ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1463/2010 και 1464/2010)
9 Μαΐου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1463/2010)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1464/2010)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
ν.
κυπριακησ δημοκρατιασ, μεσω
υπουργικου συμβουλιου,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Δ. Στεφανίδης και για τους δύο Αιτητές.
Δ. Εργατούδη (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές με τις δύο συνεκδικαζόμενες προσφυγές τους, ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, ημερ. 8.10.2010 με την οποία απορρίφθηκε η σχετική Πρόταση για πληρωμή των δεδουλευμένων και συμφωνηθέντων υπερωριών για την περίοδο μεταξύ 7.4.2008-30.11.2009 (Υπόθ. Αρ. 1463/2010) και για την περίοδο μεταξύ 7.4.2008-27.12.2009 (Υπόθ. Αρ. 1464/2010).
Τα γεγονότα της υπόθεσης
Η διενέργεια ελέγχων σε αποστολές ζώων και άλλων προϊόντων που φτάνουν στο αεροδρόμιο Λάρνακας εκτός ωρών εργασίας, είναι αναγκαία επειδή πρόκειται για προϊόντα και ζώα που, για λόγους δημόσιας υγείας και ευημερίας των ζώων, χρήζουν άμεσης εξέτασης και αποδέσμευσης, Οδηγία 91/496/ΕΟΚ, Οδηγία 97/78/ΕΚ και Νόμος 98(Ι)/2002 (Καν. 998/2003 (ΕΚ)).
Σε κάποιο στάδιο, οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα στελέχωσης του αεροδρομίου Λάρνακας κατά τις μη εργάσιμες ώρες, καθότι οι πλείστοι των Λειτουργών που απασχολούνταν τότε στα Κτηνιατρικά Γραφεία Λάρνακας, διέμεναν σε άλλες πόλεις και ήταν δύσκολο να ανταποκρίνονται όταν υπήρχαν περιπτώσεις ζωικής προέλευσης που απαιτείτο έλεγχος από Λειτουργό εκτός ωρών υπηρεσίας. Ως αποτέλεσμα, στις 7.4.2008, κατόπιν απόφασης της συνδικαλιστικής οργάνωσης των Δημοσίων Υπαλλήλων ΠΑΣΥΔΥ, οι Κτηνιατρικοί Λειτουργοί οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την υποχρέωση να εργάζονται υπερωριακά στο Συνοριακό Κέντρο Κτηνιατρικού Ελέγχου Ζώων και Ζωοκομικών Προϊόντων στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, κλήθηκαν και απείχαν από την πιο πάνω εργασία τους, προς διεκδίκηση της καταβολής σε αυτούς επιδόματος αναμονής. Κατά τη γνώμη τους, δικαιούνταν το εν λόγω επίδομα, επειδή η συγκεκριμένη προσφορά τους γινόταν συστηματικά με βάση πρόγραμμα και καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.
Η αποχή αυτή σύμφωνα με τους Καθ' ων η αίτηση, προκάλεσε προβλήματα στις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, αφού δημιουργούσε εμπλοκή στην ομαλή λειτουργία του Συνοριακού Σταθμού Ελέγχου. Στην αρχή, έγινε προσπάθεια όπως το πρόβλημα αντιμετωπιστεί με την εμπλοκή σε υπερωριακή απασχόληση Ανώτερων Κτηνιατρικών Λειτουργών της Κλίμακας Α13, οι οποίοι διέμεναν στη Λάρνακα. Η Διεύθυνση των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, μετά από συνεννόηση με το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, έδωσε οδηγίες στους Αιτητές, όπως διενεργούν υπερωριακή εργασία στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Το Υπουργείο Γεωργίας, με επιστολή του ημερ. 7.5.2008 ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών να διευκρινιστεί κατά πόσον η Εγκύκλιος 1347, ημερ. 27.11.2007 του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για υπερωριακή απασχόληση, κάλυπτε τους Λειτουργούς στην Α13 των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών.
Έκτοτε, ακολούθησε μια σειρά επιστολών υπενθύμισης από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες προς το Υπουργείο Γεωργίας, αλλά και από το Υπουργείο Γεωργίας, προς το Υπουργείο Οικονομικών από το οποίο ζητούνταν διευκρινίσεις και οδηγίες για το χειρισμό του θέματος. Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 19.11.2008, πληροφόρησε το Υπουργείο Γεωργίας ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 47/5 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών, υπάλληλοι στην Κλίμακα 13 και άνω, δεν αποζημιώνονται για υπερωριακή απασχόληση. Ωστόσο, αν το Τμήμα έκρινε σκόπιμη την καταβολή αποζημιώσεων, θα μπορούσε να υποβάλει πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Το Υπουργείο Γεωργίας, ανταποκρινόμενο στην πρόκληση με επιστολή του ημερ. 11.12.2008, επανήλθε επί του θέματος, ζητώντας εκ νέου υπερωριακή απασχόληση των δύο Λειτουργών Κλίμακας Α13, αφού αυτό αποτελούσε και τη μόνη άμεση λύση, επικαλούμενη την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 63.418, ημερ. 23.2.2006, που επέτρεπε την υπερωριακή απασχόληση υπαλλήλων πιο ψηλά στην ιεραρχία με ένα κατ' αποκοπή ποσό το οποίο υπολογίζεται με βάση τη μισθοδοσία της κατώτερης θέσης. Στην επιστολή αυτή επισυνάφθηκε και προσχέδιο πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
Ακολούθως στις 16.1.2009 το Υπουργείο Οικονομικών απέστειλε νέα επιστολή στο Υπουργείο Γεωργίας, πληροφορώντας το ότι η συστηματική καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης σε δημόσιους υπαλλήλους στην Κλίμακα Α13 και άνω, δεν συνηθίζεται και τυχόν καταβολή της από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες θα δημιουργήσει κακό προηγούμενο για διεκδίκηση αποζημιώσεων από άλλα Τμήματα. Τέλος, προέτρεψε το Υπουργείο να υποβάλει νέα πιο λεπτομερή πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Πράγματι, το Υπουργείο Γεωργίας, στις 5.3.2009 επανήλθε με νέα Πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Οι Κτηνιατρικές Υπηρεσίες, αφού εξασφάλισαν γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας ότι όλοι οι υπάλληλοι, ακόμη και αυτοί που υπηρετούσαν σε κλίμακες κατώτερες της Α13, είναι υποχρεωμένοι να προσφέρουν την εργασία τους σε οποιοδήποτε χρόνο, εφόσον αυτό απαιτούν οι ανάγκες της υπηρεσίας, με δύο επιστολές τους ημερ. 22.6.2009 και 26.8.2009 προς το Υπουργείο Γεωργίας, ζήτησαν ενημέρωση, υπενθυμίζοντας ότι ο ένας εκ των δύο εμπλεκομένων Ανώτερων Λειτουργών βρισκόταν πολύ κοντά στην αφυπηρέτηση. Οι μέχρι τότε προτάσεις προς το Υπουργικό Συμβούλιο, είτε αποσύρθηκαν, είτε απορρίφθηκαν.
Στο μεταξύ οι δύο Ανώτεροι Κτηνιατρικοί Λειτουργοί (Α13), δηλαδή οι Αιτητές, είχαν ήδη εκτελέσει ολόκληρο το πρόγραμμα υπερωριών από 7.4.2008 μέχρι 30.6.2009, βασισμένοι στην υπόσχεση που τους είχε δοθεί από την τότε Διεύθυνση των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, η οποία είχε εξασφαλίσει προφορική έγκριση από την τότε Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Γεωργίας, ότι θα τους καταβαλλόταν υπερωριακή αποζημίωση μέχρι να εξασφαλιστεί και η επίσημη έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ακολούθησε εκ νέου υποβολή και τρίτης πρότασης με αρ. 1022/2010 για το ίδιο θέμα προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο όμως σε συνεδρία του στις 8.10.2010 και πάλιν την απέρριψε, με αποτέλεσμα οι δύο Αιτητές να προσφύγουν στο Δικαστήριο.
