ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                            (Υποθ. Αρ.1708/2010)

 

25 Μαϊου, 2012

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28, 29 και 146 του Συντάγματος

 

ALIS EDVA

                                                              Αιτητής,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1.     ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3.    ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

                                                            Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Μ.Παρασκευάς, για τον Αιτητή.

Λ.Γρηγορίου, (κα.) - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής, καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, με την οποία είχε απορριφθεί, στις 7 Οκτωβρίου 2010, η αίτηση του για παραχώρηση ασύλου στην Κύπρο. 

 

Μετά την καταχώρηση ενστάσεως εκ μέρoυς της Δημοκρατίας, κατετέθη η γραπτή αγόρευση του αιτητή και ενώ αναμενόταν η καταχώριση και της γραπτής αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση καταχωρήθηκε, στις 22 Μαρτίου 2012, αίτηση από τον αιτητή ο οποίος ζητά  «να θεωρηθεί νόμιμη η παραμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής».  Η αίτηση αυτή συνοδεύεται από ένορκη δήλωση  του αιτητή, ο οποίος ουσιαστικώς αναπαράγει τις πρόνοιες του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης και το περιεχόμενο της Οδηγίας 205/85ΕΚ ημερ. 1 Δεκεμβρίου 2005, ισχυριζόμενος ότι οι πιο πάνω διατάξεις του επιτρέπουν να έχει μια αποτελεσματική πρόσβαση σε Δικαστήριο και για να μπορέσει να υλοποιηθεί αυτή η δέσμευση της Δημοκρατίας θα πρέπει ο ίδιος να κηρυχθεί ως νομίμως βρισκόμενος στη Δημοκρατία. 

 

Καταχωρήθηκε ένσταση από τη Δημοκρατία και θεωρώ σημαντικό, σ΄αυτό το στάδιο, να παραθέσω μερικά από τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την υπόθεση αυτή αναγκαία για σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας.

 

Ο αιτητής συριακής καταγωγής είχε αφιχθεί παρανόμως στην Κύπρο, μέσω των κατεχομένων από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχών, στις 19 Απριλίου 2006.  Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ένα μήνα φυλακή για το πιο πάνω αδίκημα.  Ενώ βρισκόταν υπό κράτηση και είχαν εκδοθεί εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, υπέβαλε τον Ιούνιο του 2006 αίτηση ασύλου.  Μεταξύ της περιόδου 5 Απριλίου 2007 και 23 Μαρτίου 2010 είχε παραχωρηθεί στον αιτητή άδεια προσωρινής παραμονής είτε για ανθρωπιστικούς λόγους είτε ως αιτητή ασύλου. 

 

Στις 16 Φεβρουαρίου 2010 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή και καταχωρήθηκε εκ μέρους του προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.  Στις 7 Οκτωβρίου 2010 είχε απορριφθεί η εν λόγω προσφυγή.   Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 13 Δεκεμβρίου 2010, ζήτησαν από τον αιτητή ενόψει της απόρριψης της προσφυγής του από την Αναθεωρητική Αρχή, να αναχωρήσει οικιοθελώς από την Κύπρο.  Στις 29 Δεκεμβρίου 2010 καταχωρήθηκε η εξεταζόμενη προσφυγή. 

 

Το κύριο επιχείρημα το οποίο προβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή ήταν ότι ο συνδυασμός του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, με την υποχρέωση της Δημοκρατίας να τηρήσει τις πρόνοιες Οδηγιών της ευρωπαϊκής ένωσης και εφόσον η αίτηση ασύλου δεν έχει εξεταστεί από δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο, που προσέφυγε ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, θεμελιώνει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.  Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας που ζητείται με την προσφυγή δεν μπορεί, είπε ο κ.Παρασκευά να έχει νόημα παρά μόνο με την έκδοση δηλωτικής απόφασης ότι η παραμονή του στη Δημοκρατία είναι νόμιμη. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας αγορεύοντας έδωσε έμφαση στην έλλειψη των απαιτουμένων προϋποθέσεων, δηλαδή της έκδηλης παρανομίας ή της ανεπανόρθωτης ζημιάς, που θα προσέδιδαν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα έκδοσης του αιτουμένου ενδιάμεσου διατάγματος.  Στη συνέχεια η συνήγορος ανέφερε ότι η απόφαση της διοίκησης είναι αρνητική.  Σε περίπτωση που το δικαστήριο προχωρήσει σε έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα υποκαταστήσει τους καθ΄ων η αίτηση στη διοικητική τους λειτουργία.  Το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία έκδοσης διατάγματος νομιμοποίησης του αιτητή.  Με βάση το άρθρο 8(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.16(1)/2000 δικαιούται ο αιτητής να παραμένει στη Δημοκρατία μέχρι την ημέρα έκδοσης και αποστολής της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, κάτι το οποίο συνέβη στην προκείμενη περίπτωση.  Μετά την απόρριψη της αιτήσεως του κατέστη παράνομος μετανάστης.  Η Δημοκρατία συνέχισε, υλοποιώντας τις δεσμεύσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης προσφέρει τις απαραίτητες δικαστικές εγγυήσεις και επίσης το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον αμερολήπτου δικαστηρίου.  Αυτό έγινε και ο αιτητής προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο με την εκδικαζόμενη προσφυγή. 

 

Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει κατά την εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας να οδηγήσει στην απόρριψη της αιτήσεως είναι το γεγονός ότι ο λειτουργός μετανάστευσης με βάση το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, έχει εξουσία να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού, ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης και να εκδώσει εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Αυτά τα διατάγματα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν έχουν εκδοθεί.  Συνακόλουθα δεν μπορεί ο αιτητής να αιτείται την έκδοση σήμερα προσωρινών διαταγμάτων, κατέληξε.

 

Η προσφερόμενη στο Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, μέχρι την εκδίκαση και αποπεράτωση μιας προσφυγής εδράζεται στον Καν.13 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.  Η δικαιοδοσία αυτή ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθούν ένα από τα δυο πιο κάτω απαραίτητα στοιχεία ήτοι:

 

α)  ΄Εκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή

β)  Πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος. 

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 Α.Α.Δ. 32.

 

«η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινού διατάγματος όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»

 

Στην υπόθεση Frangos & Οthers v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ.53, ιδιαίτερα στη σελίδα 57, αναφέρεται σε μετάφραση ότι:

 «για να ενεργήσει το Δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν τα αμφισβητούμενα γεγονότα».

 

Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται το πιο κάτω απόσπασμα επίσης σε μετάφραση:

 

«αν και το τι αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά οριστεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.» 

 

Ο ορισμός της «έκδηλης παρανομίας» απαντάται επίσης στην υπόθεση Λοϊζίδης  ν. Yπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233 ως εξής:

          «έκδηλη παρανομία είναι εκείνη που, αν δεν αναδύεται αυτόματα ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ότι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης».

 

Το πιο κάτω απόσπασμα σε μετάφραση από την απόφαση Sofocleous ν. Republic (1971) 3 Α.Α.Δ. 345, δίδει πιστεύω το στίγμα και προσδιορίζει τις παραμέτρους μέσα από τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει για να διαπιστώσει την ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς

 

 «αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι η κατ΄ισχυρισμόν ζημιά που θα προκύψει από την επικείμενη εκτέλεση της επίδικης διοικητικής πράξης πρέπει να εξειδικεύεται στην αίτηση με συγκεκριμένο τρόπο.  Ασαφείς ισχυρισμοί για τη ζημιά καθιστούν δύσκολη την αξιολόγηση της και γι΄αυτό και μόνο το λόγο η αίτηση για προσωρινό διάταγμα μπορεί να απορριφθεί.»

 

Εξετάζοντας το αιτητικό της παρούσας ενδιαμέσου αιτήσεως θεωρώ ότι ουσιαστικώς επιζητείται σ΄αυτό το αρχικό στάδιο, η έκδοση απόφασης επί της ουσίας της προσφυγής.  Να κηρυχθεί ο αιτητής ως νομίμως παραμένων στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Η απόφαση που προσβάλλεται με την προσφυγή ακριβώς στοχεύει σ΄αυτό το αποτέλεσμα.  Η ταυτότητα αιτημάτων δεν είναι, από μόνη της, στοιχείο απορριπτικό, αλλά για να ενεργοποιηθεί η προσφερόμενη δυνατότητα του δικαστηρίου πρέπει να τεκμηριωθεί όχι μόνο παρανομία αλλά έκδηλη.  Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας για πρόσβαση σε αμερόληπτο δικαστήριο, όχι μόνο υπάρχει αλλά ασκήθηκε από τον αιτητή με την καταχώρηση της προσφυγής του.  Σε κανένα σημείο δεν αμφισβητείται η δυνατότητα του Λειτουργού Μετανάστευσης να εκδώσει την αμφισβητηθείσα απόφαση.  Είναι η ορθότητα της που υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

 

Δεν έχω πεισθεί ότι ο αιτητής πέτυχε, με τα γεγονότα που έθεσε ενώπιον μου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι έκδηλα παράνομη, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νομολογίας.

 

Ούτε η ανεπανόρθωτη ζημιά τεκμηριώνεται, ιδιαιτέρως όταν είναι αποδεχτό ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που ουσιαστικώς ακολουθούν την απόφαση επιστροφής, (αρ.14 του Κεφ.105) δεν έχουν εκδοθεί.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.  Τα έξοδα θα είναι πληρωτέα στο τέλος της υπόθεσης.

 

                                                            Κ.Παμπαλλής,

                                                                      Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο