ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 758/2012)

 

19 Ιουνίου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

 

 

ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

 

Αιτητής,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

 

Καθ΄ου η Aίτηση.

- - - - - -

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.5.2012 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ.

 

Κ. Κακουλλή, για τον Αιτητή.

 

Ε. Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

 

Π. Πολυβίου με Μ. Αντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Δήμο Λευκωσίας.

 

Α. Δημητριάδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Δήμο Πάφου.

 

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η    Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Δυνάμει της Απόφασης 1622/2006 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24.10.2006, το καθ΄ου η αίτηση Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού δημοσίευσε στις 30.12.2010 Πρόσκληση Υποβολής Αιτήσεων για την ανακήρυξη μιας πόλης της Κύπρου ως Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας για το 2017. Αιτήσεις υπέβαλαν τόσο ο αιτητής Δήμος Λεμεσού, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη Δήμος Λευκωσίας και Δήμος Πάφου. Προς συμμόρφωση με το άρθρο 6 της προαναφερθείσας Απόφασης 1622/2006 Ε.Κ., συγκροτήθηκε Επιτροπή Επιλογής αποτελούμενη από 13 μέλη, σκοπός της οποίας ήταν η αξιολόγηση των αιτήσεων - προτάσεων που υποβλήθηκαν από τις πόλεις που επέδειξαν ενδιαφέρον και η προεπιλογή των υποψηφίων πόλεων. Στις 22.12.2011 ανακοινώθηκε προς τούτο ότι επιλέγηκαν δύο πόλεις, οι οποίες θα περάσουν στην επόμενη φάση επιλογής, ήτοι τα ενδιαφερόμενα μέρη Δήμος Λευκωσίας και Δήμος Πάφου, και όχι ο αιτητής Δήμος Λεμεσού. Αιτιολογημένη επιστολή-ένσταση, την οποία απηύθυνε ο αιτητής στο καθ΄ου η αίτηση Υπουργείο, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, αφού η Έκθεση Προεπιλογής (Pre-Selection Report) της Επιτροπής δημοσιεύτηκε στις 24.1.2012. Τελικά, το καθ΄ου η αίτηση Υπουργείο, με επιστολή του Υπουργού ημερομηνίας 15.3.2012, σε απάντηση και άλλων παραστάσεων στις οποίες είχε προβεί ο αιτητής, τον πληροφόρησε ότι ο Υπουργός αποφάσισε να επικυρώσει την απόφαση της Επιτροπής για την προεπιλογή στην οποία δεν περιλαμβανόταν ο αιτητής.

 

Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής Δήμος Λεμεσού επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση, η οποία του κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 15.3.2012, και με την οποία επικυρώθηκε η προεπιλογή από την Επιτροπή Επιλογής των ενδιαφερόμενων μερών για τη δεύτερη και τελική φάση ανάδειξης της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2017 και, συνακόλουθα, ο αποκλεισμός του αιτητή.

 

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της προσφυγής, ο Δήμος Λεμεσού υπέβαλε και την υπό εξέταση μονομερή αίτηση, με την οποία ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

 

"1. Προσωρινό Διάταγμα (Provisional Order) με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή της διαδικασίας ανάδειξης της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2017 και/ή αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης του Καθ΄ου η Αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή του Καθ΄ου η Αίτηση ημερομηνίας 15.3.2012 να επικυρώσει την απόφαση της Επιτροπής Προεπιλογής να αποκλείσει τη Λεμεσό από το συνοπτικό κατάλογο των υποψηφίων πόλεων, μέχρι εκδίκασης και έκδοσης τελικής απόφασης την Αίτηση ακύρωσης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό.

 

2. Οδηγίες του Δικαστηρίου για σύντομη εκδίκαση της Αίτησης ακύρωσης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η εκδίκαση της και η έκδοση απόφασης μέχρι το Σεπτέμβριο 2012."

 

Το παρόν Δικαστήριο που επιλήφθηκε της μονομερούς αίτησης έδωσε οδηγίες όπως δοθεί ειδοποίησή της τόσο στο καθ΄ου η αίτηση Υπουργείο όσο και στους Δήμους Λευκωσίας και Πάφου, ως ενδιαφερόμενα μέρη, έτσι ώστε να ακουσθούν στη διαδικασία, εάν επιθυμούσαν.

 

Τόσο ο καθ΄ου η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος Δήμος Λευκωσίας εμφανίστηκαν στη διαδικασία και καταχώρησαν Ενστάσεις κατά της έκδοσης του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Δήμος Πάφου υιοθέτησε τις δύο αυτές Ενστάσεις. Οι συνήγοροι των εμπλεκομένων πλευρών υπέβαλαν ακολούθως προφορικά τις παραστάσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με τις καταχωρηθείσες Ενστάσεις του καθ΄ου η αίτηση και του Δήμου Λευκωσίας, πέραν των θεμάτων ουσίας που εγείρονται ως συνηγορούντων υπέρ της απόρριψης του αιτήματος για έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, εγείρεται και μεγάλος αριθμός προδικαστικών ενστάσεων οι οποίες αφορούν σε ισχυρισμούς περί του αβάσιμου και/ή του απαράδεκτου της κυρίως προσφυγής.

 

Οι εγειρόμενες προδικαστικές ενστάσεις των δύο ενισταμένων παρουσιάζονται να είναι κοινές και μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

 

1.     Έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου επειδή με την προσφυγή δεν προσβάλλεται η νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης.

 

2.     Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτικού χαρακτήρα και άρα μη εκτελεστή.

 

3.     Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη κυβερνήσεως και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

4.     Η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλεται εκπρόθεσμα.

 

5.     Η αιτούμενη θεραπεία ισοδυναμεί με αίτημα αναστολής αρνητικής πράξης.

 

6.     Η αιτούμενη θεραπεία ισοδυναμεί με έκδοση προστακτικού διατάγματος.

 

Σε σχέση με τις προδικαστικές τούτες ενστάσεις, οι οποίες εγείρονται και τυγχάνουν κάποιας ανάπτυξης στις Ενστάσεις των ενισταμένων μερών, θα πρέπει να παρατηρήσω τα ακόλουθα:

 

Ως εκ της φύσεώς τους, όλες οι προδικαστικές ενστάσεις, είτε σωρευτικά, είτε ξεχωριστά, εάν επιτύχουν και γίνουν δεκτές από το Δικαστήριο, θα επέφεραν ως αποτέλεσμα τη διάγνωση περί του αβάσιμου της κυρίως προσφυγής και θα πρέπει να οδηγήσουν τελικά στην απόρριψη όχι μόνο της υπό εξέτασης αίτησης, αλλ΄ ολόκληρης της προσφυγής. Το Δικαστήριο δεν έχει υποκινηθεί από κανένα των εμπλεκομένων μερών, ούτε και ήγειρε από μόνο του θέμα σύντομης εκδίκασης της ουσίας της προσφυγής αντί της εκδίκασης της παρούσας αίτησης.

 

Έχοντας εγκύψει στα θέματα που εγείρονται μέσω των προδικαστικών ενστάσεων, μπορώ να προβώ σε τρεις κύριες διαπιστώσεις:

 

1.     Ότι καμιά από αυτές δεν είναι εξόφθαλμα αβάσιμη και απορριπτέα, ενώ κάποιες από αυτές είναι μεταξύ τους αλληλένδετες και/ή αλληλοεξαρτώμενες.

 

2.     Ότι με αυτές, ή κάποιες από αυτές, εγείρονται πρωτότυπα νομικά θέματα που αφορούν μεταξύ άλλων και σε ενδιαφέρουσες πτυχές Κοινοτικού Δικαίου και η απόφανση επ΄ αυτών δε συνιστά εύκολο εγχείρημα, ιδιαίτερα χωρίς το όφελος πλήρους ακρόασης και επιχειρηματολογίας στο πλαίσιο της κυρίως προσφυγής.