Προτού προχωρήσω, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τον Κανονισμό 47(5) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1995 (ΚΔΠ 175/95, στο εξής «οι Κανονισμοί»:-
«47(5) Υπάλληλοι που βρίσκονται στην Κλίμακα Α13 και άνω δεν αποζημιώνονται για υπερωριακή εργασία σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης τους:
Νοείται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μετά από ειδική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να καταβάλλεται υπερωριακή αποζημίωση και για θέσεις με Κλ. Α 13 και άνω.»
Το ερώτημα που τίθεται, είναι κατά πόσον το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε εύλογα τη διακριτική ευχέρεια που είχε για να αποφασίσει αν στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι «εξαιρετικές περιπτώσεις», ώστε σύμφωνα με τον Κανονισμό 47(5) να εγκρίνει την υπερωριακή απασχόληση των Αιτητών.
Ο συνήγορος των Αιτητών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλει ουσιαστικά τρεις λόγους ακύρωσης:- (1) Έλλειψη έρευνας και πλάνης ως προς τα πράγματα, αφού ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου τέθηκαν εσφαλμένα ή παραπλανητικά στοιχεία ως προς τον χρόνο, τις ώρες και το συνολικό ποσό της υπερωριακής αμοιβής, (2) έλλειψη δέουσας αιτιολογίας και (3) παραβίαση της αρχής της ισότητας και αναλογικότητας, ενόψει των προνοιών του Κανονισμού 47(5) των Κανονισμών και του Άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Έλλειψη έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα - Λόγος ακύρωσης 1
Οι Αιτητές προβάλλουν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο πλανήθηκε ως προς τη χρονική διάρκεια των υπερωριών, το συνολικό αριθμό των ωρών που εργάστηκε ο κάθε Αιτητής υπερωριακά και ως προς το συνολικό ποσό της υπερωριακής αμοιβής που ο καθένας δικαιούτο. Ενώ ο πραγματικός χρόνος ήταν μεταξύ 7.4.2008 μέχρι 27.12.2009 για τον Αιτητή στην προσφυγή 1464/10, στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου γίνεται αναφορά σε κοινή ημερομηνία 7.4.2009 (αντί 2008) - 27.12.2009. Η διαφορά του ενός έτους που προέκυψε από έλλειψη δέουσας έρευνας, αποτελεί ουσιαστική πλάνη. Από τη στιγμή που είναι άγνωστο τι ρόλο διαδραμάτισε η πλάνη στη λήψη της εν λόγω απόφασης, εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά για την εγκυρότητά της.
Πλάνη εντοπίζεται και στην πρόταση 1022/2010 που υποβλήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ο υπολογισμός των υπερωριών των Αιτητών δεν ήταν 1434.39 ώρες και ποσό €44.728, αλλά φαίνεται να ήταν 900 ώρες για τον Αιτητή στην προσφυγή 1463/10 και 1009 ώρες για τον Αιτητή στην προσφυγή 1464/10, σύμφωνα με τις καταστάσεις του Υπουργείου Γεωργίας που επισυνάφθηκαν ως Παραρτήματα στην αγόρευση του δικηγόρου των Αιτητών και δεν έχουν αντικρουστεί. Σύμφωνα με τους Αιτητές, οι πιο πάνω ώρες θα απέδιδαν στον Αιτητή στην 1463/10, €39.969,18 και στον Αιτητή στην 1464/10, €44.944,30.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου τέθηκαν διαμέσου της Πρότασης, όλα τα απαιτούμενα στοιχεία και δεν χρειαζόταν να γίνει οποιαδήποτε πρόσθετη έρευνα. Πέραν τούτου, αρνούνται ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη ως προς τα πράγματα, αφού τα ορθά στοιχεία αναφέρονταν στην Πρόταση. Εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε διαφορά και αν υπήρχε στα στοιχεία, αυτή δεν ήταν ουσιώδης.
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Όντως φαίνεται ότι η έρευνα του Υπουργικού Συμβουλίου δεν πρέπει να ήταν η δέουσα, διαφορετικά δεν εξηγούνται οι τρεις εσφαλμένες αναφορές σε ό,τι αφορά τη χρονική διάρκεια των υπερωριών, στο σύνολο των ωρών υπερωριακής απασχόλησης και στο ακριβές ποσό που θα αποδίδετο στον κάθε Αιτητή. Η πλάνη είναι εμφανής. Ο βαθμός της πλάνης δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί, αλλά τουλάχιστον το ένα στοιχείο που αφορά στο χρόνο, κρίνω ότι είναι ουσιώδες εφόσον το λάθος ισοδυναμεί με ένα ημερολογιακό έτος. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε υποθέσεις ως προς το πώς θα αποφάσιζε το διοικητικό όργανο αν είχε ενώπιον του την ορθή εικόνα των πραγμάτων. Ένα τέτοιο εγχείρημα, εκτός από υποθετικό, θα σήμαινε και σχηματισμό πρωτογενούς κρίσης, κάτι που δεν επιτρέπεται (βλ. Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 ΑΑΔ 713). Το βάρος απόδειξης στον Αιτητή σε τέτοιες περιπτώσεις, για να ανατρέψει το τεκμήριο υπέρ της ορθότητας, είναι να δημιουργήσει αμφιβολία ως προς την ορθότητα της διαπίστωσης περί τα πράγματα από πλευράς διοίκησης, πράγμα που κατά την κρίση μου οι δύο Αιτητές έχουν επιτύχει (βλ. Το Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων του Μ. Στασινόπουλου, σελ. 305).
Εξέτασα το ενδεχόμενο επανανοίγματος για διαπίστωση των πραγματικών περιστάσεων, αλλά κατέληξα ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν πρόσφορο, εφόσον το όλο θέμα της πλάνης συνδέεται τόσο με την αιτιολογία, όσο και με το ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εντόπισε τα αντιφατικά στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελο σε σχέση με τα πιο πάνω γεγονότα (βλ. Πίνακα-Παράρτημα 18 στην Ένσταση, Πίνακα- Παράρτημα Ι στη γραπτή αγόρευση των Καθ' ων η αίτηση και Πίνακα-Παράρτημα ΣΤ στην κάθε προσφυγή).
Έλλειψη δέουσας αιτιολογίας - Λόγος ακύρωσης 2
Η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.10.2011, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα 18 στη γραπτή ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, είναι διατυπωμένη ως ακολούθως:-
«49. Το Συμβούλιο αποφάσισε, σύμφωνα με τον Κανονισμό 47(5) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Απολαβές, Επιδόματα και άλλα Οικονομικά Ωφελήματα των Δημοσίων Υπαλλήλων) Κανονισμών, να μην εγκρίνει την καταβολή της υπερωριακής αποζημίωσης στους Ανώτερους Κτηνιατρικούς Λειτουργούς, που εργάστηκαν στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, μεταξύ 7.4.2009 και 27.12.2009.»
Οι Αιτητές προβάλλουν ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με τη λακωνικότητα που τη χαρακτηρίζει, στερείται παντελώς οποιασδήποτε αιτιολογίας. Καμία εξήγηση δεν δίνεται γιατί η προσφορά υπερωριακών υπηρεσιών από τους Αιτητές, κάτω από τις έκτακτες συνθήκες που δημιουργήθηκαν τότε στο αεροδρόμιο Λάρνακας και την υπόσχεση που τους δόθηκε για πληρωμή, δεν ενέπιπτε στον όρο «εξαιρετικές περιπτώσεις». Πρέπει να σημειωθεί ότι τότε δεν υπήρχαν άλλοι διαθέσιμοι υπάλληλοι, γνώστες του αντικειμένου και η έλλειψη προσωπικού δεν αναμενόταν να επιλυθεί πριν τον Ιούνιο του 2009, που θα πληρώνονταν οι κενές θέσεις Κτηνιατρικών Λειτουργών και πριν τις 28.12.2009, που θα ολοκληρωνόταν η κατάλληλη εκπαίδευση κατώτερων κτηνιατρικών λειτουργών.
