ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PAPORIS ν. NATIONAL BANK (1986) 1 CLR 578
Γενικός Eισαγγελέας ν. Kώστα Mέλιου Mενελάου (2004) 2 ΑΑΔ 223
PETROU ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 203
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1509/2009)
21 Ιουνίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΝΥ ΣΙΑΚΑΛΛΗ,
Αιτήτρια,
-ν-
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ων η Aίτηση.
- - - - - -
Χ. Βελάρης, για την Αιτήτρια.
Αντ. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και με την παρούσα προσφυγή της προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση αρ. 2, Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, με την οποία, όπως είχε πληροφορήσει την αιτήτρια με επιστολή του ημερομηνίας 29.9.2009, αποφάνθηκε ότι η αιτήτρια υπέπεσε στο πειθαρχικό παράπτωμα της "καθυστέρησης στην προσέλευση στον τόπο εργασίας της" και της επέβαλε την ποινή της Αυστηρής Επίπληξης, δυνάμει των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων.
Τόσο για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των εγειρόμενων θεμάτων, όσο και επειδή τούτο επιβάλλεται ως εκ της φύσεως των λόγων ακύρωσης που πρόβαλε η αιτήτρια, μια λεπτομερής ανασκόπηση των γεγονότων που είχαν προηγηθεί της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, παρατίθεται στη συνέχεια, ως εισαγωγή. Τα παρατιθέμενα εδώ αδιαμφισβήτητα γεγονότα, εκπηγάζουν, κατά κύριο λόγο, από την Ένσταση και από τα συνημμένα σ΄ αυτήν Παραρτήματα.
Με σημείωμά του ημερομηνίας 14.5.2007, ο τότε Υπουργός Εσωτερικών Ν. Συλικιώτης κάλεσε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου κ. Λ. Σαββίδη όπως εισηγηθεί ερευνώντα λειτουργό για διεξαγωγή έρευνας εναντίον της κας Άννυς Σιακαλλή, Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, σε σχέση με ενδεχόμενες παραλείψεις και πιθανά πειθαρχικά παραπτώματα, που αφορούσαν συγκεκριμένες καταγγελίες οι οποίες διατυπώνονται στο εν λόγω Σημείωμα, ήτοι:
1. Αργοπορημένη προσέλευση στην εργασία της, όπως προνοεί ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος.
2. Παραβίαση ή και κωλυσιεργία στην εφαρμογή οδηγιών του πολιτικού Προϊσταμένου και του Γενικού Διευθυντή, όπως καταγράφονται στις κατά καιρούς εγκυκλίους.
3. Σκόπιμη καθυστέρηση στην εφαρμογή του Νόμου περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, σ΄ ότι αφορά την πρόνοια για τους «επί μακρόν διαμένοντες» όπως ψηφίστηκε τον περασμένο Ιανουάριο από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
4. Μη υλοποίηση της απόφασης της σύσκεψης υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Τάσσου Παπαδόπουλου (Οκτώβριος 2006) για ετοιμασία ολοκληρωμένου εγγράφου για τη νομοθεσία περί μεταναστεύσεως και αλλοδαπών και τα όρια της διακριτικής ευχέρειας, παρά τις επανειλημμένες συστάσεις και οδηγίες.
Με Σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερομηνίας 18.5.2007, έγινε εισήγηση για το διορισμό του κ. Ανδρέα Χριστοδούλου, Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως ερευνώντα λειτουργού, για διεξαγωγή της υπό αναφορά πειθαρχικής έρευνας.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή ημερομηνίας 18.5.2007, προς το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τον ενημέρωσε για το διορισμό του ως ερευνώντα λειτουργού και τον κάλεσε όπως υποβάλει το πόρισμά του ενώπιον της αρμόδιας Αρχής το συντομότερο δυνατό, σε σχέση με τις καταγγελίες που καταγράφονταν στο Σημείωμα του Υπουργού ημερομηνίας 14.5.2007.
Ο ερευνών λειτουργός με επιστολή του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 31.7.2007, ζήτησε την παραχώρηση πρόσθετων συγκεκριμένων στοιχείων σε σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση, έτσι ώστε να μπορέσει να προωθήσει την έρευνά του.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με απαντητική επιστολή του προς τον ερευνώντα λειτουργό ημερομηνίας 6.8.2007, τον κάλεσε όπως ζητήσει γραπτώς από τον τέως Υπουργό κ. Νεοκλή Συλικιώτη, να υποβάλει όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία που είχε, με απώτερο σκοπό την ολοκλήρωση της έρευνας το συντομότερο δυνατό.
Ο ερευνών λειτουργός, με επιστολή του προς τον τέως Υπουργό ημερομηνίας 9.8.2007, τον κάλεσε όπως υποβάλει γραπτώς τα συγκεκριμένα στοιχεία προς τεκμηρίωση των καταγγελιών του, ο οποίος και το έπραξε με σχετικό εμπιστευτικό σημείωμά του προς τον Υπουργό Εσωτερικών κ. Χρίστο Πατσαλίδη, ημερομηνίας 3.9.2007.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του προς τον ερευνώντα λειτουργό ημερομηνίας 20.9.2007, τον ενημέρωσε σε σχέση με το πιο πάνω σημείωμα του τέως Υπουργού Εσωτερικών και του απέστειλε όλο το σχετικό υλικό που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση θέματα υπ΄ αριθμό 2, 3 και 4.
Ο ερευνών λειτουργός, με επιστολή του προς την αιτήτρια Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 13.11.2007, την ενημέρωσε για το διορισμό του ως ερευνώντα λειτουργού σε σχέση με την έρευνα για πιθανή διάπραξη εκ μέρους της, πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Ο ερευνών λειτουργός, αφού ολοκλήρωσε την έρευνά του, διαβίβασε αντίγραφο της σχετικής έκθεσης και όλου του μαρτυρικού υλικού, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 26.1.2009.
Στην έκθεση του ερευνώντα λειτουργού αναφέρονταν και τα ακόλουθα:
"Από τη μελέτη του περιεχόμενου όλων των μαρτυρικών καταθέσεων εξάγεται το συμπέρασμα ότι όλες οι κατηγορίες/καταγγελίες που έγιναν εκ μέρους της Αρμόδιας Αρχής, εναντίον της κας Άννυς Σιακαλλή, Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ευσταθούν και ως εκ τούτου, η κα Άννυ Σιακαλλή, έχει διαπράξει τα ακόλουθα πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία περιλαμβάνονται στο Μέρος 1, του Πρώτου Πίνακα, των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 ως 2008.
1. Καθυστέρηση στην προσέλευση στον τόπο εργασίας της,
2. Αμέλεια, αδιαφορία, νωθρότητα ή αδράνεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της,
3. Παράληψη ή άρνηση συμμόρφωσης προς εντολή ή οδηγία που δόθηκε σ΄ αυτή από ανώτερο της.
7.2 Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όσον αφορά την 1η καταγγελία, ότι η κα Άννυ Σιακαλλή, παρέμενε αρκετές φορές στο Γραφείο της, πέραν του κανονικού ωραρίου, δηλαδή μετά τις 3.00μ.μ., για να διεκπεραιώσει υπηρεσιακή εργασία, ενίοτε και καθ΄ όλη τη νύκτα ή ως αργά τη νύκτα και επίσης, όσον αφορά τη 2η καταγγελία, ότι η καθυστέρηση στην εξέταση των διαφόρων αιτήσεων / αιτημάτων / παραπόνων πολιτών, οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό και στην υποστελέχωση του Τμήματος.
7.3 Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω, η Αρμόδια Αρχή, μπορεί να επιβάλει στην κα Άννυ Σιακαλλή, Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 8 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2008, μια εκ των ακολούθων ποινών που περιλαμβάνονται στο Μέρος ΙΙ, του Πρώτου Πίνακα, των Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2008.
1. Επίπληξη
2. Αυστηρή Επίπληξη
3. Διακοπή προσαύξησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.».
Με σημείωμα διοικητικού λειτουργού του Υπουργείου προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερομηνίας 5.3.2009, τέθηκε το περιεχόμενο της έκθεσης ενώπιόν του, με εισήγηση όπως αποφασίσει κατά πόσον θα μεταβίβαζε τις εξουσίες που του παρείχε ο Νόμος για εκδίκαση της υπόθεσης και επιβολής ποινής, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 82 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2009.
Ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε όπως εκχωρήσει την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος, με επιστολή του ημερομηνίας 16.3.2009 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, την ενημέρωσε για τα πιο πάνω και την κάλεσε όπως προσέλθει στο γραφείο του στις 19.3.2009 με σκοπό να την ακούσει, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία. Συναφώς αναφέρετο στην εν λόγω επιστολή ότι όλο το μαρτυρικό υλικό που αφορά την υπόθεση δόθηκε στην αιτήτρια από τον ερευνώντα λειτουργό που διεξήγαγε την πειθαρχική έρευνα.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό σημείωμα του Γενικού Διευθυντή, η κα Σιακαλλή κατά την προσέλευσή της στο γραφείο του, ενημερώθηκε πλήρως και ζήτησε αντίγραφο της έκθεσης του ερευνώντος λειτουργού, έτσι ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα και να απαντήσει σε μεταγενέστερη ημερομηνία που θα καθοριστεί για το σκοπό αυτό.
Στις 5.5.2009, με επιστολή τους προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, οι δικηγόροι της κας Σιακαλλή, κ.κ. Βελάρης και Αγγελίδης, τον πληροφόρησαν για τις ενστάσεις τους σε σχέση με την εξέλιξη της όλης υπόθεσης και ειδικότερα ως προς το γεγονός ότι θα προχωρούσε στην εκδίκαση της υπόθεσης τη στιγμή που ο ίδιος ήταν και μάρτυρας κατηγορίας.
Μετά από διερεύνηση του θέματος που προέκυψε, ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε όπως εκχωρήσει την εξουσία εκδίκασης της υπόθεσης στον κ. Χριστόδουλο Κτωρίδη, Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών ο οποίος και ενημερώθηκε με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ημερομηνίας 5.5.2009, ενώ σχετική απαντητική επιστολή στάληκε στους δικηγόρους της κας Σιακαλλή, με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 24.7.2009.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, αφού κάλεσε την κα Σιακαλλή στις 23.9.2009 με σκοπό να την ακούσει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 82 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2009, την βρήκε ένοχη μόνο στο πειθαρχικό παράπτωμα που αφορούσε την "καθυστέρηση στην προσέλευση στον τόπο εργασίας της" και της επέβαλε την ποινή της "αυστηρής επίπληξης". Σχετική ενημέρωση της κας Σιακαλλή, έγινε με επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 29.9.2009.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 17.11.2009, τον ενημέρωσε για την ολοκλήρωση της εν λόγω πειθαρχικής διαδικασίας και την επιβολή της προαναφερθείσας ποινής στην κα Σιακαλλή.
Προσβάλλοντας τη νομιμότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας και της απόληξής της, η αιτήτρια πρόβαλε και προώθησε τρεις συνολικά λόγους για τους οποίους επιζητεί την ακύρωσή τους, τους ακόλουθους:
α. Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης με αποτέλεσμα την αποστέρηση του δικαιώματός της να τύχει δίκαιης δίκης στη διαδικασία.
β. Παραβίαση από τους καθ΄ων η αίτηση της υποχρέωσής τους όπως ενεργούν καλή τη πίστη.
γ. Υπέρμετρη καθυστέρηση στη διεξαγωγή της διαδικασίας εξ υπαιτιότητος των καθ΄ων η αίτηση.
Θα εξετάσω τη βασιμότητα των πιο πάνω λόγων με τη σειρά που τους έχω παραθέσει.
α. Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση αρχών φυσικής δικαιοσύνης.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, με την ακολουθηθείσα διαδικασία, παραβιάστηκαν βασικές αρχές φυσικής δικαιοσύνης, ήτοι:
(i) Το δικαίωμα ακρόασης (audi alteram partem).
(ii) Το δικαίωμα κρίσεως από αμερόληπτο διοικητικό όργανο (nemo judex in causa sua).
Σε προηγούμενη απόφασή μου στην Υπόθεση αρ. 1213/2007 Χαρ. Κουρουσίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28.6.2010, είχα αναφέρει τα ακόλουθα σε σχέση με την εφαρμογή των αρχών φυσικής δικαιοσύνης σε πειθαρχικές διαδικασίες:
"Σε σχέση με το θέμα τούτο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να εντοπισθεί ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος ΙΙΙ του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου "η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται κατά το δυνατόν κατά τον αυτόν τρόπον ως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης εκδικαζομένης συνοπτικώς". (Βλ. Φ. Παπαφώτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1302 και Ν. Παυλίδης κ.ά. ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 645/2005 και 691/2005, ημερομηνίας 18.7.2007). Όπως είχε παρατηρήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ν. Παυλίδης (ανωτέρω), στις πειθαρχικές διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθούνται, όσο είναι δυνατό, τόσο οι κανόνες της ποινικής δικονομίας, όσο και οι κανόνες του ποινικού δικαίου. Στην παλαιότερη δε απόφαση στην υπόθεση Evangelos Petrou v. The Republic (1980) 3 CLR 203, καθαρά είχε επιβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι στις διαδικασίες πειθαρχικών διώξεων θα πρέπει να τηρούνται και οι κανόνες και οι αρχές φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, σε άλλες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση Κωνσταντίνος Μαλλιώτης κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. κ.ά. (1996) ΑΑΔ 227, επιβεβαιώθηκε ότι οι αρχές του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στις πειθαρχικές διαδικασίες με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατηγοριών για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και θα πρέπει να τηρούνται οι παράμετροι που διασφαλίζουν τη διεξαγωγή μιας ακριβοδίκαιης δίκης. Με αυτά ως δεδομένα, είναι αυτονόητο ότι οι αρχές της δίκαιης δίκης, είτε κάτω από το Άρθρο 6.1 της Συνθήκης το οποίο εφαρμόζεται και σε αστικές υποθέσεις και σε ποινικές, είτε κάτω από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, εφαρμόζονται και σε πειθαρχικής φύσεως διαδικασίες."
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ ότι, όπως διαπιστώνεται από τα κατατεθέντα έγγραφα, η διεξαχθείσα πειθαρχική διαδικασία εναντίον της αιτήτριας διατάχθηκε και διεξήχθηκε δυνάμει του άρθρου 81(2)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, όπως τροποποιήθηκε. Όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται στην επιστολή ημερομηνίας 18.5.2007 του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, Λ. Σαββίδη, προς τον κ. Α. Χριστοδούλου, Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο δεύτερος ορίστηκε ως ερευνών Λειτουργός "σύμφωνα με τις διατάξεις της παρα. (α) του εδαφίου (2) του Άρθρου 81 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2006.".
Πρόκειται δηλαδή για την άσκηση της εξουσίας της αρμόδιας Αρχής όπως εκδικάζει συνοπτικά ορισμένα παραπτώματα τα οποία εμπεριέχονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα του Νόμου με τη διαδικασία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 82 του Νόμου, χωρίς παραπομπή του θέματος στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Η πρώτη πτυχή του ισχυρισμού της αιτήτριας περί παραβίασης του δικαιώματός της όπως ακουστεί στη διαδικασία, έγκειται στο παράπονό της ότι, ενώ ο ερευνών λειτουργός είχε την υποχρέωση όπως την ενημερώσει πλήρως και ανελλιπώς ως προς το σύνολο του μαρτυρικού υλικού το οποίο είχε συλλέξει, έτσι ώστε η ίδια να ήταν σε θέση να το μελετήσει και να προβάλει τη δική της θέση, αυτό δεν έγινε. Όπως ισχυρίζεται η πλευρά της αιτήτριας στην αγόρευσή της, διαπιστώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ότι το μαρτυρικό ".υλικό που τέθηκε ενώπιον της αιτήτριας όταν αυτή κλήθηκε σε απολογία (Παράρτημα 9 και 10 στην Ένσταση), διαφέρει ουσιωδώς από το υλικό που εστάλη στον ερευνώντα λειτουργό (Παράρτημα 8 στην Ένσταση, βάσει του οποίου ελήφθη η επίδικη απόφαση". Επομένως, είναι η θέση της αιτήτριας ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να απαντήσει στους συγκεκριμένους ισχυρισμούς στους οποίους βασίστηκαν οι κατηγορίες που της προσήφθηκαν.
Αντίθετη θέση προς την πιο πάνω, προβάλλει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση. Όπως αναφέρει, το Παράρτημα 8 στην Ένσταση, είναι επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον ερευνώντα λειτουργό, με την οποία του αποστέλλονταν τα πρόσθετα στοιχεία που ζητούσε σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση, στοιχεία τα οποία απετέλεσαν το μαρτυρικό υλικό που μαζί με τις καταθέσεις των μαρτύρων, όπως καταγράφεται στο Παράρτημα 9 στην Ένσταση, θα δινόταν στην αιτήτρια προτού η ίδια δώσει τη δική της κατάθεση. Ο δε ερευνών λειτουργός, όπως φαίνεται και από την επιστολή του ημερομηνίας 4.8.2008 προς την αιτήτρια (Παράρτημα 10), απέστειλε όλο το μαρτυρικό υλικό στην αιτήτρια, ήτοι τις καταθέσεις του Υπουργού, Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, των δύο γραμματέων της αιτήτριας, μαζί με όλα τα επισυναπτόμενα με τις καταθέσεις και όλα τα σχετικά με την υπόθεση στοιχεία.
Σε σχέση με το θέμα τούτο επισημαίνεται κατ΄ αρχάς η νομοθετική πρόνοια στο άρθρο 82(2) του Νόμου, σύμφωνα με την οποία όταν κατά τη διεξαχθείσα έρευνα η αρμόδια Αρχή κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, τότε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο «. παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί.»
Όπως έχει προαναφερθεί, η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι το μαρτυρικό και άλλο έγγραφο υλικό που της δόθηκε, διαφέρει ουσιωδώς από το υλικό που εστάλη στον ερευνώντα λειτουργό. Σε σχέση με τούτο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να παρατηρήσω ότι το τι ακριβώς στάληκε στον ερευνώντα λειτουργό δεν είναι αναγκαίο όπως ταυτίζεται με το υλικό το οποίο εκείνος υποχρεούται να κοινοποιήσει προς τον καθ΄ου η δίωξη υπάλληλο. Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης μπορεί να τεθεί ενώπιον του ερευνώντα λειτουργού και υλικό το οποίο είναι άσχετο ή επουσιώδες, το οποίο να μη θεωρηθεί ως χρήσιμο στην αρξάμενη διαδικασία, οπότε και δεν συντρέχει λόγος αυτό να κοινοποιηθεί στον υπάλληλο. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο ερευνών λειτουργός οφείλει να κοινοποιήσει στον υπάλληλο το σύνολο εκείνου του υλικού, το οποίο κρίνει ο ίδιος ως σχετικό και ουσιώδες και το οποίο συνιστά τη βάση του εξεταζόμενου παραπτώματος.
Εδώ όμως, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι διαφέρει ουσιωδώς το υλικό που της δόθηκε από το ογκώδες υλικό που τέθηκε στη διάθεση του ερευνώντα λειτουργού, είναι ένας ισχυρισμός γενικός και αόριστος, τον οποίο αδυνατώ να εξετάσω περαιτέρω. Αφ΄ ης μάλιστα στιγμής είναι η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του ληφθέντος και του παραδοθέντος υλικού, ήταν καθήκον της αιτήτριας όπως εντοπίσει οποιεσδήποτε διαφορές ή ελλείψεις και να αξιολογήσει την όποια σημασία τους.
Η άλλη πτυχή της κατ΄ ισχυρισμό παραβίασης αρχών φυσικής δικαιοσύνης, την οποία ήγειρε η αιτήτρια, αναφέρεται στη μη τήρηση των απαραίτητων εχεγγύων αμεροληψίας από πλευράς της αρμόδιας αρχής (nemo judex in causa sua).
Γνωστή είναι η αρχή δικαίου σύμφωνα με την οποία κανένας δεν μπορεί να είναι κριτής της ιδίας αυτού υπόθεσης, ούτε και βέβαια κατήγορος μπορεί παράλληλα να είναι και κριτής του κατηγορουμένου. [Βλ. π.χ. Panayiotou v. C.T.O. and another (1986) 3 CLR 790, Τάχου - Σύγχρονες Τάσεις της Αρχής της Νομιμότητας εις το Διοικητικόν Δίκαιον (1973) σελ. 137]. Αυτή η αρχή έχει επίσης τύχει νομοθετικής διασφάλισης στην Κύπρο με τις πρόνοιες του Άρθρου 42(1) των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου [Νόμος αρ. 158(1)/1999], σύμφωνα με τις οποίες κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης, πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι αυτή η αρχή φυσικής δικαιοσύνης έχει παραβιαστεί στην υπό εξέταση διαδικασία, λόγω των ακόλουθων συμβάντων:
Βασικός μάρτυρας κατηγορίας εναντίον της αιτήτριας στην πειθαρχική διαδικασία ήταν ο κ. Ν. Συλικιώτης ο οποίος ζήτησε τη διεξαγωγή της έρευνας στις 14.5.2007, ως Υπουργός Εσωτερικών. Αργότερα, παραιτήθηκε από το αξίωμά του και κατέθεσε ως μάρτυρας. Διαρκούσας όμως της έρευνας, επαναδιορίστηκε στο αξίωμα του Υπουργού Εσωτερικών. Άλλος ουσιώδης μάρτυρας στην υπόθεση ήταν ο τότε Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών Δρ. Λ. Σαββίδης. Περαιτέρω, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ο οποίος έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, υπάγεται ιεραρχικά στον Υπουργό Εσωτερικών και στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου. Όπως υποστηρίζει η αιτήτρια, εφόσον ο Υπουργός και ο Γενικός Διευθυντής έχουν εμπλοκή στην υπόθεση σε βαθμό που να πλήττεται η αμεροληψία τους, δεν μπορεί να διασφαλιστεί η απαιτούμενη από το νόμο ανεξαρτησία και αμεροληψία με την ανάθεση της έρευνας σε ένα άμεσα υφιστάμενό τους. Η ύπαρξη σχέσης υπαγωγής μεταξύ του Υπουργού, του λειτουργού που έλαβε την απόφαση, αλλά και του ερευνώντα λειτουργού, επηρεάζει, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, τα εχέγγυα αμεροληψίας και δίκαιης δίκης.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, οι καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ακριβώς προς το σκοπό διασφάλισης της απαιτούμενης αμεροληψίας ήταν που έγινε η εκχώρηση των εξουσιών από την αρμόδια Αρχή προς το Διευθυντή Πολεοδομίας, με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Η δε ιεραρχική σχέση του κ. Κτωρίδη με τον Υπουργό και/ή με το Γενικό Διευθυντή, δεν μπορεί να επηρεάσει αυτά τα εχέγγυα.
Εξετάζοντας την πορεία την οποία ακολούθησε η διεξαχθείσα πειθαρχική έρευνα, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω, ότι εντοπίζονται σ΄ αυτή έκδηλα τρωτά σημεία τα οποία σε πρώτο στάδιο θα επισημάνω και σε δεύτερο στάδιο θα αξιολογήσω τη σοβαρότητα και τις δυνητικές νομικές επιπτώσεις τους στην όλη διαδικασία.
Όπως καταδεικνύεται από τα κατατεθέντα στο Δικαστήριο έγγραφα και τη συνοπτική απόδοση των γεγονότων την οποία παρέθεσα προηγουμένως, τη διεξαγωγή της έρευνας ζήτησε ο τότε Υπουργός Εσωτερικών με την επιστολή του ημερομηνίας 14.5.2007, στην οποία και καθόρισε τα τέσσερα συγκεκριμένα θέματα που θα καθίσταντο αντικείμενα της έρευνας. Κατόπιν εισήγησης προς τον Υπουργό ως προς το πρόσωπο του διορισθησόμενου ερευνώντος λειτουργού, ο Υπουργός ως αρμόδια Αρχή, διόρισε το Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ως ερευνώντα Λειτουργό.
Κατά την άποψή μου, δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό σ΄ αυτή τη διαδικασία, ή την επιλογή ερευνώντος λειτουργού. Υπενθυμίζεται ότι, βάσει των προνοιών του άρθρου 81(2)(α) του Νόμου, επρόκειτο περί "ενδοτμηματικής έρευνας" με συνοπτική διαδικασία και τίποτε δεν μπορούσε να αποκλείσει τον επιλεγέντα Διευθυντή Τμήματος, ο οποίος υπάγεται στο ίδιο Υπουργείο, από του να διεξαγάγει την έρευνα.
Πέραν όμως τούτου, η συνέχιση της διαδικασίας δεν παρουσιάζεται να ήταν εύρυθμη, όπως θα περιοριστώ να την χαρακτηρίσω επί του παρόντος. Όπως αποκαλύπτεται από την επιστολή ημερομηνίας 31.7.2007 του διορισθέντος ερευνώντα λειτουργού προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, δεν είχαν παρασχεθεί σ΄αυτόν καθόλου συγκεκριμένα στοιχεία ως προς το που βασίζονταν τα τρία από τα τέσσερα θέματα που κλήθηκε να ερευνήσει, παρόλο ότι επανειλημμένα ζητούσε να του δοθούν, με αποτέλεσμα να δηλώσει ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει στην έρευνα, εκτός αν του παρείχονταν τα στοιχεία το ταχύτερο δυνατόν. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 6.8.2007, αναφέροντας και τα εξής:
"Έχω οδηγίες από τον Υπουργό Εσωτερικών, ως Αρμόδια Αρχή, να σας ζητήσω να καλέσετε γραπτώς τον τέως Υπουργό Εσωτερικών κ. Συλικιώτη να υποβάλει όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία που έχει με απώτερο στόχο να προχωρήσετε στην ολοκλήρωση της έρευνας το συντομότερο δυνατό με βάση τα στοιχεία που θα έχετε στην κατοχή σας."
Συμμορφούμενος με αυτή την υπόδειξη του Γενικού Διευθυντή, ο ερευνών λειτουργός, με επιστολή του ημερομηνίας 9.8.2007, απευθύνθηκε προς τον κ. Ν. Συλικιώτη, ο οποίος είχε παραιτηθεί από τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών και του ζητούσε όπως του υποβάλει γραπτώς όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία που είχε υπόψη του, γραπτές και προφορικές οδηγίες προς την αιτήτρια κα Σιακαλλή, ως προς τα τρία από τα τέσσερα θέματα που του είχε ανατεθεί η διερεύνηση.
Η απάντηση του ιδιώτη πλέον κ. Συλικιώτη, δόθηκε με επιστολή του ημερομηνίας 3.9.2007, η οποία απευθύνθηκε προς το διάδοχο του στη θέση του Υπουργού Εσωτερικών κ. Χρ. Πατσαλίδη. Στην επιστολή εκείνη ο κ. Συλικιώτης ανέφερε μεταξύ άλλων:
".Θεωρώ ότι είναι το λιγότερο ατυχές να ζητούνται στοιχεία από μένα, όταν όλοι οι φάκελοι με τα στοιχεία υπάρχουν στο Υπουργείο Εσωτερικών. Τόσο ο Γενικός Διευθυντής, όσο και ο ερευνών λειτουργός έχουν ενημερωθεί από μένα προφορικώς, που μπορούν να βρουν τα στοιχεία για την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας. Διακρίνω ότι δεν σας έχουν πληροφορήσει σωστά, για να δίνεται οδηγίες να ζητήσουν από μένα γραπτώς στοιχεία.
Σ΄ότι αφορά τα θέματα:
............................................"
Παρά τη δικαιολογημένη αντίδραση του τέως Υπουργού στο αίτημα όπως παράσχει ο ίδιος στοιχεία, εν τούτοις, στη συνέχεια της επιστολής του, δίδει διάφορα στοιχεία ως προς τα υπό διερεύνηση θέματα.
Στο σημείο τούτο θα πρέπει να εντοπισθεί ένα ουσιώδες τρωτό σημείο στη διαδικασία, το εξής: Στη βρισκόμενη υπό εξέλιξη, ή έστω στην αρξάμενη πειθαρχική διαδικασία εναντίον της αιτήτριας, αρμόδια Αρχή η οποία ζήτησε την έναρξη της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 81(2)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ήταν ο Υπουργός Εσωτερικών. Και βεβαίως όταν αναφερόμαστε στον Υπουργό Εσωτερικών, εννοούμε τον εκάστοτε ή ανά πάσα στιγμή κατέχοντα τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών και όχι τον κ. Ν. Συλικιώτη προσωπικά. Επομένως, δικαιολογημένα, ο κ. Συλικιώτης εξεπλάγη όταν ζητήθηκαν από τον ίδιο προσωπικά εκ μέρους του νέου Υπουργού, λεπτομερή και συγκεκριμένα στοιχεία για την έρευνα, ενόσω όπως ανέφερε τα στοιχεία υπήρχαν στους τηρούμενους από το Υπουργείο φακέλους και είχε και ο ίδιος ενημερώσει προφορικά περί τούτων. Βέβαια, ξενίζει η αναφορά του τέως Υπουργού στην επιστολή του, σύμφωνα με την οποία "την έρευνα διέταξε ο Γενικός Διευθυντής ως ο προϊστάμενος", αφού την έρευνα ήταν ο ίδιος που την είχε ζητήσει, ως Υπουργός.
Υπάρχει όμως και συνέχεια. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απευθύνεται με επιστολή του ημερομηνίας 20.9.2007 προς τον ερευνώντα λειτουργό και του αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα (Παράρτημα 8 στην Ένσταση):
"Αναφέρομαι στη συνάντησή μας (κ.κ. Χριστοδούλου-Σαββίδης) που έγινε την Παρασκευή 31.8.07, για να σας δοθούν συγκεκριμένα στοιχεία για τις κατηγορίες που κατέγραψε ο τέως Υπουργός Εσωτερικών. Σας παραθέτω πιο κάτω τα όσα ο τέως Υπουργός Εσωτερικών μου διαβίβασε τηλεφωνικά (συνομιλία κ. Συλικιώτη-Σαββίδη) μετά τη λήψη της συνημμένης ταυτάριθμης επιστολής μου με ημερομηνία 6.8.2007, αλλά και στη μετέπειτα επιστολή του με ημερ. 7.9.07 αντίγραφο της οποίας κοινοποιήθηκε και σε σας. .."
Δίδονται στη συνέχεια της επιστολής διάφορα συγκεκριμένα στοιχεία που διαβίβασε ο κ. Συλικιώτης, τα οποία εν πολλοίς αποδίδονται σ΄ αυτόν, όπως π.χ. "Ο τέως Υπουργός Εσωτερικών ανέφερε ότι..", "Ο τέως Υπουργός ανέφερε χαρακτηριστικά ότι το έγγραφο ουδέποτε υποβλήθηκε σ΄ αυτόν μέχρι την υποβολή της παραίτησής του ως Υπουργός, παρ΄ όλες τις κατά περιόδους προφορικές του υπενθυμίσεις.", ". ο τέως Υπουργός αναφέρθηκε σε σειρά παραπόνων από πελάτες, εργοδότες και άλλους φορείς.", ". Ο τέως Υπουργός παρόλες τις προφορικές τοποθετήσεις / οδηγίες του επί της νομοθεσίας.." κλπ. Επισυνάπτονται δε στην ίδια επιστολή και αντίγραφα εγγράφων από τους φακέλους σε μία ογκώδη δέσμη.
Εκείνο το οποίο θα πρέπει εδώ να λεχθεί είναι ότι η πιο πάνω επιστολή υπερβαίνει κατά πολύ την αναμενόμενη ενημέρωση ενός ερευνώντα λειτουργού ως προς το ακριβές αντικείμενο της έρευνάς του. Ουσιαστικά εκείνο που έγινε μέσω της επιστολής και του ογκώδους έγγραφου υλικού που διαβιβάστηκε στον ερευνώντα λειτουργό, ήταν μονόπλευροι ισχυρισμοί, υπό τύπο εξ ακοής μαρτυρίας με πηγή τον καταγγέλλοντα τέως Υπουργό και με εμφανή την προσπάθεια απόδειξης των καταγγελιών με την επισύναψη επιλεκτικά όποιων από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων έκρινε ο καταγγέλλων ότι απεδείκνυαν τις καταγγελίες του. Επρόκειτο δηλαδή για έρευνα εντός της έρευνας, αφού, αντί ο ερευνών λειτουργός να ενημερωθεί ως προς τη φύση των υπό διερεύνηση καταγγελιών και να ερευνήσει ο ίδιος ως προς την ύπαρξη υποστηρικτικών στοιχείων, αυτό το έργο φαίνεται να το ανέλαβε και διεκπεραίωσε η αρμόδια Αρχή.
Η συνέχεια όμως της διαδικασίας παρουσιάζει ακόμα πιο τρωτά σημεία. Ο ερευνών λειτουργός ετοίμασε και υπέβαλε την έκθεσή του προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, με επιστολή του ημερομηνίας 26.1.2009 (Παράρτημα 10 στην Ένσταση). Με σημείωμά του ημερομηνίας 5.3.2009 προς τον Υπουργό (μέσω Γενικού Διευθυντή) ο Διοικητικός Λειτουργός Α΄ κ. Α. Οικονομίδης υπέβαλε την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού. Όπως δε ανέφερε στο σημείωμά του ο Διοικητικός Λειτουργός σε σχέση με την έκθεση:
"Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής διαφαίνεται ότι ευσταθούν οι πιο κάτω καταγγελίες εναντίον της κας Σιακαλλή:
1. Αργοπορημένη προσέλευση στην εργασία της, κατά παράβαση των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Κανονισμών του 1990.
2. Παραβίαση ή/και κωλυσιεργία στην εφαρμογή οδηγιών του πολιτικού Προϊσταμένη και του Γενικού Διευθυντή, όπως καταγράφονται στις κατά καιρούς εγκυκλίους."
Αφού δε ο Διοικητικός Λειτουργός διαπίστωσε ότι ευσταθούσαν οι πιο πάνω κατηγορίες, εισηγείτο προς τον Υπουργό να αποφασίσει κατά πόσο θα μεταβίβαζε τις εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος στο Γενικό Διευθυντή. Όπως διαπιστώνεται, ο Υπουργός προέβηκε στη δεύτερη από τις πιο πάνω εισηγούμενες ενέργειες, αφού με επιστολή του ημερομηνίας 26.3.2010, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου κ. Λ. Σαββίδης πληροφόρησε την αιτήτρια ότι ο Υπουργός Εσωτερικών του είχε εκχωρήσει "δυνάμει του άρθρου 82(4) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2008, τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 82(1) των πιο πάνω Νόμων, για συνοπτική εκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων που αναφέρονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Πίνακα και να επιβάλω οποιαδήποτε από τις ποινές οι οποίες αναγράφονται στο Μέρος 11 του Πίνακα αυτού". Και με την ίδια επιστολή (Παράρτημα 12 στην Ένσταση), ο Γενικός Διευθυντής, αφού πληροφορούσε την αιτήτρια ότι η πειθαρχική έρευνα από τον ερευνώντα λειτουργό κ. Α. Χριστοδούλου είχε συμπληρωθεί και το πόρισμά της είχε τεθεί ενώπιόν του, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου συνέχισε αναφέροντας προς την αιτήτρια τα ακόλουθα:
"Εν όψει των ανωτέρω και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 82(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, καλείστε στο Γραφείο μου την ερχόμενη Πέμπτη και ώρα 09.00 π.μ. έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η πειθαρχική διαδικασία."
Από τα πιο πάνω στοιχεία εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:
Κατ΄ αρχάς ο διοικητικός Λειτουργός, ο οποίος παρέπεμψε την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού προς τον Υπουργό, ανεπίτρεπτα, κατά την άποψή μου, εξέφρασε και κρίση ή έστω γνώμη σύμφωνα με την οποία ευσταθούσαν κάποιες κατηγορίες εναντίον της αιτήτριας με βάση την έκθεση. Σύμφωνα με το Νόμο και συγκεκριμένα με τις πρόνοιες του άρθρου 82(1)(2), το μόνο όργανο που μπορεί να κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, είναι η "αρμόδια Αρχή", δηλαδή ο Υπουργός.
Μετά, διαπιστώνεται ότι ο Υπουργός εκχώρησε τις εξουσίες του στο Γενικό Διευθυντή ο οποίος, με την προαναφερθείσα επιστολή του, κάλεσε την αιτήτρια να προσέλθει στο γραφείο του δυνάμει, όπως ο ίδιος ανέφερε, των προνοιών του άρθρου 82(3) του Νόμου. Το κείμενο του άρθρου 82(3) του Νόμου έχει ως εξής:
"Αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να του επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές που αναγράφονται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Πίνακα αφού προηγουμένως τον ακούσει για την επιμέτρηση της ποινής."
Για να μπορεί όμως να προχωρήσει στην άσκηση των εξουσιών της με βάση το εδάφιο (3) και να καλέσει τον εμπλεκόμενο υπάλληλο για να ακουσθεί, η αρμόδια Αρχή πρέπει προηγουμένως να έχει κρίνει, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του ίδιου άρθρου, ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, ως αποτέλεσμα της διεξαχθείσας ενδοτμηματικής έρευνας. 'Επεται επομένως ότι ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος ενεργούσε τώρα ως "αρμόδια Αρχή", άσκησε κρίση και, αφού έκρινε ότι διαπράχθηκαν πειθαρχικά αδικήματα από την αιτήτρια με βάση τη διεξαχθείσα έρευνα, την κάλεσε στο γραφείο του για τα περαιτέρω. Όμως, όπως αναφέρεται και στην ίδια την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού, τόσο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου όσο και ο τέως Υπουργός, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω επανήλθε στη θέση του, ήσαν βασικοί μάρτυρες οι οποίοι πρόβαλαν και στήριξαν τις εναντίον της αιτήτριας καταγγελίες για διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων. Δηλαδή, ο μεν Υπουργός ήταν και αρμόδια Αρχή που ζήτησε τη διεξαγωγή της έρευνας στη βάση δικών του καταγγελιών, ήταν το ίδιο πρόσωπο που έδωσε τα στοιχεία εκείνα τα οποία έκρινε ως αναγκαία με αποδεικτικά έγγραφα για να μπορέσει να αρχίσει η έρευνα, ήταν το ίδιο πρόσωπο που έδωσε και κατάθεση ως μάρτυρας προς διερεύνηση των καταγγελιών του, και μετά, το ίδιο πρόσωπο ξανά ως αρμόδια Αρχή, παρουσιάζεται να έκρινε ότι, ως αποτέλεσμα της έρευνας, ευσταθούσαν κάποιες κατηγορίες, γι΄ αυτό και εκχώρησε εξουσίες στο Γενικό Διευθυντή ώστε αυτός να προχωρήσει απ΄ εκεί και πέρα.
Από την άλλη, ο Γενικός Διευθυντής ήταν επίσης πρόσωπο που διαβίβασε ογκώδη στοιχεία στον ερευνώντα λειτουργό, που έδωσε ουσιώδη κατάθεση ως μάρτυρας για τη διερεύνηση των καταγγελιών και που αργότερα, ως αρμόδια Αρχή, με βάση εξουσίες που του εκχωρήθηκαν από τον Υπουργό, αφού αξιολόγησε την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού και έκρινε ότι διαπράχθηκαν πειθαρχικά αδικήματα, κάλεσε την αιτήτρια να προσέλθει ενώπιόν του για τα περαιτέρω.
Με βάση τις προαναφερθείσες αρχές φυσικής δικαιοσύνης και ιδιαίτερα την αρχή της διασφάλισης της αμεροληψίας, οι πιο πάνω ενέργειες και προσμίξεις ιδιοτήτων και εξουσιών από τον Υπουργό και το Γενικό Διευθυντή δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ως ρίχνουσες σκιά στην όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Βέβαια, όπως διαπιστώνεται από τα συμβάντα που ακολούθησαν, μετά που η αιτήτρια προσήλθε στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή, όπου κλήθηκε μετά από παρέμβαση και διαφωνίες που προβλήθηκαν από τους δικηγόρους της ως προς τη μεμπτότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας, ο Υπουργός αποφάσισε όπως εκχωρήσει ξανά και εκχώρησε την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 82(2) του Νόμου, στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Στην υπό εξέταση δηλαδή διαδικασία, αρχικά ενήργησε ως αρμόδια Αρχή ο ίδιος ο Υπουργός Εσωτερικών. Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας από τον ερευνώντα λειτουργό, δυνάμει εκχώρησης εξουσιών, ως αρμόδια Αρχή ορίστηκε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου και τελικά, μετά που κρίθηκε η διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από τη νέα και προφανώς και από την προηγούμενη αρμόδια Αρχή, κατόπιν άλλης εκχώρησης εξουσιών, ορίστηκε όπως ενεργεί ως τρίτη στη σειρά αρμόδια Αρχή, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Η προηγηθείσα όμως μεμπτότητα που παρατηρείται στην όλη διαδικασία, φαίνεται να είχε και συνέχεια. Με την επιστολή του ημερομηνίας 5.5.2009, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, ο οποίος στο προαναφερθέν ύστατο στάδιο της διαδικασίας αντικαταστάθηκε ως αρμόδια Αρχή, απευθυνόμενος προς το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, αφού τον ενημέρωσε για τα προηγηθέντα, τον πληροφόρησε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε όπως εκχωρήσει την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 82(2) του Νόμου στον ίδιο ". για να ολοκληρώσετε τη διαδικασία σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω." (Παράρτημα 15 στην Ένσταση).
Βέβαια, τα όσα αναφέρονταν πιο πάνω περιλάμβαναν και την παράτυπη άσκηση κρίσης από το Γενικό Διευθυντή και τον Υπουργό ως προς τη διάπραξη από την αιτήτρια των παραπτωμάτων για τα οποία είχε καταγγελθεί και ουσιαστικά εκαλείτο ο νέος προϊστάμενος Τμήματος να ακούσει την αιτήτρια και να της επιβάλει ποινή. Αυτό άλλωστε ήταν που κλήθηκε να πράξει και ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής όταν είχε εκχωρηθεί η σχετική εξουσία του Υπουργού προς αυτόν, εξού και, όπως αναφέρει στην προαναφερθείσα επιστολή του προς το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ενημερώνοντάς τον για τα προηγηθέντα:
"Σύμφωνα με τις πρόνοιες των πιο πάνω Νόμων, ο Υπουργός Εσωτερικών μου μεταβίβασε την εξουσία να χειριστώ προσωπικά την υπόθεση και αφού ακούσω την κα Σιακαλλή, να της επιβάλω τη σχετική ποινή."
Με αυτά τα δεδομένα, ουσιαστικά εκαλείτο ένα ιεραρχικά υφιστάμενο διευθυντικό στέλεχος του ίδιου Υπουργείου να ασκήσει εξουσία και είτε να προχωρήσει τη διαδικασία από το ύστατο σημείο στο οποίο είχε οδηγηθεί από τον προϊστάμενο του Γενικού Διευθυντή, ή να ασκήσει δική του κρίση, μετά που αυτή είχε ήδη ασκηθεί προς μια κατεύθυνση από το Γενικό Διευθυντή και προηγουμένως από τον Υπουργό.
Είμαι πεπεισμένος ότι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, ούτε και η συνέχιση και συμπλήρωση της διαδικασίας από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι διασφάλιζε τα εχέγγυα της αμεροληψίας καθότι εμολύνετο από την προηγηθείσα παράτυπη διαδικασία.
Για τους πιο πάνω λόγους, ο δεύτερος αυτός λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.
β. Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της αρχής περί άσκησης καλής πίστης.
Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, η αιτήτρια προβάλλει τη θέση ότι η στοιχειοθέτηση της καταγγελίας για διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της καθυστέρησης στην προσέλευση στο χώρο εργασίας από την αιτήτρια, δείχνει κακή και όχι καλή πίστη κάτω από την οποία θα έπρεπε να είχε ενεργήσει η διοίκηση σύμφωνα με την υποχρέωση της η οποία απορρέει από το άρθρο 51(1) του περί των Γενικών Αρχών του Δικαίου Νόμο [Νόμος αρ. 158(Ι)/1999]. Και τούτο επειδή, ενώ ήταν η καταγραφείσα διαπίστωση του ερευνώντα λειτουργού ότι η αιτήτρια "παρέμενε αρκετές φορές στο γραφείο της πέραν του κανονικού ωραρίου, δηλαδή μετά τις 3.00μ.μ. για να διεκπεραιώσει υπηρεσιακή εργασία, ενίοτε και καθ΄ όλη τη νύκτα ή ως αργά τη νύκτα", εν τούτοις, κρίθηκε πως το γεγονός ότι καθυστερούσε ενίοτε να προσέλθει στην εργασία της το πρωί κατά μισή περίπου ώρα, δικαιολογούσε την πειθαρχική δίωξή και καταδίκη της.
Δε συμφωνώ με αυτή τη θέση της αιτήτριας. Κατ΄ αρχάς, δεν ήταν μεμονωμένα και αποκλειστικά που υποβλήθηκε η καταγγελία για αργοπορημένη άφιξη της αιτήτριας στην εργασία της, αλλά αυτή προσάφθηκε μαζί με άλλες, σοβαρότερης φύσεως καταγγελίες. Έπειτα, με δεδομένη την υποχρέωση υπαλλήλου, έστω και διευθυντικού στελέχους, να προσέρχεται στην εργασία του σε καθορισμένη ώρα και να μην αποχωρεί πριν από επίσης καθορισμένη ώρα, είναι εύλογα προσφερόμενη η δυνατότητα να ευρεθεί ότι διαπράττει πειθαρχικό αδίκημα εάν επανειλημμένα παραβιάζει το καθορισθέν ωράριο, έστω και αν ενίοτε, λόγω έκτακτης ανάγκης, υποχρεώνεται όπως παραμείνει στο χώρο εργασίας του και πέραν του καθορισμένου ωραρίου προς διεκπεραίωση εργασίας.
γ. Η κατ΄ ισχυρισμό μεγάλη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της πειθαρχικής διαδικασίας.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται η αιτήτρια, έχουν παραβιαστεί τα συνταγματικά της δικαιώματα, λόγω της υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην πειθαρχική διαδικασία, για την οποία δεν ευθύνεται η ίδια.
Αντίθετα, όπως ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση, αν και όντως απαιτήθηκε κάποιο χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας, εν τούτοις ο χρόνος που διέρρευσε δεν επηρέασε το αποτέλεσμα της διαδικασίας, ούτε και προκάλεσε παραβίαση συνταγματικών της δικαιωμάτων.
Σε σχέση με το θέμα τούτο, παρατηρώ τα εξής:
Κατ΄ αρχάς στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, ενώ στο Δεύτερο Πίνακα, Μέρος Ι, Κανονισμός 2, γίνεται ειδική πρόνοια ως προς το χρόνο διεκπεραίωσης έρευνας για πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία προνοούνται στα άρθρα 81(2)(β) και 83 του Νόμου, που είναι και τα σοβαρότερα παραπτώματα, εν τούτοις δε γίνεται πρόνοια για παραπτώματα όπως τα εδώ υπό εξέταση τα οποία εκδικάζονται συνοπτικά δυνάμει των άρθρων 81(2)(α) και 82 του Νόμου. Ο χρόνος ο οποίος καθορίζεται εντός του οποίου θα πρέπει να διεκπεραιωθεί η έρευνα για τα πιο σοβαρά αδικήματα, δυνάμει των άρθρων 81(2)(β) και 83 του Νόμου, τα οποία και παραπέμπονται προς εκδίκαση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, είναι εξήντα μέρες. Βέβαια, όπως ρητά προνοείται και στο άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση διοικητικής απόφασης, είναι ενδεικτικές, εκτός εάν ρητά ορίζεται στη σχετική νομοθεσία ότι είναι ανατρεπτικές. (Βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Pharment Ltd, Αναθεωρητική Έφεση 67/2008 κ.ά., ημερομηνίας 10.1.2011).
Είναι όμως λογικό ότι εφόσον ο νομοθέτης έταξε προθεσμία 60 ημερών για διεκπεραίωση έρευνας διάπραξης των πλέον σοβαρών παραπτωμάτων από εξωτερική διοικητική αρχή, να αναμένεται ότι η ενδοτμηματική, συνοπτική εκδίκαση παραπτωμάτων, όπως τα εδώ υπό εξέταση, θα συμπληρώνεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα, από τον ενδεικτικό έστω χρόνο των 60 ημερών.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η έναρξη της πειθαρχικής έρευνας έγινε με εντολή του Υπουργού, ημερομηνίας 14.5.2007, και κατέληξε με την επιβολή ποινής στις 17.11.2009, δηλαδή συμπληρώθηκε σε χρόνο δυόμισι περίπου χρόνων.
Όπως είχε παρατηρήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ν. Παυλίδης κ.ά. ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 645, ημερομηνίας 18.7.2007, στις πειθαρχικές διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθούνται, όσο είναι δυνατό, τόσο οι κανόνες της ποινικής δικονομίας, όσο και οι κανόνες του ποινικού δικαίου. Στην παλαιότερη δε απόφαση στην υπόθεση Evangelos Petrou v. The Republic (1980) 3 CLR 203, καθαρά είχε επιβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι στις διαδικασίες πειθαρχικών διώξεων θα πρέπει να τηρούνται και οι κανόνες και οι αρχές φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, σε άλλες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση Κωνσταντίνος Μαλλιώτης κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. κ.ά. (1996) ΑΑΔ 227, επιβεβαιώθηκε ότι οι αρχές του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στις πειθαρχικές διαδικασίες με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατηγοριών για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και θα πρέπει να τηρούνται οι παράμετροι που διασφαλίζουν τη διεξαγωγή μιας ακριβοδίκαιης δίκης. Με αυτά ως δεδομένα, είναι αυτονόητο ότι οι αρχές της δίκαιης δίκης, είτε κάτω από το Άρθρο 6.1 της Συνθήκης το οποίο εφαρμόζεται και σε αστικές υποθέσεις και σε ποινικές, είτε κάτω από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, εφαρμόζονται και σε πειθαρχικής φύσεως διαδικασίες.
Όπως δε είχε τονιστεί, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Paporis v. National Bank of Greece (1986) 1 CLR 578, η τήρηση ή παραβίαση ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και εκεί διαπιστώνεται.
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, σε σχέση με το θέμα τούτο, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Αφ΄ εαυτού ο απαιτηθείς χρόνος των δυόμισι ετών για την ενδοτμηματική συνοπτική διερεύνηση υπερβαίνει κατά πολύ τον λογικά απαιτούμενο για μια τέτοια περίπτωση. Πέραν τούτου όμως, το πλέον ανησυχητικό στην περίπτωση έγκειται στους λόγους και τις αιτίες που οδήγησαν στην επιμήκυνση του χρόνου. Όπως διαπιστώνεται από την έκθεση γεγονότων και το χρονικό της όλης υπόθεσης που έχω παραθέσει προηγουμένως, διορίστηκε ερευνών λειτουργός στις 18.5.2007 και, παρά τις επίμονες προσπάθειές του, όπως ο ίδιος ανέφερε, δεν του είχαν διατεθεί οποιεσδήποτε από τις αναγκαίες λεπτομέρειες και στοιχεία για να αρχίσει την έρευνά του. Δόθηκαν δε τελικά σ΄ αυτόν στοιχεία με τον τρόπο και το είδος του υλικού που περιγράφηκε προηγουμένως, με επιστολή 20.9.2007. Ενώ δηλαδή είχε διαταχθεί η έρευνα, αυτή δεν κατέστη δυνατό να αρχίσει παρά τέσσερις ολόκληρους μήνες αργότερα, με υπαιτιότητα της διοίκησης, η οποία, αντί να παράσχει λεπτομέρειες ως προς το αντικείμενο της έρευνας, από το διαθέσιμο στο Υπουργείο υλικό, παρέπεμψε τον ερευνώντα λειτουργό στον παραιτηθέντα Υπουργό. Η διερεύνηση και ετοιμασία έκθεσης από τον ερευνώντα λειτουργό, χρειάστηκε άλλους 16 περίπου ολόκληρους μήνες, χρονικό διάστημα, που και πάλι κρίνεται ως υπέρμετρο. Μεταξύ δε της 26.1.2009 που υποβλήθηκε η έκθεση του ερευνώντος λειτουργού μέχρι την τελική συμπλήρωση της διαδικασίας με την επιβολή της ποινής κατά την 29.9.2009, χρειάστηκε άλλο χρονικό διάστημα οκτώ μηνών. Το μεγαλύτερο μέρος της νέας αυτής καθυστέρησης καταλογίζεται στην εσφαλμένη ενέργεια της εκχώρησης των εξουσιών της αρμόδιας Αρχής προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, στην ανάκληση αυτής της εκχώρησης και, τελικά, στην εκχώρηση των εξουσιών στο Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Το δικαίωμα διάγνωσης ποινικής ευθύνης (και κατ΄ επέκταση πειθαρχικής ευθύνης) εντός ευλόγου χρόνου, διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και έχει αναλυθεί η σημασία του σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κώστα Μέλιου Μενελάου (2004) 2 ΑΑΔ 223, ο τότε Πρόεδρος Αρτεμίδης, ανέφερε και τα ακόλουθα:
"...Το εύλογο διάστημα αποφασίζεται με καθιερωμένα κριτήρια όπως, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η σημασία για εκείνον που υποβάλλει το αίτημα, η στάση των αρχών και η συμπεριφορά του ιδίου του αιτούντος. Στη Σειρά «Θεσμικά Κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης» των Donna Gomien, David Harris, Leo Zwaak, σε επιμέλεια και μετάφραση των Γαβριήλ Αμίτση και Έφης Τσατσαρέλη, διαβάζουμε τα εξής σχετικά:
«Η συνολική διάρκεια της διαδικασίας είναι προφανώς αντικειμενικό γεγονός, εφόσον βέβαια είναι γνωστά τα χρονικά της ορόσημα, υπεισέρχονται όμως και άλλοι παράγοντες όταν χρειάζεται να εκτιμηθεί ο εύλογος χαρακτήρας της προθεσμίας. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο εφάρμοσαν ειδικότερα τα ακόλουθα κριτήρια:
α. την πολυπλοκότητα της υπόθεσης
β. τη σημασία για τους αιτούντες
γ. τη στάση των αρχών
δ. τη συμπεριφορά του ίδιου του αιτούντα.»
Στην ανάλυση που ακολουθεί, και σε αναφορά με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, επισημαίνεται πως αυτή σχετίζεται ταυτόχρονα με θέματα πραγματικών περιστατικών και δικαίου, όπως η φύση και σοβαρότητα των συγκεκριμένων ζητημάτων και παραβάσεων, ο αριθμός των ζητημάτων και των αξιόποινων πράξεων που μελετώνται στην ίδια υπόθεση, η φυσική και χρονολογική απόσταση ανάμεσα στα γεγονότα ή τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Σε σχέση δε με τη σημασία που το ζήτημα έχει για τον αιτούντα, σημειώνεται πως εφαρμόζεται γενικά πιο αυστηρό κριτήριο όταν πρόκειται για ποινικές διαδικασίες, ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος τελεί υπό προφυλάκιση. Η συμπεριφορά δε αυτού που επικαλείται το δικαίωμα, εδώ του εφεσίβλητου, μη συνεργασίας ή κωλυσιεργίας λαμβάνεται επίσης υπόψη.
Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στις εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης (Νο.13), αναφορικά με το άρθρο 6 της Σύμβασης, όπου γίνεται παραπομπή σε αποφάσεις, στις οποίες η επίμαχη χρονική περίοδος κρίθηκε εύλογη ή μη ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά στην κάθε υπόθεση. Και αυτή ποικίλλει. Ειδικότερα., στο σύγγραμμα των D.J.Harris, M.O' Boyle, C.Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, διαβάζουμε τα εξής:
«The reasonableness of the length of proceedings in both criminal and non-criminal cases depends on the particular circumstances of the case. There is no absolute time limit. Factors that are always taken into account are the complexity of the case, the conduct of the applicant and the conduct of the competent administrative and judicial authorities. No particular factor is conclusive; the approach must be to examine them separately and then to assess their cumulative effect. Although particular instances of delay attributable to the state may not seem unreasonable, they may be such when taken together. No margin of appreciation doctrine is applied, at least expressly, when determining the reasonableness of the time taken; the European Court simply makes its own assessment of the length of time taken. When it does so, it must bear in mind that Article 6 can only require such expedition as is consistent with the proper administration of Justice.
As to the first of the three factors listed above, a case may be complicated for many reasons, such as the volume of evidence, the number of defendants or changes, the need to obtain expert evidence or evidence from abroad, or the complexity of the legal issues involved."
(Σε μετάφραση):
«To εύλογο του χρόνου της δικαστικής διαδικασίας τόσο στις ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Δεν υπάρχει δογματικά καθορισμένο διάστημα. Παράγοντες που πάντοτε λαμβάνονται υπόψη είναι η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, η συμπεριφορά του αιτητή και η συμπεριφορά των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών. Κανένας ειδικός παράγοντας δεν είναι καθοριστικός. Η ορθή προσέγγιση είναι, η εξέταση πρώτα των παραγόντων ξεχωριστά και μετά να υπολογιστούν οι σωρευτικές τους επιπτώσεις. Μολονότι, ειδικές περιπτώσεις αργοπορίας που βαρύνουν την πολιτεία μπορεί να μη φαίνονται εύλογες, δυνατόν να κριθούν εύλογες, αν οι πιο πάνω παράγοντες προσμετρήσουν. Δεν εφαρμόζεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αρχή αναφορικά με το χρονικό τούτο διάστημα, τουλάχιστον ρητά, όταν υπολογίζεται το εύλογο του χρόνου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απλά υπολογίζει το ίδιο το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όταν δε το κάνει αυτό, πρέπει να έχει υπόψη του ότι το Άρθρο 6 απαιτεί μόνο τέτοια ταχύτητα η οποία θα είναι συμβατή με τον ορθό τρόπο απονομής της Δικαιοσύνης».
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η υπέρμετρη καθυστέρηση προκάλεσε την εκκρεμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον της αιτήτριας και τη συνεπακόλουθη αβεβαιότητα στη διάγνωση τυχόν ευθύνης ενός ανώτερου διευθυντικού στελέχους στη Δημόσια Υπηρεσία για ένα αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο καταλογίζεται σε αναίτια καθυστέρηση, παραλείψεις και παρατυπίες από την πλευρά της διοίκησης.
Είμαι της άποψης ότι, υπό αυτές τις συνθήκες υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων της αιτήτριας και, επομένως, ευσταθεί και αυτός ο λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Τα έξοδα της προσφυγής, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.
K. Κληρίδης,
/ΧΤΘ Δ.