ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 992/2010)
30 Μαρτίου, 2012
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Αιτήτρια,
-ν-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Aίτηση.
- - - - - -
Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Μ. Σπανού, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Χρ. Χριστοφή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Ιστορική αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης, αποκαλύπτει τη διόλου ευχάριστη εικόνα, σύμφωνα με την οποία η πλήρωση δύο μόνιμων θέσεων Εκπαιδευτικού Ψυχολόγου, Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, είχε προηγουμένως διέλθει μέσα από πέντε συνολικά επανεξετάσεις, ως αποτέλεσμα ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δε θα παραθέσω εδώ στοιχεία όλων των προηγηθεισών διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, παρά μόνο θα αρκεστώ να αναφερθώ στην πιο πρόσφατη επανεξέταση, η οποία ήταν επακόλουθο της απόφασης του Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 96/2008, Ευανθία Παντελή ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.4.2010.
Με την απόφαση στην Υπόθεση αρ. 96/2008, η αιτήτρια Ευανθία Παντελή, πέτυχε την ακύρωση της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, με την οποία είχαν διορισθεί στην πιο πάνω μόνιμη θέση τα ενδιαφερόμενα μέρη Ε. Σισμάνη και Μ. Παντζαρή-Ελισσαίου, αναδρομικά από την 1.9.1993.
Μελέτη της απόφασης του Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 96/2008 αποκαλύπτει ότι ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών ακυρώθηκε για δύο λόγους:
α. Επειδή η ενώπιον της ΕΔΥ προφορική συνέντευξη έπασχε αφού λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία και,
β. Επειδή από την προσβαλλόμενη απόφαση απουσίαζε ειδική αιτιολόγηση ως προς τους λόγους παραγνώρισης πλεονεκτήματος που κατείχε η αιτήτρια.
Επακόλουθο της ακυρωτικής απόφασης ήταν η πέμπτη στη σειρά επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης των επίδικων θέσεων και τελικά η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 7.5.2010 για το διορισμό και πάλι των δύο ενδιαφερόμενων μερών αναδρομικά από 1.9.1993.
Η αιτήτρια, προσφεύγουσα και πάλι στο Δικαστήριο, επιζητεί την ακύρωση της τελευταίας αυτής στη σειρά απόφασης.
Αυτή τη φορά, ο λόγος ακύρωσης τον οποίο προβάλλει η αιτήτρια είναι ο ίδιος με έναν από τους λόγους που είχε προβάλει και στην προηγούμενη προσφυγή της, με επιτυχία. Πρόκειται για το λόγο της μη ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισης πλεονεκτήματος που κατέχει η αιτήτρια. Δεδομένου δε ότι ο ίδιος αυτός λόγος ακύρωσης είχε γίνει δεκτός από το Δικαστήριο στην προηγούμενη προσφυγή, η αιτήτρια προβάλλει εδώ και το λόγο ακύρωσης της παραβίασης του δεδικασμένου, λόγο τον οποίο προώθησε συνοδευτικά και ως συνέπεια του πρώτου λόγου της κατ΄ ισχυρισμό έλλειψης αιτιολογίας για παραγνώριση του πλεονεκτήματός της.
Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση του δεδικασμένου - Μη ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης του πλεονεκτήματος.
Το γεγονός ότι η αιτήτρια Ευανθία Παντελή κατείχε το πλεονέκτημα το οποίο προβλεπόταν στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, εν αντιθέσει με όλες τις άλλες υποψηφίους, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Πρόκειται για το πλεονέκτημα της "Πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης, που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση, είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία".
Αυτό το στοιχείο παραγνωρίστηκε και στην ακυρωθείσα προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ για διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών με την οποία θεωρήθηκε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της, δεν μπορούσε να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγεισών, οι οποίες, όπως λέχθηκε, υπερείχαν έναντί της στην αξιολόγηση της Επιτροπής ("εξαίρετες" και "πολύ καλή" αντίστοιχα) και επιπλέον δεν υστερούσαν αυτής σε προσόντα.