 

3.     Ότι δεν θα προσέφερε οτιδήποτε η περιφερειακή εξέταση των ενστάσεων για διακρίβωση του κατά πόσο ο αιτητής απέτυχε ενδεχόμενα να καταδείξει πιθανότητα επιτυχίας του στην προσφυγή, αφού κάτι τέτοιο δε συνιστά κριτήριο έκδοσης του αιτουμένου διατάγματος. Όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Γ ΑΑΔ 1857, απόφανση επί τέτοιων θεμάτων με εκδήλωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου σε διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αποφεύγεται, έτσι ώστε να μην καθίσταται η εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής μάταιη. Μπορεί βέβαια να εξετάζεται και να διαγιγνώσκεται με περίσκεψη τέτοιου είδους θέμα κατά τη διάγνωση του ζητήματος κατά πόσο έχει καταδειχθεί από τον αιτητή η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας. Ακόμα και όταν η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη, γιατί διαφορετικά η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς θα καταντούσε μάταιη προσπάθεια. [Βλέπε Sofocleous v. The Republic (1971) 3 CLR 345, Karram v. The Republic (1983) 3 CLR 199]. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Georgios Miltiadous v. The Republic (1972) 3 CLR 341, o Κανονισμός 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επίδικων θεμάτων εκκρεμούσας της διαδικασίας.

 

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων κρίνω σκόπιμο όπως η πλήρης διερεύνηση και εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων γίνει στην κυρίως προσφυγή και όπως εδώ ληφθούν υπόψη μόνο στο βαθμό που αυτό θα μπορούσε να κριθεί αναγκαίο ή χρήσιμο κατά τη διερεύνηση των παραγόντων και προϋποθέσεων που εφαρμόζονται στην εξέταση απόδοσης παρεμπίπτουσας θεραπείας έκδοσης προσωρινού διατάγματος.

 

Νομική πτυχή αίτησης γι΄ απόδοση προσωρινής θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων μέχρι την εκδίκαση και πλήρη αποπεράτωση καταχωρηθείσας προσφυγής προσφέρεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και ιδιαίτερα από τον Κανονισμό 13. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο ανέλαβε τις εξουσίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχει επεξηγηθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Δικαστηρίου. Όπως καθίσταται φανερό, τα κριτήρια γι΄ απόδοση προσωρινής φύσεως θεραπείας από το Ανώτατο Δικαστήριο διαφέρουν και είναι αυστηρότερα απ΄ εκείνα που τίθενται με βάση το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου σε σχέση με τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ασκείται εάν απλά καταδειχθεί από τον αιτητή μια συζητήσιμη υπόθεση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που θα ακολουθήσει. Ούτε και η κατάδειξη του στοιχείου του ότι παρουσιάζεται να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε υστερότερο στάδιο, τυγχάνει άλλη προϋπόθεση.

 

Το προσωρινό διάταγμα του Διοικητικού Δικαίου δεν έχει σχέση με το συντηρητικό διάταγμα του Ιδιωτικού Δικαίου και δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/1960. [Moyo and antother v. The Republic (1988) 3 CLR 976].

 

Το προσωρινό διάταγμα για το οποίο υπάρχει δυνατότητα έκδοσης στο Διοικητικό Δίκαιο, συνιστά δραστική θεραπεία και, συνεπώς, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ. [Clerides and others (no. 1) v. The Republic (1966) 3 CLR 701].

 

Όπως ξεκάθαρα εξάγεται από τη νομολογία, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ασκηθεί παρέχοντας ενδιάμεση - προσωρινή θεραπεία, εκεί μόνο όπου ο αιτητής αποδεικνύει την ύπαρξη ενός από δύο παράγοντες:

 

α. Έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ή,

 

β. Επιφορά ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος.

 

[Βλ. πχ. Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53].

 

Θα εξετάσω στη συνέχεια κατά πόσο πληρούνται στην υπό εξέταση περίπτωση η μια ή η άλλη ή και οι δύο από τις πιο πάνω προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος.

 

1.  Η διερεύνηση της ικανοποίησης ή μη της προϋπόθεσης για κατάδειξη ύπαρξης έκδηλης παρανομίας στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο όρος "έκδηλη παρανομία" ή "προφανής παρανομία" (flagrant illegality) έχει τύχει ερμηνείας σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Κροκίδου (ανωτέρω) αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα (στη σελίδα 1862 του τόμου Αποφάσεων):

 

"Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης "προφανής παρανομία". Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Frangos and Others v. Minister of Interior and Others (1982) 3 C.L.R. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:

 

 

"For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts."

 

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου

 

"Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ..."

 

Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Sydney Alfred Moyo and Another ν. The Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203:.

