ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγη αρ. 511/12
14 Ιουνίου, 2012
[ Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. MAHMOUT EL HUSSEINI EL SAYED EL WAN EL DIB
2. ΕΥΓΕΝΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ' ου η αίτηση
.............................
Αίτηση ημερ. 21/3/2012 για προσωρινό διάταγμα
Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) για τους αιτητές
Ελ. Γαβριήλ (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ' ου η αίτηση
...............................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την κυρίως προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 21/3/2012 οι αιτητές ζητούν (Α) διάταγμα ότι η απόφαση του καθ' ου η αίτηση ημερ. 22/9/2011 για απέλαση του αιτητή αρ. 1 και (Β) η απόφαση ίδιας ημερομηνίας για κράτηση του αιτητή αρ. 1 μέχρι την απέλαση του, οι οποίες αποφάσεις, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, περιήλθαν σε γνώση των αιτητών «κατά η περί την 1/3/2012» είναι παράνομες και άκυρες.
Ταυτόχρονα με την προσφυγή καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή των πιο πάνω διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή αρ. 1 καθώς και η λήψη οποιωνδήποτε διαδικαστικών μέτρων για σκοπούς απέλασης του μέχρι της ακρόασης και τελείας αποπεράτωσης της προσφυγής. Από άποψης γεγονότων η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκες δηλώσεις των αιτητών.
Ο καθ' ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση με την οποία κατ' αρχήν εγείρει τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:
«1. Με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, ζητείται η αναστολή μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αλλά πράξεων οι οποίες παρέμειναν internum της διοίκησης, καθότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης, των οποίων ζητείται η αναστολή, δεν έχουν ακόμη εξωτερικευτεί, καθότι ουδέποτε αυτά έχουν επιδοθεί προς τον Αιτητή αρ. 1 προς υλοποίηση και ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, των οποίων ζητείται η αναστολή, δεν έχουν ακόμα τελειωθεί, αφού παραμένουν εσωτερικό μέτρο της Διοίκησης.
2. Με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση, ζητείται με το αιτητικό (Γ), απαραδέκτως και εκτός της εξουσίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, στη βάση του Κανονισμού 13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος για λήψη οποιωνδήποτε μέτρων και/ή διαδικασιών για την κράτηση και/ή απέλαση του Αιτητή αρ. 1 από την Κύπρο, μέχρι τελικής εκδικάσεως της κυρίως αίτησης.»
Διαζευκτικά, η πλευρά του καθ' ου η αίτηση ισχυρίζεται ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί για το λόγο ότι δεν ικανοποιούνται τα κριτήρια που διέπουν την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος. Ούτε έκδηλη παρανομία υπάρχει, αλλ' ούτε και θα υποστούν οι αιτητές οποιαδήποτε ζημιά που να είναι ανεπανόρθωτης φύσης. Οι λόγοι που επικαλούνται είναι θέματα που θα πρέπει να εξεταστούν κατά την κυρίως προσφυγή.
Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της Νάσιας Μαλακτού Διοικητικής Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Είναι μια πολυσέλιδη ένορκη δήλωση που καλύπτει γεγονότα τόσο πριν την ημερομηνία των διαταγμάτων των οποίων ζητείται η αναστολή όσο και γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την καταχώρηση της προσφυγής και της παρούσας αίτησης για προσωρινό διάταγμα.
Αναφορικά με τη νομική πτυχή αρκούμαι να αναφερθώ σε μερικές μόνο από τις πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 164, ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στη σελ. 167 ανάφερε τα ακόλουθα:
«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»
Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προσφ. αρ. 1140/03, ημερ. 1/12/03, ο Καλλής Δ. στη σελ. 5 διατύπωσε τη νομική πτυχή ως εξής:
«Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας).»
Στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 248, ο Κωνσταντινίδης Δ., με αναφορά στην υπόθεση Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 συνοψίζει την έννοια της έκδηλης παρανομίας ως εξής:
«Έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Τέλος στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Μarfin Popular Bank Public Co. Ltd., (2007) 3 Α.Α.Δ. 32 (απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας) σελ. 36, διαβάζουμε τα εξής:
«Η έννοια της έκδηλης παρανομίας έχει επίσης πάγια νομολογηθεί, και υπενθυμίζουμε την απόφαση της Ολομέλειας στη Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234. Θα πρέπει η παρανομία, αν δεν αναδύεται αυτόματα, να προκύπτει στη βάση του υπάρχοντος διαθέσιμου υλικού, ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης.»
Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση προκύπτουν οι ακόλουθοι ισχυρισμοί:
Ο αιτητής 1κατάγεται από την Αίγυπτο και από ισλαμιστής έχει τώρα ασπαστεί τον χριστιανισμό. Ήλθε στην Κύπρο το 2003 για να συμμετάσχει σε θρησκευτικό συνέδριο. Όμως οι αρχές της χώρας του πληροφορήθηκαν το γεγονός ότι απαρνήθηκε τον ισλαμισμό και έγινε χριστιανός και γιαυτό αν επιστρέψει πίσω κινδυνεύει η ζωή του. Αποτάθηκε πρώτα για πολιτικό άσυλο και η αίτηση του, όπως και σχετική προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίφθηκαν. Το 2007 παντρεύτηκε μια Κύπρια αλλά ο γάμος ατύχησε και πήραν διαζύγιο στις 29/6/2009. Στο μεταξύ γνώρισε άλλη Κύπρια, την αιτήτρια 2, με την οποία αφού συζούσαν για κάποιο διάστημα, στις 21/7/2009 παντρεύτηκαν στην Αίγυπτο. Η αιτήτρια 2 ήλθε στην Κύπρο αλλά ο ίδιος τότε δεν μπορούσε να έλθει για το λόγο ότι είχε απελαθεί περί τον Ιούνιο του 2009 και ήταν στο στοπ λιστ. Με ενέργειες της συζύγου του (αιτήτριας 2) του επέτρεψαν και ήλθε ξανά στην Κύπρο. Αποτάθηκε για άδεια διαμονής ως σύζυγος Κυπρίας πολίτη, αλλά του έθεσαν όρο την καταβολή €5.007,71 ως χρέος που όφειλε στη Δημοκρατία για τα έξοδα της προαναφερθείσας απέλασης του. Πλήρωσε το ποσό αυτό στις 6/9/2011 και του έδωσαν άδεια παραμονής μέχρι τις 6/12/2011 αντί 2 χρόνια που του υποσχέθηκαν. Στις 2/7/2011 παντρεύτηκε την αιτήτρια 2 με θρησκευτικό γάμο. Ο γάμος αυτός έγινε αιτία να δημιουργηθούν κάποια προβλήματα από πλευράς του κουνιάδου του και της συζύγου του κουνιάδου του, οι οποίοι αντιδρούσαν στο γάμο και στη συνέχεια τα προβλήματα επεκτάθηκαν και με τη σύζυγο του αφού την έπεισε ο αδελφός του να τον καταγγείλει στην αστυνομία ότι ήταν βίαιος και επικίνδυνος. Στις 1/11/2011 αποτάθηκε ξανά για άδεια διαμονής αλλά μέχρι και τον Ιανουάριο του 2012 δεν του απάντησαν οτιδήποτε γραπτώς. Απλώς είπαν προφορικά στη σύζυγο του ότι η προσωρινή άδεια που είχε και ίσχυε μέχρι 6/12/2011 έχει ανακληθεί γιατί θεωρήθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και ότι έπρεπε να αναχωρήσει για την Κύπρο. Έδωσαν επίσης στη σύζυγο του και μια επιστολή ημερ. 28/11/2011 σύμφωνα με την οποία η άδεια του που ίσχυε μέχρι 6/12/2011 ακυρώνεται και ότι η αίτηση του ημερ. 1/11/2011 απορρίπτεται για τον προαναφερθέντα λόγο. Προσέβαλε αυτή την επιστολή με την προσφυγή 184/2012. Ζήτησε και προσωρινό διάταγμα και από την ένσταση της Δημοκρατίας έμαθε για πρώτη φορά ότι ο καθ' ου η αίτηση εξέδωσε στις 22/9/2011 διατάγματα κράτησης και απέλασης του κάτι που μέχρι τότε δεν γνώριζε. Η απόφαση αυτή (που είναι αντικείμενο της παρούσας προσφυγής) είναι έκδηλα παράνομη γιατί παραβιάζει το δικαίωμα του για ιδιωτική ζωή ως μέλος οικογένειας, καθώς επίσης και το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ουδέποτε καταδικάστηκε για οποιονδήποτε αδίκημα είτε εδώ στην Κύπρο είτε στην Αίγυπτο. Είναι επαγγελματίας κάμεραμαν, συνεργάστηκε με μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς και επρόκειτο να συνεργαστεί με το ΡΙΚ, πράγμα όμως που ματαίωσε η προσβαλλόμενη απόφαση. Η μη έκδοση του προσωρινού διατάγματος θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά εφόσον θα χάσει την ευκαιρία να συνεργαστεί με το ΡΙΚ και περαιτέρω αν επιστρέψει στην Αίγυπτο υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση για το λόγο και μόνο ότι έγινε χριστιανός.
Για σκοπούς ακρόασης της αίτησης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις και επίσης είχαν την ευκαιρία να προβούν σε περαιτέρω διευκρινίσεις. Η συνήγορος των αιτητών, μεταξύ άλλων, επικαλέσθηκε την υπόθεση Shalaeva v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 184 και ισχυρίστηκε ότι ο Ν. 7(Ι)/2007 «εφαρμόζεται κατ' αναλογία» και στα μέλη της οικογένειας κυπρίων πολιτών με βάση την αρχή της ισότητας. Προχώρησε να εισηγηθεί (παραρ. 11 της γραπτής αγόρευσης) ότι «δεν είναι απαραίτητο για τους αιτητές να αποδείξουν είτε έκδηλη παρανομία, είτε ανεπανόρθωτη ζημιά για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων» αφού η κατ' αναλογία εφαρμογή του Ευρωπαϊκου δικαίου επιβάλλει την αυτόματη αναστολή εκτέλεσης των μέτρων απέλασης με την καταχώρηση της προσφυγής. Επικαλέστηκε την υπόθεση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (C 136/03 Dorr και Unal. Εν πάση περιπτώσει εισηγήθηκε ότι υπάρχει τόσο έκδηλη παρανομία, όσο και ανεπανόρθωτη ζημιά.
Αναπτύσσοντας τη θέση της ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε τα ακόλουθα:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδια κατά τη συνήγορο αρχή.
(β) Η νομική βάση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης πάσχει νομικά και πραγματικά και η απόφαση είναι εντελώς αναιτιολόγητη.
(γ) Η απόφαση λήφθηκε από όργανο το οποίο δεν άσκησε τις εξουσίας του σύμφωνα με το διοικητικό δίκαιο.
(δ) Κατάφωρη παραβίαση διαδικαστικού κανονισμού.
(ε) Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και κατάχρηση εξουσίας.
(στ) Αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Τους πιο πάνω λόγους ανέπτυξε με αναφορά σε νομολογία και σε σχετική έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης ημερ. 6/5/2009 (τεκμ. 2 στη γραπτή της αγόρευση).
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ότι οι αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, επανέλαβε τον προαναφερθέντα ισχυρισμό ότι εμποδίζεται στην άσκηση του επαγγέλματος του και ότι αν επιστρέψει στην Αίγυπτο τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση με την προδικαστική της ένσταση ισχυρίζεται ότι τα διατάγματα απέλασης και κράτησης ουδέποτε έχουν επιδοθεί στον αιτητή 1 και αυτά δεν έχουν ακόμα εκτελεστεί. Αφού λοιπόν δεν έχουν ακόμα επιδοθεί και εκτελεστεί, τότε δεν έχουμε εκτελεστή διοικητική πράξη της οποίας να τίθεται θέμα ανασστολής εκτέλεσης. Απλώς ο αιτητής 1 έλαβε γνώση αυτών των διαταγμάτων μέσω της ένστασης που καταχωρήθηκε σε προσφυγή του με αρ. 184/2012 που στρέφεται κατά της απόφασης ημερ. 28/11/2011 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για διαμονή στη Δημοκρατία με το καθεστώς κύπριου πολίτη και της άρνησης παραχώρησης άδειας εργασίας, η οποία προσφυγή εκκρεμεί. Η απέλαση του έχει ήδη ανασταλεί από τις 15/2/2012 ενόψει της προσφυγής του αρ. 184/2012. Έτσι η παράγρ. Α μένει χωρίς αντίκρυσμα, το δε διάταγμα κράτησης δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί και ο αιτητής δεν κρατείται. Υπήρξε επίσης δήλωση στην παρούσα, ότι θα ζητηθεί από το αρμόδιο τμήμα να μην απελαθεί μέχρι της εκδίκασης της.
Μελέτησα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και έχω καταλήξει ότι όσον αφορά το κριτήριο της έκδηλης παρανομίας, αυτό δεν ικανοποιείται. Στην όλη υπόθεση υπάρχουν αρκετοί και σοβαροί ισχυρισμοί γεγονότων τα οποία χρήζουν εξέτασης. Η αιτήτρια 2 έχει προβεί κατά διαστήματα σε σοβαρές καταγγελίες εναντίον του αιτητή 1, οι οποίες ήσαν τέτοιες που νοουμένου είναι ορθές δικαιολογούσαν τον καθ' ου η αίτηση να προβεί στα μέτρα που προέβηκε. Σε άλλο στάδιο η αιτήτρια 2 διαφοροποίησε την πιο πάνω θέση της ισχυριζόμενη ότι το έπραξε με πίεση από τον αδελφό της και από την ΥΑΜ. (βλ. τεκμ. 48 ένορκη δήλωση). Βέβαια ότι οι αιτητές είχαν κάποιες προστριβές μεταξύ τους προκύπτει και από το τεκμ. 49. Τα γεγονότα αυτά είναι τέτοια, που αν έχουν εκτιμηθεί ορθά από τον καθ' ου η αίτηση, δυνατό να καθιστούν την απόφαση για να κηρυχθεί ο αιτητής 1 ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) και (β) ως εύλογα επιτρεπτή, θέμα βέβαια που θα εξετασθεί στην ουσία της προσφυγής..
Η υπόθεση Shalaeva v. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 184, στην οποία βασίστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών, αφορούσε την ουσία της προσφυγής και όχι το στάδιο που βρισκόμαστε τώρα στην παρούσα υπόθεση. Επομένως τα επίδικα θέματα είναι τέτοια που είναι ορθότερο όπως αποφασιστούν στην κυρίως προσφυγή, τόσο αυτά της προδικαστικής ένστασης όσο και τα υπόλοιπα που άπτονται της ουσίας της προσφυγής. Τα όσα επίσης επικαλείται με βάση τις πρόνοιες των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007-2011 (Ν.7(Ι)/2007 ως έχει τροποποιηθεί) είναι θέματα που έχουν άμεση σχέση με την προσφυγή αρ. 184/2012, παρά με την παρούσα όπου μόνο έμμεσα μπορούν να βοηθήσουν την υπόθεση. Επομένως καταλήγω ότι τα γεγονότα είναι τέτοια που δεν αποκαλύπτουν έκδηλη παρανομία με την έννοια που εξηγήθηκε πιο πάνω.
Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό των αιτητών για ανεπανόρθωτη ζημιά, στην έκταση που αυτός συνδέεται με τη χρηματική ζημιά που θα έχει ο αιτητής 1 λόγω μη δυνατότητας συνεργασίας με το ΡΙΚ ή και άλλους σταθμούς, επίσης δεν ευσταθεί. Η χρηματική ζημιά (βλ. μεταξύ άλλων Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.α. ν. Cybarco PLC κ.α. (2009) 3 ΑΑΔ 513, 522) έχει αποφασιστεί ότι δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι αν ο αιτητής 1 επιστρέψει στη χώρα του τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του, κρίνω ότι, εφόσον η απέλαση του έχει ανασταλεί, δεν τίθεται θέμα τέτοιου κινδύνου. Επίσης η κράτηση του δεν έχει ακόμη λάβει χώρα και εν πάση περιπτώσει το γεγονός της κράτησης και μόνο δεν αποτελεί ανεπανόρθωτη ζημιά.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) εναντίον των αιτητών και υπέρ του καθ' ου η αίτηση, τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της κυρίως προσφυγής.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