ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1603/2008,
1623/2008 και 1634/2008)
30 Μαρτίου, 2012
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 1603/2008)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΡΟΥΤΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
(Υπόθεση Αρ. 1623/2008)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
(Υπόθεση Αρ. 1634/2008)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΕΑΡΧΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Παναγιώτης Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1603/08.
Γιούλικα Δ. Χατζηπροδρόμου (κα), για Βορκά και Μηλιώτου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1623/2008.
Μαρίκα Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1634/2008.
Κώστας Χατζηϊωάννου, για την Καθ' ης η Αίτηση σε όλες τις υποθέσεις.
Μιχάλης Χάσικος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 7 στην Υπόθεση Αρ. 1623/08 - Κύπρο Τσιάμπερλαιν.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με τις πιο πάνω προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, οι αιτητές Νίκος Πουρουτίδης, Μάριος Δημητρίου και Θεόδωρος Νεάρχου αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 1/8/2008, με την οποία οι Κ. Παναγή, Π. Παρασκευόπουλος Ν. Νεοφύτου, Φ. Αθηνοδώρου, Κ. Κωνσταντίνου, Χρ. Πετρίδης και Κ. Τσιάμπερλαιν, (ενδιαφερόμενα μέρη), κατόπιν επανεξέτασης, προήχθησαν, αναδρομικά από 5/4/2006, στη θέση Επόπτη Ειδικευμένου Προσωπικού, (η «επίδικη θέση»).
Αμφισβητείται η νομιμότητα της προαγωγής: με την Προσφυγή Αρ. 1603/2008, όλων των ενδιαφερομένων μερών, με την Προσφυγή Αρ. 1623/2008, των Φ. Αθηνοδώρου, Κ. Κωνσταντίνου, Χρ. Πετρίδη και Κ. Τσιάμπερλαιν και, με την Προσφυγή Αρ. 1634/2008, των Κ. Κωνσταντίνου, Ν. Νεοφύτου, Χρ. Πετρίδη και Κ. Τσιάμπερλαιν.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, (το «Διοικητικό Συμβούλιο»), με απόφασή του ημερομηνίας 4/4/2006, προήγαγε στη θέση Επόπτη Ειδικευμένου Προσωπικού, από 5/4/2006, τα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι αιτητές και δύο ακόμη υποψήφιοι αμφισβήτησαν τις εν λόγω προαγωγές, με πέντε προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν και είχαν ως αποτέλεσμα την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, ως αναιτιολόγητης - (βλ. Θεόδωρος Νεάρχου κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 989/06 κ.ά., 3/7/08).
Ακολούθως, το Διοικητικό Συμβούλιο προχώρησε σε επανεξέταση του θέματος. Αφού μελέτησε τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού της Αρχής, (το «Συμβούλιο Προσωπικού»), και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, (ο «Γενικός Διευθυντής»), ως και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων υπαλλήλων, προέβη σε διαπιστώσεις αναφορικά με ενενήντα έξι υποψηφίους, οι οποίοι διέθεταν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα και είχαν συμπληρώσει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή στις 20/12/2005, τριετία στον αμέσως κατώτερο βαθμό. Μετά από αξιολόγηση και σύγκρισή τους, κατέληξε ότι και οι ενενήντα έξι υποψήφιοι ήταν εξαίρετοι υπάλληλοι, αφού είχαν μέσο όρο βαθμολογίας: ενενήντα δύο - 5, (τον ανώτατο δυνατό), δύο - 4.97, ένας - 4.93 και ένας - 4.90. Δεδομένης της πιο πάνω διαπίστωσης και του γεγονότος ότι τα σχόλια των Προϊσταμένων των υποψηφίων ήταν, σε μεγάλο βαθμό, παρόμοια, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε συγκεκριμένη κρίση για τους καταλληλοτέρους και αποφάσισε να τηρήσει αποχή από τη διαδικασία.
΄Ενα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου πρότεινε για προαγωγή τους υποψηφίους που πρότειναν η πλειοψηφία του Συμβουλίου Προσωπικού και ο Γενικός Διευθυντής, δηλαδή, τους αιτητές Ν. Πουρουτίδη και Μ. Δημητρίου, δύο άλλους υποψηφίους που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα και τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ. Παναγή, Π. Παρασκευόπουλο και Ν. Νεοφύτου.
Η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, σημειώνοντας ότι δεν παραγνώρισε τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή. ΄Εκρινε, όμως, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν είχαν προταθεί - Φ. Αθηνοδώρου, Κ. Κωνσταντίνου, Χρ. Πετρίδης και Κ. Τσιάμπερλαιν - ήταν οι καταλληλότεροι για προαγωγή, λαμβανομένης υπόψη της υπηρεσιακής τους εικόνας, των σχολίων των Προϊσταμένων τους και της εν γένει υπηρεσίας τους. Αιτιολογώντας, περαιτέρω, την επιλογή της, σημείωσε, για το κάθε ένα από αυτά, τα εξής:-
«Ο υποψήφιος Κωνσταντίνος Παναγή (2044) είναι, μαζί με άλλους έξι συναδέλφους του, αρχαιότερος σε υπηρεσία όλων των υποψηφίων και προτείνεται από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή. Χαρακτηρίζεται ως πολύτιμο στέλεχος της μονάδας του, το οποίο υποστηρίζει τα συνεργεία τεχνικής εξυπηρέτησης πελατών Λάρνακας προσφέροντας πολύ σημαντική βοήθεια στην έγκαιρη διεκπεραίωση των παραγγελιών πελατών, βοηθά νεότερους συναδέλφους, τοποθετείται σε όλα τα θέματα μελετημένα και με θετική προσέγγιση. Αναπληρώνει με μεγάλη επιτυχία τον προϊστάμενό του, ενώ είναι από τους υπαλλήλους που οι προϊστάμενοι τους θεωρούν ως λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση.
Ο υποψήφιος Παρασκευάς Παρασκευόπουλος (2056) είναι από τους αρχαιότερους στην ΑΤΗΚ υπαλλήλους και προτείνεται από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή. Εποπτεύει πολλά συνεργεία τεχνικής εξυπηρέτησης πελατών Λευκωσίας και διακρίνεται για τη διορατικότητα, τη μεθοδικότητα, την ψηλή παραγωγή και την ικανότητα να προγραμματίζει και να καθοδηγεί, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνει πολύ ψηλή παραγωγή. Οι προϊστάμενοί του τονίζουν την άρτια επαγγελματική κατάρτιση και το υπηρεσιακό του ενδιαφέρον καθώς και την ικανότητα αρμονικής συνεργασίας του με προϊστάμενους, υφιστάμενους και πελάτες για επίτευξη των υπηρεσιακών στόχων.
Ο υποψήφιος Νεόφυτος Νεοφύτου (1664) προτείνεται από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή και είναι, μαζί με άλλους συναδέλφους του, από τους αρχαιότερους υπαλλήλους στη θέση του Ανώτερου Ειδικευμένου Τεχνίτη. Εργάζεται σε τμήμα ιδιαίτερης σημασίας για την ΑΤΗΚ και συγκεκριμένα στην τεχνική εξυπηρέτηση πελατών Λευκωσίας με αντικείμενο την εγκατάσταση και συντήρηση των ευρυζωνικών υπηρεσιών (i-choice και miVision). Είναι υπάλληλος που συνεχώς εμπλουτίζει τις γνώσεις του και έχει την ικανότητα να προτείνει πρακτικές λύσεις, ενώ αφενός οι προϊστάμενοί του θεωρούν σημαντικότατη τη συμβολή του και αφετέρου πολλοί πελάτες εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους για την εξυπηρέτηση που τους παρείχε.
Ο υποψήφιος Φίλιππος Αθηνοδώρου (131) διακρίνεται για τις διοικητικές ικανότητες με τις οποίες εκτελεί τα καθήκοντα επιθεώρησης και επίβλεψης των συνεργείων τεχνικής εξυπηρέτησης πελατών Πάφου, την πρωτοβουλία και την ανάληψη ευθυνών που επιδεικνύει. Οι προϊστάμενοί του τον αξιολογούν ως εξαιρετικό υπάλληλο που διεκπεραιώνει με επιτυχία κάθε εργασία που του ανατίθεται.
Ο υποψήφιος Κώστας Κωνσταντίνου (1179), ως υπάλληλος με συνδυασμένα πολύπλευρα καθήκοντα, τα οποία περιλαμβάνουν το ρόλο του υπευθύνου αποθήκης εργαλείων και οργάνων για υποστήριξη των έργων του τμήματος ανάπτυξης σταθερών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, την επίβλεψη αφαίρεσης όλων των τηλεφωνικών κέντρων συγκεκριμένης τεχνολογίας παγκύπρια, τη συμμετοχή σε ομάδες έργων και άλλα, χαρακτηρίζεται από τους προϊστάμενούς του ως εξαίρετος υπάλληλος, με ψηλό δείκτη παραγωγικότητας, που διακρίνεται για το ζήλο που επιδεικνύει και την αξιοπιστία του.
Ο υποψήφιος Κύπρος Τσιάμπερλαιν (2548) απασχολείται στο ιδιαίτερης ευαισθησίας τμήμα της συντήρησης και ασφαλούς λειτουργίας των εκατοντάδων αυτοκινήτων του οργανισμού στη Λευκωσία. Η πολύ καλή επαγγελματική του κατάρτιση και το ιδιαίτερα σημαντικό για τέτοια θέση υψηλό αίσθημα ευθύνης τον βοηθούν στα πολύ καλά αποτελέσματα που φέρνει. Ακόμη το επίπεδο συνεργασίας που ανέπτυξε με τους εξωτερικούς συνεργάτες του (συνεργεία και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων) βοηθούν στη μεγαλύτερη δυνατή μείωση των εξόδων της ΑΤΗΚ για συντήρηση του στόλου οχημάτων της.
Ο υποψήφιος Χριστάκης Πετρίδης (2063) ως υπάλληλος με συνδυασμένα πολύπλευρα καθήκοντα, τα οποία περιλαμβάνουν τη διαχείριση των διατακτικών εργασίας του τμήματος ανάπτυξης σταθερών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, τη συγγραφή προδιαγραφών, την αξιολόγηση προσφορών και το συντονισμό της σωστής εκτέλεσής τους και άλλα, κρίνεται ως πολύτιμο και βασικό στέλεχος της μονάδας του, τον οποίο οι προϊστάμενοι κρίνουν ως ικανό να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες. Το υπηρεσιακό του ενδιαφέρον φαίνεται και από το γεγονός ότι είναι επιθεωρητής ISO και υπεύθυνος για την πολιτική άμυνα του τμήματός του.»
Ο αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 1603/08 ισχυρίζεται, για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη και ότι η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου προέβη στις διαπιστώσεις της χωρίς να έχει προσωπική γνώση των υποψηφίων, χωρίς να έχει διενεργήσει οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή εξέταση και χωρίς να λάβει υπόψη της τις απόψεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή, όργανα που, κατά τεκμήριο, έχουν προσωπική γνώση της γενικής αξίας των υποψηφίων. Παρέκκλιση, συνεχίζει, από τη σύστασή τους πρέπει να στηρίζεται σε επαρκείς και πειστικούς λόγους, κάτι το οποίο απουσιάζει στην παρούσα περίπτωση. Περαιτέρω, προβάλλει ότι, παρά τη σχετική αναφορά στα πρακτικά για σύγκριση των υποψηφίων, αυτή δεν έγινε μεταξύ του ιδίου και των ενδιαφερομένων μερών.
Ο αιτητής στην Προσφυγή υπ' Αρ. 1623/08 ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το δεδικασμένο, το οποίο επέβαλλε όπως το Διοικητικό Συμβούλιο προβεί σε σύγκριση των υποψηφίων και στηριχτεί στη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και στην Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, εφόσον είχε να επιλέξει μεταξύ ισοδύναμων σε βαθμολογημένη αξία υποψηφίων. Προβάλλει, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, επειδή δεν περιέχει τους λόγους της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών αντί του ιδίου, ο οποίος είχε συστηθεί από το Συμβούλιο Προσωπικού, υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων σε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, επαγγελματική κατάρτιση και προσόντα και είχε δεκατετράμηνο προβάδισμα αρχαιότητας έναντι των Κ. Κωνσταντίνου, Ν. Νεοφύτου, Χρ. Πετρίδη και Κ. Τσιάμπερλαιν. Ενώ, αναφέρει, στην περίπτωσή του, παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα, στην περίπτωση του ενδιαφερομένου μέρους Κ. Παναγή, το Διοικητικό Συμβούλιο τόνισε το σχετικό κριτήριο της αρχαιότητας, αποδίδοντάς του ουσιαστική σημασία, παραβιάζοντας, έτσι, την αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων. Στα πλαίσια του ισχυρισμού του για έλλειψη δέουσας έρευνας, τονίζει ότι διέλαθε της προσοχής του Διοικητικού Συμβουλίου ότι ο ίδιος, από 1/3/1999, κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή Ειδικευμένου Προσωπικού, δυνάμει προαγωγής, μετά από σύγκρισή του με άλλους υποψηφίους, σε αντίθεση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, που κατείχαν τη θέση του Ανώτερου Ειδικευμένου Τεχνίτη, δυνάμει προαγωγής σε ενιαία θέση, χωρίς σύγκριση. Το στοιχείο αυτό, καταλήγει, του δίδει προβάδισμα ικανότητας, αξίας και ουσιαστικής καταλληλότητας. Επιπρόσθετα, το Διοικητικό Συμβούλιο παρέλειψε να διερευνήσει και να αξιολογήσει ότι αυτός εκτελούσε, για κάποιο χρονικό διάστημα, λόγω απουσίας του Προϊσταμένου του, καθήκοντα παρόμοια με τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Τέλος, υποστηρίζει ότι υπήρξε πλάνη του Διοικητικού Συμβουλίου σε σχέση με τις βαθμολογίας των υποψηφίων, αφού λήφθηκαν υπόψη οι αξιολογήσεις των τελευταίων τριών χρόνων και όχι το σύνολο των αξιολογήσεων της προηγούμενης θέσης, το οποίο αποκάλυπτε βαθμολογικό προβάδισμά του στο στοιχείο της διοικητικής/οργανωτικής ικανότητας.
Ο αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 1634/08, ο οποίος δεν είχε προταθεί από το Συμβούλιο Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή, εισηγείται ότι, εφόσον αυτός, με την Προσφυγή του Αρ. 989/06, είχε αμφισβητήσει με συγκεκριμένους λόγους ακυρότητας τη νομιμότητα των συστάσεων των εν λόγω οργάνων και η απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία είχε περιοριστεί στην εξέταση της αιτιολογίας του Διοικητικού Συμβουλίου, προσβλήθηκε με την Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 107/08, για λόγους που αφορούν στην παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τη νομιμότητα των συστάσεων και την ορθότητα των διαπιστώσεων σε σχέση με την αιτιολογία τους, θα πρέπει, στα πλαίσια της παρούσας, να ελεγχθούν όχι μόνο η τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά και η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, ως και η Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, οι οποίες, όπως και η τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, πάσχουν, λόγω έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Τόσο η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και η Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, υποστηρίζει, περιέχουν γενικούς και πανομοιότυπους χαρακτηρισμούς, που εμποδίζουν το δικαστικό έλεγχο και αναπλάθουν, ουσιαστικά, τα στοιχεία των φακέλων. Ισχυρίζεται ότι, ενώ ο ίδιος υπερείχε σε προσόντα και αρχαιότητα και δεν υστερούσε σε βαθμολογημένη αξία έναντι των ενδιαφερομένων μερών, η υποψηφιότητά του παρακάμφθηκε. Οι ίδιες ελλείψεις, εισηγείται, χαρακτηρίζουν και την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο, χωρίς αιτιολογία, επέλεξε μερικούς υποψηφίους που είχαν συστηθεί και δεν υπερείχαν σε αρχαιότητα έναντί του, αλλά και άλλους, που δεν είχαν συστηθεί και που είτε είχαν την ίδια με αυτόν αρχαιότητα, είτε υστερούσαν έναντί του. Αν και ήταν καταλληλότερος των ενδιαφερομένων μερών - υπερείχε σε αρχαιότητα και πείρα κατά δύο χρόνια στην ημερομηνία πρώτου διορισμού και είκοσι μέρες στην προηγούμενη της επίδικης θέση, κατείχε θέση με ανώτερη μισθολογικά κλίμακα - παραγνωρίστηκε. ΄Εναντι των ενδιαφερομένων μερών Χρ. Πετρίδη και Κ. Τσιάμπερλαιν υπερείχε σε προσόντα, λόγω κατοχής από τον ίδιο του διπλώματος του City and Guilds.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και η Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή είχαν επικυρωθεί ως αιτιολογημένες στην απόφαση στη Θεόδωρος Νεάρχου κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, (πιο πάνω), (η «ακυρωτική απόφαση»), και ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αιτιολόγησε με επάρκεια και κατά περίπτωση τις επιλογές του, βασιζόμενο αποκλειστικά σε αξιοκρατικά κριτήρια, όπως αυτά καθορίζονται από τον Κ. 10(7) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, (Κ.Δ.Π. 220/82), (όπως έχουν τροποποιηθεί), (οι «Κανονισμοί»).
Με απασχόλησε κατά πόσο παρέχεται δυνατότητα εξέτασης της νομιμότητας της Συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και της Εισήγησης του Γενικού Διευθυντή. Θεωρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτή δεν εξετάστηκε στην ακυρωτική απόφαση και ασκήθηκε, σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, έφεση, η οποία, βέβαια, εκκρεμεί, ότι παρέχεται δυνατότητα εξέτασής της στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής.
Ο Κ. 10(5) των Κανονισμών προβλέπει:-
«(5) Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.»
Ο Κ. 10(7) των Κανονισμών, σε ό,τι εδώ ενδιαφέρει, προβλέπει:-
«(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητά τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.»
Η Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού δόθηκε με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε στις 20/12/2005. Εξετάστηκαν όλες οι περιπτώσεις υπαλλήλων που κατείχαν θέση Επιθεωρητή ή Ανώτερου Ειδικευμένου Τεχνίτη - (η αμέσως κατώτερη θέση) - και, στη συνέχεια, οι περιπτώσεις των υπαλλήλων που κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Κ. 8(1)(Β)(ε) των Κανονισμών[1] και είχαν συμπληρώσει τριετή πραγματική υπηρεσία στον κατώτερο βαθμό - (βλ. Κ.10(4) των Κανονισμών).
Επειδή οι υποψήφιοι κατείχαν διαφορετικές θέσεις και κλίμακες, αποκλείστηκαν όσοι, με την προαγωγή τους, δε θα είχαν οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, όπως και όσοι είχαν, με επιστολή τους, δηλώσει ότι παραιτούνται του δικαιώματος προαγωγής.
Το Συμβούλιο Προσωπικού μελέτησε τα υπηρεσιακά δεδομένα των υποψηφίων, όπως αυτά προέκυπταν από τους φακέλους τους, αξιολόγησε και σύγκρινε τους ενενήντα έξι προσοντούχους υποψηφίους, με κατάληξη την, κατά πλειοψηφία, απόφαση να συμβουλεύσει την Αρχή για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, τους οποίους έκρινε ως ουσιαστικά καταλληλοτέρους.
Ο Γενικός Διευθυντής, για να καταλήξει στην Εισήγησή του, μελέτησε, όπως ανέφερε, τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, τους Προσωπικούς Φακέλους των κρινομένων υπαλλήλων και τις απαιτήσεις της επίδικης θέσης. Διαπίστωσε ότι η Συμβουλή της πλειοψηφίας του Συμβουλίου Προσωπικού ήταν ορθή και δικαιολογημένη και εισηγήθηκε την προαγωγή των υποψηφίων που προτάθηκαν από το Συμβούλιο Προσωπικού.
Ο αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 1634/08 δεν ήταν μεταξύ των προτεινομένων από το Συμβούλιο Προσωπικού και, κατ' επέκταση, από το Γενικό Διευθυντή. Από τα ενδιαφερόμενα μέρη, η προαγωγή των οποίων αμφισβητείται με την εν λόγω προσφυγή, μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος Ν. Νεοφύτου είχε συστηθεί από το Συμβούλιο Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή. Συνεπώς, η σύγκριση για σκοπούς ελέγχου της αιτιολογίας περιορίζεται σε σχέση με τους δύο αυτούς υποψηφίους. Μελέτη των υπηρεσιακών εγγράφων αποκαλύπτει ότι ο αιτητής προσελήφθη στην Αρχή την 1/7/1978 και το ενδιαφερόμενο μέρος την 19/5/1980. Ο τελευταίος, όμως, είχε προβάδισμα αρχαιότητας στην αμέσως κατώτερη της επίδικης θέση - Ανώτερος Ειδικευμένος Τεχνίτης (Α8) - την οποία κατείχε από 1/1/2000, ενώ ο αιτητής κατείχε τη θέση του Επιθεωρητή - (Ειδικευμένο Προσωπικό (Α8 + 1)) - από 1/3/2001. Σε ό,τι αφορά τη βαθμολογημένη αξία και τα προσόντα, διαπιστώνεται ότι ήταν ισοδύναμοι. Κατείχαν παρόμοια προσόντα και είχαν και οι δύο άριστο γενικό μέσο όρο αξιολογήσεων για την περίοδο 2002 - 2004, με 5.00 μονάδες.
Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι παρακάμφθηκε η υποψηφιότητά του, παρόλο που αυτός υπερείχε σε προσόντα και αρχαιότητα και δεν υστερούσε σε βαθμολογημένη αξία, είναι αβάσιμοι. Η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, όπως προκύπτει μετά από συγκριτική εξέταση του συνόλου των δεδομένων, δεν εξέρχεται των πλαισίων της νομιμότητας. Θεωρώ την αιτιολογία της Συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού και της Εισήγησης του Γενικού Διευθυντή για την προτίμηση του ενδιαφερομένου μέρους Ν. Νεοφύτου αντί του αιτητή επαρκή και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, από τα οποία αυτή συμπληρώνεται.
Η επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων, όπως έχει αναφερθεί, έγινε υπό το φως των ευρημάτων της ακυρωτικής απόφασης, με την οποία διαπιστώθηκε ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν αναιτιολόγητη και στην οποία αναφέρθηκαν, συγκεκριμένα, τα πιο κάτω:-
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΤΗΚ είχε να επιλέξει για προαγωγή στην επίδικη θέση επτά από τους 96 εξαίρετους υποψήφιους. Επρόκειτο για ισάξιους υπαλλήλους, εφόσον ο μέσος όρος της βαθμολογίας τους για τα τρία τελευταία χρόνια ήταν ο ανώτατος δυνατός. Η περίπτωση ήταν η πλέον κατάλληλη για το Διοικητικό Συμβούλιο να επικεντρωθεί ιδιαίτερα στις εισηγήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. ...
΄Οπως έχει ειπωθεί ανάμεσα στους συστηθέντες είναι και οι αιτητές Πουρουτίδης και Μάριος Δημητρίου οι οποίοι έχουν εντελώς παραγνωριστεί από το Συμβούλιο της ΑΤΗΚ χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε αιτιολογία που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παρέκκλιση του Συμβουλίου από τη σύσταση. Δεν έγινε καμιά σύγκριση των εν λόγω αιτητών με τα ενδ. πρόσωπα είτε αυτά είχαν συμπεριληφθεί στη σύσταση είτε όχι. Ανάλογα μπορεί να λεχθούν και για ό,τι αφορά τους υπόλοιπους αιτητές που δεν έτυχαν οποιασδήποτε σύγκρισης με εκείνα τουλάχιστον τα ενδ. πρόσωπα που η επιλογή τους δεν υποστηρίχθηκε από τη σύσταση του Διευθυντή. Η εντύπωση που εύλογα μπορεί να αποκομίσει κάποιος είναι ότι το Συμβούλιο της ΑΤΗΚ αποφάσισε αυθαίρετα την προαγωγή των ενδ. μερών υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει δέουσα και επαρκής αιτιολογία στην απόφαση ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος νομιμότητας.
Σύμφωνα με τον καν. 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών (ΚΔΠ 220/82 όπως τροποποιήθηκε) 'προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητά την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τα εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.' Υπό το φως της πιο πάνω διάταξης και της απόφασης στη Δαμιανού (ανωτέρω)[2] θα μπορούσε να ειπωθεί ότι σε περίπτωση 'ισοβαθμίας', η επιλογή του Συμβουλίου Προσωπικού και του Γενικού Διευθυντή μπορεί να συνυπολογίζεται ως αυτοτελές στοιχείο, παράλληλα με αυτό της εικόνας που εμφανίζεται μέσα από τους υπηρεσιακούς φακέλους.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Συμβούλιο της Αρχής από τη στιγμή που αποφάσισε να παρεκκλίνει από τις συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει την παρέκκλισή του, πράγμα που θα καθιστούσε δυνατό το δικαστικό έλεγχο. Αποφαίνομαι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, αναιτιολόγητη.»
Προκύπτει, από τα πιο πάνω, ότι ο λόγος ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης της Αρχής ήταν η έλλειψη αιτιολογίας για την παρέκκλιση από τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, αλλά και η απουσία σύγκρισης των αιτητών με τα ενδιαφερόμενα μέρη. ΄Οπως επισημάνθηκε, οι ενενήντα έξι υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία, γεγονός που καθιστούσε τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή στοιχείο κρίσης με ιδιαίτερη βαρύτητα, έτσι ώστε, εάν αυτές δεν ακολουθούνταν, θα έπρεπε να δοθεί επαρκής αιτιολογία - (βλ. Α.ΤΗ.Κ. ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247).
Τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης δέσμευαν την Αρχή κατά την επανεξέταση - (βλ. Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054) - η οποία ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει την παρέκκλισή της από τη Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και, επιπρόσθετα, να προβεί σε σύγκριση των αιτητών με τα ενδιαφερόμενα μέρη, είτε αυτοί περιλαμβάνονταν είτε όχι στη Συμβουλή και στην Εισήγηση.
Μελέτη του πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης φανερώνει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο περιορίστηκε σε επανάληψη γενικών αναφορών περί διεξοδικής μελέτης των δεδομένων της υπόθεσης και αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων μεταξύ τους και, ενώ σημείωσε ότι θα επανεξέταζε το ζήτημα με βάση την υπάρχουσα Συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και την Εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, επέλεξε τα ενδιαφερόμενα μέρη, τέσσερα από τα οποία δεν είχαν συστηθεί, χωρίς ουσιαστική αιτιολογία και χωρίς σύγκρισή τους με τους αιτητές, παραβιάζοντας, έτσι, το δεδικασμένο. Η διατύπωση ιδιαίτερης παραγράφου για το κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, στα πλαίσια αιτιολόγησης της υπεροχής του, με αναφορά σε ουσιαστική καταλληλότητα έναντι των υπολοίπων υποψηφίων, δε διορθώνει τις πλημμέλειες που είχαν διαπιστωθεί από την ακυρωτική απόφαση. Ως επί το πλείστον οι αναφορές αφορούν σε στοιχεία της υπηρεσιακής τους εικόνας, όπως αυτή απεικονίζεται στους φακέλους, στα καθήκοντά τους, σε αναπαραγωγή σχολίων των Προϊσταμένων τους και, σε κάποιες περιπτώσεις, σε επιλεκτική μνεία της αρχαιότητάς τους. Δεν καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους προτιμήθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί οι αιτητές Ν. Πουρουτίδης και Μ. Δημητρίου, οι οποίοι είχαν προταθεί από το Συμβούλιο Προσωπικού και το Γενικό Διευθυντή, όπως δεν προκύπτει η συγκριτική αξιολόγηση του αιτητή Θ. Νεάρχου, που δεν είχε προταθεί, με τα ενδιαφερόμενα μέρη που επιλέγηκαν, χωρίς, επίσης, να έχουν προταθεί.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και παραβιάζει το δεδικασμένο.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν, με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον της καθ' ης η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «8. (1) Τα ελάχιστα ειδικά προσόντα (τηρουμένων των προνοιών των μεταβατικών διατάξεων του Κανονισμού 56) του από της δημοσιεύσεως των παρόντων Κανονισμών προσλαμβανομένου ή προβιβαζομένου προσωπικού ορίζονται κατά κατηγορίαν και ειδικότητα ως ακολούθως:
.............................................................................................................................................................
Β. Ανώτερον Προσωπικόν
.....................................................................................................................................................
ε) Διά τον βαθμόν Προϊσταμένου Υπηρεσίας 'Β' - Ειδικευμένον Προσωπικόν - απαιτείται απολυτήριον τετραταξίου Τεχνικής Σχολής ή ισοτίμου τοιαύτης και συμπλήρωσις 25ετούς περιόδου εις την υπηρεσίαν της Αρχής ή 20ετούς εάν έχη αποκτήσει ενδεικτικόν του 2ου έτους του City and Guilds ή ισοτίμου σχολής ή 15ετούς εάν έχη αποκτήσει ενδεικτικόν του 3ου έτους του City and Guilds ή ισοτίμου Σχολής.»