ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Υπόθεση Αρ. 650/2010]

 

13 Ιουνίου, 2012

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Αιτήτρια

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση

 

 

Ανδρέας Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ για την αιτήτρια.

Κατερίνα Λοΐζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,  Δ.:  Η αιτήτρια υπηρετεί, πάνω σε έκτακτη βάση, ως καθηγήτρια εμπορικών/οικονομικών σε σχολεία Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης.  Με γραπτό αίτημα των δικηγόρων της, ημερομηνίας 26.3.10, ζήτησε αναγνώριση, ως εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας, της περιόδου απασχόλησης της στις ιδιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (α) PA College κατά την περίοδο 2.10.84 μέχρι 30.6.90 και (β) Intercollege, κατά την περίοδο από 1.9.90 - 30.6.92.

 

Με την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), ημερομηνίας 9.4.10, στη βάση σχετικής γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία, ημερομηνίας 21.7.05, κρίθηκε πως κατά το Νόμο και τους Κανονισμούς δεν ήταν επιτρεπτή η αναγνώριση, ως εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας, της περιόδου απασχόλησης της αιτήτριας στις πιο πάνω ιδιωτικές σχολές, στην έκταση που αυτή προηγήθηκε της εγγραφής τους στο Μητρώο των Ιδιωτικών  Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αυτή η εγγραφή έγινε στις 16.10.91 και, συνεπώς, αναγνωρίστηκε μόνο η περίοδος της απασχόλησης της στο Intercollege, μετά την πιο πάνω ημερομηνία.  Η προσφυγή αφορά στο κύρος αυτής της απόφασης.  Το ουσιαστικό θέμα που εγείρεται αφορά στο κατά πόσο ήταν πράγματι απαραίτητη η συζητούμενη απασχόληση να αφορούσε σε περίοδο κατά την οποία η σχολή ήταν καταχωρημένη στο σχετικό Μητρώο ως Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

 

Αναφέρθηκε, όμως, η αιτήτρια και σε ορισμένα άλλα θέματα, με  επίκληση του άρθρου 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), με το οποίο κωδικοποιήθηκε η νομολογιακή αρχή πως το διοικητικό όργανο, κατά κανόνα, βασίζεται στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης, ανεξάρτητα αν αυτό ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης. Υποστήριξε τα ακόλουθα:  Όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση αλλά και όταν υποβλήθηκε η αίτηση οι δυο ιδιωτικές σχολές ήταν ήδη εγγεγραμμένες.  Επομένως, θα έπρεπε να είχε εγκριθεί το αίτημα της ανεξάρτητα από το ότι δεν ήταν εγγεγραμμένες κατά το χρόνο της απασχόλησής της σ' αυτές.  Σ' αυτό το πλαίσιο εισηγήθηκε και πως γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 29.10.02, δηλαδή προγενέστερη της πιο πάνω αναφερθείσας, δεν ήταν όμοιου περιεχομένου με εκείνη που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Δεν μπορώ να δω το συσχετισμό αυτών των σκέψεων με το άρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/99.  Εδώ δεν ετίθετο οποιοδήποτε ζήτημα ως προς το νομοθετικό καθεστώς δυνάμει του οποίου θα αποφασιζόταν το θέμα.  Αυτό ήταν εκείνο που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που δεν ήταν και διαφορετικό από εκείνο που ίσχυε κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης.  Το ζήτημα αφορούσε στο πραγματικό καθεστώς.  Δηλαδή στο δεδομένο πως κατά τη συγκεκριμένη απασχόληση της αιτήτριας οι σχολές δεν ήταν αναγνωρισμένες και καταχωρημένες στο Μητρώο.  Ακριβώς δε η παλαιότερη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 29.10.02, εξήγησε πως στη βάση του άρθρου 9 τέτοια αιτήματα εξετάζονται, με βάση το ισχύον νομοθετικό καθεστώς που μπορεί να οδηγήσει σε αναγνώριση προϋπηρεσίας «ανεξάρτητα από το εάν αυτή αποκτήθηκε πριν ή μετά την θέσπιση των εν λόγω Κανονισμών».  Το σημειώνω και αυτό γιατί και ενώπιόν μου ορθά δεν αμφισβητήθηκε πως αν, κατά τα άλλα, η προϋπηρεσία της αιτήτριας καλυπτόταν, δεν θα αποτελούσε πρόβλημα ο χρόνος θέσπισης των Κανονισμών.  Με την αυτονόητη, βεβαίως, διευκρίνιση πως, ούτως ή άλλως, αντικείμενο αναθεώρησης δεν είναι η γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας.

 

Η αιτήτρια αναφέρθηκε, περαιτέρω, στη διάσπαση της απασχόλησης της με την αναγνώριση μέρους της ως προϋπηρεσίας.  Αυτό, κατά την εισήγηση, συνιστούσε εν μέρει ανατροπή της γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας αλλά και παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης αφού ήταν παράλογο και αντιφατικό μια περίοδος απασχόλησης στην ίδια σχολή να αναγνωρίζεται και άλλη να μην αναγνωρίζεται.

 

Σε συμφωνία προς την ανάλυση των καθ' ων η αίτηση, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε ζήτημα κακής πίστης ή παράλογης ή αντιφατικής συμπεριφοράς.  Η ΕΕΥ λειτούργησε υπό ορισμένη αντίληψη ως προς το τι επέβαλλε ο νόμος.  Αν αυτή ήταν ορθή ή όχι θα το δούμε.  Στο πλαίσιο όμως της αντίληψής της, ως προς το τι επέβαλλε ο νόμος, η απόφασή της ήταν αναπόφευκτη.  Το ότι οι σχολές λειτουργούσαν πριν από την εγγραφή τους και το ότι η αιτήτρια, στη μια από αυτές, εργοδοτήθηκε και πριν και μετά την εγγραφή της, δεν μπορούσε να έχει σημασία αν ήταν ορθό ότι, κατά το νόμο, απαιτείται εγγραφή στο Μητρώο.

 

Με τα πιο πάνω καλύπτεται και η εισήγηση της αιτήτριας πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί επειδή παραβιάζει τις αρχές της ίσης μεταχείρησης.  Όπως ήταν παραδεκτό, σε άλλες περιπτώσεις, ακριβώς κάτω από τα ίδια νομοθετικά και πραγματικά δεδομένα, η ΕΕΥ αναγνώρισε ως προϋπηρεσία περιόδους πριν την εγγραφή τέτοιων σχολών.  Η ΕΕΥ αναφέρθηκε σε εκείνες τις προηγούμενες αποφάσεις της στην ίδια την επιστολή της προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 12.4.10.  Εξηγεί ότι ήταν το αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας και εφαρμογής του Νόμου και των Κανονισμών.  Αν, συνεπώς, αυτό είναι ορθό, κατά τη νομολογία μας και το άρθρο 39 του Νόμου 158(Ι)/99 που την κωδικοποίησε δεν αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία και, επομένως, δεν θα μπορούσε ο χειρισμός των άλλων περιπτώσεων να βελτιώσει τη θέση της αιτήτριας.

 

Επί του ουσιαστικού θέματος είναι η εισήγηση της αιτήτριας πως ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε εσφαλμένα ο Κανονισμός 3(1) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (ΚΔΠ 382/97, όπως τροποποιήθηκε με την ΚΔΠ 249/02).  Δεν απαιτεί ο Κανονισμός αυτός να είναι αναγνωρισμένη ή καταχωρημένη στο Μητρώο η ιδιωτική σχολή.  Αν αυτή ήταν η στόχευση του, θα το έλεγε ρητά.  Όπως και το άρθρο 35Β(4)(γ) του Νόμου του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 έως 2003, (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε) που αρκείται και σε υπηρεσία σε άλλα σχολεία.  Παραθέτω το άρθρο 35Β(4)(γ):

 

«35Β(4)(γ) 'προϋπηρεσία' σημαίνει την εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού πριν από το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και περιλαμβάνει απασχόληση με σύμβαση στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία ή και άλλη εκπαιδευτική υπηρεσία σε εγγεγραμμένα ή αναγνωρισμένα σχολεία της Κύπρου ή του εξωτερικού και περιλαμβάνει εκπαιδευτική υπηρεσία σε οποιαδήποτε άλλα σχολεία, σχολές, ιδρύματα ή υπηρεσίες, όπως θα καθοριστεί με Κανονισμούς».

 

Kαι τον Κανονισμό 3, κατά το μέρος του που είναι σχετικός.

 

«3(1) Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται διαφορετικά στο Νόμο και τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των Κανονισμών αυτών, αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για  σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία, εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία -

     (α) Σε δημόσιο σχολείο ή σε δημόσια σχολή ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου ή σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου:

     Νοείται ότι για τους σκοπούς της υποπαραγράφου αυτής -

     «ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» σημαίνει μη δημόσια σχολή, που δε διέπεται από ειδικό νόμο, στην οποία γίνονται δεκτά μόνο πρόσωπα που αποφοίτησαν από σχολείο μέσης εκπαίδευσης εξαετούς τουλάχιστο φοίτησης ή που κατέχουν άλλο ισοδύναμο προσόν και στο οποίο οι κλάδοι σπουδών έχουν διάρκεια τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους πλήρους φοίτησης ή, στην περίπτωση μερικής φοίτησης, διάρκεια που αντιστοιχεί με ένα πλήρες ακαδημαϊκό έτος και απολήγουν σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά προσόντα ανώτερα από εκείνα των σχολείων μέσης εκπαίδευσης».

 

Δεν έχουμε εν προκειμένω, περίπτωση άλλου σχολείου καθορισμένου με Κανονισμούς. Έχουμε Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και ως προς αυτή, κατά το χρόνο της συζητούμενης απασχόλησης της αιτήτριας, ίσχυε ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμος του 1987 (Ν. 1/87) στον οποίο και στηρίχθηκε η ΕΕΥ, με παραπομπή στη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας.  Το άρθρο 14 του Νόμου εκείνου ορίζει ρητά πως «ουδεμία ιδιωτική σχολή δύναται να ιδρυθή και λειτουργήση εν τη Δημοκρατία ειμη συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου».  Περαιτέρω, το άρθρο 19(3) του ίδιου Νόμου, προβλέπει περί την καταχώρηση τέτοιας Σχολής στο σχετικό Μητρώο και την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 19(4), «από της εκδόσεώς του εις το εδάφιον 3 αναφερομένου πιστοποιητικού η ιδιωτική σχολή θεωρείται ως ιδρυθείσα και η προσαγωγή του πιστοποιητικού αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξιν περί της ιδρύσεως αυτής».  Και κατά το άρθρο δε 19(5) «ουδεμία ιδιωτική σχολή λειτουργεί προ της εκδόσεως τού εις το εδάφιον 3 αναφερομένου πιστοποιητικού». Σημειώνω πως αυτές οι διατάξεις διατηρήθηκαν προκειμένου για Ιδιωτικές Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και στον περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμο του 1996 (Ν. 67(Ι)/96) όπως τροποποιήθηκε, που κατάργησε και αντικατέστησε το Ν. 1/87.

 

Έπεται πως δεν είναι δυνατό, κατά νόμο, να γίνεται λόγος για  απασχόληση σε Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ως προϋπηρεσίας, όταν αυτή η σχολή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ιδρύθηκε και λειτουργούσε σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. (Βλ. σχετικά την Έφη Νεοφύτου-Ζιαρτή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 11/98, ημερομηνίας 22.9.00).  Ο Κανονισμός που αναφέρθηκε ούτε στόχευε ούτε και θα μπορούσε να επιφέρει αλλοίωση ή πολύ λιγότερο κατάργηση της σαφούς νομοθετικής ρύθμισης.  Αναφέρεται σε «Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Κύπρου» και δεν μπορεί παρά, με αυτό τον τρόπο, να παραπέμπει σε σχολή που ιδρύθηκε και λειτούργησε κατά νόμο. Τα περαιτέρω, στην επιφύλαξη του Κανονισμού 3(1), είναι προφανές πως απέβλεπαν σε περαιτέρω ρύθμιση ως προς άλλα απαιτούμενα που δεν σχετίζονται προς το ζήτημα που μας απασχολεί στην παρούσα υπόθεση.

 

Η αιτήτρια, διαζευκτικά όπως αναφέρει, ισχυρίστηκε και έλλειψη δέουσας έρευνας που θα περιλάμβανε και ακρόαση της και συναφώς ενδεχόμενη πλάνη.  Επικαλέστηκε επ' αυτού τον Κανονισμό 3(1)(δ) της ΚΔΠ 382/97 που προβλέπει ως ακολούθως: 

 

«3(1) . αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για  σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία, εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία -

 

(δ) Σε οποιοδήποτε άλλο σχολείο της Κύπρου ή του εξωτερικού, το οποίο θα αναγνωριστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής για  τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών».

 

 

Αυτό, με την ακόλουθη εξήγηση:  «Η ΕΕΥ όφειλε να διενεργήσει δέουσα έρευνα αφού οι Τριτοβάθμιες αυτές Σχολές υπήρχαν και λειτουργούσαν σε γνώση των Αρμοδίων οργάνων του Κράτους.  Άρα όφειλε προτού εξετάσει την αίτηση της αιτήτριας, να ζητήσει την άποψη της Αρμόδιας Αρχής κατά το Ν. 10/69 περί το τι εθεωρούντο οι Σχολές Intercollege και PA College και όχι να σπεύσει να απορρίψει την αίτηση πρόωρα».  Είναι προφανές πως με την επικύρωση ως ορθού του βασικού σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον για να τίθεται ζήτημα απασχόλησης σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει αυτή η σχολή να είναι ιδρυμένη και λειτουργούσα κατά νόμο, δεν παρέχεται περιθώριο για  οτιδήποτε άλλο.  Σημειώνω δε πως ο Κανονισμός 3(1)(δ) αναφέρεται σε άλλο σχολείο, το οποίο θα αναγνωριστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής και, βεβαίως, δεν υπήρχε εδώ τέτοιο αναγνωρισμένο σχολείο.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/μσιαμπαρτά


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο