ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 321/2012)
12 Απριλίου 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28, 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
REHANA AKTER ΑΠΟ ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΔΕΡΥΝΕΙΑΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
4. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
EX PARTE ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 1 ΜΑΡΤΙΟΥ 2012
_________________________
Α. Καρεκλάς, για την Αιτήτρια.
Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την 1.3.2012, η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 28/02/2012 να εκδώσουν διατάγματα κράτησης και απέλασης της Αιτήτριας, είναι παράνομη, αντισυνταγματική, άκυρη, καταπατά το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και στερείται έννομου αποτελέσματος.
Β. ΄Εξοδα και τέλη της παρούσας αίτησης.»
Την ίδια ημέρα, η αιτήτρια καταχώρησε και την παρούσα αίτηση μονομερώς, η οποία ορίστηκε στις 5.3.2012 και με την οποία ζητούσε όπως η απόφαση κράτησης και/ή απέλασής της ανασταλεί μέχρι τελικής εκδίκασης της προσφυγής ή μέχρι νεώτερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στους καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι και εμφανίσθηκαν ζητώντας χρόνο να καταχωρήσουν γραπτή ένσταση. Η συνήγορός τους δεσμεύθηκε ότι η αιτήτρια δεν θα απελαθεί μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.
Η αίτηση στηρίζεται σε διάφορες νομοθετικές και διαδικαστικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων και στον Καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Παναγιώτας Πιερή, ασκούμενης δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο του συνηγόρου της αιτήτριας. Αναφέρει ότι, ως εκ της ιδιότητός της γνωρίζει τα γεγονότα που σχετίζονται με την αίτηση. Η ουσία των ισχυρισμών της είναι ότι η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από τη Μπαγκλαντές, ήρθε στην Κύπρο το 2003 ως Φοιτήτρια στο Lenia College στο Λιοπέτρι της Επαρχίας Αμμοχώστου από όπου και αποφοίτησε τον Οκτώβριο του 2005. Στη συνέχεια, εξασφάλισε σχετική άδεια για φοίτηση στο ίδιο κολλέγιο και απόκτηση δεύτερου διπλώματος. Το 2008 παντρεύτηκε τον Florin Puscasu, ο οποίος κατάγεται από τη Ρουμανία και είναι ευρωπαίος πολίτης. Λόγω του γάμου της απέκτησε άδεια παραμονής ως σύζυγος ευρωπαίου πολίτη με ισχύ μέχρι το 2015. Το 2010 ίδρυσε μαζί με άλλα πρόσωπα εταιρεία, στην οποία κατέχει το 1/3 των μετοχών και είναι διευθύντρια μαζί με τους άλλους μετόχους και γραμματέας της εταιρείας η οποία διαχειρίζεται ένα από τα μεγαλύτερα περίπτερα της Αγίας Νάπας. Στις 28.2.2012, η Αστυνομία, μετά από καταγγελία της αιτήτριας ότι ο σύζυγός της δέχεται, σε συγκεκριμένο χώρο, επίθεση από άλλους τρεις ομογενείς του, επισκέφθηκε τη σκηνή και, μετά από έρευνες και εξετάσεις, συνέλαβε τον ίδιο και την αιτήτρια. Την ίδια ημέρα, οι καθ' ων η αίτηση εξέδωσαν διατάγματα κράτησης και απέλασης χωρίς να της τα επιδώσουν και/ή να της τα κοινοποιήσουν και/ή να την ενημερώσουν για τα δικαιώματά της. Η έκδοση του διατάγματος είναι αναγκαία, ισχυρίζεται, γιατί έχει πολύ καλή υπόθεση στην ουσία της αίτησής της, η απόφαση των καθ' ων είναι αυθαίρετη, παράνομη και ενάντια σε κάθε αρχή δικαίου και ιδιαίτερα στον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμο του 2007 (Ν. 7(Ι)/2007). Εάν, ισχυρίζεται, δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και η αιτήτρια απελαθεί, δεν θα της δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί και ούτε να παρευρίσκεται στη διαδικασία εκδίκασης της κυρίως αίτησής της, θα υποστεί δε αβάσταχτες οικονομικές ζημιές τόσο η ίδια όσο και οι άλλοι συνέταιροι της, που θα είναι απαγορευτικές για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της.
Από πλευράς των καθ' ων η αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Σωτηρίας Γιωργούλας Νικολάου, Διοικητικού Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, εξουσιοδοτημένης και γνωρίζουσας, καθώς αναφέρει, πολύ καλά τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση. Προδικαστικά, θέτουν ζήτημα μη παραδεκτού της αίτησης, για το λόγο ότι η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει γίνεται όχι από την ίδια την αιτήτρια αλλά από πρόσωπο χωρίς εξουσιοδότηση και χωρίς να δίδεται οποιοσδήποτε λόγος γι' αυτό.
Σε σχέση με τα γεγονότα, αναφέρει ότι στην αιτήτρια παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίου για πρώτη φορά στις 5.11.2008 με ισχύ μέχρι 28.2.2009. Στη συνέχεια, και επειδή προέκυψε μετά από έρευνες ότι η αιτήτρια δεν συμβίωνε με το σύζυγο της, στις 30.9.2010, τα στοιχεία της καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο Απαγορευμένων Προσώπων - (Stop List). Ακολούθως διαπιστώθηκε ότι, καίτοι η αίτηση διαζυγίου, την οποία καταχώρησε ο σύζυγός της, είχε αποσυρθεί, αυτή δεν συζούσε με το σύζυγό της. Στις 17.12.2011, μετά από έρευνα της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), η αιτήτρια εντοπίσθηκε με κυπριοποιηθέντα ομοεθνή της ενώ ο σύζυγός της δεν γνώριζε πού βρισκόταν. Στις 28.2.2012 η ΥΑΜ ενημέρωσε τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ότι ο σύζυγος της αιτήτριας είχε εμπλακεί ως παραπονούμενος σε υπόθεση εισόδου σε κατοικία με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος. Την ίδια ημέρα, έγινε εισήγηση όπως οι άδειες παραμονής τόσο του συζύγου της όσο και της ίδιας ακυρωθούν και εκδοθούν εναντίον τους διατάγματα κράτησης και απέλασης. Σύμφωνα με απόφαση του Υπουργού, η αιτήτρια θεωρήθηκε ως απαγορευμένη μετανάστης, γιατί εξασφάλισε δελτίο διαμονής ως σύζυγος ευρωπαίου υπηκόου ενώ συζούσε με ομοεθνή της. Η άδεια παραμονής της ακυρώθηκε. Εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία της γνωστοποιήθηκαν, αρνήθηκε, όμως, να υπογράψει. Εναντίον του συζύγου της, επίσης, εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, αυτός δε απελάθηκε στις 2.3.2012.
Είναι γεγονός ότι η ενόρκως δηλούσα για την αιτήτρια δεν αναφέρει οτιδήποτε που να δικαιολογεί γιατί η αιτήτρια δεν έχει προβεί η ίδια στην ένορκο δήλωση. Τα όσα ο συνήγορός της με τη γραπτή αγόρευσή του αναφέρει, ότι δηλαδή η υπόθεση ήταν κατεπείγουσα και δεν παρείχετο χρόνος να επισκεφθεί την αιτήτρια Πρωτοκολλητής στα Αστυνομικά Κρατητήρια, ασφαλώς και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι η ενόρκως δηλούσα είναι ασκούμενη δικηγόρος στο γραφείο του συνηγόρου της αιτήτριας, και παρά τις ελλείψεις που υπάρχουν στην ένορκη δήλωση σε σχέση με την εξουσιοδότηση, θα υιοθετήσω την πλέον επιεική γι' αυτή θέση και θα εξετάσω την αίτηση στην ουσία της.
Στην Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (2001) 3 ΑΑΔ 164, αναφέρονται τα ακόλουθα:- (σελ. 167)
«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ' αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»
Τι αποτελεί «έκδηλη παρανομία» έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εσωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233, όπου, στη σελ. 240, σε σχέση με αυτήν, αναφέρονται τα εξής:-
«... αν δεν αναδύεται αυτόματα, ανακύπτει κατόπιν αναλογισμού ως προς τις επιπτώσεις στοιχείων ενυπαρχόντων στο διαθέσιμο υλικό εφόσον βέβαια ό,τι απορρέει παραμένει αντικειμενικά αναντίλεκτο και μη υποκείμενο σε στάθμιση για έκφραση κρίσης.»
Το προσωρινό διάταγμα, στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου, αποτελεί θεραπεία κατ' εξαίρεση, αφού η έκδοσή του γίνεται εκτός των πλαισίων της δίκης ή της έρευνας της ουσίας της υπόθεσης. Πρόκειται για δραστική θεραπεία, η οποία παρέχεται με μεγάλη φειδώ. Δεν ταυτίζεται με το απαγορευτικό διάταγμα του ιδιωτικού δικαίου, όπου μια από τις προϋποθέσεις είναι ο αιτητής να έχει συζητήσιμη υπόθεση - (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976. Η παρανομία, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα, πρέπει να είναι έκδηλη. Είναι δε έκδηλη, όταν είναι αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσιμη από μια εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, αφού, κατά το στάδιο αυτό, το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς, ούτε εκφέρει κρίση επί του θέματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εντοπίζει την έκδηλη παρανομία στο γεγονός ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία, όπως είναι παραδεκτό από την ενόρκως δηλούσα για την αιτήτρια, εκδόθηκαν στις 28.2.2012, δεν της επιδόθηκαν.
Ο ισχυρισμός αυτός, λαμβάνοντας υπόψη ότι στο επισυνημμένο στην ένσταση έγγραφο Τεκμήριο 29 - με αυτό η αιτήτρια ειδοποιείτο ότι η προσωρινή άδεια παραμονής της ανακλήθηκε και εναντίον της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης - υπάρχει ενυπόγραφη σημείωση ότι αρνήθηκε να υπογράψει, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση έκδηλης παρανομίας. Θα πρέπει να σταθμιστούν τα δεδομένα, που δεν είναι, όμως, του παρόντος.
Ως προς τα ζητήματα της αναρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου, της πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, της χρηστής διοίκησης, της έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, τα οποία προβάλλονται με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας, αυτά απαιτούν εξέταση του διαθέσιμου υλικού και των γεγονότων.
Στη Χρίστου Σιοπαχά ν. Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 68/98, 5.2.98, αναφορικά με αιτήσεις αυτής της φύσης, αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Στην υπόθεση Κροκίδου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω) εξετάστηκε ο κίνδυνος το Δικαστήριο να υπεισέλθει από το προκαταρκτικό στάδιο στην ουσία της διαφοράς και να εκφέρει άκαιρα την τελική του κρίση επί του θέματος. Ακόμα και στην περίπτωση που η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο άμεσης αναστολής της εκτέλεσης διοικητικής απόφασης, η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται με περίσκεψη για να μη χάνεται το νόημα και η σημασία που ενέχει η εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς. Βλ. Sofocleous v. The Republic (1971) 3 CLR 345, Karam ν. The Republic (1983) 3 CLR 199, 203). Εξάλλου στην υπόθεση Georghios Miltiadous v. The Republic (1972) 3 CLR 341, 352, αναφέρεται ότι ο Καν. 13(1) των Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν ενθαρρύνει την έκφραση γνώμης επί των επιδίκων θεμάτων εκκρεμούσης της διαδικασίας. (Βλ. επίσης Karram v. The Republic (ανωτέρω).»
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για ανεπανόρθωτη ζημιά, σημειώνω ότι η ίδια η αιτήτρια δεν έχει προβεί σε σχετική ένορκη δήλωση για να τον προβάλει και να τον δικαιολογήσει. Προβάλλεται, βέβαια, από την ενόρκως δηλούσα εκ μέρους της. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της, με την αγόρευσή του, εισηγήθηκε ότι η επιχείρηση θα υποστεί οικονομική ζημιά.
Είναι νομολογημένο ότι, για την απόδειξη σοβαρής πιθανότητας ότι ο αιτητής να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα, απαραιτήτως χρειάζεται η προσαγωγή μαρτυρίας με την οποία να αποδεικνύεται ότι η ζημιά που θα υποστεί ο αιτητής δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή με άλλο τρόπο.
Με όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης για να καταδειχθεί ότι η αιτήτρια θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα απλώς δίδονται κάποιες δυσχέρειες που αναπόφευκτα θα προκληθούν στην ίδια παρά στην επιχείρηση που διατηρεί με άλλους, αφού δεν είναι η μόνη διευθύντρια σε αυτή.
Έχω την άποψη ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής οποιαδήποτε ζημιά της αιτήτριας από τη μη έκδοση του προσωρινού διατάγματος θα μπορεί να αποκατασταθεί με βάση το δικαίωμα που της παρέχεται από το ΄Αρθρο 146.6 του Συντάγματος. Ούτε η στέρηση της ελευθερίας, από μόνη της, αποτελεί ανεπανόρθωτη ζημιά.
Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό ότι εάν απελαθεί δεν θα μπορεί να είναι παρούσα στη διαδικασία της κυρίως αίτησης, έχοντας υπόψη τα αποφασισθέντα στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, ότι, δηλαδή, εφόσον η άδεια παραμονής αιτητή έχει λήξει ή η εδώ παραμονή του για οποιοδήποτε λόγο είναι παράνομη και δεν έχει λόγο να βρίσκεται στη Δημοκρατία μέχρι να εκδικασθεί η υπόθεση του, αν δε κατά τη δίκη διαφανεί ότι η παρουσία του είναι αναγκαία τότε οι Αρχές θα πρέπει να του παραχωρήσουν αυτή την ευκαιρία, καταλήγω ότι το αίτημα δεν μπορεί να επιτύχει.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΚΧ"Π