ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1059/2009)
18 Μαΐου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI N. 112(I)/2004.
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
-ν-
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ΄ου η Aίτηση.
- - - - - -
Κ. Χατζηιωάννου, για την Αιτήτρια.
Η. Στεφάνου και Ε. Κελεπέσιη, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε ικανό αριθμό αποφάσεων μονομέλειας, όχι πάντα με την ίδια κατάληξη, ενώ το θέμα εκκρεμεί προς τελική απόφανση με την εκδίκαση εφέσεων οι οποίες εκκρεμούν.
Μήλο της έριδος παρουσιάζεται να είναι ο τρόπος εφαρμογής από τον καθ΄ου η αίτηση Επίτροπο Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ο Επίτροπος) διαφόρων προνοιών του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Νόμος αρ. 112(Ι)/2001). Ο Νόμος σκοπούσε στην εναρμόνιση με διάφορες πράξεις και συμμόρφωση προς σχετικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων και εξουσιών του, ο Επίτροπος, εξέδωσε απόφαση ημερομηνίας 23.6.2009 με αριθμό 22/2009, αναφορικά με τον Ορισμό Σχετικής Αγοράς, Ανάλυση Αγοράς, Καθορισμό Οργανισμού με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά και την Επιβολή Ρυθμιστικών Υποχρεώσεων στον Οργανισμό με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά στη σχετική Αγορά Απόληξης (Τερματισμού) Φωνητικών Κλήσεων σε Μεμονωμένα Δίκτυα Κινητών Επικοινωνιών. Πιο συγκεκριμένα, ακολουθώντας τη διαδικασία των άρθρων 20(η)(ιε)(κδ)(κατ), 21, 22(2), 26 και 49 του Νόμου, ο Επίτροπος, με την προαναφερθείσα απόφασή του, παρουσιάζεται να προβαίνει στο πλαίσιό της σε ανάλυση της αγοράς και στη συνέχεια στον καθορισμό της αγοράς με την αιτήτρια ως έχουσα σ΄ αυτή σημαντική ισχύ, στην οποία και προχώρησε ο Επίτροπος να επιβάλει ρυθμιστικές υποχρεώσεις.
Οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 47, 48 και 49 του Νόμου έχουν ως ακολούθως:
"47(1) Ο Επίτροπος λαμβάνοντας υπόψη στο μέγιστο δυνατό βαθμό το Κοινοτικό δίκαιο, θα ορίζει με Διάταγμα ή Απόφαση τις σχετικές αγορές σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου του ανταγωνισμού. Οι σχετικές αγορές θα ορίζονται σύμφωνα με τις αρχές αυτές όπως ενδείκνυται για τις συνθήκες της Κύπρου."
Και το άρθρο 48(1) προνοεί:
"48(1) Μετά την ολοκλήρωση του ορισμού των σχετικών αγορών σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα Άρθρα 46(5) και 47, ο Επίτροπος υποχρεούται να διεξάγει ανάλυση της αποτελεσματικότητας του ανταγωνισμού σύμφωνα με το Κοινοτικό δίκαιο."
Και στη συνέχεια, το άρθρο 49(1) προνοεί:
"49(1) Ο εντοπισμός προσώπου ή προσώπων ως εχουσών Σημαντική Ισχύ σε μια σχετική αγορά θα οδηγεί στην επιλογή από τον Επίτροπο μιας εύλογης διορθωτικής ρύθμισης ή ρυθμίσεων, οι οποίες θα είναι αναλογικές για τους ακόλουθους στόχους:
(α) προώθηση του ανταγωνισμού στην παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών και υπηρεσιών με τους ακόλουθους τρόπους:
(αα) εξασφαλίζοντας ότι οι χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των μειονεκτούντων χρηστών, αποκομίζουν το μέγιστο όφελος όσον αφορά την επιλογή, την τιμή και την ποιότητα·
(ββ) εξασφαλίζοντας ότι δεν υφίσταται στρέβλωση ούτε περιορισμός του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
(γγ) ενθαρρύνοντας αποτελεσματικές επενδύσεις ως προς την υποδομή και υποστηρίζοντας την καινοτομία, και
(δδ) ενθαρρύνοντας την αποτελεσματική χρήση και εξασφαλίζοντας την ουσιαστική διαχείριση των ραδιοσυχνοτήτων και των πόρων αριθμοδότησης, και
(β) συμβολή στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς μέσω, μεταξύ άλλων: (αα) της άρσης των τελευταίων εμποδίων στην παροχή δικτύων ηλεκτρονικών υπηρεσιών, συναφών ευκολιών και υπηρεσιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
(ββ) της ενθάρρυνσης της σύστασης και της ανάπτυξης διευρωπαϊκών δικτύων και της διαλειτουργικότητας πανευρωπαϊκών υπηρεσιών, και διατερματικής δυνατότητας διασύνδεσης·
(γγ) της εξασφάλισης ότι, σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν γίνεται διάκριση στην αντιμετώπιση των προσώπων που παρέχουν δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και
(δδ) της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά διαφανή τρόπο, ώστε να εξασφαλίζονται, η ανάπτυξη μιας συνεπούς κανονιστικής πρακτικής και η συνεπής εφαρμογή των νομικών υποχρεώσεων δυνάμει του Κοινοτικού δικαίου."
Η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της προαναφερθείσας απόφασης του Επιτρόπου, προβάλλοντας κατά του κύρους της ένα γενικής διατύπωσης λόγο, ο οποίος τέθηκε ως ακολούθως:
"Η επίδικη απόφαση πάσχει από πολλαπλότητα και έλλειψη αιτιολογίας. Περαιτέρω η πολλαπλότητα συνιστά αφ΄ εαυτής υπέρβαση εξουσίας."
Βασικός πυρήνας αυτού του λόγου ακύρωσης είναι η θέση της αιτήτριας σύμφωνα με την οποία με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης συνδυάστηκαν τρεις ξεχωριστές και διακριτές μεταξύ τους διοικητικές ενέργειες και αποφάσεις οι οποίες θα έπρεπε να είχαν ληφθεί σε τρεις ξεχωριστές και διακριτές αποφάσεις κατόπιν ξεχωριστών και διακριτών διαδικασιών. Αυτές δηλαδή οι διαδικασίες θα έπρεπε να είχαν διενεργηθεί σε τρία ξεχωριστά στάδια ως ακολούθως:
α. Διαδικασία ορισμού της σχετικής αγοράς.
β. Διαδικασία καθορισμού οργανισμού με σημαντική ισχύ στην προαναφερθείσα αγορά.
γ. Διαδικασία επιβολής ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον καθορισθέντα οργανισμό με τη σημαντική ισχύ στην αγορά.
Είναι κοινά παραδεκτό ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο ήδη εκδικασθεισών προσφυγών, η προσβαλλόμενη απόφαση και οι τρεις ενέργειες στις οποίες προέβηκε ο Επίτροπος αποτελούν μέρη μιας ενιαίας απόφασης ακολουθούσες η μια την άλλη.
Στις προσφυγές των οποίων τα στοιχεία παρατίθενται πιο κάτω, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ως βάσιμο το λόγο ακύρωσης που πρόβαλε η αιτήτρια περί πολλαπλότητας και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες με τις προσφυγές αποφάσεις του Επιτρόπου:
Υπόθεση Αρ. 327/2007 ημερομηνίας 3.2.2009 (Μ. Νικολάτος Δ.)
Υπόθεση Αρ. 326/2007 ημερομηνίας 11.5.2009 (Μ. Φωτίου Δ.)
Υπόθεση Αρ. 390/2007 ημερομηνίας 25.5.2009 (Μ. Νικολάτος Δ.)
Υπόθεση Αρ. 325/2007 ημερομηνίας 21.12.2009 (Ε. Παπαδοπούλου Δ.)
Υπόθεση Αρ. 391/2007 ημερομηνίας 25.5.2010 (Κ. Παμπαλλής Δ.)
Αποφάσεις με αντίθετη κατάληξη, στην οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι τίποτε δεν εμπόδιζε τον Επίτροπο από του να ενεργήσει ως ενήργησε και να ασχοληθεί με τα προαναφερθέντα τρία θέματα στο πλαίσιο μιας ενιαίας απόφασης, εκδόθηκαν μεταγενέστερα των πιο πάνω εκδοθεισών αποφάσεων ως ακολούθως:
Υπόθεση Αρ. 391/2007 ημερομηνίας 15.9.2010 (Γ. Κωνσταντινίδης Δ.)
Υπόθεση Αρ. 1013/2009 ημερομηνίας 5.4.2011 (Α. Κραμβής Δ.)
Μελέτησα με προσοχή τα κείμενα των προαναφερθεισών αποφάσεων με τη διαφορετική κατάληξη και σημειώνω ότι το όφελος της ύπαρξης και σύγκρισης των διιστάμενων απόψεων είναι μεγάλο.
Κατόπιν ιδιαίτερης περίσκεψης έχω καταλήξει όπως ασπαστώ την ίδια άποψη με τους αδελφούς Δικαστές Κωνσταντινίδη και Κραμβή, υιοθετώντας το ίδιο σκεπτικό που συνηγορεί υπέρ της νομιμότητας του τρόπου άσκησης των εξουσιών του Επιτρόπου στην υπό εξέταση περίπτωση. Θα πρόσθετα ότι ενδεχόμενα να ήταν πράγματι πιο ευχερής, πρόσφορη και ευπρόσιτη η απόφαση του Επιτρόπου αν αυτή χωριζόταν σε τρεις διαφορετικές και διακριτές μεταξύ τους επιμέρους αποφάσεις με ξεχωριστή αιτιολογία. Όμως αδυνατώ πράγματι να διαπιστώσω οποιαδήποτε επιτακτική νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου στην οποία να προσκρούει ο τρόπος ενέργειας του Επιτρόπου στην υπό εξέταση περίπτωση.
Κατά τα άλλα υιοθετώ πλήρως το σκεπτικό της προαναφερθείσας τελευταίας επί του θέματος απόφασης του αδελφού Δικαστή Κραμβή, το ουσιαστικό μέρος της οποίας μεταφέρω εδώ αυτούσιο προς διευκόλυνση:
"Παρόμοια θέματα απασχόλησαν πρωτοδίκως το Ανώτατο Δικαστήριο και υπάρχουν σχετικές αποφάσεις. Στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υπόθ. αρ. 392/2007, ημερ. 15.9.2010, ο Κωνσταντινίδης, Δ., έκρινε ότι ο Επίτροπος δεν εμποδίζεται είτε από το νόμο είτε από το εκδοθέν δυνάμει του άρθρου 46(5) Διάταγμα (ΚΔΠ 147/2005) να καταρτίζει ενιαίο έγγραφο και να ακολουθεί διαβούλευση επ΄ αυτού ως συνόλου. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:
«Παραθέτω το άρθρο 21 του Διατάγματος:
«(1) Ο Επίτροπος δύναται κατά την κρίση του, αφού ολοκληρώσει τον προσδιορισμό μιας σχετικής Αγοράς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο Άρθρο 4 του παρόντος Διατάγματος να μην δημοσιοποιεί το σχετικό Προσχέδιο Μέτρων σχετικά με τον ορισμό αγοράς έως ότου προχωρήσει στην ανάλυση του επιπέδου του ανταγωνισμού στην συγκεκριμένη αγορά.
(2) Στις περιπτώσεις όπου ο Επίτροπος προχωρά με τον τρόπο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος Άρθρου ο Επίτροπος δημοσιεύει Προσχέδιο Μέτρων το οποίο καλύπτει τόσο το ζήτημα του ορισμού αγοράς και της ανάλυσης αγοράς όσο και οποιεσδήποτε σχετικές ρυθμιστικές υποχρεώσεις τις οποίες επιθυμεί να επιβάλει. Το Προσχέδιο Μέτρων υποβάλλεται στη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα Άρθρα 22, 23 και 24 του παρόντος Διατάγματος.»
Στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχόλια και ο Επίτροπος τα εξετάζει και τα αξιολογεί. Στο τέλος συντάσσει επαρκώς αιτιολογημένο Προσχέδιο Μέτρων για την εξεταζόμενη Αγορά (άρθρο 26 του Διατάγματος) το οποίο και υποβάλλει στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 27) και εφόσον αυτό «γίνει αποδεκτό» από την Επιτροπή, προβαίνει στην έκδοση Απόφασης (άρθρο 28). Όπως προκύπτει, το Προσχέδιο Μέτρων που αποστέλλεται στην Επιτροπή είναι ένα και περιλαμβάνει όλες τις δράσεις. Τον ορισμό Αγοράς, την ανάλυσή της, τον καθορισμό προσώπου με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά και τις ρυθμιστικές υποχρεώσεις. Ανεξάρτητα από το ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί, ή ξεχωριστή για τις δυο πρώτες δράσεις ή ενιαία για όλες. Ασφαλώς δε, στο τέλος, εφόσον το Προσχέδιο Μέτρων γίνει αποδεκτό από την Επιτροπή, αυτό θα είναι και το περιεχόμενο της απόφασης. Δηλαδή σε καμιά περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα χωριστών αποφάσεων στο τέλος.
Ο Επίτροπος ακολούθησε τη διαδικασία του άρθρου 21, έγινε δημόσια διαβούλευση συνολικά, υποβλήθηκε το Σχέδιο Μέτρων (Έγγραφο Κοινοποίησης) στην Επιτροπή, αυτή το έκαμε αποδεκτό και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στην οποία γίνεται ξεχωριστή αναφορά στο κάθε ένα από τα ζητήματα. Τον ορισμό Αγοράς, την ανάλυσή της, τον καθορισμό των αιτητών ως εχόντων Σημαντική Ισχύ στην Αγορά και τον καθορισμό των ρυθμιστικών υποχρεώσεων. Η ενέργεια ήταν σύννομη και δεν μπορώ να δω και το συσχετισμό του ζητήματος της διαδοχικότητας ή του χωριστού εγγράφου προς την επάρκεια ή τη σαφήνεια της αιτιολογίας ως προς το κάθε θέμα που, όπως σημείωσα, εξετάζεται χωριστά.»
Στην υπό εξέταση υπόθεση, ο Επίτροπος φαίνεται ότι ακολούθησε τη διαδικασία του άρθρου 21, όπως και στην υπόθ. 392/2007 (ανωτέρω) και καθώς προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου εξέτασε το κάθε θέμα χωριστά. Σε συμφωνία με τον Κωνσταντινίδη, Δ., θεωρώ ότι η ενέργεια του Επιτρόπου ήταν καθόλα σύννομη και η απόφασή του δεόντως αιτιολογημένη.
Η εισήγηση των αιτητών ότι το εν λόγω Διάταγμα εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσιοδότησης του Νόμου (ultra vires) είναι αβάσιμη. Τα άρθρα 46, 47 και 48 θέτουν τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές ως προς τα διαδικαστικά βήματα και τη σειρά που πρέπει να ακολουθείται. Καθίσταται σαφές ότι το ένα βήμα εμπλέκεται μέσα στο άλλο ως αναγκαία προϋπόθεση και ότι η όλη διαδικασία έχει μια αλληλουχία και μια συγκεκριμένη σειρά έρευνας ώστε να καθορίζεται η σχετική αγορά, να αναλύεται ο ανταγωνισμός που την αφορά και να καθορίζονται αναλογικά ρυθμιστικά μέτρα όταν διαπιστωθεί ότι ο οργανισμός έχει Σημαντική Ισχύ Αγοράς. Οι σχετικές πρόνοιες δεν επιβάλλουν υποχρέωση για έκδοση ξεχωριστών αποφάσεων ορισμού, σε ξεχωριστά έγγραφα, σε διαφόρους χρόνους ούτε αποκλείουν την ενσωμάτωση των επιμέρους σταδίων έρευνας σε μια τελική απόφαση εφόσον αυτή εμπεριέχει αιτιολογημένη και αυτοτελή αναφορά στους ειδικότερους διακριτούς ορισμούς. Με αυτό το πνεύμα εκδόθηκε και το σχετικό Διάταγμα που εξειδικεύει την διαδικασία εξέτασης της αγοράς η οποία περιλαμβάνει κατά το άρθρο 46(4) του Νόμου, τον ορισμό της αγοράς, τη διενέργεια αναλύσεων έρευνας και την επιβολή αναλογικών ρυθμίσεων. Ο Επίτροπος ακολούθησε την δυνητική πρόνοια 21 του Διατάγματος η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με τις πρόνοιες του εξουσιοδοτούντος Νόμου. Εξάλλου, γίνεται ξεχωριστή αναφορά στην απόφαση για το κάθε ένα από τα πιο πάνω ζητήματα και δεν μπορώ να αποδεχθώ τον ισχυρισμό των αιτητών για σύγχυση και επηρεασμό της κρίσης του Επιτρόπου από την διαδικαστική πρακτική της συμπερίληψης τους σε ενιαίο έγγραφο.
Μια άλλη πτυχή της πολλαπλότητας, κατά τους αιτητές, αφορά στην εξέταση πέραν της αγοράς 4 και της αγοράς χονδρικής ευρυζωνικής πρόσβασης. Μελέτη των εγγράφων της ένστασης αποδεικνύει ότι η διερεύνηση των δυο αγορών, παρότι έγινε παράλληλα, εντούτοις χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά ερωτηματολόγια (Παράρτημα 2, μέρος Β, σελ.15-20 αφορούν το ερωτηματολόγιο της αγοράς 4, Μέρος Γ, σελ.21 επ. αφορά στο ερωτηματολόγιο της αγοράς 5). Επίσης, τα συμπεράσματα, οι διαβουλεύσεις και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν αναφέρονται σε κάθε αγορά ξεχωριστά. (Το Παράρτημα 5 που αφορά στα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης ορίζεται από τον ίδιο τον τίτλο του μόνο την αγορά 4, το παράρτημα 7 που αφορά στην βεβαίωση παραλαβής της κοινοποίησης από την ΕΕ αναφέρεται επίσης μόνο στην αγορά 4(CY/2009/0869) ενώ η αγορά 5 καταχωρήθηκε με διαφορετική ονομασία και με άλλα στοιχεία (CY/2009/0870). Το Παράρτημα 10 επίσης εκφράζει τη σύμφωνη γνώμη της ΕΕ για το έγγραφο κοινοποίησης το οποίο αναφέρεται στην διαδικασία εξέτασης της αγοράς 4. Δεν προκύπτει ότι συντρέχει οποιοδήποτε ενδεχόμενο σύγχυσης των υπό εξέταση αγορών ούτε οι ίδιοι οι αιτητές θεμελίωσαν με τους ισχυρισμούς τους οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό από την ταυτόχρονη εξέταση δυο αγορών. Εξάλλου οι αιτητές είχαν την δυνατότητα να προβάλουν τον προβληματισμό τους κατά την διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης και να διευκρινίσουν οποιαδήποτε ασάφεια. Όμως, δεν φαίνεται να είχαν τέτοιου είδους ενστάσεις.
Οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης επειδή επιβάλλει συμμόρφωση με το διάταγμα ΔΕ 8/06 που ήδη είχε ακυρωθεί στην ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, προσφυγή αρ. 423/07, ημερ. 15.9.09. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Γίνεται μια αναφορά ως αιτιολογική βάση στο μέρος Γ της απόφασης στα πλαίσια επιβολής των ρυθμιστικών μέτρων στους αιτητές και συγκεκριμένα στην παρ.Ι, υποπαρ.iii του εδ. Β ως προς την υποχρέωση διαφάνειας όχι όμως στο αναφερόμενο διάταγμα αλλά στο ΔΕ 8/07- ΑΔΠ 962/06.
Το τελευταίο επιχείρημα των αιτητών το οποίο συναρτάται και με τον λόγο ακύρωσης που αφορά στην διαδικασία, είναι ότι ο Επίτροπος απέτυχε να αιτιολογήσει ειδικά τις ρυθμιστικές υποχρεώσεις που τους επέβαλε σύμφωνα με το άρθρο 49(6) υπερβαίνοντας τις εξουσίες του βάσει του άρθρου 49(1) του νόμου και να τεκμηριώσει την αναλογικότητα τους. Οι αιτητές ωστόσο δεν κατεύθυναν το Δικαστήριο με ειδικότερη παραπομπή στα μέτρα που θεωρούν δυσανάλογα. Περιορίστηκαν σε γενικολογίες για το αναιτιολόγητο της απόφασης. Αόριστοι ισχυρισμοί δεν εξετάζονται. Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 196, Ζίζυρου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631. Ο λόγος ακύρωσης παρέμεινε μετέωρος."
Ο καθ' ου η αίτηση, επικαλείται ως αιτιολογική βάση και νομική τεκμηρίωση της απόφασης, σωρεία άρθρων, διαταγμάτων, αποφάσεων και Συστάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και τη νομολογία του ΔΕΚ και την ευρωπαϊκή πρακτική. Ωστόσο, η ειδική αιτιολόγηση τεκμηριώνεται στο έγγραφο κοινοποίησης όπως ρητά αναφέρεται και στην απόφαση:
«Γ. Σε σχέση με την επιβολή κατάλληλων και αναλογικών ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην ορισθείσα αγορά, ο ΕΡΗΕΤ επιβάλλει τις ακόλουθες ρυθμιστικές υποχρεώσεις στη βάση της ανάλυσης που περιλαμβάνεται στο έγγραφο κοινοποίησης προς της ΕΕ.»
Το έγγραφο κοινοποίησης δεν επισυνάφθηκε στη ένσταση ούτε παρουσιάστηκε από τους καθ' ων η αίτηση κατά τις διευκρινήσεις. Ορθά οι αιτητές δεν επέμειναν στην κατάθεση του ενώπιον του δικαστηρίου αφού στον ακυρωτικό έλεγχο δεν εμπίπτει ο έλεγχος εξειδικευμένων τεχνικών μέτρων ή υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν στους αιτητές ή η εκτίμηση της αναλογικότητας τους που ασφαλώς προϋποθέτει για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης ειδικές γνώσεις για τεχνικά εξειδικευμένα θέματα. (Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 389, Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (αρ.2) 2007 3 ΑΑΔ 543, Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 79).
Ως αποτέλεσμα, η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