 

"For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable."

 

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία."

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρανομία για να θεωρηθεί έκδηλη θα πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη, με άλλα λόγια, χειροπιαστή παρανομία που να αναγνωρίζεται από την εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης. [Βλ. Moyo (πιο πάνω), Frangos and Others v. The Republic (1982) 3 CLR 53, Economides v. The Republic (1982) 3 CLR 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω)]. Με τον όρο υποδηλώνεται η περίπτωση που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων.

 

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Τα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να είναι σχετικά με την ικανοποίηση αυτής της προϋπόθεσης, παρέχονται μέσω της συνημμένης στην αίτηση του αιτητή ένορκης δήλωσης της νομικής λειτουργού του Δήμου Λεμεσού Χριστίνας Χρίστου, η οποία δήλωση υποστηρίζει την αίτηση.

 

Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, και με παραπομπή στα εκτιθέμενα στην Προσφυγή γεγονότα, σε σχετικό Οδηγό ο οποίος δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο από το καθ΄ου η αίτηση Υπουργείο μαζί με την Πρόσκληση Υποβολής Αιτήσεων από τις ενδιαφερόμενες πόλεις, αναφερόταν ότι δεν υπάρχει ελάχιστος αριθμός πόλεων που θα μπορούσαν να περιληφθούν στον τελικό κατάλογο, αλλά θα πρέπει να είναι ένας λογικός αριθμός στη βάση της καταλληλότητας των υποψηφιοτήτων και έτσι ώστε να μην αφεθούν εκείνες οι υποψηφιότητες που δεν έχουν καμιά πραγματική προοπτική επιτυχίας να επενδύσουν άσκοπα περισσότερο χρόνο και χρήμα. Σε σχέση με αυτό το στοιχείο του Οδηγού, η ομνύουσα εκφράζει την πεποίθηση ότι τρεις υποψήφιες πόλεις είναι λογικός αριθμός και ότι βεβαίως η πόλη της Λεμεσού είχε προοπτικές επιτυχίας.

 

Περαιτέρω, όπως προσθέτει η ομνύουσα, σύμφωνα με την Πρόσκληση Υποβολής Αιτήσεως, οι κανόνες του διαγωνισμού, δηλαδή της ψηφοφορίας και της παρουσίασης των πόλεων, θα ήταν "διαθέσιμες σύντομα στον ισότοπο του Υπουργείου.". Τελικά όμως, διαφάνηκε ότι τα μέλη της Επιτροπής Επιλογής προέβηκαν σε μυστική ψηφοφορία και επιλέγηκαν οι δύο άλλες πόλεις που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους, με δεδομένο ότι δύο θα έπρεπε να είναι οι επιλεγόμενες πόλεις και χωρίς διερεύνηση του κατά πόσο οι τρεις πόλεις αποκάλυπταν προοπτικές επιτυχίας της υποψηφιότητάς τους ή κάποια ή κάποιες από αυτές αποκάλυπταν ανυπαρξία τέτοιων προοπτικών. Υποβάλλει δε ακολούθως τη διαφωνία της η ομνύουσα με το γεγονός που εντοπίζει στην έκθεση της Επιτροπής Επιλογής ότι, ενώ και στις τρεις προτάσεις των αιτητριών πόλεων διαπιστώθηκαν τόσο πλεονεκτήματα όσο και μειονεκτήματα με σοβαρές ανάγκες για βελτίωση, εν τούτοις οι δύο άλλες πόλεις επιλέγηκαν με συστάσεις για βελτίωση, κάτι όμως που δε συνέβηκε στην περίπτωση της Λεμεσού. Γενικά δε στην ουσία της εξεταζόμενη η πρόταση της Λεμεσού, δεν παρουσιάζεται να μειονεκτούσε έναντι των προτάσεων των άλλων δύο πόλεων.

 

Ένα άλλο θέμα το οποίο εγείρει ο αιτητής, θεωρώντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά, είναι το ότι έχει εμφιλοχωρήσει, όπως ισχυρίζεται, προφανής νομική πλάνη, αφού το ερώτημα επί του οποίου θα έπρεπε να κληθούν να ψηφίσουν φανερά τα μέλη της Επιτροπής, ήταν το "ποιες πόλεις έχουν προοπτικές επιτυχίας" και όχι ποια πόλη θα συγκεντρώσει τις λιγότερες ψήφους.

 

Τα πιο πάνω είναι τα στοιχεία τα οποία ο αιτητής εγείρει για να στοιχειοθετήσει την προϋπόθεση της έκδηλης παρανομίας.

 

Τόσο το καθ΄ου η αίτηση όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίζονται ότι με βάση τα στοιχεία τούτα, όπως αυτά αναπτύχθηκαν και με τη επιχειρηματολογία της συνηγόρου του αιτητή, ουδόλως καταδεικνύουν οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία εκ μέρους του καθ΄ου η αίτηση. Δεν εγείρονται καν ισχυρισμοί ως προς έκδηλη παραβίαση κάποιας νομικά θεσμοθετημένης υποχρέωσης του καθ΄ου η αίτηση ή της Επιτροπής, η οποία να συνιστά έκδηλη παρανομία.

 

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με αυτή τη θέση.

 

Όπως ορθά παρατηρούν οι συνήγοροι του καθ΄ου η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών, η αναφορά την οποία επικαλείται ο αιτητής στο ότι δεν υπάρχει ελάχιστος αριθμός πόλεων, συναντάται σε παράρτημα του Οδηγού που συνόδευε την Πρόσκληση Υποβολής Υποψηφιοτήτων και υπό τον τίτλο "Συχνά Υποβαλλόμενες Ερωτήσεις". Το ίδιο το άρθρο 7(2) της Απόφασης 1622/2006 ΕΚ προβλέπει για την κατάρτιση του συνοπτικού καταλόγου των προεπιλεγόμενων υποψηφίων πόλεων, ενώ το άρθρο 5(5) των Κανόνων Διαδικασίας που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, προβλέπει λεπτομερώς για τη διαδικασία επιλογής των πόλεων που θα ενταχθούν στο συνοπτικό κατάλογο, αφήνοντας το θέμα στην ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής. Εφόσον δε στη προκείμενη περίπτωση οι αιτητές στη διαδικασία ήσαν τρεις, η επιλογή δύο πόλεων για το συνοπτικό κατάλογο, ουσιαστικά ήταν αναπόφευκτη, αφού δεν μπορούσε να ενταχθεί στον κατάλογο της επόμενης φάσης μία μόνο πόλη, ούτε και ασφαλώς θα εντάσσονταν και οι τρεις υποψήφιοι γιατί διαφορετικά δεν θα επρόκειτο για συνοπτικό κατάλογο.

 

Όσον αφορά το παράπονο του αιτητή, περί μη δημοσίευσης των Κανόνων της διαδικασίας στην ιστοσελίδα του καθ΄ου η αίτηση Υπουργείου, όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Διευθυντή Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού που συνοδεύει την Ένσταση του καθ΄ου η αίτηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Νοέμβριο 2010 και τον Αύγουστο 2011 ενημέρωσε το Υπουργείο ότι οι Κανόνες ήταν υπό αναθεώρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οπότε και συνέστησε τη μη δημοσίευσή τους. Τελικά, οι Κανόνες επικυρώθηκαν από τον Υπουργό στις 8.12.2011 και εφαρμόστηκαν από την Επιτροπή Επιλογής. Η 13.12.2011 που είχε οριστεί ως ημερομηνία πραγματοποίησης της συνάντησης προεπιλογής, ήταν αμέσως πριν τις δημοτικές εκλογές οπότε, μετά από ανησυχίες που εκφράστηκαν από τους δημάρχους των τριών υποψηφίων πόλεων, το καθ΄ου η αίτηση επικοινώνησε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία πρότεινε τη μυστική ψηφοφορία των μελών της Επιτροπής, όπως και έγινε. Στο σημείο τούτο, παρεμβάλλω ότι και σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (5) του άρθρου 5 των Κανονισμών που διέπει τα της διαδικασίας προεπιλογής, η ψηφοφορία των μελών της Επιτροπής πρέπει να είναι μυστική ("voting in the panel shall be secret"). Άλλη πρόνοια την οποία επικαλέστηκε η πλευρά του αιτητή στην οποία αναφέρεται ότι η ψηφοφορία στην Επιτροπή γίνεται δι΄ ανατάσεως των χειρών [Άρθρο 4(4)], είναι μια γενική πρόνοια για τις εργασίες της Επιτροπής, ενώ η προαναφερθείσα πρόνοια στο άρθρο 5(5) περί μυστικής ψηφοφορίας είναι με ειδική αναφορά στη ψηφοφορία προεπιλογής υποψηφίων πόλεων. Επομένως το ειδικότερο υπερισχύει του γενικότερου.

 

Τα πιο πάνω στοιχεία δεν φανερώνουν, κατά την κρίση μου, οποιαδήποτε παρανομία, παραβίαση δηλαδή οποιουδήποτε θεσμοθετημένου καθήκοντος, πολύ δε περισσότερο δεν φανερώνουν έκδηλη παρανομία.

 

Ούτε και ασφαλώς οι θέσεις του αιτητή ότι ο τρόπος προσέγγισης της Επιτροπής θα έπρεπε να ήταν η απάντηση στο ερώτημα ποιες πόλεις έχουν προοπτική επιτυχίας μπορεί να στοιχειοθετήσει έκδηλη παρανομία επειδή η Επιτροπή εφάρμοσε μια διαφορετική τακτική που δε φαίνεται να εξέβαινε από τη διαδικασία που προβλέπεται στους Κανονισμούς.

 

Αναφορικά δε με θέματα ουσίας που προκύπτουν από την Έκθεση της Επιτροπής Επιλογής και σχετίζονται με τη βασιμότητα, λογικότητα ή ακόμα και ορθότητα της κατάληξης και του σκεπτικού του αποκλεισμού της πόλης της Λεμεσού, είναι αυτονόητο ότι το παρόν Δικαστήριο το οποίο καλείται να διαγνώσει αν υπάρχει ή όχι έκδηλη παρανομία, θα ήταν ανεπίτρεπτο όπως εξετάσει πρωτογενώς τέτοιας φύσεως θέματα.

 

Άλλοι βέβαια ισχυρισμοί περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, δυνατότητας πιο έγκαιρης δημοσίευσης των Κανονισμών κλπ, είναι θέματα που θα μπορούσαν να εγερθούν και εξετασθούν στην ουσία της κυρίως προσφυγής, επιφυλασσομένου πάντα του αποτελέσματος εξέτασης των προδικαστικών ενστάσεων.

 

Καταλήγω ότι δεν καταδεικνύεται ότι έχει εμφιλοχωρήσει έκδηλη παρανομία και δε δικαιολογείται επομένως η έκδοση προσωρινού διατάγματος για ένα τέτοιο λόγο.

 

2.     Η διερεύνηση της ικανοποίησης ή μη της προϋπόθεσης για κατάδειξη πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς.

 

Όπως έχει προαναφερθεί, ένας άλλος, εναλλακτικός προς τον ήδη εξετασθέντα λόγο της έκδηλης παρανομίας λόγος έκδοσης προσωρινού διατάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι η κατάδειξη του στοιχείου ότι, αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, ο αιτητής ενδεχόμενα θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Για την κατάδειξη αυτού του λόγου, ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία περί της αναμενόμενης να προκύψει ζημιάς και περί του ανεπανόρθωτου της. Θα πρέπει δηλαδή να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα όπως η μη έκδοση του διατάγματος επιφέρει στον ίδιο ζημιά η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που θα μπορούσαν να αποδοθούν στο τέλος με την ακύρωσης της προσβαλλόμενης με την προσφυγή διοικητικής πράξης.

 

Το θέμα της στοιχειοθέτησης πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς συνοψίστηκε εύστοχα στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1556, από το Νικολαϊδη Δ., και παραθέτω στη συνέχεια απόσπασμα από την απόφαση:

 

"Η αξιολόγηση της έννοιας της ανεπανόρθωτης ζημίας υπονοεί την εξισορρόπηση αντικρουομένων συμφερόντων. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Georghios Miltiadous vThe Republic (1972) 3 C.L.R. 341 στη σελ. 353:

 

"What constitutes irreparable injury is not simply a question whether in fact a loss will be irrecoverable. Even if irreparable loss is not a necessary product of the administration of justice, there are, nevertheless, some losses which must be borne by the litigant who must console himself with the general profit from a complex, regulated society. Administration of the concept of irreparable injury obviously involves a balancing of conflicting interests. Loss of the mere use of money, which an applicant is prevented from receiving, or required to pay out by administrative action, is not necessarily remediable. In a case where the proceeding before the Administrative Court is essentially a dispute between private parties, the relevance of traditional equity principles is obvious. (See Jaffe "Judicial Control of Administrative Action" pages 690-691)." 