Πέραν των πιο πάνω, ο συνήγορος των Αιτητών εισηγείται ότι η βασική πρόνοια του Κανονισμού 47(5) της ΚΔΠ 175/95, με την οποία απαγορεύεται η αποζημίωση για υπερωριακή εργασία σε υπαλλήλους που βρίσκονται στην Κλίμακα Α13 και άνω, ισοδυναμεί με επιβολή αναγκαστικής εργασίας και παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας. Όπως αναφέρει ο δικηγόρος των Αιτητών, κάθε δημόσιος υπάλληλος είναι δυνάμει του άρθρου 65(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), «υποχρεωμένος να προσφέρει την εργασία του σ' οποιοδήποτε χρόνο, εφόσον αυτό απαιτούν οι ανάγκες της υπηρεσίας». Οι Αιτητές συμμορφούμενοι με την έκκληση της υπηρεσίας δυνάμει του πιο πάνω άρθρου, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους με την υπόσχεση πληρωμής και στη συνέχεια με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπήρξε αναίρεση της υπόσχεσης και άρνηση πληρωμής. Στην ουσία πρόκειται για επιβολή καταναγκαστικής εργασίας.
Από την άλλη, οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από πλήρη έρευνα όλων των σχετικών στοιχείων, είναι δεόντως αιτιολογημένη και αποτελεί ορθή και νόμιμη ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου.
Αναφορικά με τον Κανονισμό 47(5), είναι η θέση της δικηγόρου των Καθ' ων η αίτηση, ότι η απαγόρευση στον Κανονισμό δεν είναι απόλυτη, αφού δίνεται διακριτική ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίζει άλλως πως αν συντρέχουν «εξαιρετικές περιπτώσεις».
Και αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας, όπως εδώ, πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες. Η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό λόγο που οδήγησε το όργανο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. άρθρα 26 και 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτιολογία είναι τόσο αόριστη και ασαφής, που καθιστά το δικαστικό έλεγχο εντελώς ανέφικτο. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η αιτιολογία κατά την κρίση μου είναι ανεπαρκής, αφού δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους λόγους που οδήγησαν το Υπουργικό Συμβούλιο στο να θεωρήσει ότι δεν υπήρχαν οι «εξαιρετικές περιπτώσεις» που προέβλεπε ο Κανονισμός 47(5) των Κανονισμών. Η παράλειψη προσδιορισμού των λόγων που οδήγησαν το Υπουργικό Συμβούλιο να απορρίψει την Πρόταση, αφήνει πολλά ερωτηματικά ως προς το πώς αξιολογήθηκαν τα διάφορα στοιχεία, τι τελικά μέτρησε κατά της Πρότασης και γιατί απορρίφθηκαν τα στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της Πρότασης (βλ. Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 ΑΑΔ 438). Η συμπλήρωση της αιτιολογίας είναι αδύνατο να γίνει από τα στοιχεία των φακέλων, αφού από αυτά δεν καταδεικνύονται οι λόγοι που οδήγησαν το Υπουργικό Συμβούλιο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ούτε είναι έργο του Δικαστηρίου να αξιολογήσει τα στοιχεία για να προβλέψει ποια θα ήταν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ώστε να κρίνει αν ήταν λογικά εφικτή ή όχι (βλ. Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56 και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 145). Στην προκειμένη περίπτωση, το Υπουργικό Συμβούλιο κατά την κρίση μου δεν άσκησε εύλογα τη διακριτική εξουσία που είχε δυνάμει του Κανονισμού 47(5).
Ενόψει της επιτυχίας των δύο πρώτων λόγων ακύρωσης, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση και του τρίτου λόγου, με τον οποίο επιδιώκεται να κηρυχθούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 47(5) αντίθετες με τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πέραν του ότι είναι αχρείαστη μια τέτοια εξέταση, οι Αιτητές δεν θα μπορούσαν από τη μια να επιδοκιμάζουν τις πρόνοιες του επίδικου Κανονισμού, προβάλλοντας λανθασμένη εφαρμογή του και προς τούτο να ζητούν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και από την άλλη να ζητούν τη μη εφαρμογή του Κανονισμού, ως αντίθετου προς την αρχή της ισότητας, της αναλογικότητας και του Άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με €2.200 έξοδα, πλέον ΦΠΑ και στις δύο προσφυγές. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς