανοποιείται η απαίτηση για αιτιολογία.
Eνδεικτικό του αδιεξόδου που δημιουργείται είναι το γεγονός πως οι αιτητές συζητούν είτε την κατοχή του μεταπτυχιακού από τους ίδιους όπου αυτό ισχύει, είτε τη μη κατοχή μεταπτυχιακού από ενδιαφερομένους, είτε την επαγγελματική τους πείρα και ακόμα τις αξιολογήσεις τους στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, για να υποστηρίξουν ότι διαφορετική θα έπρεπε να ήταν η γενική αξιολόγηση από τη ΣΕ. Ορισμένοι δε από τους ενδιαφερομένους παραθέτουν δικούς τους ισχυρισμούς αναφορικά με το ότι ορθώς έγινε αυτή η αξιολόγηση κατ' επίκληση στοιχείων πείρας τους ή άλλα στα οποία δεν αναφέρεται ρητώς η ΣΕ.
Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει πρωτογενώς το διοικητικό φάκελο για να εξάξει τι θα ήταν εύλογο να εκτιμηθεί στη βάση του περιεχομένου του, με αναφορά στις πηγές στις οποίες αναφέρεται η ΣΕ. Αυτό είναι έργο της ΣΕ και, στη βάση των δεδομένων, παραβιάστηκε η πρόνοια του Νόμου που απαιτεί να είναι αιτιολογημένη η έκθεση της ΣΕ. Είναι διάχυτη στην αιτιολόγηση της απόφασης της ΕΔΥ, για επιλογή των καταλληλοτέρων, η στήριξή της και στην έκθεση της ΣΕ. Παραπέμπει σ' αυτή ρητά όταν αιτιολογεί την επιλογή αλλά και όταν δεν επιλέγει ορισμένη υποψήφια που είχε συστήσει ο Γενικός Εισαγγελέας. Δεν είναι επιτρεπτό να γίνουν υποθέσεις αναφορικά με το πώς θα διαμορφωνόταν η κρίση της ΕΔΥ κάτω από διαφορετικές συνθήκες και, επομένως, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας όλων των προαγωγών και του διορισμού.
Συζητήθηκε και η βαρύτητα που θα ήταν δικαιολογημένο να δοθεί σε στοιχεία κρίσης, ιδιαιτέρως της απόδοσης στην προφορική εξέταση αλλά ασφαλώς, ενόψει των πιο πάνω παρέλκει πλέον η εξέταση της υπόθεσης κάτω από τέτοιο πρίσμα. Επισημαίνω όμως την ανάγκη, κατά την επανεξέταση, να στρέψει η ΕΔΥ την προσοχή της προς το ζήτημα της αρχαιότητας, στο πλαίσιο των όσων έχουν επισημανθεί προηγουμένως. Ενόψει όλων των πιο πάνω οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολό της. Τα έξοδα στις προσφυγές 1721/2009, 1726/2009, 1727/2009 και 1738/2009 επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Στην περίπτωση των προσφυγών 1724/2009, 1728/2009 και 1739/2009, το αντικείμενο των οποίων θα μπορούσε να ενταχθεί στις άλλες που ασκήθηκαν από τις ίδιες αιτήτριες, δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά
* Γιάννα Χατζηχάννα-Ευαγόρου, Πολίνα Ευθυμίου-Ευθυβούλου, Δέσπω Θεοδώρου, Άθως Κανναουρίδης, Νίνος Κέκκος, Δημήτρης Λυσάνδρου, Λαμπρινή Λάμπρου-Ουστά, Έλλη Παπαγαπίου, Νικολέττα Ιωάννου, Έλενα Παπαγεωργίου.