Με εκτενή και λεπτομερή παραπομπή στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξηγήθηκε στην απόφαση στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 96/2008 ότι η διοίκηση δε νομιμοποιείται να παραγνωρίζει την κατοχή από υποψήφιο πλεονεκτήματος προβλεπομένου από το Σχέδιο Υπηρεσίας λόγω της υπεροχής άλλου υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, κατά τη διαδικασία επανεξέτασης, επαναδιεξήχθηκε προφορική εξέταση τεσσάρων υποψηφίων, στην παρουσία και με τη συμμετοχή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Τόσο η Γενική Διευθύντρια, όσο και τα Μέλη της καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ, αξιολόγησαν την απόδοση των υποψηφίων κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή τα μεν δύο ενδιαφερόμενα μέρη χαρακτηρίστηκαν ως "εξαίρετες", ενώ η αιτήτρια ως "πολύ καλή".
Η καθ΄ης η αίτηση προχώρησε ακολούθως στην επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών για διορισμό, με το ακόλουθο σκεπτικό, όπως αυτό καταγράφηκε στο τηρηθέν πρακτικό:
"Η Επιτροπή, επιλέγοντας τις πιο πάνω, έλαβε υπόψη ότι αυτές αξιολογήθηκαν από την ίδια, στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως «Εξαίρετες», στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης και σε υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης από τους μη επιλεγέντες, που αξιολογήθηκαν ως «Πολύ καλή» και «Σχεδόν πάρα πολύ καλός».
Η Επιτροπή, επιλέγοντας τις πιο πάνω, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αυτές δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα της πείρας, ενώ η Παντελή Ευανθία, που δεν επιλέγηκε, το διαθέτει. Η Επιτροπή, ωστόσο, έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγεισών, οι οποίες υπερέχουν έναντί της στην αξιολόγηση της Επιτροπής (Εξαίρετες και Πολύ καλή, αντίστοιχα) και, επιπλέον, δεν υστερούν αυτής σε προσόντα. Συναφώς, η Επιτροπή σημείωσε ότι η συγκεκριμένη θέση απαιτεί όπως, μεταξύ άλλων, δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην προσωπικότητα και στην κρίση των υποψηφίων, στοιχεία που μπορούν να διαπιστωθούν μόνο μέσα από την προφορική εξέταση, και δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στα προσόντα και την πείρα, στοιχεία που δεν διασφαλίζουν απαραίτητα την επιλογή των πιο κατάλληλων. Το ίδιο ισχύει και για την πείρα, η σημασία και η σχετικότητα της οποίας, παρά το γεγονός ότι αποτελεί πλεονέκτημα σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, η Επιτροπή, υπό το φως των απαιτήσεων της θέσης, αποφάσισε ότι μπορεί επίσης να κριθεί και να αξιολογηθεί μόνο κατά την προφορική εξέταση.
Ενόψει τούτου, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην παρούσα περίπτωση έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και τις συνεπαγόμενες ιδιότητες που πρέπει να κατέχουν οι υποψήφιοι. Ειδικότερα, έλαβε υπόψη την προσωπικότητα, την πειστικότητα, τη σταθερότητα, την επικοινωνιακή ικανότητα, την επιχειρηματολογία, τις γνώσεις επί του αντικειμένου, καθώς και την ικανότητα διάγνωσης και επίλυσης προβλημάτων, στοιχεία απαραίτητα για ένα ολοκληρωμένο Εκπαιδευτικό Ψυχολόγο.
Είναι γι΄ αυτό το λόγο που η κατοχή του πλεονεκτήματος της πείρας από την υποψήφια Παντελή Ευανθία δεν στάθηκε ικανή να ανατρέψει την απόφασής της για επιλογή των Σισμάνη και Παντζιαρή-Ελισσαίου, αφού η Παντελή, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως Πολύ καλή, ενώ οι επιλεγείσες ως Εξαίρετες. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έλαβε υπόψη της τα προσόντα των υποψηφίων και παρατήρησε ότι οι επιλεγείσες δεν υστερούν σε προσόντα και υπερέχουν στην αξιολόγηση της Επιτροπής στην ενώπιόν της προφορική εξέταση."