 

Τι συνιστά ανεπανόρθωτη ζημία δεν εξαντλείται απλά στο κατά πόσο στην πραγματικότητα μία απώλεια δεν δύναται να αποκατασταθεί (βλ. Monica Rodat v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 937, 942). Στην υπόθεση Kadivari v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924, αναφέρεται ότι ανεπανόρθωτη είναι η ζημία που δεν μπορεί να θεραπευτεί με οποιανδήποτε από τις θεραπείες που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος, σε περίπτωση που ο αιτητής επιτύχει στην προσφυγή του. Στην ίδια υπόθεση επαναλαμβάνεται ότι ακόμα και στην περίπτωση που διαπιστώνεται το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας, το αίτημα για προσωρινό διάταγμα μπορεί να απορριφθεί, αν κριθεί ότι η έκδοσή του θα παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην εκπλήρωση του έργου της διοίκησης. (Βλ. επίσης Georghiades (No.1) v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 392, Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Miltiadous v. The Republic, ανωτέρω).

 

Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αναφέρεται ότι όταν η ζημία που θα προκληθεί είναι καθαρά χρηματικού χαρακτήρα και η πλήρης επανόρθωσή της από τη Δημοκρατία είναι απόλυτα εφικτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ανεπανόρθωτη. (Βλ. επίσης Procopiou and others v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 686).

 

Έχει ακόμα λεχθεί ότι, όταν η μη έκδοση του διατάγματος θα προκαλέσει ζημία έστω και ανεπανόρθωτη στους αιτητές, αλλά από την άλλη η έκδοση του διατάγματος θα προκαλέσει σοβαρά εμπόδια στην κανονική λειτουργία της διοίκησης, τότε το προσωπικό συμφέρον του αιτητή θα πρέπει να υποχωρεί μπροστά στο δημόσιο συμφέρον και το διάταγμα να μην εκδίδεται. Αφού το προσωρινό διάταγμα είναι κατ' εξαίρεση μέτρο διακριτικής εξουσίας, το γενικό συμφέρον δεν θα πρέπει να θυσιάζεται, αλλά αντίθετα να επικρατεί του ιδιωτικού συμφέροντος του αιτητή. (Monica Rodat v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 937). Περιττόν να λεχθεί ότι όταν δεν θα προκληθεί στον αιτητή ανεπανόρθωτη ζημία το διάταγμα δεν θα πρέπει να εκδίδεται. (Βλ. Cleanthis Georghiades (Νο.1) v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 392, Moyo and another v. The Republic ανωτέρω). Όμως η έκδηλη παρανομία της διοικητικής πράξης, ακόμα και αν δεν αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία, αποτελεί λόγο έκδοσης προσωρινού διατάγματος έστω και αν με την έκδοση του θα δημιουργηθούν σοβαρά εμπόδια στο έργο της διοίκησης. (Βλ. Sofocleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 345, 351, Marios Soteriou v. The Republic (1981) 3 C.L.R. 70 και Pagkiprios Organosis Ellinon Didaskalon Limassol Branch and Others v. Registrar of Trade Unions (1982) 3 C.L.R. 177)." 

 

 

 

Ως προς τον τρόπο κατάδειξης της επαπειλούμενης ζημιάς, το ακόλουθο απόσπασμα από την ίδια απόφαση εκφράζει χαρακτηριστικά το αναμενόμενο από το Δικαστήριο είδος και φύση μαρτυρίας:

 

"Η ζημία θα πρέπει να αναφέρεται ειδικά και με σαφήνεια και οι κίνδυνοι πρόκλησης ζημίας πρέπει να στοιχειοθετούνται με κατάλληλη μαρτυρία. Το βάρος απόδειξης κείται επί των ώμων του αιτητή (βλ. Colocassides & Associates and others v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1780 και Moyo and another v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1209). Η πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης δεν πρέπει να παραμείνει σε επίπεδο ισχυρισμών. Θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία, ότι αν δεν ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημία."

