ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1407/2009)
12 Ιουλίου, 2012
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
UNICARS LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Ή/ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ
2. ΕΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Χρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για την Αιτήτρια.
Ελ. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με επιστολή της ημερομηνίας 20/8/2009, η Έφορος Φ.Π.Α. πληροφόρησε τους αιτητές ότι κατ' επίκληση του Κανονισμού 17 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Γενικών Κανονισμών του 2001 (Κ.Δ.Π. 314/2001, όπως τροποποιήθηκε), το χρονικό διάστημα των φορολογικών τους περιόδων καταβολής του Φ.Π.Α. διαφοροποιείται από την 1/8/2009 από τρεις μήνες σε ένα μήνα. Σύμφωνα πάντα με την ίδια επιστολή, οι φορολογικές περίοδοι των αιτητών διαμορφώνονται ως ακολούθως:
"(α) Η υφιστάμενη φορολογική περίοδος θα είναι διάρκειας τριών (3) μηνών και αρχίζει την 01/08/2009 μέχρι την 31/10/2009 διαφοροποιείται σε 01/08/2009 μέχρι 31/8/2009.
(β) Από 01/08/2009 και ακολούθως, οι φορολογικές σας περίοδοι θα είναι διάρκειας ενός μηνός και υποχρεούστε να υποβάλλετε τις φορολογικές σας δηλώσεις όχι αργότερα από τη δέκατη μέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος των περιόδων με τις οποίες σχετίζονται. Δηλαδή για την περίοδο 01/08/2009 μέχρι 31/8/2009 υποχρεούστε να υποβάλετε τη φορολογική σας δήλωση το αργότερο μέχρι 10/10/2009 και ούτω καθ' εξής. Οι φορολογικές δηλώσεις που θα σας αποστέλλονται θα συνάδουν με τα πιο πάνω."
Με στόχο την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή, στα πλαίσια της οποίας οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί βασικά γιατί στερείται αιτιολογίας, παραβιάζει τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου και συγκεκριμένα υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2006/112 και γιατί λήφθηκε υπό το καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα. Πρόσθετα, ισχυρίζονται ότι η Διοίκηση ενήργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, όπως επίσης και ότι ο Κανονισμός 17 της Κ.Δ.Π. 314/2001, με βάση τις πρόνοιες του οποίου ενήργησαν οι καθ'ων η αίτηση, είναι ultra vires του Νόμου.
Πέραν των ενστάσεων τους επί της ουσίας των λόγων ακύρωσης, οι καθ'ων η αίτηση εγείρουν τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες επειδή σχετίζονται μεταξύ τους και αλληλοκαλύπτονται, αυτές θα εξεταστούν μαζί.
(α) Η επίδικη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εντός της εννοίας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και
(β) Οι αιτητές στερούνται έννομου συμφέροντος να εγείρουν την παρούσα προσφυγή.
Με αναφορά στην υπόθεση Χατζηκυριάκος & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Αρ. Υπόθ. 1429/2009, ημερομηνίας 16/7/2010 (απόφαση Νικολάτου, Δ.), η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση υποστήριξε ότι με την επίδικη απόφαση, στην ουσία δεν διαφοροποιούνται οι ήδη υφιστάμενες ουσιαστικές νομικές υποχρεώσεις των αιτητών ως προς την απόδοση του οφειλόμενου φόρου, ούτε και σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα εισάγονται οποιεσδήποτε νέες υποχρεώσεις για τους αιτητές. Οι αιτητές και πριν την επίδικη απόφαση, υπείχαν, σύμφωνα με την κα Συμεωνίδου, υποχρέωση, αφού χρεώσουν τους πελάτες τους με Φ.Π.Α. και το εισπράξουν, στη συνέχεια να το καταβάλουν στο κράτος. Το μόνο που με την επίδικη απόφαση διαφοροποιείται είναι η χρονική περίοδος εντός της οποίας οι αιτητές οφείλουν να υποβάλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις, η οποία χρονική περίοδος, ως αποτέλεσμα της επίδικης απόφασης, σμικρύνθηκε από τρεις μήνες σε ένα μήνα.
Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Χατζηκυριάκος, ο Δικαστής Νικολάτος, με αφετηρία την υπόθεση Sportsman Betting Company Ltd. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1069, έκρινε πως «.... με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημιουργούνται οποιεσδήποτε νέες, ουσιαστικές νομικές υποχρεώσεις στους αιτητές. Η υποχρέωση επιβολής και είσπραξης Φ.Π.Α. επί των πωλήσεων τους, είναι προϋπάρχουσα και υφιστάμενη νομική υποχρέωση που δεν διαφοροποιείται καθ' οιονδήποτε τρόπο, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Το μόνο που διαφοροποιείται ..... είναι η περίοδος μέσα στην οποία οφείλουν να υποβάλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις ....». Έκρινε επίσης πως «... οι Αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον αυτοί ουσιαστικά ενεργούν ως εισπράκτορες για λογαριασμό του κράτους και δεν επηρεάζονται άμεσα τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα».
Στην αντίπερα όχθη οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών παραπέμποντας στην απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Κωνσταντινίδη, στην υπόθεση Χ.Α. Παπαέλληνας & Σία Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή 1423/2009, ημερομηνίας 8/12/2010, όπως και στην απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Ερωτοκρίτου, στην υπόθεση The Cyprus Import Corporation Ltd. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή 1415/2009, ημερομηνίας 30/9/2011, της οποίας το σκεπτικό συμπλέει με το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση Παπαέλληνας, υπέβαλαν ότι η επίδικη απόφαση επιβάλλει υποχρεώσεις στους αιτητές οι οποίες δεν υφίσταντο πριν τη λήψη της, με αποτέλεσμα να παράγονται έννομα αποτελέσματα και συνεπώς να είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Συγκεκριμένα, ήταν η θέση τους ότι από τη στιγμή που ως αποτέλεσμα της επίδικης απόφασης, οι αιτητές καλούντο να καταβάλουν και ποσά που δεν έχουν εισπράξει, η οικονομική τους ευρωστία και ρευστότητα επηρεάζεται άμεσα εφόσον η δημιουργηθείσα νέα υποχρέωση τους φέρνει σε δυσμενέστερη θέση από αυτή που ήταν προτού η απόφαση ληφθεί.
Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Παπαέλληνας, ο Δικαστής Κωνσταντινίδης διαφοροποιώντας την υπόθεση Παπαέλληνας από την υπόθεση Sportsman ως προς τα γεγονότα τους, έκρινε πως, «Με την προσβαλλόμενη απόφαση αλλοιώθηκε η υποχρέωση των αιτητών όχι ως προς την εν τέλει καταβολή του φόρου αλλά ως προς τον χρόνο καταβολής. Αυτή η αλλοίωση ήταν σαφώς δυσμενής για τους αιτητές, οι οποίοι ευστόχως επισημαίνουν πως το ποσό που μπορούσαν νομίμως, στη βάση των ως τότε ισχυόντων, να καταβάλουν αργότερα, υποχρεώνονταν να το καταβάλουν νωρίτερα. Ενώ ούτως ή άλλως επηρεάζονται οι οικονομικοί της προγραμματισμοί σε σχέση με τον καθορισμό τιμών και πιστώσεων προς τους πελάτες τους αλλά και ως προς την ρευστότητα που χρειάζονταν να έχουν ώστε εγκαίρως να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Έχει, λοιπόν, δυσμενή οικονομικό αντίκτυπο η προσβαλλόμενη απόφαση και θεωρώ πως οι αιτητές νομιμοποιούνται να ζητήσουν έλεγχο της νομιμότητας της ως εκτελεστής διοικητικής πράξης».
Τόσο στην υπόθεση Χατζηκυριάκος, όσο και στην υπόθεση Παπαέλληνας, κάμνει εκτενή αναφορά ο αδελφός μου Δικαστής Χατζηχαμπής, στην υπόθεση Takis Angelides Furnihome Ltd. v. Δημοκρατίας κ.ά., Προσφυγή 903/2010, ημερομηνίας 7/10/2011, στην οποία αντικείμενο εξέτασης ήταν οι ίδιες προδικαστικές ενστάσεις. Και σ' εκείνη την περίπτωση στο στόχαστρο των αιτητών ήταν η εγκυρότητα πανομοιότυπης απόφασης της διοίκησης, όπως και στην παρούσα περίπτωση και στην περίπτωση Παπαέλληνας.
Εξετάζοντας τις δύο προδικαστικές ενστάσεις μαζί, ο Δικαστής Χατζηχαμπής κατέληξε να τις αποδεχθεί ακολουθώντας την απόφαση του Δικαστή Νικολάτου. Το σκεπτικό με βάση το οποίο οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη κατάληξη του ο Δικαστής Χατζηχαμπής, με το οποίο, με όλο το σέβας προς τον αδελφό μου Δικαστή Κωνσταντινίδη, συμφωνώ και για σκοπούς της παρούσας απόφασης μου υιοθετώ και επαναλαμβάνω, έχει ως πιο κάτω:
".... ο επιχειρηματίας δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα στον ΦΠΑ που εισπράττει από τον ουσιαστικώς βαρινόμενο καταναλωτή και οφείλει να αποδώσει στη δικαιούμενη πολιτεία, ενεργώντας απλώς ως φοροεισπράκτορας. Δεν πρέπει λοιπόν να λογίζει τον επιβαλλόμενο στις συναλλαγές του ΦΠΑ για σκοπούς προγραμματισμού της επιχείρησης του, είτε για σκοπούς πιστώσεων προς τους πελάτες είτε για σκοπούς της ταμειακής ροής του. Δεν μπορεί, ως προς τούτα, να αντλήσει έννομο συμφέρον ως εκ του ότι ο ΦΠΑ διέρχεται μέσα από τα χέρια του. Ο χρόνος υποβολής των φορολογικών δηλώσεων του ΦΠΑ αφορά εννόμως μόνο τη λογιστική απόδοση του ήδη οφειλόμενου ΦΠΑ και ουδόλως επηρεάζει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον του επιχειρηματία. Ο ΦΠΑ επιβάλλεται και οφείλεται, άρα είναι και εισπρακτέος, με την ίδια τη συναλλαγή και από εκείνη τη στιγμή ο επιχειρηματίας ήδη τον οφείλει στην πολιτεία. Αν ο ίδιος επιλέγει να κάνει ρυθμίσεις τιμών και πιστώσεων προς τους πελάτες του, με επεκτάσεις στην ταμειακή ροή του, είναι δικό του θέμα και δεν μπορεί να του δημιουργείται έτσι δικαίωμα, με έννομη υπόσταση, που να συναρτάται προς το χρόνο υποβολής των φορολογικών δηλώσεων. Όπως παρατηρήθηκε και στην Sportsman Betting, εξεφράζοντας αυτεπαγγέλτως και αποφασίζοντας ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης φόρου επί των χρημάτων, αν ήταν άλλως «η εφεσείουσα μπορούσε να οικειοποιηθεί τα διάφορα ποσά που είσπραξε από τους πελάτες της, που βεβαίως ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία».
Ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην Παπαέλληνας, ανωτέρω, παρατήρησε ότι στη Sportsman Betting αντικείμενο ήταν η ίδια η νομιμότητα της επιβολής του φόρου, διακρίνοντας την από την Παπαέλληνας στην οποία αντικείμενο ήταν, όπως και εδώ, η χρονική υποχρέωση απόδοσης του. Η ουσία όμως του πράγματος είναι ότι ο επιχειρηματίας, εκεί όπως και εδώ, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα στη χρήση, για δικούς του σκοπούς, του ποσού του φόρου και έτσι δεν έχει έννομο δικαίωμα να το περιλάβει στη διαμόρφωση του προγραμματισμού της επιχείρησής του, περιλαμβανομένης της ταμειακής ροής της. Ο επιχειρηματίας δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί την επιχείρησή του, ως προς τιμές, πιστώσεις χρόνου πληρωμής, ταμειακή ροή, ή άλλως πως, βασιζόμενος στην πραγματική δυνατότητα χρήσης του ήδη επιβληθέντος ΦΠΑ (διότι μιλάμε πάντα για συναλλαγές ως προς τις οποίες ήδη προέκυψε οφειλόμενος ΦΠΑ) που δεν του ανήκει αλλά ανήκει στην πολιτεία. Ο καθορισμός του χρόνου υποβολής της φορολογικής δήλωσης δεν γίνεται για να του δώσει τέτοιο δικαίωμα και η διαφοροποίησή του δεν μπορεί να επηρεάζεται από τις οποιεσδήποτε ρυθμίσεις που ο επιχειρηματίας επιλέγει να κάνει στη διεξαγωγή της επιχείρησης του. Αν ήταν άλλως, ουσιαστικά θα αναγνωρίζετο δικαίωμα στον επιχειρηματία να επωφελείται το ΦΠΑ ως να του ανήκε. Ο ΦΠΑ όμως ανήκει αποκλειστικά στην πολιτεία από την ώρα που προκύπτει."
Ενόψει όλων των πιο πάνω και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις επιτυγχάνουν.
Ως αποτέλεσμα η προσφυγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον των αιτητών.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