Στην προσβαλλόμενη απόφασή της, η καθ΄ης η αίτηση καθοδηγήθηκε, όπως ανέφερε, και από την καθιερωμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τη βαρύτητα της προφορικής εξέτασης για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού ως προς την αυξημένη βαρύτητα και σημασία της απόδοσης κατά την προφορική εξέταση σε περιπτώσεις πρώτου διορισμού και ιδιαίτερα σε θέσεις όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες υποψηφίων είναι σημαντικά στοιχεία για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Ειδικότερα, όσον αφορά το πλεονέκτημα, η καθ΄ης η αίτηση προέβηκε σε ειδική αναφορά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 700/2004, Μαρία Οικονόμου-Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.8.2006, καθώς επίσης και σε άλλες αποφάσεις.
Η προσβαλλόμενη απόφαση φαίνεται να είναι και πάλι τρωτή. Αυτή τη φορά, όχι λόγω έλλειψης επαρκούς ή ειδικής αιτιολόγησής της. Αντίθετα, θα έλεγα, η απόφαση της ΕΔΥ για τον υπερακοντισμό του πλεονεκτήματος της αιτήτριας αιτιολογήθηκε εμπεριστατωμένα και σε έκταση, όπως αποκαλύπτεται από το τηρηθέν πρακτικό, και μάλιστα με αναφορά και παράθεση αποσπασμάτων από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Εκείνο όμως με το οποίο θα πρέπει να διαφωνήσω, έγκειται στον τρόπο προσέγγισης των σχετικών αρχών της νομολογίας και ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονται από αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αποφάσεις οι οποίες ασχολούνται, όχι γενικά με τη βαρύτητα και σημασία που πρέπει να αποδίδεται στην αξιολόγηση της απόδοσης κατά την προφορική συνέντευξη, ακόμα και σε θέσεις πρώτου διορισμού, αλλά πιο συγκεκριμένα αποφάσεις που ειδικά ασχολούνται με τον ισοζυγισμό των δύο παραγόντων, δηλαδή από τη μια του πλεονεκτήματος και από την άλλη της αξιολόγησης απόδοσης κατά την προφορική συνέντευξη.
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1, αν και επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που έχει το πρόσθετο προσόν ή το πλεονέκτημα, εν τούτοις, τονίστηκε ότι η απόφαση για παραγνώρισή του θα πρέπει να δίδει πειστικούς λόγους προς τούτο και κρίθηκε ότι από μόνο του το γεγονός της υπεροχής ενός υποψηφίου στην αξιολόγηση απόδοσης κατά την προφορική συνέντευξη, δεν αρκούσε, δε συνιστούσε δηλαδή την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία.
Με ακόμα περισσότερη σαφήνεια, η πιο πάνω αρχή επιβεβαιώθηκε στη μεταγενέστερη απόφαση και πάλι της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση Δημοκρατία ν. Δώρας Γερμανού κ.ά. (2005) 3 ΑΑΔ 93, ως προς το απαράδεκτο του παραγκωνισμού της κατοχής του προνοούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος με τη δικαιολογία της καλύτερης απόδοσης άλλου υποψηφίου κατά την προφορική συνέντευξη. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Γερμανού είναι χαρακτηριστικό:
"Πέραν τούτου, το γεγονός το οποίο επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δηλαδή η Ε.Δ.Υ. προτίμησε τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Γεωργίου και Ν. Νεοκλέους που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα, αντί των εφεσίβλητων-αιτητών Δ. Γερμανού, Σ. Χαραλάμπους, Α. Αθηνοδώρου-Κυριακού, Χ. Μιχαήλ και Χ. Χαραλάμπους που το κατείχαν, λόγω της καλύτερης απόδοσης των πρώτων στην προφορική συνέντευξη φέρνει στο προσκήνιο τα νομολογηθέντα στη Φιλίππου (πιο πάνω) στην οποία κρίθηκε ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης. Σε μια παρόμοια περίπτωση στην υπόθεση Ζωή Αντωνίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 8'6/99, της 22/6/2000, στην οποία η βαθμολογική διαφορά της προφορικής συνέντευξης, που προβλήθηκε ως ειδική αιτιολογία, ήταν μεγάλη, το Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη πράξη σημείωσε τα πιο κάτω:
"Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στη Φιλίππου (πιο πάνω). Κρίνω ότι η ειδική αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. - καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση - δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Βλ. και Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540, 2543, "μέσα από τη νομολογία προβάλλει η αρχή ότι δεν δικαιολογείται η αντιστάθμιση ουσιαστική ή αισθητή έστω υπεροχή από τα αποτελέσματα της συνέντευξης"). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. έχει ασκηθεί με πλημμελή τρόπο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επομένως αντίθετη προς το νόμο και καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Τουρπέκκη (πιο πάνω), Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417 και Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476)."
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερόμενων μερών Μ. Γεωργίου και Ν. Νεοκλέους επικυρώνεται."
Επομένως, με βάση τις πιο πάνω αρχές, δεν εδικαιολογείτο η παραγνώριση του πλεονεκτήματος το οποίο αποδεδειγμένα κατείχε η εδώ αιτήτρια με το αντιστάθμισμα της καλύτερης απόδοσης των ενδιαφερόμενων μερών στην προφορική συνέντευξη. Παρά την ειδική αιτιολογία, την οποία πράγματι έδωσε η καθ΄ης η αίτηση, και την ιδιαίτερη σημασία την οποία απέδωσε στον παράγοντα προσωπικότητα και κρίση των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της επίδικης θέσης, εν τούτοις, το γεγονός παραμένει ότι η τελική κρίση ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, στοιχείο το οποίο σύμφωνα με την παρατεθείσα νομολογία δεν είναι αρκετό αντιστάθμισμα ώστε να παραγνωριστεί το προνοούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα.
Η δε παραπομπή από την καθ΄ης η αίτηση στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση στην υπόθεση Μαρία Οικονόμου - Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 700/2001, ημερομηνίας 11.8.2006, δεν μπορούσε να στηρίξει τη θέση και κατάληξή της. Με το ίδιο θέμα είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ και στην απόφασή μου στις Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις αρ. 1514/2007 και 1515/2007, Σπυρούλλα Αναστασίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5.11.2010, όπου είχα αναφέρει και τα εξής:
"Εν ολίγοις δηλαδή, οι καθ΄ων η αίτηση προτίμησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και παραγνώρισαν το πλεονέκτημα το οποίο κατείχε η αιτήτρια και άλλοι υποψήφιοι, μόνο λόγω της καλύτερης απόδοσης των πρώτων στην προφορική συνέντευξη.
Οι καθ΄ων η αίτηση, όπως οι ίδιοι πρόσθεσαν στο τηρηθέν πρακτικό, κατέληξαν στην απόφαση αυτή, καθοδηγούμενοι από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις αρχές της οποίας και συνόψισαν. Έλαβαν μεταξύ άλλων υπόψη και την απόφαση μονομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση αρ. 700/2004, ημερομηνίας 11.8.2006, Μαρία Οικονόμου-Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, στην οποία, όπως ανέφεραν, κρίθηκε ικανοποιητική για παραγνώριση του πλεονεκτήματος αιτιολογία παρόμοια με εκείνη που αποφάσισε να δώσει εδώ η ΕΔΥ. Όμως, ο τρόπος προσέγγισης και η δοθείσα ερμηνεία στην απόφαση Μαρία Οικονόμου-Γεωργίου είναι εσφαλμένη. Κατ΄ αρχάς στην υπόθεση εκείνη το παράπονο και προβληθείς λόγος ακύρωσης από την αιτήτρια, δεν ήταν η παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε. Το παράπονο ήταν ότι, ενώ η Συμβουλευτική Επιτροπή αναγνώρισε στην αιτήτρια την κατοχή του πλεονεκτήματος, η ΕΔΥ διαφώνησε και δεν το αναγνώρισε για λόγους οι οποίοι κρίθηκαν ορθοί από το Δικαστήριο. Είναι όμως γεγονός ότι, ασχολούμενη με το θέμα του πλεονεκτήματος αναφορικά με όλους τους υποψηφίους, η ΕΔΥ στην προαναφερθείσα απόφαση είχε αναφέρει και τα εξής:
"Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ορισμένοι από τους μη επιλεγέντες υποψηφίους διαθέτουν το πλεονέκτημα της πείρας, ενώ ορισμένοι από τους επιλεγέντες δεν το διαθέτουν. Ωστόσο, η Επιτροπή, αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένης της υπεροχής των επιλεγέντων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, έκρινε ότι το πλεονέκτημα από μόνο του δεν μπορεί υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων."
Από το πιο πάνω απόσπασμα, με το οποίο και συμφωνώ, το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι η γενικότερη υπεροχή κάποιων υποψηφίων, σε άλλα μετρήσιμα στοιχεία, περιλαμβανομένης της απόδοσης σε προφορική εξέταση, δεν μπορεί να υπερακοντισθεί απλά και μόνο από την κατοχή πλεονεκτήματος από άλλους υποψηφίους. Όμως, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ερμηνευτεί το απόσπασμα εκείνο κατά τρόπο ώστε η απλή καλύτερη απόδοση ενός υποψηφίου στην προφορική εξέταση να συνιστά από μόνη της καλή αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος και επίδειξη προτίμησης προς άλλους υποψηφίους οι οποίοι στερούνται του πλεονεκτήματος και οι οποίοι δεν υπερέχουν γενικότερα, στο σύνολο των υπό αξιολόγηση στοιχείων. Πάγια και συνεπής νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτάσσει όπως, σε περίπτωση παραγνώρισης πλεονεκτήματος, το οποίο αναγνωρίζεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, δίδεται απαραίτητα ειδική και πειστική αιτιολογία. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δέσποινα Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1, αφού επιβεβαιώθηκε αυτή η αρχή, κρίθηκε πρωτόδικα ότι η εξήγηση της ΕΔΥ, σύμφωνα με την οποία το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος είχε κριθεί ως "πάρα πολύ καλός" στην προφορική εξέταση ενώπιόν της, ενώ η εφεσείουσα ως "σχεδόν πολύ καλή", αυτό συνιστούσε επαρκή αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Όμως, το Εφετείο διαφώνησε και έκρινε ότι προσεκτική εξέταση της επίδικης απόφασης οδηγούσε στη διαπίστωση ότι η αιτιολόγησή της δεν εξειδίκευε τους λόγους που αντιστάθμιζαν το προσόν-πλεονέκτημα που κατείχε η εφεσείουσα. Ακριβώς την ίδια δε προσέγγιση ακολούθησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Δώρα Γερμανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 93. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκεί, είχε επισημάνει ότι κακώς η ΕΔΥ προτίμησε ενδιαφερόμενα μέρη που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα αντί των αιτητριών που το διέθεταν, λόγω της καλύτερης απόδοσης των πρώτων στην προφορική εξέταση. Το Εφετείο επικύρωσε αυτή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κρίνοντας ότι το στοιχείο εκείνο που έλαβε υπόψη της η ΕΔΥ ως λόγο που υπερακόντιζε το πλεονέκτημα των αιτητών, δεν συνιστούσε αποδεκτή ειδική-πειστική αιτιολογία. Όπως τόνισε το Εφετείο, με αναφορά στην υπόθεση Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 1, η καλύτερη απόδοση ενός υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση ή συνέντευξη, δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος από ένα άλλο διεκδικητή μιας θέσης.
Λόγω των ανωτέρω, είναι φανερό ότι η δοθείσα από τους καθ΄ων η αίτηση αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας πάσχει και ο τελευταίος αυτός λόγος ακύρωσης ευσταθεί."
Επομένως, ο προβληθείς λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.
Τα έξοδα της προσφυγής επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, ενώ σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν εκδίδεται διαταγή εξόδων.
K. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