 

Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας διαδικασίας, παρατηρώ ότι σε σχέση με τον παράγοντα της ενδεχόμενης πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, λιτά αναφέρονται τα ακόλουθα στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης:

 

"5. Περαιτέρω οι δικηγόροι του Δήμου με συμβουλεύουν ότι και η ανεπανόρθωτη βλάβη των Αιτητών σε περίπτωση μη έκδοσης των δύο αιτούμενων διαταγμάτων είναι προφανής: Η τελική επιλογή πόλης θα γίνει μέχρι τις 31.12.2012, οι πόλεις της Λευκωσίας και Πάφου θα πρέπει τώρα να παρουσιάσουν τις βελτιωμένες αναλυτικές προτάσεις τους τον Ιούνιο 2012 και αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα είναι προφανές ότι ενδεχόμενη επιτυχία της αίτησης θα είναι χωρίς αντικείμενο για τη Λεμεσό, αφού δεν θα μπορεί πια να διεκδικήσει τον τίτλο.

 

Πιστεύω ειλικρινά ότι η έκδοση του δεύτερου διατάγματος διασφαλίζει ότι η διαδικασία δεν θα παραβλαφθεί αφού οι άλλες δύο πόλεις δεν εμποδίζονται να ετοιμάζουν παράλληλα τις προτάσεις τους (δεν επιδιώκεται με την Αίτηση ο αποκλεισμός τους) και θα υπάρξει επαρκής χρόνος για ανάδειξη της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης 2017 μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 2012."

 

Δυστυχώς θα πρέπει να παρατηρήσω ότι, όσο και αν ο αιτητής θεωρεί την ανεπανόρθωτη ζημιά ως αυτονόητη ή προφανή, το Δικαστήριο δε δικαιούται να την εκλάβει ως τέτοια. Όπως δε ανέπτυξε η πλευρά του αιτητή στην αγόρευσή της, η ενδεχόμενη επιτυχία του αιτητή στο τέλος με την εκδίκαση της προσφυγής του, θα είναι χωρίς αξία ή αντικείμενο, αφού δε θα μπορεί τότε να διεκδικήσει τον τίτλο και δε θα υπάρχει καμιά δυνατότητα επανόρθωσης, δεδομένου ότι η ζημιά του αιτητή δεν είναι αποτιμητέα σε χρήμα.

 

Σε σχέση με αυτούς τους ισχυρισμούς, πρέπει να παρατηρήσω ότι το κριτήριο στη διακρίβωση της ύπαρξης ή μη του παράγοντα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς δεν είναι το κατά πόσο η πιθανή επιτυχία του αιτητή στο τέλος της εκδίκασης της προσφυγής του θα καταστεί άνευ αξίας και χωρίς αντικείμενο. Το κριτήριο είναι τι ζημιά θα προκληθεί στον αιτητή επειδή δυνατόν η επιτυχία του στο τέλος να καταστεί άνευ αντικειμένου, εάν αφεθεί δηλαδή η διαδικασία στο στάδιο τούτο να προχωρήσει. Μια τέτοια ζημιά συνεπάγεται την παροχή στοιχείων ως προς το είδος και το ύψος του οφέλους από την ανάδειξη πόλης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας και επομένως, της απώλειας τούτων, και τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί ή εκληφθεί ως αυτονόητο από το Δικαστήριο.

 

Αδυνατώ να συμπεράνω ότι ο αιτητής, με τα ισχνά στοιχεία που παρέθεσε, έχει καταδείξει την ύπαρξη του στοιχείου πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, αναπόφευκτα το αίτημα για έκδοση προσωρινού διατάγματος απορρίπτεται. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ΄ου η αίτηση, ενώ σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.

 

Το αίτημα για ενδεχόμενη σύντομη εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής θα εξετασθεί κατόπιν διαβούλευσης με τους συνηγόρους των εμπλεκομένων πλευρών.

 

   K. Κληρίδης,

                                                              Δ.

 

/ΧΤΘ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο