ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1039/2010)

 

17 Ιουλίου 2012

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗΣ,

Αιτητής,

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-----------------------------------

Θ.Μ. Ιωαννίδης, για τον Αιτητή.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. για την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου, Ελεγκτική Υπηρεσία, αναδρομικά από την 1.2.2005, αντί του αιτητή. 

 

         Η προς ακύρωση απόφαση της Ε.Δ.Υ., αποτελεί συνέχεια προηγούμενης ακυρωτικής αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ΄ αρ. 725/2008 προσφυγή με την οποία απόφαση ημερ. 19.1.2010, ακυρώθηκε η τότε απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 21.3.2008, με την οποία είχε προαχθεί το ίδιο ενδιαφερόμενο μέρος στην ίδια θέση από 1.2.2005.  Η Ε.Δ.Υ. συμμορφούμενη, κατά τους καθ΄ ων, με την ακυρωτική απόφαση επανεξέτασε το ζήτημα στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης.  Αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας προχώρησε και η ίδια καθηκόντως στην αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων κρίνοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν περίπου ισοδύναμο συγκριτικά με τον αιτητή, ενώ υπερείχε έναντι των άλλων υποψηφίων με αποτέλεσμα να τον προάξει στην υπό κρίση θέση με αναδρομική ισχύ από 1.2.2005.  Η Γενική Ελέγκτρια σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο κατά την κρίση της υπό το φως του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων υπερείχε οριακά του αιτητή στις αξιολογήσεις των τελευταίων δέκα ετών, ενώ ο αιτητής υστερούσε οριακά του ενδιαφερόμενου μέρους, κατά ένα στοιχείο στο έτος 2000.  Ανέφερε επίσης ότι ο αιτητής είχε «ανεπαίσθητη υπεροχή» έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, σε αξία, αλλά συνολικά επί όλων των στοιχείων κρίσεως το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε για σκοπούς σύστασης.  Αυτό, παρά το γεγονός ότι η Γενική Ελέγκτρια διαπίστωσε ότι ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους κατά 6 μήνες, αλλά το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σημαντικά στην κατοχή πρόσθετων προσόντων, καίτοι μη απαιτούμενων, το οποίο αποτελεί αυτόνομο στοιχείο κρίσης.

 

         Κύρια θέση του αιτητή είναι ότι η σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου εφόσον έδωσε βαρύτητα σε προσόν που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος και το οποίο δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας.  Η σύσταση αποτελεί προσπάθεια να προσθέσει στην υπηρεσιακή εικόνα του ενδιαφερομένου μέρους και να αφαιρέσει από αυτή του αιτητή, κατ΄ αντίθεση προς τη νομολογία.  Η σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας παραγνώρισε επίσης ότι η προηγούμενη αξιολόγηση του ενδιαφερομένου μέρους έγινε σε κατώτερη θέση ενώ παραλείπει ταυτόχρονα να αναφέρει την ηλικιακή υπεροχή του αιτητή, λέγοντας μόνο ότι αυτός υπερτερεί κατά έξι μήνες του ενδιαφερομένου μέρους.  Παραγνωρίσθηκε επίσης ότι το πρόσθετο προσόν του ενδιαφερομένου μέρους στο οποίο και η ίδια και η Ε.Δ.Υ. έδωσαν μεγάλη βαρύτητα δεν είναι προσόν αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματικών Λογιστών. 

         Η ίδια η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε την υπεροχή του αιτητή τα τελευταία τέσσερα χρόνια κατά ένα στοιχείο έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, παραγνωρίζοντας επίσης την αρχαιότητα του, η οποία προσδίδει και μεγαλύτερη πείρα στην αξία του.  Επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος υιοθετώντας την πεπλανημένη σύσταση της  Γενικής Ελέγκτριας, θεωρώντας ότι κατείχε πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ πέτυχε και στις εξετάσεις του Εμπορικού Επιμελητηρίου Λονδίνου («L.C.C.I.»), στη Λογιστική και Ελεγκτική Ανωτέρου Επιπέδου.  Έλαβε υπόψη, υπό το φως και των προηγηθεισών ακυρωτικών αποφάσεων στις υποθέσεις με αριθμό 345/05, 363/07 και 725/08, ότι οι συνυποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι, με ελαφρά υπεροχή του αιτητή κατά ένα στοιχείο κατά τα τελευταία τέσσερα έτη, που κατά τη νομολογία είναι περιορισμένης σημασίας.

 

 Από την άλλη, το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν οριακά υπέρτερο στην αξιολόγηση των τελευταίων   10 ετών, ενώ σημείωσε ότι ο αιτητής έχει 6μηνη αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ενώ κατέγραψε επίσης ότι ο αιτητής είναι κατά επτά έτη μεγαλύτερος σε ηλικία του ενδιαφερόμενου μέρους.  Όμως, το τελευταίο, είχε υπεροχή σε προσόντα ως κάτοχος επαγγελματικού προσόντος «Accounting Technician» και έγινε μέρος του Association of Accounting Technicians, ένα ανεξάρτητο επαγγελματικό σώμα, ενώ πέτυχε στις εξετάσεις του L.C.C.I., προσόν που δεν κατείχε ο αιτητής.  Ως προς τα προσόντα του αιτητή, αυτά κρίθηκαν ως μη έχοντα την ίδια βαρύτητα με τα προσόντα που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

         Η Δημοκρατία υποστηρίζει την κρίση της Ε.Δ.Υ.  Θεωρεί τη σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας ως καθόλα σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, τα οποία μάλιστα ενισχύουν την απόφαση περί σύστασης, εφόσον πράγματι κατά τα έτη 1999-2003, ο αιτητής είχε συγκεντρώσει 36 «εξαίρετα» και 4 «πολύ ικανοποιητικά», όπως ακριβώς και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Η σύσταση αποτελεί ουσιώδες, ξεχωριστό στοιχείο κρίσης και υπό το φως των υπέρτερων προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους, μπορούσε να καμφθεί  η ελάχιστη 6μηνη αρχαιότητα του αιτητή.  Εν κατακλείδι, ο αιτητής δεν έχει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ήταν εύλογη και εντός της διακριτικής της ευχέρειας.

 

         Τα ίδια αναφέρονται κατά βάση και στην αγόρευση του ενδιαφερομένου μέρους.  Το δημιουργηθέν δεδικασμένο από την ακυρωτική απόφαση ουδόλως παραβιάστηκε, η δε επιλογή εκ νέου του ενδιαφερομένου μέρους προς προαγωγή ήταν ορθή ως η πλέον κατάλληλη επιλογή στη βάση μιας εμπεριστατωμένης και πλήρους σύστασης της Γενικής Ελέγκτριας.  Η Ε.Δ.Υ. δεν πέρασε τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας και με κανένα τρόπο δεν αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή από πλευράς του αιτητή.  Η αξία των δύο υποψηφίων ήταν κατά τη νομολογία ίση, η αρχαιότητα οριακή υπέρ του αιτητή, οπότε και αποκτούσε σημασία το πρόσθετο προσόν που είχε υπέρ του το ενδιαφερόμενο μέρος, απόλυτα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.  Τέλος, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Ε.Δ.Υ. εφόσον αυτή ασκήθηκε ευλόγως και εντός των νομίμων παραμέτρων. 

 

         Τα συγκριτικά στοιχεία των δύο αυτών διαδίκων, έχουν ως εξής:  Ο αιτητής γεννήθηκε στις 15.3.1947 και μετά την αποφοίτηση του από το Παγκύπριο Οικονομικό Λύκειο Λευκωσίας με 16 1/13, το 1966, απέκτησε το Accounting Higher, L.C.C. το 1978.  Διορίσθηκε την 1.11.1970 ως Αποθηκάριος 2ης τάξης, ως Εξεταστής Λογαριασμών 3ης τάξης την 1.6.1979, ως Εξεταστής Λογαριασμών 2ης τάξης στις 15.10.1984 και ως Εξεταστής  Λογαριασμών  1ης τάξης στις  15.11.1995. Προάχθηκε σε Λειτουργό Ελέγχου Α΄ την 1.10.1999 και σε Ανώτερο Λειτουργό Ελέγχου την 1.4.2007.  Το ενδιαφερόμενο μέρος γεννήθηκε στις 28.11.1954 και αποφοίτησε από το Εκπαιδευτήριο Λαμπράκη με 18, το 1972.  Κατέχει το Accounting Higher το 1978, το Auditing Higher το 1980 και είναι  μέλος  του  Association  of  Accounting Technicians από 17.11.1982  και  έχει το  English Language G.C.E. με βαθμολογία C, από το 2000.

 

         Τα προσόντα που προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας για τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου, θέση προαγωγής, απαντώνται στον Πίνακα, Παράρτημα 4 στην ένσταση, και αφορούν την προηγούμενη τριετή τουλάχιστον πείρα στη θέση Λειτουργού Ελέγχου Α΄ και/ή στην προηγούμενη θέση Ελεγκτή, καθώς και ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα κλπ.

 

         Έχοντας με προσοχή εξετάσει τα δεδομένα, κρίνεται ότι ο αιτητής έχει δίκαιο στις θέσεις του.  Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Ελέγχου από 1.2.2005, κρίθηκε ως πάσχουσα σε τρεις διαδοχικές ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υπ΄ αρ. προσφυγές 345/05, 363/07 και 725/08.  Στην τελευταία αυτή απόφαση, κρίθηκε ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα σε πρόσθετο μη απαιτούμενο προσόν με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας, χωρίς να προβεί ταυτόχρονα στη στάθμιση αυτού του προσόντος έναντι των κριτηρίων της αξίας, της αρχαιότητας και της πείρας του αιτητή.  Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέφερε ότι η Γενική Ελέγκτρια στη σύσταση της, υπερτόνισε τα μαθήματα τα οποία οδήγησαν στην απόκτηση του μέλους του Association of Accounting Technicians, το οποίο όπως η ίδια η Γενική Ελέγκτρια δέχθηκε, δεν ήταν αναγνωρισμένο επαγγελματικό σώμα.  Υπερτονίζοντας τα μαθήματα αυτά, υποτόνισε στην ουσία το πιστοποιητικό που είχε ο ίδιος ο αιτητής, το οποίο ήταν αναγνωρισμένο και συναφές με τα καθήκοντα της θέσης.  Το Δικαστήριο συγκεκριμένα ανέφερε τα πιο κάτω:

 

«Εφόσον κρίθηκε ότι τόσο το πρόσθετο προσόν του αιτητή όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης δεν ήταν επιτρεπτό να δοθεί περισσότερη βαρύτητα στο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους.  Αυτή η διαβάθμιση δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή.»

 

Και περαιτέρω, ότι αυτή η κατοχή πρόσθετων προσόντων δεν μπορούσε να εξουδετερώσει την υπεροχή του αιτητή σε αξία και αρχαιότητα, εφόσον η νομολογία προδιαγράφει σε σχέση με μη προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, ότι δεν παραγνωρίζεται, αλλά και δεν υπερτιμάται.

 

         Η σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας στην υπό κρίση περίπτωση, αν και διαφοροποιημένη από τις προηγούμενες σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης με το δεδικασμένο, στην ουσία επαναλαμβάνει το ίδιο λάθος.  Παρά την έκταση της σύστασης που φαινομενικά καλύπτει όλες τις πτυχές σύγκρισης μεταξύ των δύο συνυποψηφίων, στη ρίζα της βρίσκεται και πάλι ο υπερτονισμός των μαθημάτων στα οποία πέτυχε το ενδιαφερόμενο μέρος.  Αυτό είναι εμφανέστατο από το σκεπτικό της Γενικής Ελέγκτριας προβαίνοντας στη σύσταση της, όταν κάτω από τον τίτλο «Προσόντα», αναφέρει με λεπτομέρεια όχι μόνο το τι είναι το A.A.T. («Association of Accounting Technicians»), αλλά και τι χρειάστηκε από πλευράς του ενδιαφερόμενου μέρους για να γίνει μέλος του σώματος αυτού.  Εξειδικεύει ότι πέρασε επιτυχώς οκτώ μαθήματα, (τα οποία στη συνέχεια αναφέρει ονομαστικά), τα οποία, μάλιστα, ως προσθέτει η Γενική Ελέγκτρια, «είναι συναφή και καλύπτουν όλο το φάσμα των εργασιών στην Ελεγκτική Υπηρεσία».  Δεν πράττει όμως το ίδιο και για τον αιτητή, για τον οποίο απλώς λέγει ότι έχει πετύχει στην εξέταση του μαθήματος «Στατιστική για Επιχειρήσεις» Ανώτερου Επιπέδου του Εμπορικού Επιμελητηρίου  Λονδίνου (L.C.C.I).  Στη συνέχεια το υποβαθμίζει προσθέτοντας ότι δεν αποτελεί επαγγελματικό προσόν και ότι συνιστά επιτυχία σε μια μεμονωμένη εξέταση.  Ενώ για το ενδιαφερόμενο μέρος,  η Γενική Ελέγκτρια προβαίνει σε ανάλυση των μαθημάτων που οδήγησαν το ενδιαφερόμενο μέρος να καταστεί μέλος του ΑΑΤ, ουδέν αναφέρει για τον αιτητή.  Για παράδειγμα, όταν ανέφερε ότι ήταν μια μεμονωμένη εξέταση, εννοεί ένα μάθημα, ή, είναι πέραν του ενός (και αν ναι, ποια), αλλά όλα μέρος μιας εξέτασης την ίδια ημερομηνία.

 

         Κατ΄ αναλογία προς τις υποθέσεις όπου η σύσταση του προϊσταμένου υπερτονίζει δεξιότητες και επιλεκτική ανάθεση καθηκόντων, που η νομολογία θεωρεί ως ανεπίτρεπτο, (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Κουάλης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, Μιτσίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 415/2010, ημερ. 21.2.2012), έτσι και ο υπερτονισμός των μαθημάτων που οδήγησαν στην απόκτηση ενός πρόσθετου προσόντος αποτελεί εσφαλμένη καθοδήγηση.  Τέτοιου είδους ανάλυση προσκρούει στην εικόνα που αναδύεται από τους διοικητικούς φακέλους, οι οποίοι είναι ο μόνος οδηγός ως προς τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το διοικητικό όργανο κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.   Σύσταση που καταγράφει στοιχεία έξω από αυτό το θεσμοθετημένο πλαίσιο είναι προβληματική, (Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και Μιχάλης Καΐσης ν. Δημοκρατίας, υπόθ αρ. 479/09, ημερ. 22.7.2010).

 

         Μετέπειτα, η Γενική Ελέγκτρια τονίζει όλως ιδιαιτέρως, την επιτυχία του ενδιαφερόμενου μέρους το 1980, στην εξέταση της Ελεγκτικής Ανωτέρου Επιπέδου, αναφερόμενος ειδικώς στη σχετικότητα του με τα καθήκοντα της θέσης, αλλά και τη σημασία του, στη θέση Λειτουργού Ελέγχου, τόσο με τα προηγούμενα, όσο και με τα ισχύοντα σχέδια υπηρεσίας υπερτονίζοντας και πάλι, ανεπίτρεπτα κατά τη νομολογία, συγκεκριμένο μη απαιτούμενο προσόν, λέγοντας ότι χρειάζεται η εξασφάλιση του για σκοπούς ανέλιξης, τη στιγμή που ο αιτητής, ως η ίδια ανέφερε, είχε εξαιρεθεί της απαιτήσεως αυτής στη βάση του γεγονότος ότι σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, οι υπηρετούντες στην Ελεγκτική Υπηρεσία κατά τις 23.12.1982, δεν χρειάζονταν να εξασφαλίσουν το προσόν.

 

         Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη τη σύσταση της Γενικής Ελέγκτριας, την οποία στην ουσία ανέπλασε, αναφερόμενη, ως και η Γενική Ελέγκτρια, στις εξετάσεις που έπρεπε να επιτύχει το ενδιαφερόμενο μέρος σε οκτώ μαθήματα και ότι τα μέλη του ΑΤΤ θεωρούνται κατάλληλα να εργοδοτηθούν σε ελεγκτικούς οίκους ή λογιστήρια οργανισμών και εταιρειών.  Το ίδιο έπραξε και με το προσόν της Ελεγκτικής Ανωτέρου Επιπέδου, ιδιαιτέρως τονίζοντας ότι αποτελούσε προϋπόθεση για ανέλιξη.  Και εδώ, η Ε.Δ.Υ. διαπράττει και έτερο λάθος, εφόσον για τον αιτητή, απλώς σημείωσε ότι δεν κατέχει το προσόν αυτό, χωρίς να παραπέμπει και στο γεγονός ότι αυτός είχε εξαιρεθεί.  Απλώς παρεμπιπτόντως η Ε.Δ.Υ. ανέφερε ότι η κατοχή του προσόντος είναι απαραίτητη για ανέλιξη, «εκτός και αν εξαιρεθεί της απαίτησης αυτής από τον Γενικό Ελεγκτή, λόγω κατοχής άλλου κατάλληλου προσόντος».  Ουδεμία συγκεκριμένη αναφορά έγινε για τον  ίδιο τον αιτητή, ή, ότι αυτός εξαιρείτο δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας.

 

         Τόσο η Γενική Ελέγκτρια, όσο και η Ε.Δ.Υ., προέβηκαν σε ανεπίτρεπτη σύγκριση των πρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους, θεωρώντας ότι τα πρόσθετα προσόντα του πρώτου ήταν στην ουσία υποδεέστερα αυτών του ενδιαφερομένου μέρους.  Τα πρόσθετα προσόντα ήσαν πρόσθετα προσόντα και για τους δύο, αλλά υπερτονίστηκαν στην περίπτωση του ενδιαφερομένου μέρους τα οποία θεωρήθηκαν ως έχοντα «μεγαλύτερη βαρύτητα».  Έπειτα, δεν είναι ο αριθμός των πρόσθετων προσόντων που έχει σημασία, διαφορετικά η επιλογή διαπνέεται από στοιχείο σύγκρισης έξω από τη νομολογία.  Η υπόθεση Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, ακολουθούμενη από σειρά άλλων αποφάσεων, όπως οι Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 156/08, ημερ. 29.9.2011, προδιέγραψαν ότι ο τρόπος κρίσης πρόσθετου μη απαιτούμενου προσόντος εναποθέτει στο διοικητικό όργανο την κατά περίπτωση στάθμιση της σημασίας του, ώστε να αποφεύγονται τα δύο άκρα, δηλαδή, να δίδεται στο επιπρόσθετο προσόν υπερβολική βαρύτητα ώστε να πλησιάζει το σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής, ή, να θεωρείται από την άλλη, ως εντελώς οριακό, ως εάν το προσόν να μην είχε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.  Εδώ είναι σαφές ότι τόσο η Γενική Ελέγκτρια, όσο και η Ε.Δ.Υ., έδωσαν ουσιαστικό προβάδισμα στο ενδιαφερόμενο μέρος, ώστε να υπερκαλύπτει το πρόσθετο αυτό προσόν ή προσόντα, στα οποία δόθηκε τέτοια βαρύτητα, υπό τύπον ανάλυσης των εξειδικευμένων μαθημάτων του ενός, ώστε να εξουδετερώνεται η οριακή έστω αρχαιότητα του αιτητή, αλλά και η οριακή υπεροχή του σε αξία.

 

         Τα δύο αυτά στοιχεία, θεσμοθετημένα από το Νόμο, δεν έπρεπε να καμφθούν έναντι του ετέρου κριτηρίου, αυτού των προσόντων, εφόσον εδώ δεν προδιαγραφόταν κατά το σχέδιο υπηρεσίας, προσόν ως πλεονέκτημα ή άλλως πως.  Ουδέν προσόν ζητείτο πέραν της προηγούμενης πείρας στη θέση του Λειτουργού Ελέγχου Α΄. Κατά τη νομολογία, (Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, Δημοκρατία ν. Μαρίας Μαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817 και Ανδρέα Σιακά ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468), πρόσθετο μη απαιτούμενο που δεν αποτελεί ούτε καν πλεονέκτημα κατά το σχέδιο υπηρεσίας, μόνο οριακή σημασία έχει και έτσι πρέπει να συνεκτιμάται με όλα τα υπόλοιπα δεδομένα ώστε να γίνεται ουσιαστική και όχι μόνο λεκτική εξέταση του, έναντι των υπόλοιπων στοιχείων, (Χριστάκη Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 607/10, ημερ. 21.2.2012).

 

         Διαπιστώνεται όμως και έτερο πρόβλημα.  Ανεπίτρεπτα, η Γενική Ελέγκτρια και η Ε.Δ.Υ., προχώρησαν να εξετάσουν την προηγούμενη δεκαετή υπηρεσιακή εικόνα των συνυποψηφίων, τη στιγμή που η εικόνα των τεσσάρων προηγούμενων ετών, στα οποία και ευλόγως δόθηκε σημασία αρχικά, έδειχνε έστω και οριακά ένα στοιχείο υπέρ του αιτητή.  Όπως είναι νομολογημένο το διορίζον όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη και να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις πλέον πρόσφατες εμπιστευτικές εκθέσεις, κατά κανόνα των τελευταίων πέντε ετών, πριν την προαγωγή.  Σ΄ αυτά τα έτη διαπιστώνεται η πρόοδος που επιτελεί κάθε υποψήφιος, (Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145, Μαυρομάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, Ζήσης Καλλένου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, υπόθ. αρ. 1280/07, ημερ. 23.2.2010, κ.ά.).  Εφόσον είχε διαπιστωθεί ότι τα τελευταία τέσσερα έτη, ο αιτητής είχε προβάδισμα, δεν υπήρχε αποχρών λόγος (και ουδείς αναφέρθηκε), να γίνει περαιτέρω αναδρομή στα τελευταία δέκα έτη.  Παρόμοια αναδρομή κρίθηκε προβληματική στη Βασιλική Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, μέσω Ε.Δ.Υ. υπόθ. αρ. 332/07, ημερ. 8.8.2008, η οποία υιοθετήθηκε και σε σειρά άλλων, (Ανδρέας Κουλέρμος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 739/09, ημερ. 30.11.2010, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695 και πλέον πρόσφατα στην Σωφρόνης Πατσαλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 183/08, ημερ. 2.11.2011).  Είναι φανερό ότι η αναδρομή στα τελευταία δέκα έτη ήταν σκόπιμη για να ανατραπεί η υπέρ του αιτητή εικόνα στα πλέον πρόσφατα έτη.

 

         Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το           Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                   Στ. Ναθαναήλ,

                                                              Δ.

 

 

 

/ΕΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο