ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 408/2011)

 

18 Μαΐου, 2012

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

-ν-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Aίτηση.

- - - - - -

Χρ. Τιμοθέου για Ε. Πουργουρίδη, για την Αιτήτρια.

 

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - -                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με επιστολή του ημερομηνίας 16.2.2011, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας πληροφορούσε τον Πρόεδρο της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ ότι εναντίον της αιτήτριας, η οποία είναι δημόσια κατήγορος στη Νομική Υπηρεσία, διατάχθηκε αστυνομική έρευνα η οποία αφορούσε σε πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της. Εισηγείτο δε ο Γενικός Εισαγγελέας ότι ήταν προς το δημόσιο συμφέρον όπως η αιτήτρια τεθεί σε διαθεσιμότητα το συντομότερο δυνατό και για περίοδο τριών μηνών.

 

Η καθ΄ης η αίτηση, σε συνεδρία της την επομένη ημέρα 17.2.2011, αφού μελέτησε τα ενώπιόν της τεθέντα στοιχεία και το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε όπως τεθεί η υπάλληλος σε διαθεσιμότητα από τις 17.2.2011 και για περίοδο τριών μηνών, κατά την οποία θα λάμβανε το 1/2 των απολαβών της.

 

Η αιτήτρια ενημερώθηκε περί της απόφασης με επιστολή της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 17.2.2011, με την οποία επληροφορείτο περαιτέρω ότι εδικαιούτο να υποβάλει ένσταση ως προς τη διαθεσιμότητά της, μέχρι τις 21.2.2011, οπότε και η Επιτροπή θα επανεξέταζε το θέμα υπό το φως και των παραστάσεων που τυχόν θα υπέβαλλε.

 

Πράγματι, ο δικηγόρος της αιτήτριας, με επιστολή του ημερομηνίας 18.2.2011, προς την καθ΄ης η αίτηση, υπέβαλε ένσταση, προβάλλοντας πέντε συνολικά λόγους για τους οποίους διαφωνούσε με την απόφαση για διαθεσιμότητα της αιτήτριας.

 

Η καθ΄ης η αίτηση επιλήφθηκε της ένστασης σε νέα συνεδρία της ημερομηνίας 21.2.2011 και, αφού εξέτασε τις παραστάσεις στις οποίες είχε προβεί η αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της, υιοθέτησε και επανέλαβε την πλήρη αιτιολογία που έλαβε στην απόφασή της ημερομηνίας 17.2.2011, καταλήγοντας ότι δε συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για αναθεώρηση της απόφασής της ημερομηνίας 17.2.2011 και, ως εκ τούτου, η απόφαση εκείνη εξακολουθούσε να ισχύει με τους ίδιους όρους.

 

Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 17.2.2011, με την οποία τέθηκε σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών.

 

Με τη γραπτή αγόρευσή της την οποία καταχώρησε, η καθ΄ης η αίτηση, εγείρει, μεταξύ άλλων, και προδικαστική ένσταση ως προς την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Για ευνόητους λόγους θα εξετάσω την προδικαστική ένσταση κατά προτεραιότητα.

 

Προδικαστική ένσταση - Ισχυρισμός περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σύμφωνα με την καθ΄ης η αίτηση, η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση ημερομηνίας 17.2.2011 δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, ενώ εκτελεστή πράξη είναι μόνο η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση με ημερομηνία 21. 2.2011. Εφόσον δηλαδή η αιτήτρια, μέσω του δικηγόρου της, υπέβαλε παραστάσεις και έθεσε νέα στοιχεία τα οποία οδήγησαν την ΕΔΥ σε διεξαγωγή νέας έρευνας, τότε η προηγηθείσα προσβαλλόμενη απόφαση έχασε την εκτελεστότητά της, ως συγχωνευθείσα στη δεύτερη πράξη ημερομηνίας 21.2.2011, που είναι και η μόνη εκτελεστή, η οποία δεν έχει όμως προσβληθεί.

 

Η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Όπως ορθά παρατηρεί και ο συνήγορος της αιτήτριας, με την επιστολή την οποία είχε αποστείλει, μετά που τέθηκε σε διαθεσιμότητα η αιτήτρια, δεν τέθηκαν ουσιαστικά οποιαδήποτε νέα στοιχεία ενώπιον της ΕΔΥ, τα οποία δεν είχε αυτή υπόψη της όταν λάμβανε την αρχική της απόφαση ημερομηνίας 17.2.2011. Απλά τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής κάποιοι, νομικοί κυρίως λόγοι, για τους οποίους η αιτήτρια διαφωνούσε με τη διαθεσιμότητα οι οποίοι, αφού εξετάστηκαν, οδήγησαν την καθ΄ης η αίτηση σε απόφαση όπως επιμείνει στην ήδη ληφθείσα απόφασή της, με την ίδια μάλιστα αιτιολόγηση την οποία επιβεβαίωσε, χωρίς να προσθέσει σ΄ αυτήν κάτι το νέο.

 

Στην υπόθεση Καψού ν. Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 177 υπό παρόμοιες περιστάσεις προσβλήθηκε με επιτυχία η απόφαση της ΕΔΥ να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, παρόλον ότι αυτός είχε αργότερα υποβάλει ένσταση και προβεί σε παραστάσεις οι οποίες απορρίφθηκαν.

 

Περαιτέρω, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Α. Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 476, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος του αιτητή, μετά την απόφαση με την οποία ο αιτητής στην υπόθεση εκείνη τέθηκε σε διαθεσιμότητα, ο δικηγόρος του προέβηκε σε παραστάσεις ως προς τη νομιμότητα της απόφασης και η ΕΔΥ, αφού τις εξέτασε, έκρινε ότι δεν ήταν δυνατή η αναθεώρηση της απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη απόφαση απλά επιβεβαίωσε την πρώτη, της οποίας η αναθεώρηση δεν κατέστη δυνατή και, εν πάση περιπτώσει, και αν η δεύτερη απόφαση θεωρηθεί ως εκτελεστή, για την πρώτη δεν τίθεται θέμα αδυναμίας προσβολής της, εφόσον εφαρμόστηκε και προκάλεσε ήδη ζημιογόνα για τον αιτητή αποτελέσματα με αποκοπή μισθών, αποχή από τα καθήκοντά του κλπ.

 

Επομένως, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

1ος λόγος ακύρωσης - Η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη περί τα πράγματα και/ή το Νόμο.

 

Είναι η θέση της αιτήτριας, κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ότι από το κείμενο της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 16.2.2011 εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε από μόνος του, χωρίς να υπάρχει απόφαση Δικαστηρίου, ότι η αιτήτρια πράγματι διέπραξε πλαστογραφία, παραβιάζοντας έτσι το τεκμήριο αθωότητας της αιτήτριας. Ακολούθως δε, η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ απλά και μόνο στηρίχθηκε παράνομα στη "βεβαιότητα" του Γενικού Εισαγγελέα περί της ενοχής της αιτήτριας.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή το πλήρες κείμενο της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 16.2.2011 προς την ΕΔΥ. Δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω εδώ το πλήρες κείμενο της επιστολής. Αρκούμαι στο να διατυπώσω την κρίση μου σύμφωνα με την οποία ο τρόπος με τον οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας θέτει τα στοιχεία και δικαιολογητικά για το αίτημά του όπως η αιτήτρια τεθεί σε διαθεσιμότητα, είναι ιδιαίτερα προσεγμένος και σε καμιά περίπτωση δεν παρουσιάζεται να εκλαμβάνει ως δεδομένη ή να εκφράζεται με βεβαιότητα ως προς την ενοχή της αιτήτριας. Αντίθετα αναφέρεται στο "ενδεχόμενο διάπραξης" σοβαρότατων αδικημάτων, και στο ότι "προέκυψαν στοιχεία εναντίον της ότι κατά το χειρισμό υπόθεσης διέπραξε πλαστογραφία". H "διάπραξη" δεν εκλαμβάνεται καθόλου ως δεδομένη ή ως βεβαία, όπως υποστηρίζει ο συνήγορος της αιτήτριας. Γίνεται απλά αναφορά στην ύπαρξη στοιχείων εναντίον της που αφορούν τη διάπραξη, αναφορά η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεμπτή. Επομένως, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ στηρίχτηκε σε οποιαδήποτε πεπλανημένη βεβαιότητα περί ενοχής της αιτήτριας την οποία εξέφρασε ο Γενικός Εισαγγελέας.

 

Όμως, είναι γεγονός ότι η διατύπωση της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης των ενώπίον της τεθέντων στοιχείων, θα πρέπει να προβληματίσει. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της ΕΔΥ είναι χαρακτηριστικό:

 

". Η πιο πάνω υπάλληλος καταχρώμενη τη θέση της, φέρεται να διέπραξε πλαστογραφία με παράνομο και δόλιο τρόπο, ...... Η ενέργεια της Νεοφύτου είναι από κάθε άποψη απαράδεκτη και καταδικαστέα. Από παράγοντας της απονομής της δικαιοσύνης, με τις ενέργειες της, κατέστη η ίδια πηγή παρανομίας και έπληξε ανεπανόρθωτα το κύρος και αξιοκρατία του θεσμού της Δικαιοσύνης αλλά και της Νομικής Υπηρεσίας."

 

Νομίζω ότι καθίσταται φανερό ότι η καθ΄ης η αίτηση, πεπλανημένα και παραβιάζοντας το τεκμήριο της αθωότητας, ενήργησε και άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια πεπεισμένη περί της ενοχής της αιτήτριας, ή εκλαμβάνουσα την ενοχή της ως δεδομένη.

 

Είναι βέβαια γεγονός ότι η καθ΄ ης η αίτηση χρησιμοποιεί και στο πιο πάνω κείμενο και αλλού στο κείμενο της απόφασής της τον όρο "φέρεται να διέπραξε" ως προς τα αδικήματα των οποίων η ενδεχόμενη διάπραξη από την αιτήτρια, ήταν υπό διερεύνηση.

 

Αυτό όμως δεν μπορεί να εξουδετερώσει τις καθαρές αναφορές στο πιο πάνω κείμενο που παρέθεσα, που τίποτε άλλο δεν μπορούν να δείξουν, παρά την πεποίθηση της καθ΄ης η αίτηση για την ενοχή της αιτήτριας. Η αναφορά ότι "η πιο πάνω υπάλληλος καταχρώμενη τη θέση της φέρεται να διέπραξε." παρουσιάζεται να εκλαμβάνει ως δεδομένη την κατάχρηση της θέσης της από την αιτήτρια και τη διάπραξη του αδικήματος ως φερόμενη. Όμως το πιο σοβαρό, μεμπτό σημείο, έπεται στη συνέχεια, όπου η Επιτροπή ρητά και απερίφραστα αναφέρει ότι "Η ενέργεια της Νεοφύτου είναι από κάθε άποψη απαράδεκτη και καταδικαστέα." Ούτε ο όρος "φερόμενη" ενέργεια χρησιμοποιείται, ούτε άλλος με παρόμοια έννοια. Αναφέρεται η απόφαση σε "ενέργεια" της αιτήτριας, κάτι δηλαδή το οποίο διενήργησε. Επιπρόσθετα δε, αισθάνεται την ανάγκη η Επιτροπή να κρίνει, επικρίνει και καταδικάσει την ενέργεια της αιτήτριας, χαρακτηρίζοντας την ως "από κάθε άποψη απαράδεκτη και καταδικαστέα". Εάν δεν ήταν πεπεισμένη περί της ενοχής της αιτήτριας και δεν την εκλάμβανε ως δεδομένη, πώς θα προχωρούσε στο να την χαρακτηρίσει και να την καταδικάσει η Επιτροπή; Έπεται όμως και περαιτέρω επισφράγιση της αντίληψης της καθ΄ης η αίτηση ως προς την ενοχή της αιτήτριας από τη συνέχεια του κειμένου της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως συνεχίζει η Επιτροπή: "Από παράγοντας της δικαιοσύνης, με τις ενέργειες της, κατέστη η ίδια πηγή παρανομίας και έπληξε ανεπανόρθωτα το κύρος και την αξιοπρέπεια του θεσμού της Δικαιοσύνης αλλά και της Νομικής Υπηρεσίας." Πιστεύω ότι με ιδιαίτερη ενάργεια διαπιστώνεται από το πιο πάνω απόσπασμα η πλήρης και αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα την οποία σχημάτισε η καθ΄ης η αίτηση ως προς την ενοχή της αιτήτριας, αφού έφθασε στο σημείο να στιγματίζει με τους πιο πάνω χαρακτηρισμούς ενέργειες της αιτήτριας και να δίδει βαρύτητα στις σοβαρές επιπτώσεις από τις παράνομες ενέργειές της τις οποίες θεωρεί ως δεδομένες.

 

Από τα πιο πάνω, καθαρά εξάγεται πιστεύω το συμπέρασμα ότι η καθ΄ης η αίτηση, εξετάζοντας κατά πόσο να θέσει ή όχι σε διαθεσιμότητα την αιτήτρια, ενήργησε κάτω από πλάνη και όχι κάτω από ελεύθερο, ανοικτό και ανεπηρέαστο πνεύμα.

Ενήργησε και έλαβε υπόψη της την εσφαλμένη βεβαιότητα ως προς την ενοχή της αιτήτριας σε ό,τι βρισκόταν απλά υπό διερεύνηση. Είναι δε αδύνατο να διακριβώσει κάποιος ποια θα ήταν ενδεχόμενα η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, αν δεν εμφιλοχωρούσε στη σκέψη της αυτή η πλάνη. Είναι επίσης ανεπίτρεπτο για το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει το ίδιο πρωτογενώς τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν της η ΕΔΥ και να αποφανθεί κατά πόσο θα εδικαιολογείτο εν πάση περιπτώσει η λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των στοιχείων εκείνων αντικειμενικά αξιολογούμενων.

 

Αναπόφευκτα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, καθισταμένης αχρείαστης της εξέτασης άλλων λόγων ακύρωσης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα της προσφυγής, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας.

 

   K. Κληρίδης,

/ΧΤΘ                                                          Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο